Η ποιητική μυθολογία του Σεφέρη

σεφερης24grammata.com- ιστορία της λογοτεχνίας

Γιώργος Σεφέρης (1900 – 1971)
α. όλα β. έργα γ. μελέτες / άρθρα δ. ξενόγλωσσα

 

 

Η ποιητική μυθολογία του Σεφέρη

Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος
Μνήμη Όλγας Βαρτζιώτη

Για τον Σεφέρη «η ποίηση είναι μια στάση απέναντι στη ζωή»• που θα πει, δεν εξαντλείται σε ένα ανώδυνο αισθητικό παιχνίδι, αλλ’ αντίθετα, εκφράζει μια υπεύθυνη άποψη απέναντι στον κόσμο και τη ζωή. Κι αληθινά, ο Σεφέρης εντάσσεται με το δικό του σεμνό τρόπο, στον τύπο του Ποιητή – Στοχαστή – Παιδαγωγού, που καθιερώνουν, με την ποίηση και την πράξη τους, ποιητές όπως ο Παλαμάς και ο Σικελιανός. Το ποιητικό του έργο εκφράζει τη στοχαστική αντίδραση απέναντι στο δράμα του Νέου ελληνισμού, από τη σκοπιά μιας συνείδησης που κουβαλεί τη σοφία της διαχρονικής ελληνικής παράδοσης. Το δράμα αυτό έχει δύο όψεις∙ η μία αφορά τη σχέση του ποιητικού υποκειμένου με το σύγχρονο κόσμο∙ η άλλη τη σχέση με τη δική του ιστορία και πολιτισμό. Το συλλογικό ποιητικό υποκείμενο (ένα «εμείς» που αντιπροσωπεύει το Νέο ελληνισμό), επιχειρώντας να συντονίσει το βήμα του με τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, παραπαίει ανάμεσα σε δυο αντιφατικούς στόχους: αφενός να ξαναβρεί την ταυτότητά του μέσα από τη δημιουργική αφομοίωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, αφετέρου να ενσωματωθεί στο σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, που αντιπροσωπεύει το αντίπαλο πολιτισμικό πρότυπο. Έτσι, ακολουθώντας το δυτικό πρότυπο, αφομοιώνεται ο ίδιος από ένα αλλότριο και φθίνοντα πολιτισμό και περνά στη φάση της παρακμής πριν αναπτύξει τις δημιουργικές του δυνατότητες. Κάτω απ’ αυτούς τους όρους, η αναζήτηση του αυθεντικού του προσώπου στη δική του πολιτισμική παράδοση αποτυγχάνει και ξεπέφτει σε μια σχέση επιφανειακή και τυπολατρική, που αποτελεί μια νέα αλλοτρίωση. Αυτή την αντιφατική κατάσταση, που συνιστά το δράμα του Νέου ελληνισμού, επιχειρεί να αναπαραστήσει ο Σεφέρης με την ποίησή του. Κι απ’ αυτή την άποψη είναι μια ποίηση βαθιά πολιτική και βαθιά φιλοσοφική.

Τη διπλή αλλοτρίωση μέσα στην οποία είναι παγιδευμένο το ποιητικό υποκείμενο αναπαριστούν μια σειρά χαρακτηριστικοί σεφερικοί κώδικες, που μεταγράφουν σε μια ενιαία και συνεπή ποιητική μυθολογία την κοσμοαντίληψη και βιοθεωρία του δημιουργού. Οι κώδικες αυτοί είναι υφολογικά υπογραμμισμένοι, μέσα από μορφοσυντακτικά σχήματα ιδιόμορφα, που τους καθιστούν ευδιάκριτους και συνεπώς αναγνωρίσιμους. Θ’ αρχίσομε τη μελέτη μας απ’ αυτά τα φαινόμενα της γλωσσικής επιφάνειας, που συνθέτουν τα σημαίνοντα του συστήματος, για ν’ αποκαλύψομε τους μηχανισμούς κωδικοποίησης, που θα μας οδηγήσουν ομαλά στα σημαινόμενα της ποιητικής μυθολογίας.

Η ποιητική γλώσσα του Σεφέρη διακρίνεται από μια κλασική λιτότητα, ενισχυμένη από μια μέτρια ένταση, που δίνει στο λόγο την αμεσότητα της λαϊκής αφήγησης ή της προσωπικής εξομολόγησης. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, προβάλλονται ορισμένες συντακτικές παρεκκλίσεις που δημιουργούν χαρακτηριστικές «μετατροπίες» του τόνου και αποχτούν υφολογική αλλά και σημασιοδοτική αξία. Μια από τις χαρακτηριστικές ιδιοτυπίες της ποιητικής γλώσσας του Σεφέρη είναι η χρήση των ονοματικών και μετοχικών προτάσεων, οργανωμένων σε πολυμελείς συντακτικές περιόδους που αποτελούνται από παράταξη ομοειδών όρων σε συμμετρικά σύνολα. Τόσο οι ονοματικές όσο και οι μετοχικές προτάσεις και περίοδοι έχουν μια στατιστικά αισθητή συχνότητα, που, σε σχέση με τον δεσπόζοντα «μέσο λόγο», δημιουργεί μια ευδιάκριτη αλλαγή του συντακτικού ύφους και πετυχαίνει μια αισθητική διακύμανση, η οποία σφραγίζει την ποιότητα του σεφερικού λόγου (Ε.Γ. Καψωμένος, Η συντακτική δομή της ποιητικής γλώσσας του Σεφέρη, Θεσσαλονίκη, Επιστ. Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ., Παράρτ. αρ. 18, 1975: 159-192). Με την ιδιοτυπία αυτή συνδέεται ένα άλλο χαρακτηριστικό της ποιητικής γραφής του Σεφέρη. Πρόκειται για τις δομές παραστατικής έντασης, που αντιστοιχούν στην παράταξη ομοειδών όρων, τη μερική επανάληψη, την αντίθεση και τη συμμετρία των συντακτικών μελών. Οι δομές αυτές, που με τη μορφή που τις συναντούμε στο Σεφέρη παραπέμπουν στη λαϊκή ποιητική παράδοση, αναπτύσσονται σε μια πλούσια κλίμακα παραλλαγών και, υπερβαίνοντας τις παραδοσιακές φόρμες, προικίζουν το λόγο με μια συγκρατημένη ένταση και μια λιτή ισορροπία, που δίνει στην ποιητική γραφή του Σεφέρη το μνημειακό της χαρακτήρα. Οι πιο χαρακτηριστικές φόρμες είναι αυτές που συνδυάζουν παράταξη, επανάληψη, αντίθεση και συμμετρία και οι οποίες, υποταγμένες σε έναν ρυθμό κλιμάκωσης, συνιστούν σύνολα μεγάλης ποιητικής ακτινοβολίας (Ε.Γ.Καψωμένος, 1975: 484-525). Αυτές οι σύνθετες δομές συνδυάζονται συχνά με εκφράσεις ισχυρού ψυχικού πάθους. Συμπιέζοντας την ψυχική ένταση μέσα σε φόρμες αυστηρής ισορροπίας, δημιουργούν ένα «εκρηκτικό μείγμα» αντίρροπων δυνάμεων με μεγάλο εσωτερικό δυναμισμό. Και καθώς αντιπροσωπεύουν μικρότερες ή μεγαλύτερες ποιητικές ενότητες, προσφέρονται – όπως και οι ονοματικές και μετοχικές περίοδοι – για την υφολογική υπογράμμιση των σημασιακών τους περιεχομένων. Χρησιμοποιούνται λοιπόν ως φορείς της εικονοπλασίας και της ποιητικής μυθολογίας, ακριβώς χάρη στη δραστικότητά τους. Έτσι αναδείχνονται σε λειτουργικές δομές της ποίησης του Σεφέρη.

