Το «Ρέκβιεμ» της Αννας Αχμάτοβα

114px-Olga_kardovskaya_portret_ahmatovoy_191424grammatapg24grammata.com/ Άννα Αχμάτοβα/ Anna Akhmatova,

αφιέρωμα κλικ εδώ

Το «Ρέκβιεμ» της Αννας Αχμάτοβα
«Και εσείς μπορείτε να περιγράψετε αυτό;»
Του Γιάννη Αντιόχου |http://www.poema.gr
Οχι, όχι κάτω από του ξένου ουρανού
Κι από τον θόλο άγνωστου φτερού-
Τότε με τον λαό μου ήμουνα εδώ
Εδώ, π’ αλίμονο με τον λαό μου δυστυχώ.

1961

 

Αντί εισαγωγής

Στα φοβερά χρόνια του τρόμου της Γιεζόβ, δεκαεπτά μήνες πέρασα στις ουρές των φυλακών του Λένινγκραντ. Μια μέρα, κάποιος μ’ «αναγνώρισε». Μια γυναίκα με μελανιασμένα χείλη που έστεκε πίσω μου, η οποία ποτέ δεν είχε ακούσει τ’ όνομά μου, ξύπνησε απ’ τον λήθαργο, τυπικός για όλους εμάς εκεί, και με ρώτησε, ψιθυρίζοντας στ’ αυτί μου (καθένας μιλούσε ψιθυρίζοντας εκεί):
«Και σεις μπορείτε να περιγράψετε αυτό;»
Κι εγώ απάντησα:
«Ναι, μπορώ».
Επειτα κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο γλίστρησε πάνω σ’ αυτό που κάποτε ήταν το πρόσωπό της.

1η Απριλίου 1957, Λένινγκραντ

[απόσπασμα] Αφιέρωση

Με τέτοια θλίψη λυγίζουν τα βουνά
Και το ποτάμι ορμητικό πια δεν κυλά
Της φυλακής τα σίδερα κλειστά
Πίσω απ’ αυτά, των «αιχμαλώτων τρύπες τα κελιά»
Θανατερή απλώνεται η συμφορά.
Για άλλον φυσάει αέρας δροσερός,
Για άλλον ο ήλιος που δύει είναι τερπνός-
Δεν ξέρουμε, οι ίδιοι είμαστε πάντα εδώ
Μόνο ακούμε τον ήχο του κλειδιού τραχύ
Και των φρουρών το βήμα το βαρύ.
Σάμπως και σηκωνόμασταν για Θεία Λειτουργία
Την άγρια πόλη σχίζαμε, μακριά πεζοπορία
Και συναντιόμασταν εκεί, ξεψυχισμένοι σα νεκροί.
Ο ήλιος είναι χαμηλά και ο Νέβας φαίνεται θαμπά
Μα η ελπίδα τραγουδά, ακούγεται από μακριά.
Δάκρυα χύνει στη στιγμή… Καταδικασμένη
Κι ήδη απ’ όλους πια, ξεχωρισμένη
Σαν την καρδιά της να ρημάξουν, ύστερα να την πετάξουν
Σαν κτήνη να τη σπρώξουν, φαρδιά πλατιά να την ξαπλώσουν,
Μα εκείνη όμως συνεχίζει… μόνη… τρεκλίζοντας βαδίζει…
Πού να’ ναι οι φίλες μου άραγε οι τυχαίες
Από τα διαβολικά, τα χρόνια εκεί τα δυο;
Στης Σιβηρίας τις θύελλες άραγε τι βλέπουν
Τι να τους φανερώνεται στον δίσκο της σελήνης τον λευκό;
Τον ύστατο, σε όλες τους, στέλνω χαιρετισμό.
Μάρτιος 1940

Πρόλογος

Τότε ήταν, π’ αυτός που χαμογέλαγε ήταν ο πεθαμένος
Γαλήνη απολαμβάνοντας αυτός ευτυχισμένος.
Κι άχρηστη σαν παράρτημα του Λένινγκραντ η πόλη
Μες στα δικά της κάτεργα γκρίζα και ταλαντώνει.
Και όταν τρελές απ’ των πολλών ειδών βασανιστήρια,
Προέλαυναν οι φάλαγγες των καταδικασμένων,
Το σύντομο το χαίρε τους σήμανε στα φουγάρα
Από σφυρίχτρες μηχανών μέσα σε σύθαμπο καπνών,
Και πάνω απ’ τα κεφάλια μας του θάνατου αστέρια
Και καταγής η αθώα μας σφαδάζει η Ρωσία
Με μπότες όλο αίματα ως πάνω καλυμμένες
Και κάτω από τα λάστιχα κλουβών της αστυνομίας.

1.

Συνοδεία σε πήραν την αυγή,
Σαν κηδεία ακολούθησα μαζί
Στο μισοσκόταδο της κάμαρας κλαίγαν τα παιδιά
Και στο εικόνισμα τρεμοσβήναν τα κεριά.
Στα χείλη σου τ’ αγίου η παγωνιά.
Στο μέτωπο σου ο θάνατος ανάβλυζε νερό… Δεν ξεχνώ!
Σαν των Στρέλτσι τις έρημες γυναίκες κι εγώ
Στους πύργους του Κρεμλίνου θα ουρλιάζω χωρίς σταματημό.

