Kάτι καλύτερο από τον εαυτό σου

cover - __________Kάτι καλύτερο από τον εαυτό σου
[κείμενο συνοδευτικό της έκδοσης της μετάφρασης του The Song of Hiawatha by Henry W. Longfellow]

γράφει ο  Γιώργος Πρίμπας.

Διαβάστε όλη την εργογραφία (άρθρα, επιφυλλίδες, επιμέλεια ebook) του Γιώργου Πρίμπα στο 24grammata.com κλικ εδώ

The Song of Hiawatha”
 Henry W. Longfellow

Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Πρίμπας.

Διαβάστε όλη την εργογραφία (άρθρα, επιφυλλίδες, επιμέλεια ebook) του Γιώργου Πρίμπα στο 24grammata.com κλικ εδώ

24grammata.com- free ebοok

[κατέβασέτο]

Διαβάστε, επίσης, σχετικά με το The Song of Hiawatha by Henry W. Longfellow

1. Γιώργος Πρίμπας,  Kάτι καλύτερο από τον εαυτό σου, εδώ

2. Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος, Η ζωή που μας λείπει, εδώ

3. Απόστολος Θηβαίος, Να Παίζουν τα Τρανζίστορ τ’ Αμερικάνικα εδώ
Στις δύο τελευταίες στροφές του 21ου μέρους του ποιήματος The Song of Hiawatha του Longfellow, ο Hiawatha απευθυνόμενος προς τους ανθρώπους του λαού του τους μιλάει για το ζοφερό τους μέλλον:

“Σ’ εκείνο τ’ όραμα, επίσης,
Όλα τα μυστικά του μέλλοντος,
Των μακρινών ημερών που πρόκειται να ‘ρθούνε, εγώ είδα.
Των άγνωστων πολυπληθών εθνών
Τις πορείες προς τη δύση, εγώ είδα.
Όλ’ η γη μ’ ανθρώπους είχε γεμίσει,
Ανήσυχους, αγωνιστές, να μοχθούνε, να ποθούνε,
Γλώσσες πολλές να μιλάνε,
Κι ακόμη, με μια καρδιά στα στήθη τους να χτυπάει, να αισθάνονται.
Στα δάση τα τσεκούρια τους αντηχούσανε,
Οι πόλεις τους σ’ όλες τις κοιλάδες καπνίζανε,
Πάνω απ’ όλες τις λίμνες και τα ποτάμια
Τα μεγάλα τους από κεραυνό κανό ορμούσανε,

“Στη συνέχεια, ένα πιο σκοτεινό και πιο θλιβερό όραμα,
Ασαφές σα σύννεφο, μπροστά μου πέρασε·
Το έθνος μας διασκορπισμένο εγώ είδα,
Όλες οι συμβουλές μου είχανε ξεχαστεί,
Αποδυναμωμένα κι αναμεταξύ τους να μάχονται,
Τ’ απομεινάρια των λαών μας, εγώ είδα:
Προς τα δυτικά, άγρια και θρηνώντας,
Σαν τα σύννεφα μιας θύελλας,
Σαν τα μαραμένα φύλλα του φθινοπώρου, να σαρώνονται!”