Ανάμεσα στις λειτουργικές δομές της σεφερικής ποίησης ξεχωρίζουν οι δομές αντίθεσης για την υψηλή στατιστική τους συχνότητα. Διαπιστώνουμε μια ασυνήθιστα πυκνή χρήση αντιθετικών και αντιφατικών σχημάτων, που καλύπτουν το φωνητικό, γραμματικό, συντακτικό και σημασιακό πεδίο. Ο ρόλος των αντιθετικών αυτών σχημάτων δεν εξαντλείται στην αισθητική λειτουργία. Απεναντίας, οι αντιθετικές και αντιφατικές σχέσεις αποτελούν θεμελιώδη παράγοντα στο μηχανισμό παραγωγής της σημασίας• διαπίστωση που επιβεβαιώνεται από μια βασική αρχή της «δομικής σημαντικής»: «η σημασία προκύπτει από μια διαδικασία αντίληψης διαφορών» (Α J. Greimas, Δομική σημασολογία, 2005: 40-41). Ειδικότερα, η εικονοπλασία του Σεφέρη -σε αντιστοιχία προς τον κατακερματισμό του σύγχρονου ανθρώπου και την έλλειψη κοινωνικής συνοχής και κοινών αισθημάτων- αποστρέφεται τους εύκολα επικόινωνήσιμους κώδικες. Έτσι, βασίζεται στην αρχή της αντίθεσης, όχι της αναλογίας. Μάλιστα χρησιμοποιεί τις αντιφατικές κυρίως εκφράσεις, που παρέχουν ομόλογες γραμματικές και συντακτικές φόρμες προς τις σημασιακές αντιφάσεις, οι οποίες, καθώς θα δούμε, συνιστούν τον πυρήνα της σεφερικής μυθολογίας. Οι δυο αντίθετοι και αλληλοαναιρούμενοι όροι απορροφούνται μέσα στην ίδια λεκτική ενότητα, οικοδομώντας το εικονοπλαστικό σύστημα στη σύζευξη των αντιθέτων. Από την εφαρμογή αυτής της αρχής προκύπτει μια εντυπωσιακή ποικιλία αντιφατικών εικόνων που λειτουργούν ως μεταφορές. Οι μεταφορές αυτές επανέρχονται σε μια πλούσια κλίμακα παραλλαγών και διαμορφώνουν τη «διακειμενική συνοχή» της σεφερικής ποίησης. Η ποικιλία των ισοδύναμων ή ταυτόσημων παραλλαγών διατηρεί μια ρευστότητα στο επίπεδο της παράστασης και αναπαράστασης, που δεν επιτρέπει την αποκρυστάλλωσή τους σε στερεότυπα σύμβολα. Καθώς όμως επανέρχονται με εμμονή τα ισοδύναμα αντιφατικά σχήματα, υποδηλώνουν μια ηθελημένη συμβολική σκοπιμότητα, που τα καθιερώνει στη συνείδηση του αναγνώστη ως συμβολικές μεταφορές. Πρόκειται για μια μεταφορική γλώσσα που καθιερώθηκε από τα μεγάλα παραδείγματα του Shelley, του Blake, του Yeats και του Eliot (R. Wellek – A. Warren, Θεωρία Λογοτεχνίας (Theory of Literature), μετάφρ. Σ.Γ. Δεληγιώργης, Αθήνα, Δίφρος, [1965]: 239-240, 388).

Στις συμβολικές μεταφορές του Σεφέρη οι αντίθετοι ή αντιφατικοί όροι γίνονται οι στοιχειακές μονάδες των εικόνων και ταυτόχρονα, οι κώδικές ανάγνωσής τους. Γιατί, με τη επαναφορά των ισότιμων, αντίστοιχων ή ταυτόσημων παραλλαγών, σχηματίζεται ένα συνεκτικό θεματικό και σημασιακό πεδίο, που σκιαγραφεί, πίσω από την αποσπασματικότητα της ποιητικής ροής, ένα αναγνωρίσιμο «αντικείμενο αναφοράς» ή μια κοινή συναισθηματική ή νοητική εμπειρία. Έτσι λύνεται έντεχνα το πρόβλημα που συνδέεται με τον ερμητικό χαρακτήρα της νεοτερικής γραφής, καθώς οι επανερχόμενες μεταφορικές εικόνες παρέχουν στον αναγνώστη τα «κλειδιά» για μια παραδειγματική ανάγνωση (: lecture paradigmatique). Οι συμβολικές μεταφορές που βασίζονται στην αντίφαση είναι το χαρακτηριστικότερο σχήμα της συμβολικής γλώσσας του Σεφέρη και αντιπροσωπεύουν τη συμβολή της ιδιοφυίας του στην παράδοση της ποιητικής ‘ μεταφοράς. Στις αντιφατικές αυτές εικόνες διαπιστώνουμε έναν ισομορφισμό έκφρασης και περιεχομένου, που πραγματώνει, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, την ταύτιση ανάμεσα σε σημαίνοντα και σημαινόμενα, στο λόγο και στο μύθο.