1935

 

 

 

2.

Ηρεμος ο Ντον, γαλήνια κυλά
Κίτρινο φεγγάρι σε σπίτι γλιστρά.

Γλιστρά και φορά το σκουφί του λοξά
Το κίτρινο φεγγάρι κοιτά μια σκιά.

Αυτή η γυναίκα είν’ άρρωστη βαριά
Την τρώει μεγάλη μοναξιά.

Στο μνήμα ο άντρας της κι ο γιος της φυλακή
Πες και για μένα μία προσευχή.

1938

 

Σταύρωση

Ι

Χορός αγγέλων ύμνησε τη δοξασμένη ώρα
Κι ο ουρανός συντρίφθηκε μέσα στην πυρκαγιά.
Κι είπε προς τον Πατέρα του: Ινα τι με εγκατέλιπες
Κι είπε προς τη Μητέρα του: Μη θρηνείς δι’ εμέ.

1940
Μέγαρο Φοντάνκα

ΙΙ

Θρηνούσε και χτυπιόταν η Μαγδαληνή,
Ο πιο καλός του μαθητής έστεκε σαν την πέτρα,
Και κανείς στη Μητέρα του, τη σιωπηλή και μόνη
Να στρέψει δεν ετόλμησε για μια στιγμή το βλέμμα.

1943
Τανσκένδη

 

Επίλογος

Ι

Κι έμαθα πώς συρρικνώνονται τα πρόσωπα
Πώς ο τρόμος ελλοχεύει κάτω από τις βλεφαρίδες
Και πώς η οδύνη γράφει με σφηνοειδείς χαρακτήρες
Τραχιές γραμμές τα μάγουλα,

Πώς κατάμαυρα ή ξανθά δαχτυλίδια τα μαλλιά
Μονομιάς καλύπτονται απ’ ασημένια σκόνη,
Και σβήνει το χαμόγελό μου στα πειθήνιά μου χείλη
Κι ο φόβος, είναι νεκρικός, θροΐζει στο σβησμένο μου γελάκι.

Και για μένα δεν προσεύχομαι μοναχά,
Αλλά για όλους, αυτούς που στάθηκαν μαζί μου στη σειρά
Στη ζέστα του Ιούλη, στο ψύχος του χειμώνα
Κάτω από τον τόσο κόκκινο, τον τοίχο, κι αθώρητο ακόμα.

 

ΙΙ

Και πάλι, σίμωσε της θύμησης η ώρα
Σας βλέπω, σας αισθάνομαι και σας ακούω τώρα:

Κι εκείνη που σχεδόν στο τέλος είχαν σύρει,
Κι εκείνη που ποτέ ξανά τη γη της θα πατήσει,

Κι εκείνη που είπε σείοντας τ’ ωραίο της κεφάλι:
«Το να επιστρέφω πάλι εδώ, σπίτι επιστρέφω πάλι».

Να τις φωνάξω ήθελα με τα ονόματά τους
Μα οι λίστες έχουνε χαθεί με τ’ αναφορικά τους.

Και έχω υφάνει για όλες τους μαντήλι που είν’ φαρδύ
Απ’ τις φτωχές τις λέξεις τους, που άκουσα εκεί.

Πάντα και οπουδήποτε θα τις αναθυμούμαι
Δεν πρόκειται απ’ τη μνήμη μου αυτές να ξεχαστούνε

Και αν το εξαντλημένο μου μού το φιμώσουν στόμα
Μ’ αυτό που ξεφωνίζουν εκατό λαού εκατομμύρια ακόμα

Τότε στη μνήμη τους εμέ
Παραμονή επετείου μου ίσως με θυμηθούνε

Κι αν κάποιοι αποφασίσουνε για εμένα να στήσουν
Στη χώρα αυτή μια προτομή τιμή για να μου δείξουν

Σε τέτοιο πανηγύρι συναινώ
Μα βάζω όρο αυτόν εδώ – να στέκει

Οχι στη Μαύρη Θάλασσα π’ αντίκρισα το φως-
Γι’ αυτή κάθε συναίσθημα χαμένο εντελώς,

Ούτε στους κήπους του τσάρου, στην απόμακρη γωνιά
Εκεί που με γυρεύει μια πένθιμη σκιά,

Αλλά εδώ, εδώ που στάθηκα τριακόσιες ώρες
Μα δεν ξεκλείδωσαν για μένα ποτέ οι βαριές οι πόρτες.

Γιατί ακόμα και στον μακάριο θάνατο θέλω για πάντα να μείνει
Ο ορυμαγδός από τις κλούβες της αστυνομίας μες στη μνήμη

Απ’ το σφράγισμα της πόρτας, ο κρότος, το μπουμπουνητό
Και το σαν πληγωμένου ζώου της γριάς γυναίκας, το ουρλιαχτό.

Κι από τ’ ασάλευτα, τα χάλκινα, τα τσίνορα μου,
Ας κυλούν σαν χιόνι που λιώνει τα δάκρυα μου

Κι ας γουργουρίζει ένα περιστέρι της φυλακής πέρα μακριά,
Και ας ταξιδεύουν τα πλοία στον Νέβα βουβά.

Μάρτιος 1940

[email protected]
http://www.poema.gr