Πράγματι οι ευρωπαίοι έποικοι, αφού εγκαταστάθηκαν στο νέο κόσμο, αφενός ριχτήκανε στον αγώνα της επιβίωσης αφετέρου αφανίσανε τους αυτόχθονες πληθυσμούς των ινδιάνων θεωρώντας τους, για αυτό το ελεύθερο που ήταν, ως ανυπέρβλητο εμπόδιο στην κατακυρίευση και υπερεκμετάλλευση του κόσμου που βρισκότανε μπροστά τους για αυτούς. Οι δομές των κρατών που δημιουργήσανε σε όλη την εξέλιξή τους ήταν και παραμείνανε ταξικές και ρατσιστικές. Ως προς το δεύτερο αρχικά απέναντι στους ινδιάνους όπου στοχεύανε και τελικά πετύχανε τον αφανισμό τους και αργότερα απέναντι και στους μαύρους, τους οποίους φέρνανε για δούλους από τη δυτική Αφρική. Χαρακτηριστικό των κοινωνιών του νέου κόσμου ήταν πως τη στάση αυτή απέναντι στους ινδιάνους την είχαν υιοθετήσει και αποδεχτεί όλα ανεξαιρέτως τα κοινωνικά στρώματα (πλην των μαύρων δούλων) των κρατών που συνιστούσανε τις ΗΠΑ θεωρώντας, όλοι τους, πως οφείλανε να τους αφανίσουν.
Ο κορυφαίος αμερικανός μυθιστοριογράφος John Steinbeck μας μεταφέρει στο έργο του όσο κανείς άλλος το πάθος των ευρωπαίων εποίκων και των απογόνων τους για τη γη που ιδιοποιήθηκαν και τον πλούτο που ελπίζανε πως θα μπορούσανε να κερδίσουνε καθώς και τις κοινωνικές συνέπειες από τις έντονες ταξικές διαφορές χωρίς, όπου του δινόταν η ευκαιρία, να παραλείπει να δικαιολογεί – ή να προσπερνάει ως κάτι που έπρεπε να γίνει – την προσπάθεια όλων των κοινωνικών τάξεων (που στη συγκεκριμένη περίπτωση παραμερίζανε τις ταξικές τους διαφορές και λειτουργούσαν ως αν ένα σώμα) να αφανίσουνε τους αυτόχθονες ινδιάνους.
Υπάρχει όμως, συγκεκριμένα στο 23ο κεφάλαιο τους μυθιστορήματος του «Τα Σταφύλια της Οργής», το παρακάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα (μετ. Κοσμά Πολίτη):
[…] Πάνω στη βουνοραχιά στεκόταν ένας αντάρτης, κατάματα στον ήλιο. Ήξερε πως έτσι γινόταν σημάδι. Στεκόταν με τα χέρια του απλωμένα. Ολόγυμνος σαν την αυγή, κατάματα στον ήλιο. Μπορεί και να ‘ταν τρελός. Δεν ξέρω. Στεκόταν με τα χέρια του απλωμέ­να, ίδιος σταυρός. Μας χώριζαν τετρακόσια μέτρα. Οι φαντάροι, που λες, γέμισαν τα ντουφέκια, σάλιωσαν και το δάχτυλο τους για να δουν από πού φυσάει, κι έπειτα κοκαλιάσανε δίχως να μπο­ρούν να τραβήξουν. Μπορεί κάτι να κατάλαβε ο Ινδιάνος. Να κα­τάλαβε πως δεν μπορούσαμε να του τραβήξουμε. Καθόμαστε με τα ντουφέκια ορθά, ούτε καν που τα ακουμπήσαμε στον ώμο μας. Τον κοιτάζαμε. Μια κορδέλα δεμένη γύρω στο κεφάλι του, μ’ ένα φτερό. Τον ξεχωρίζαμε ολοκάθαρα, κι αυτός ολόγυμνος όπως ο ήλιος. Καθόμαστε και τον κοιτάζαμε για ώρα – εκείνος ακούνη­τος στη θέση του. Ο λοχαγός μου γίνηκε έξω φρενών. «Τραβάτε, βρε μπάσταρδοι» ξεφώνισε. «Τραβάτε του!» Εμείς καθόμασταν μονάχα και κοιτάζαμε. «Θα μετρήσω ως τα πέντε κι έπειτα θα σας τινάξω τα μυαλά στον αέρα!» φώναξε ο λοχαγός. Που λες, σηκώσαμε τα ντουφέκια μας αργά αργά, κι ο καθένας μας έλπιζε πως θα τραβήξει πρώτα κάποιος άλλος. Ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα τόσο μεγάλη πίκρα. Τον σημάδεψα στην κοιλιά, είναι το μόνο σί­γουρο μέρος για να πετύχεις έναν Ινδιάνο… και τότε… Έπεσε με τα μούτρα και κυλίστηκε. Ανεβήκαμε το βουναλάκι. Δεν ήταν με­γαλόσωμος – κι όμως έδειχνε πρωτύτερα τόσο μεγάλος εκεί πάνω. Μικρούλης, μες στα αίματα, ξεκοιλιασμένος. Σου ‘τύχε ποτέ να δεις καμιά αρσενική φραγκόκοτα, όμορφη και καμαρωτή, το κάθε της φτερό ζωγραφιστό, ακόμα ως και τα μάτια της ζωγραφιστά με το πινέλο; Μπαμ! Τη σηκώνεις από χάμω – μες στα αίμα­τα, κουβαριασμένη, και είναι σαν ν’ αφάνισες κάτι καλύτερο από τον εαυτό σου˙ και δε σου κάνει όρεξη ούτε να φας, γιατί σκότωσες κάτι μέσα σου, και ποτέ σου δεν μπορείς να το βρεις τι είναι.[…],