Μ’ αυτό τον τρόπο, μορφοσυντακτικά φαινόμενα μετασχηματίζονται σε σημασιακούς κώδικες. Αν επιχειρήσομε να οργανώσουμε τις ομοειδείς συμβολικές μεταφορές σε «παραδειγματικές σειρές», με βάση την αρχή της αναλογίας και της αντίθεσης, θα δούμε ότι σχηματίζονται ορισμένα θεματικά πεδία. Ας πάρομε λ.χ. την ακόλουθη σειρά:

Ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι
(Γ.Σεφέρης, Ποιήματα, 138.33)

ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο
(95.4)

κοίταζα τα πετούμενα πουλιά κι ήταν μαρμαρωμένα
(268.22)

μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιον Σεπτεμβρίου
(17.4)

εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής
(187.53)

Το κοινό θεματικό στοιχείο («τάξημα») που συνδέει όλα τα παραθέματα της σειράς είναι η έννοια της ακινησίας, που συντίθεται από δύο αντίθετους όρους, την κίνηση και την ακινησία, σ’ έναν αντιφατικό συνδυασμό: την ακινητοποιημένη κίνηση. Με ανάλογη διαδικασία, προκύπτουν, από ομαδοποιήσεις συγγενών συμβολικών μεταφορών, μια σειρά θέματα που ορίζονται από τη σύζευξη αντίθετων ή αντιθετικών εννοιών, όπως πρόθεση vs αδυναμία, προσπάθεια vs αποτυχία, αναζήτηση vs αδιέξοδο, ταξίδι vs ναυάγιο, μόχθος vs συντριβή, αυτοσυνειδησία vs αλλοτρίωση, ανάταση vs πτώση, κλπ., ανάμεσα στα οποία αναγνωρίζομε σχήματα που παραπέμπουν έμμεσα σε αρχαίους μύθους, τη Σισύφεια προσπάθεια ή το μαρτύριο του Ταντάλου:

θέλουν να χτίσουν έναν πύργο που γκρεμίζει
(51.29)

το γεμίζω κι αδειάζει, το γεμίζω κι αδειάζει
(196.19)

διψούν και δε βρίσκουν νερό πουθενά
(296.8)

Μια συστηματική καταγραφή και ταξινόμηση των θεμάτων της σεφερικής ποίησης οδηγεί σε ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα: όλα περίπου τα θέματα που επανέρχονται με εμμονή σε μια κλίμακα συγγενών παραλλαγών ανάγονται σε αντιθετικά ή αντιφατικά σχήματα• που σημαίνει ότι οι συμβολικές μεταφορές που συνθέτουν τον ιστό της ποιητικής μυθολογίας του Σεφέρη εκφράζονται εξ ολοκλήρου μέσα από την αντίθεση, δηλ. παρουσιάζουν εκδοχές ενός κόσμου αντιφατικού (αναλυτικότερα βλ. Ε.Γ. Καψωμένος, 1975: 406-455).

Αν θελήσομε να ανασυνθέσομε αυτό τον κόσμο μέσα από μια γενικευτική αναγωγή των ταξημάτων (αντιφατικών σχημάτων) που προέκυψαν από την παραδειγματική οργάνωση των συμβολικών μεταφορών, θα σχηματισθούν ευρύτερες θεματικές περιοχές και αντίστοιχες σημασιακές «ισοτοπίες» («isotopies», σύμφωνα με τη διεθνή ορολογία: A.J. Greimas, 1966: 69-72), που ορίζουν τις συνισταμένες της ποιητικής μυθολογίας. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ορισμένες ισοτοπίες, για την ποσοτική τους υπεροχή αλλά και για την προτεραιότητα που παίρνουν έναντι άλλων μέσα στην ιεραρχική δομή των θεματικών στοιχείων που συνθέτουν τα συγκεκριμένα ποιητικά κείμενα.

Εδώ πρέπει να διευκρινίσομε ότι δεν υπάρχει -όπως στην ποίηση της παράδοσης- ένα σαφώς διακριτό θέμα για κάθε ποίημα, με την έννοια της αφηγηματικής ή λογικοεμπειρικής συνοχής. Στη νεωτερική γραφή του Σεφέρη, που χαρακτηρίζεται από την ελλειπτικότητα και τη συνδηλωτική λειτουργία, τα θεματικά στοιχεία, με την έννοια που τα χρησιμοποιούμε εδώ, διασταυρώνονται και διαπλέκονται σε κάθε κείμενο με ποικίλους τρόπους, που αναδείχνουν σχέσεις υπαλληλίας και επικαθορισμού. Οι ισοτοπίες λοιπόν που δεσπόζουν και επικαθορίζουν τις άλλες, θα μπορούσαν να περιορισθούν αναγωγικά σε τέσσερις, από τις οποίες οι δύο αναφέρονται κυρίως στο ανθρώπινο και κοινωνικό πεδίο, οι άλλες δύο κυρίως στο φυσικό και Κοσμικό πεδίο• όλες μαζί ωστόσο συνθέτουν ένα ενιαίο ποιητικό Σύμπαν. Οι ισοτοπίες αυτές αντιστοιχούν στις εξής θεματικές περιοχές:

Α. Το θέμα της θαλασσινής περιπλάνησης (ο μύθος του Νόστου).

Β. Το θέμα της αλλοτρίωσης (ο μύθος της απολιθωμένης ζωής).

Γ. Η διαλεκτική φωτός- σκοταδιού (η μυθολογία του φωτός).

Δ. Η αντιφατική σύσταση του Κόσμου (η αντίληψη του Τραγικού).

Το θέμα της θαλασσινής περιπλάνησης είναι κατ’ αρχήν ανεξάρτητο από την αφηγηματική γραμμή και τα σημαινόμενα του οδυσσειακού Νόστου. Συνδέεται ωστόσο μαζί του με πολλές, διάσπαρτες διακειμενικές αναφορές, οι οποίες γίνονται τα θεματικά ερείσματα για να μεταφερθεί μέσα στην ποίηση του Σεφέρη το μυθικό πλαίσιο του Νόστου, πάνω στο οποίο θα οικοδομηθεί μια άλλη μυθολογία, αντίστοιχη αλλά και διάφορη από την ομηρική. Τέτοιες διακειμενικές αναφορές είναι οι ενδείξεις του «περικειμένου»: οι τίτλοι των βασικών ποιητικών συλλογών του Σεφέρη, Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄ (1940), Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄(1944), Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄(1955), ο «Στράτης Θαλασσινός», χαρακτηριστικός ήρωας – αφηγητής του Τετραδίου Γυμνασμάτων και του Ημερολογίου Καταστρώματος, Β΄, η οργάνωση του Μυθιστορήματος σε 24 ποιητικές ενότητες, που συνυποδηλώνουν τις 24 ραψωδίες της Οδύσσειας, κ.α. Οι ενδείξεις αυτές διατηρούν την αναλογία με την οδυσσειακή μυθολογία, αλλά σε ένα πλαίσιο αναφοράς θαλασσινής περιπλάνησης με σημερινούς όρους. Μια δεύτερη κατηγορία διακειμενικών αναφορών είναι οι ρητές παραπομπές στο κείμενο ή στο μύθο της Οδύσσειας, που σημαίνει: ενσωμάτωση αυτούσιων παραθεμάτων (πρωτότυπων ή σε μετάφραση), ανάπλαση επεισοδίων όπως η «νέκυια», δανεισμός χαρακτήρων επώνυμων όπως ο Ελπήνωρ ή χαρακτηριστικών σχέσεων όπως «οι σύντροφοι του Οδυσσέα», τέλος, διάλογος με τον ίδιο τον ήρωα της Οδύσσειας:

Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι, το φάντασμα
του Οδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα από του κυμάτου την αρμύρα
κι από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον καπνό που βγαίνει από τη ζεστασιά
του σπιτιού του και το σκυλί του που γέρασε προσμένοντας στη θύρα.
Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας, ανάμεσα στ’ ασπρισμένα
του γένια, λόγια της γλώσσας μας, όπως τη μιλούσαν
πριν τρεις χιλιάδες χρόνια.
(«Πάνω σ’ ένα ξένο στίχο»: Π.87-88.7-9)

Οι ρητές αυτές διακειμενικές σχέσεις με την ομηρική Οδύσσεια συνθέτουν τις διάσπαρτες ενδείξεις ενός μυθικού αρχετύπου, που -σύμφωνα με την παραδειγματική αρχή της αναλογίας- λειτουργεί ως ερμηνευτικό κλειδί για τη μυθολογία του Σεφέρη, ώστε να κατανοηθεί ως μια ποιητική εκδοχή της ιστορικής και πολιτισμικής «οδύσσειας της ρωμιοσύνης». Η «οδύσσεια» αυτή παίρνει, καθώς είπαμε, το σχήμα της θαλασσινής περιπλάνησης, αλλά μέσα από αντιφατικές εικόνες, που ταυτόχρονα θέτουν και αναιρούν τα σημαινόμενά τους. Τέτοιες είναι οι εικόνες θαλασσινών ναυαγίων, που δηλώνουν «ταξίδια που δεν τέλειωσαν», εικόνες που παριστούν ταξίδια πάνω σε κατεστραμμένα ή σαπισμένα καράβια, με σπασμένα κουπιά, καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν, που ταξιδεύουν με το πλήρωμα νεκρό ή αδειανά, χωρίς το πλήρωμα που μένει ξέμπαρκο, ταξίδια προς το βυθό ή ταξίδια που καταλήγουν στον Αδη, κατά το σχήμα της ομηρικής «νέκυιας». Ορισμένα παραδείγματα:

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών […] −Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα…
(Μυθιστόρημα, Η΄, Π. 52.1-2/9-10)

Πέθαναν όλοι μέσα στο καράβι, μα το καράβι ακολουθάει
το στοχασμό του που άρχισε σαν άνοιξε από το λιμάνι.
(«Το ύφος μιας μέρας», Π. 18.13)

Μές στ’ ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ πέρα θέλαμε να βρούμε
τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνη λαβωμένο.
(Μυθιστόρημα,Θ΄, Π.54.15-16)

Σύμφωνα με την τεχνική της συμβολικής μεταφοράς που εκθέσαμε στην αρχή, οι εικόνες αυτές, με αφετηρία τις μεταξύ τους πολλαπλές αντιστοιχίες, υπερβαίνουν την καταδηλωτική σημασία (dénotation) και αποχτούν μια πολυσημία, που ανοίγεται σε ευρύτερες συνδηλώσεις (connotations) ώστε να χωρέσει χαρακτηριστικές εκδοχές της ιστορικής περιπέτειας του ελληνισμού. Ενδεικτική πάνω σ’ αυτό είναι η υποκατάσταση του καραβιού από την Ελλάδα, που ταξιδεύει ενώ το «πλήρωμά της» έχει χάσει το πλοίο:

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει, ολοένα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι
όλοι εμείς
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα
καράβια.
(«Με τον τρόπο του Γ.Σ.», 100.23-25)

Εδώ, η εικονοπλασία της θαλασσινής περιπλάνησης προσφέρει τη φόρμα του ταξιδιού και του νόστου (επιστροφή στην πατρίδα) ως σημαίνον για μια σειρά ομόλογα σημαινόμενα. Ο υποδηλούμενος στόχος του ταξιδιού είναι η επιστροφή σε μια νοητή πατρίδα, αντικείμενο του πόθου και της προσπάθειας των δρώντων προσώπων, που είναι, πιο συχνά, συλλογικά υποκείμενα. Όμως ο στόχος αυτός δεν επιτυγχάνεται και οι ήρωες εμφανίζονται εγκλωβισμένοι σε μια ατέρμονη περιπέτεια χωρίς έκβαση, που κωδικοποιείται στα γνωστά αντιφατικά σχήματα: ταξίδι vs ναυάγιο, προσπάθεια vs αποτυχία, πρόθεση vs αδυναμία, αναζήτηση vs αδιέξοδο, πάνω στα οποία συναντώνται το θέμα του νόστου με το θέμα της αλλοτρίωσης.