στο οποίο αξίζει να σταθούμε καθώς μες σε αυτό θα βρούμε την ουσία των αιτίων του ολοκαυτώματος των ινδιάνων.
Ο ευρωπαίος έποικος και οι απόγονοί του, ανεξάρτητα της κοινωνικής τάξης που βρισκότανε, αφενός είχε μεταφέρει μαζί του ως νοοτροπία και ζητούσε να εγκαταστήσει (κάτι που το πέτυχε εξάλλου) την κρατική δομή, γιατί του ήταν αδύνατο να λειτουργήσει έξω από αυτήν, αφετέρου αντιμετώπιζε τη φύση ως μία ανεξάντλητη πηγή πλούτου από την οποία όφειλε να κερδίζει τα μέγιστα με μόνη προοπτική την αειφόρο οικονομική ανάπτυξη (να μην ξεχνάμε πως και ο μαρξισμός αυτό ευαγγελιζότανε, την αειφόρο ανάπτυξη, την οποία το προλεταριάτο ήταν αυτό που θα πετύχαινε χωρίς τις αντιφάσεις του καπιταλισμού). Στον αντίποδα ακριβώς βρισκόταν ο ινδιάνος. Στον αντίποδα όλων! Όντας ελεύθερος ποτέ του δεν είχε εγκαταστήσει κάποιου είδους κρατική δομή να κυριαρχεί πάνω στις κοινωνίες του και επιπλέον όντας φυσικός άνθρωπος είχε τη σοφία να παίρνει από τη φύση μόνον ό,τι πραγματικά χρειαζότανε και να απολαμβάνει βαθιά την παρουσία του σε αυτήν με την οποία ένοιωθε πως ήταν ένα. Μια παρουσία που μάλιστα την εξέφραζε μέσω ενός πανέμορφου (από τα λίγα δείγματα που σώθηκαν) ποιητικού λόγου και μυθοποιώντας τα φυσικά φαινόμενα. Για τον φυσικό αυτόν άνθρωπο: ιδιοκτησία γης, εκμετάλλευση ανθρώπου από άλλον άνθρωπο ή της φύσης από τον άνθρωπο και υποκρισία ήταν αδιανόητα. Δεν υπήρχαν. Δυστυχώς όμως για αυτόν τον αυτόχθονα ινδιάνο τα έφεραν και τα εγκατέστησαν στη γη που ζούσε οι ευρωπαίοι έποικοι. Σε αυτόν τον κόσμο όπως διαμορφωνόταν οι έποικοι και οι απόγονοί τους «δεν βλέπανε» πως θα μπορούσανε να συνυπάρξουνε μαζί του και τον αφάνισαν. Τον αφάνισαν, αυτόν τον καλύτερό τους, χωρίς ιδιαίτερες αναστολές – μάλλον το αντίθετο! αφού χρησιμοποιήσανε μέχρι και μεθόδους βιολογικού πολέμου – γιατί «έπρεπε» να εγκαταστήσουνε τον κόσμο, τον κατώτερο κόσμο της εκμετάλλευσης, που φέρνανε μέσα τους.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους φίλους Μπάμπη Χαραλαμπόπουλο και Αποστόλη Θηβαίο για την αγάπη με την οποία αντιμετώπισαν αυτή την προσπάθεια και τα κείμενα που προσφέρανε για πρόλογο και επίλογο κι επιπλέον τον Μπάμπη Χαραλαμπόπουλο για την υπομονή του στη γραμματική και συντακτική επιμέλεια της μετάφρασης. Επίσης ιδιαίτερα ευχαριστώ και την κόρη μου Γιάννα Πρίμπα για το σχέδιο του εξώφυλλου.

Το παρόν αποτελεί το πρώτο μέρος ενός αφιερώματος του www.24grammata.com για τον πολύ σημαντικό αυτό αμερικανό λογοτέχνη, τον Henry W. Longfellow. Το δεύτερο μέρος θα το αποτελέσει το επόμενο ebook της σειράς «εν-καινώ» του 24γράμματα και θα αναρτηθεί την 2 Νοεμβρίου 2014. Πρόκειται για μια συλλογή 10+5 ποιημάτων του Henry W. Longfellow σε εξαιρετική μετάφραση από τον Βασίλη Κομπορόζο.