Το θέμα της αλλοτρίωσης διευρύνει το σχήμα της θαλασσινής περιπλάνησης προς κάθε είδους περιπέτεια που παρατείνεται χωρίς τέλος. Σε μια μεγάλη ομάδα συμβολικών μεταφορών επανέρχονται χαρακτηριστικά οι ρηματικές έννοιες: ψάχνω, ζητώ,γυρεύω, προσπαθώ, θέλω, ψηλαφώ κ.λ.π.., που αντιπροσωπεύουν τον ένα πόλο σε μια διαλεκτική αντίθετων τάσεων τον άλλο πόλο του αντιθετικού άξονα κατέχει η ρηματική έννοια δεν μπορώ και τα συνώνυμα. Έτσι προκύπτει η θεματική της μάταιης αναζήτησης, των ανεκπλήρωτων προθέσεων, των ανικανοποίητων πόθων, των ανέφικτων οραμάτων, του ακατόρθωτου άθλου, του μόχθου που συντρίβει τον ήρωα. Η θεματική αυτή βασίζεται στην τραγική διάσταση ανάμεσα στο όραμα και στην πραγματικότητα, στους μεγάλους πόθους και στην πράξη, στα μεγαλεπήβολα σχέδια και στην αδυναμία για ανάλογες πραγματώσεις. Ο Σεφέρης και η γενιά του, που ανδρώθηκαν μέσα στις περιπέτειες που οδήγησαν στη χρεωκοπία της Μεγάλης Ιδέας, αναγνώρισαν σ’ αυτό το φαινόμενο μια συλλογική ιστορική εμπειρία του νέου ελληνισμού (Γ.Θεοτοκάς, Πνευματική πορεία, Αθήνα, Φέξης, 1961, σ.60-61. Γ. Θέμελης, Η διδασκαλία των Νέων Ελληνικών (τόμ.Α’), Θεσσαλονίκη, 1973: 8). Την ιστορική αυτή εμπειρία την αξιοποίησε ο ποιητής για να δημιουργήσει ένα από τα χαρακτηριστικά θέματα της μυθολογίας του, μια καινούρια εκδοχή του «καημού της ρωμιοσύνης»:

και νιώθουν οι μεσόκοποι το χάσμα
να μεγαλώνει ανάμεσα στο σώμα
που μένει πίσω σαν γκαμήλα λαβωμένη
και την ψυχή με το ανεξάντλητο κουράγιο,
καθώς λένε.
(«Ο Στράτης Θαλασσινός στη Νεκρή Θάλασσα»,204.22-25)

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο λειτουργούν μια σειρά συμβολικές μεταφορές που έχουν κοινό στοιχείο τη ρηματική έννοια δεν ξέρω και υποδηλώνουν την έλλειψη ενός σκοπού ύπαρξης, σε συνδυασμό με την πικρή γεύση αναξιοποίητων αρετών. Πρόκειται για μια ακόμη σεφερική εκδοχή του «ρωμέηκου καημού»:

μας βαραίνουν
οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν
(Μυθιστόρημα,ΙΘ΄, 66.4-5)

σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν
(Μυθιστόρημα, I΄, 55.17)

ήταν ωραία τα μάτια σου μα δεν ήξερες πού
να κοιτάξεις
(Μυθιστόρημα,ΙΣΤ΄, 62.12 και 128.14)

Η θεματική αυτή συνδέεται με τη διαλεκτική γνώσης – άγνοιας, που μέσα στην ποίηση του Σεφέρη αναπτύσσεται προς δύο κατευθύνσεις. Η μία είναι κοσμοθεωρητική και συνδέεται με την αντίληψη του τραγικού. Η άλλη είναι ιστορικοκοινωνική και παραπέμπει σε μια καθολική κρίση πολιτισμού και στη συνάρτησή του, που είναι ο αποπροσανατολισμός και η αλλοτρίωση του ανθρώπου:

Τί θέλουν όλοι αυτοί που λένε
πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
[…] Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική
και δε βρίσκεται πουθενά
(«Με τον τρόπο του Γ.Σ.», 100.18-19/27)

Το θέμα της αλλοτρίωσης βρίσκεται σε στενή συνάρτηση με το θέμα του ταξιδιού και του νόστου. Συχνά εμφανίζεται εξαρτημένο και επικαθορισμένο απ’ αυτό. Δύο εκδοχές αυτής της σχέσης παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον: α) ο συνδυασμός του ταξιδιού με τη θεματική της απολίθωσης, λ.χ.

το πετρωμένο καράβι που ταξιδεύει
προς το βυθό μ’ άρμενα συντριμμένα
(«Λεωφόρος Συγγρού, 1930», 85.4)

και β) ο μετασχηματισμός του θαλασσινού ταξιδιού σε άλλου είδους περιπλάνηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα γι’ αυτή τη δεύτερη περίπτωση είναι η ενότητα Η’ του Μυθιστορήματος, που βασίζεται στη συμβολική μεταφορά: ταξίδι πάνω σε ναυαγισμένα καράβια. Το κείμενο είναι αποκαλυπτικό για την τεχνική με την οποία η μυθολογία του ταξιδιού εξακτινώνεται σε μια πληθώρα από σημασιακά αντίστοιχα, που παραπέμπουν σε περιπέτειες εναγώνιας αναζήτησης άλλης τάξης, που χωρίς να είναι θαλασσινές απορροφούν όμως το σχήμα του νόστου: προσπάθεια επιστροφής σε μια νοητή πατρίδα. Σημαντικός παράγοντας σημασιοδότησης είναι η άγνοια και η απορία που εκφράζεται με την επαναλαμβανόμενη ερώτηση: «Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών», που υποδηλώνει εκδοχές ατομικής και συλλογικής αλλοτρίωσης. Ανάμεσα στην αλλοτρίωση και στην προσπάθεια υπέρβασής της αναπτύσσεται μια διαλεκτική, χαρακτηριστική της μυθολογίας του Σεφέρη. Στο συγκεκριμένο ποίημα η διαλεκτική αυτή έχει ως φορείς ιδιότυπες μετοχικές συντάξεις, οι οποίες συνιστούν σύνθετες συμμετρικές δομές μεγάλης δραστικότητας, που αναδείχνουν τις αντίστοιχες συμβολικές μεταφορές και την αντιθετική τους συνάρτηση:

Τριμμένες από τους δίσκους των φωνογράφων δεμένες άθελα μ ’ ανύπαρχτα προσκυνήματα
μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες […] Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες,
ανασαίνοντας τη δροσιά του πεύκου πιο δύσκολα κάθε μέρα
κολυμπώντας στα νερά τούτης της θάλασσας
κι εκείνης της θάλασσας
χωρίς αφή
χωρίς ανθρώπους
μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας
ούτε δική σας.
(Μυθιστόρημα,Η’, Π.52.6-8/12-19)

Έχομε δύο μετοχικές περιόδους, από τρεις μετοχικές προτάσεις η καθεμιά, σε ασύνδετη παράταξη, αυτονομημένες από τις κύριες προτάσεις που προηγούνται, σε συμμετρική αντιστοιχία μεταξύ τους. Η πρώτη περίοδος δηλώνει εκδοχές αλλοτρίωσης, η δεύτερη προσπάθειες υπέρβασης. Ωστόσο η εκφορά τους σε μετοχικές προτάσεις εμπεριέχει, μαζί με την υφολογική ιδιομορφία, μια σημασιακή απόχρωση ενδιαφέρουσα. Η μετοχική πρόταση, με τον επιρρηματικό της χαρακτήρα, αντιπροσωπεύει ένα ρηματικό «απολίθωμα», που υποβάλλει την αίσθηση μιας ενέργειας που δεν κυλά μέσα στο χρόνο, που δεν προχωρεί, μιας προσπάθειας που μένει ανολοκλήρωτη, υποτονική. Καθώς μάλιστα έχομε μια συμμετρική επανάληψη κύριας πρότασης – μετοχικής περιόδου, δημιουργείται η αίσθηση μιας επαναλαμβανόμενης διαδικασίας χωρίς έκβαση: αλλοτρίωση – υποτονική αντίδραση, σε κυκλική επαναφορά, δηλ. αδιέξοδης.

Μέσα σ’ αυτήν την ανακυκλούμενη διαδικασία, η μετοχική πρόταση “μετακινώντας τσακισμένες πέτρες” μεταθέτει την αναζήτηση από το αρχικό σχήμα της θαλασσινής περιπλάνησης στο ψάξιμο μέσα στα ερείπια. Την ίδια εικόνα θα τη βρούμε πληρέστερα ανεπτυγμένη σ’ ένα άλλο ποίημα της ίδιας σύνθεσης:

γιατί γνωρίσαμε τόσο πολύ τούτη τη μοίρα μας
στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες, τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια
ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θα ήταν ίσως το δικό μας σπίτι
προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και ηρωικές πράξεις-
θα μπορέσουμε;
(Μυθιστόρημα, ΚΒ’ 1974 : 69.6-10)

Παρατηρούμε ότι εδώ γίνεται ρητή αναφορά στα ερείπια του αρχαίου κόσμου. Έχομε λοιπόν μια μετάταξη από τη θαλασσινή περιπλάνηση στην επίγεια αναζήτηση. Παράλληλα, ο χρονικός προσδιορισμός “τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια” πραγματοποιεί μια δεύτερη μετάταξη από το χώρο στο χρόνο: αναζήτηση μέσα στ’ αρχαία ερείπια και ταυτόχρονα μέσα στις χιλιετίες του παρελθόντος. Κι επιπλέον η διπλή αυτή αναζήτηση εμφανίζεται ως μια μοιραία κατάσταση από την οποία το υποκείμενο δεν μπορεί να ξεφύγει (“γιατί γνωρίσαμε τόσο πολύ τούτη τη μοίρα μας”). Υπάρχει ωστόσο και μια τέταρτη σημασιακή διάσταση, που είναι ουσιώδης. Οι εκφράσεις “ψάχνοντας σε οίκοδομές γκρεμισμένες που θα ήταν ίσως το δικό μας σπίτι, / προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και ηρωικές πράξεις” μας αναγκάζουν να εννοήσομε το υποκείμενο ως ενιαία οντότητα που ψάχνει στο παρελθόν των τριών και έξι χιλιάδων χρόνων ως εάν να ήταν ατομικό παρελθόν, στα όρια μιας ατομικής ζωής. Οι σημασιακές αυτές διαστάσεις καταργούν τη ρεαλιστική σύμβαση και δίνουν στο ρηματικό υποκείμενο “εμείς” ένα περιεχόμενο συλλογικό και διαχρονικό. Η εκφορά αυτή γίνεται ο κώδικας που παραπέμπει στον ελληνισμό ως ενιαία οντότητα, που αναζητά μέσα στο ιστορικό παρελθόν του τα στοιχεία που θα του επιτρέψουν να ανακτήσει τη συλλογική του μνήμη και να ανασυνθέσει τη χαμένη του ταυτότητα.

Ο κώδικας αυτός δεν περιορίζεται στο Μυθιστόρημα. Αναπτύσσεται σ’ ολόκληρο το έργο του Σεφέρη, αλλά προπάντων στη Γυμνοπαιδία και στο Βασιλιά της Ασίνης, όπου το θέμα της αναζήτησης, κοντά στο θαλασσινό ταξίδι, επεκτείνεται και περιλαμβάνει ανίχνευση του ιστορικού και πολιτισμικού παρελθόντος (ιστορική, αρχαιολογική, μουσειακή, μυθολογική, βιβλιακή κ.λ.π.) αλλά και του παρόντος, ατομικού και συλλογικού (υπαρξιακά αιτήματα, αιτήματα συλλογικού πολιτισμικού προσανατολισμού). Η δεσπόζουσα σημασιακή διάσταση, που επικαθορίζει όλες τις άλλες, είναι η αντιφατική σχέση του νέου ελληνισμού με το αρχαίο παρελθόν του. Οι κώδικες που παραπέμπουν σ’ αυτή τη σχέση βασίζονται σε χαρακτηριστικούς συντακτικούς και σημασιακούς συνδυασμούς ανάμεσα στην αντωνυμία άλλος και σε ένα ουσιαστικό (η άλλη ζωή, ο άλλος κόσμος, ο άλλος χρόνος) ή ανάμεσα στα επιρρήματα, άλλοτε, κάποτε, αλλού, εκεί, και σε ρηματικές έννοιες {“στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας”, “θα ήταν σαν άλλοτε ζωηρά τα χείλια σου”). Οι συνδυασμοί αυτοί σημασιοδοτούνται μέσω της διαλεκτικής που αναπτύσσεται ανάμεσα στα αντίθετα σημεία: αυτός (τούτος/εκείνος) vs ο άλλος, τώρα vs άλλοτε (κάποτε), εδώ vs αλλού (εκεί). Τα πρώτα σκέλη {τώρα – εδώ – τούτος) παραπέμπουν σε ένα ισχνό και άχαρο παρόν, που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο (“τώρα που κανείς δεν ξέρει / ποιόν θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει”, “εδώ που σταματήσαν οι μυλόπετρες”, “στ’ αφανισμένο τούτο παρόν”). Η αρνητική αυτή εμπειρία τροφοδοτεί τη νοσταλγία για μια πλούσια, ευτυχισμένη, δημιουργική ζωή• ένα όραμα πληρότητας στο οποίο παραπέμπουν τα δεύτερα σκέλη (άλλοτε, αλλού, άλλος), σε αντιπαράθεση (έμμεση και υπαινικτική συνήθως) προς τα πρώτα. Το όραμα αυτό ανήκει σ’ έναν άλλο κόσμο και σ’ έναν άλλο καιρό, παρωχημένο, ο οποίος συνιστά το χαμένο παράδεισο των σεφερικών ηρώων. Ο παράδεισος αυτός αντιστοιχεί είτε στο ατομικό παρελθόν (παιδικά χρόνια) είτε, συχνότερα, στο συλλογικό ιστορικό παρελθόν (αρχαίος κόσμος). Έτσι, μέσα από τα αντιθετικά ζεύγη αυτός − ο άλλος, τώρα − άλλοτε, εδώ − αλλού, λειτουργεί μια διαλεκτική ανάμεσα στην τραυματική εμπειρία ενός αλλοτριωμένου παρόντος και στο όραμα πληρότητας ενός ευτυχισμένου παρελθόντος. Αυτή η διαλεκτική λειτουργεί σ’ ένα πλαίσιο ατέρμονων και αδιέξοδων προσπαθειών, που -σε χαλαρή αντιστοιχία προς τις περιπέτειες του ομηρικού Οδυσσέα- εκφράζει την αντιφατική σχέση του νέου ελληνισμού με την αρχαία ελληνική παράδοση. Η αντιφατική αυτή σχέση αποτυπώνεται χαρακτηριστικά σε μια παράλληλη εικονοπλασία που έχει ως θεματικό άξονα τη συνάρτηση άνθρωπος – πέτρα:

Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα
(Μυθιστόρημα, 1974: 65.2)

όταν εμείς ορθοί στα πόδια μας πεθαίνουμε μέσα στην πέτρα αδερφωμένοι
(Μυθιστόρημα, 1974: 68.6-7)

Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες
(Γυμνοπαιδία, 1974 : 76.44)

Σώματα βυθισμένα στα θεμέλια του άλλου καιρού, γυμνά
(Γυμνοπαιδία, 1974: 78.38-39)

Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια ως πού
θα με παρασύρουν;
(Μυθιστόρημα Κ’, 1974: 67.4)

Η σχέση αυτή του ανθρώπου με την πέτρα, σημείο που συναιρεί τη γεωφυσική ιδιομορφία του ελληνικού χώρου με τον κόσμο των αρχαίων ερειπίων, είναι μια μοιραία ταύτιση, ένα είδος αναγκαστική απολίθωση, που συμβολοποιεί εκδοχές πολιτισμικής αλλοτρίωσης ως συναρτήσεις της σχέσης του ανθρώπου με την ελληνική φύση και παράδοση. Πρόκειται για μια αρνητική ταύτιση, μια αφομοίωση του ανθρώπου από τις αρχαίες “πέτρες”, όπου η απολίθωση ή το βούλιαγμα μέσα στο παρελθόν αντιστοιχεί σε μια στρεβλή προσπάθεια του νέου ελληνισμού να ανασυνθέσει την πολιτισμική του ταυτότητα μέσω της σύνδεσής του με την αρχαία πολιτισμική κληρονομιά. Μια προσπάθεια που δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τα εξωτερικά σημεία επαφής και που καταλήγει γι’ αυτό σε μια ιδιότυπη αλλοτρίωση: αντί να ζωντανέψει το λαμπρό παρελθόν μέσα στο παρόν, παρασύρει αντίθετα το παρόν σ’ ένα “βούλιαγμα μέσα στο παρελθόν”, που είναι η εικονική παράσταση της αλλοτρίωσης. Αυτή η αντιφατική σχέση του ελληνισμού με την παράδοσή του, ειδικότερα με το αρχαίο παρελθόν, αντιπροσωπεύει, μέσα στη σεφερική μυθολογία, μια από τις κύριες εκφράσεις του νεοελληνικού τραγικού.

Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι τα θέματα της απολίθωσης/ακινησίας εκφράζονται σχεδόν αποκλειστικά με αντιφατικά φραστικά σχήματα, που αξιοποιούν σε μεγάλο βαθμό την παθητική μετοχή και ειδικότερα ορισμένες μετοχές που παραπέμπουν στο εννοιολογικό πεδίο της απολίθωσης και της αδράνειας (μαρμαρωμένος, πετρωμένος, παγωμένος, σταματημένος, στεκάμενος ). Ο ποιητής δημιουργεί αντιφατικές συνδέσεις ανάμεσα σε (“ενεργητικά”) ρηματικά ουσιαστικά και παθητικές μετοχές, όπου το ένα σκέλος δηλώνει την τάση για κίνηση, το άλλο την αναιρεί. Στους συνδυασμούς αυτούς δημιουργείται μια εστία αντίρροπων δυνάμεων, όπου η εικόνα της ακινησίας δεν εκφράζεται στατικά, αλλά υποβάλλεται δυναμικά, ως συνάρτηση μιας υποτυπώδους σύγκρουσης αντίθετων τάσεων. Η τάση για κίνηση βρίσκεται “δυνάμει” μέσα στην έννοια του ενεργητικού ουσιαστικού, ονοματοποιημένη. Η αναστολή της βρίσκεται “ενεργεία” μέσα στη ρηματική έννοια ή “δυνάμει” μέσα στην παθητική μετοχή ή το ρηματικό επίθετο (ονοματοποιημένη επίσης). Έτσι η αντιφατική έκφραση δε σημαίνει απλά την ακινησία, αλλά μιαν ακινησία ιδιότυπη, την ακινητοπο ιημένη κίνηση, την αδρανοποιημένη προσπάθεια, την αποτελματωμένη ζωή. Με τις συμβολικές αυτές μεταφορές ο Σεφέρης εκφράζει μια υπαρξιακή κατάσταση που δεν είναι ακριβώς η ακινησία, η απουσία ζωής, αλλά μια ζωή αδρανής, υποτονική, άγονη, που δεν είναι ούτε σωστή ζωή ούτε σωστός θάνατος, αλλά ένα είδος θανάτου ζωντανού:

ανάμεσα στον ύπνο και στο θάνατο στεκάμενη ζωή.
(“Raven”, Π. 144.40)

Η αντιφατική αυτή υπαρξιακή κατάσταση επικαθορίζεται από ορισμένες ευρύτερες ισοτοπίες, που συνθέτουν τα κοσμοθεωρητικά πλαίσια μέσα στα οποία η ανθρωπολογία του Σεφέρη παίρνει όλη τη σημασία της. Τα πλαίσια αυτά ορίζονται από τη μυθολογία του φωτός και από την αντίληψη του τραγικού.

Στη μυθολογία του φωτός η διαλεκτική των αντιθέτων και η αρχή της αντίφασης εμφανίζονται ως ιδιότητες του φυσικού φωτός και παίρνουν έτσι την καθολικότητα και την ισχύ του φυσικού νόμου. Σταθμοί στη διαμόρφωση αυτής της μυθολογίας είναι από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Α’ τα ποιήματα:«0 δικός μας ήλιος», «Ο βασιλιάς της Ασίνης», από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’ τα ποιήματα «Αγιάναπα Α’», «Μνήμη, Α’», «Στα περίχωρα της Κερύνειας» και «Έγκωμη». Το έργο όπου η μυθολογία αυτή ολοκληρώνεται σε κοσμολογική σύνθεση είναι η Κίχλη.

Το Γιώργο Σεφέρη απασχολεί η οντολογική σχέση του ανθρώπου με το φως. Με σημείο αναφοράς την αρχαία ελληνική μυθολογία όπως εκφράζεται στους τραγικούς μύθους, διατυπώνει την ιδέα μιας «αναλογίας» ανάμεσα στον άνθρωπο και τα στοιχεία της φύσης, στους φυσικούς και τους ηθικούς νόμους. Σύμφωνα μ’ αυτή τη θεωρία, το φυσικό φως ανάγεται σε στοιχείο Κοσμικό και του αποδίδονται ιδιότητες ηθικής και αξιοκρατικής κατηγορίας. Ο Σεφέρης αναγνωρίζει μια λειτουργία «ενανθρωπισμού» στο ελληνικό φως, που τη θεωρεί ουσιώδη παράμετρο του τοπικού πολιτισμικού συστήματος. Η λειτουργία αυτή συναρτάται με τις κατηγορίες της ενάργειας, γνησιότητας, ιλαρότητας, ευφορίας, πληρότητας, που ορίζουν την ποιότητα του ελληνικού φωτός και ανάγονται στην ισοδυναμία: φως = αγάπη = καθολική ενότητα των όντων. Οι κατηγορίες αυτές δεν ασκούν ωστόσο μια μονοσήμαντα ευεργετική επίδραση στον άνθρωπο- υπό ορισμένους όρους, συσκοτίζουν την πραγματική εικόνα του κόσμου, αποδυναμώνουν τη βούληση για δράση και έμμεσα την ανάπτυξη των δημιουργικών ικανοτήτων του ανθρώπου και τον παγιδεύουν σε μια ευάλωτη και εν τέλει ολέθρια κατάσταση καλοπροαίρετης και ανυποψίαστης ευφορίας, άνεσης, αδράνειας. Σ’ αυτή την αντίφαση, που συνίσταται στην αρνητική λειτουργία των θετικών αξιών, εντοπίζει ο Σεφέρης μια από τις πηγές του «νεοελληνικού τραγικού», που σε κοινωνικό επίπεδο το ορίζει ως αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στα μεγάλα οράματα και στην αδυναμία για αντίστοιχες πραγματώσεις.

Στο επίπεδο της ποιητικής μυθολογίας, η προβληματική αυτή εκφράζεται στην αντιφατική σύσταση του ελληνικού φωτός: το φως απορροφά το σκοτάδι, που γίνεται η άλλη όψη του φωτός. Αυτή η συγχώνευση των αντιθέτων σε μια ενότητα, που συνθέτει το φυσικό με το ηθικό αγαθό και κακό, ανάγεται σε καθολική ουσία του Κόσμου, σε μια Κοσμική ειμαρμένη που κυβερνά τα πάντα. Εκφράσεις όπως «αγγελικό και μαύρο φως», «αγγελική και μαύρη μέρα» αποκρυσταλλώνουν σε μια ομόλογη ποιητική φόρμα την ιδέα ότι η συνύπαρξη των αντιθέτων και η αρχή της αντίφασης είναι συστατικά στοιχεία της βαθύτερης δομής του Κόσμου. Την ιδέα αυτή, που εμπνέεται από τη φιλοσοφία του Ηράκλειτου, ο Σεφέρης τη συσχετίζει ρητά με την αρχαία ελληνική αντίληψη του τραγικού (Γ. Σεφέρης, Δοκιμές, Αθήνα, Ίκαρος, τ.2 (1974): 55, «Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη»). Και τη μυθοποιεί μέσα στην ποίησή του με πολλούς εναλλακτικούς τρόπους. Ένα ενδεικτικό παράθεμα:

είδε τις φλέβες των ανθρώπων
σαν ένα δίχτυ των θεών όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια
(«Ευριπίδης Αθηναίος», 266.4-5)

Ο Σεφέρης συνδέει ρητά τα θέματα αυτά με τη μοίρα και την τραγωδία, φωτίζοντας έτσι ολόκληρη την ποιητική του μυθολογία με μια ορισμένη προοπτική. Σύμφωνα με αυτή την προοπτική, η μοίρα των αρχαίων ερειπίων και αγαλμάτων γίνεται και μοίρα του ανθρώπου και του φυσικού χώρου. Όπως αναπτύσσομε αλλού αναλυτικά, μέσα στην ποίηση του Σεφέρη ο μαρμαρωμένος κόσμος της παράδοσης, ο καρφωμένος ήλιος, τα πέτρινα τοπία, τα πετρωμένα καράβια, τα σταματημένα έργα, τα ταξίδια που δεν τέλειωσαν, οι ναυαγισμένες προσπάθειες, οι ανεκπλήρωτες προθέσεις, οι αδιέξοδες αναζητήσεις δένουν στενά το παρελθόν με το παρόν, την παράδοση με τον άνθρωπο, τον άνθρωπο με τη φύση, τη φύση με την παράδοση, κάτω από μια κοινή υπαρκτική κατάσταση. Μ’αυτό τον τρόπο υποβάλλεται η ιδέα της πανταχού παρουσίας μιας αόρατης Κοσμικής ειμαρμένης, που διέπει κυριαρχικά, με την αλύγιστη νομοτέλειά της, το ενιαίο Σύμπαν της σεφερικής μυθολογίας.
http://www.eks-ik.eu