Κάρπαθος. Ο έρωτας αλλιώς…

Screen shot 2014-07-17 at 9.44.55 PM 24γραμματαΚάρπαθος. Ο έρωτας αλλιώς… (01)

24grammata.com

γράφει  ο Μανώλης Δημελλάς

Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά  στο 24grammata.com κλικ εδώ

Μήνας των ξωτικών και των ανέμων, ο αλωνάρης Ιούλης, αφήνει τα κορμιά ξεσκέπαστα, τόσο που τα μυαλά χάνουν το μπούσουλα και ξεθαρρεύουν, αναζητούν παλιές ή νέες δροσερές σκιές και έπειτα ψάχνουν να πιαστούν στις ξόβεργες των παιδικών ονείρων.
Για μας τους Καρπάθιους, αυτός ο μήνας μοιάζει να σπέρνει ένα άρωμα, φέρνει μια περίεργη μυρωδιά, που κάνει κύκλους στον αέρα και έπειτα τρυπώνει βαθιά μέσα στη ψυχή μας.
Πάντοτε πιάνει αυτός ο σπόρος, μας ξεσηκώνει, δείχνει πέτρες, ξεχωριστούς βώλακες, που όμως κρύβουν μικρά μηνύματα, ξεχωριστά, μοναδικά για τον κάθε έναν από εμάς, και μας καλεί πίσω στο τόπο να τα βρούμε.
Δεν είναι τωρινό τούτο το κάλεσμα, πάντα έτσι ήταν, μάλιστα στα περασμένα το νησί ήταν πιο σφιχτά δεμένο πάνω στους προγόνους του.
Θέλουν αποδείξεις τέτοια λόγια, όμως κρατώ την πιο τρανή, από κείνες που τα χρόνια αδυνατούν να τη λυγίζουν, δεν στέκουν ικανά να την παρασύρουν και να τη κάνουν μια χαψιά.
Μια εκδρομή, ένα ταξίδι για την Κάρπαθο, που κατάφεραν να συμφωνήσουν και οργάνωσαν οι δύο Καρπάθικοι σύλλογοι των Αθηνών.
Ας φυλλομετρήσουμε ημερολόγια, ας ξεφορτωθούμε χρόνια κι ας βουτήξουμε βαθιά προς τα πίσω.
Πριν 77 χρόνια! Το καλοκαίρι του 1937, 167 Καρπάθιοι πραγματοποίησαν μια απίστευτη, μοναδική εκδρομή στο νησί.
Δεν πρόκειται για ακόμη ένα ταξίδι. Οι συμμετέχοντες βλέπουν τη Κάρπαθο μονάχα στα όνειρα τους. Ο γιατρός Μ. Μανωλακάκης έχει τα “πρωτεία”, έφυγε 20 χρονών και επιστρέφει πατημένα τα εξήντα, γράφει 41 χρόνια απουσία! Από το 1896 έχει να επισκεφθεί τη γενέτειρα του.
Ο Μιλτιάδης Παπαμανώλης απουσιάζει 35 χρόνια, ο Φρεσκάκης 30, και ο Βάσσος Αλεξιάδης 25 χρόνια. Τέτοια εκδρομή δεν ξανάγινε, ούτε θα ξαναγίνει!
H Ανοιξιάτικη προετοιμασία
Η ιδέα για ένα ταξίδι στη Κάρπαθο δεν ήταν καινούρια, αρκετές προσπάθειες των περασμένων χρόνων έπεφταν πάντα στο κενό.
Στη σκέψη μιας ακόμη αποτυχίας, ζωγραφιζόταν η απογοήτευση στα μέλη των Καρπαθιακών ενώσεων, που έβλεπαν δύσκολη ακόμη και τη συνενόηση μεταξύ τους. Για τα οικονομικά, 270 δραχμές κόστιζε η ανανέωση του διαβατηρίου και 400 δραχμές το εισιτήριο με επιστροφή από το νησί, να σημειώσουμε ότι το εργατικό μεροκάματο, στα λατομεία της Πεντέλης, ξεκινούσε από τις 50 δραχμές.
Screen shot 2014-07-17 at 10.45.41 PM 24γραμματαΟι καρπαθιακές ενώσεις, η “Αδελφότητα” και η “Ένωση”, άφησαν στη άκρη τις όποιες διαφορές, και τελικά τα βρήκαν. Οι πρόεδροι, Μ. Παχούλης και Γ. Καφετζιδάκης, έδωσαν τα χέρια, ήθελαν να παλέψουν για τον κοινό στόχο. Εμπνευστής της πετυχημένης ιδέας αναφέρεται ο Μενετιάτης Βάσσος Αλεξιάδης, που κατάφερε να ξεπεράσει τα εμπόδια, να συμφιλιώσει τους Καρπάθιους και να τους κάτσει σε ένα κοινό τραπέζι. Όμως τώρα ξεκινούσαν τα προβλήματα.
Η λύση ήταν ακόμη μια συνεργασία για να γεμίσει κόσμο το πλοίο, πρόθυμοι ήταν οι Νισύριοι και ο σύλλογος τους, ο “Γνωμαγόρας”, που είχε πραγματοποιήσει παρόμοιο ταξίδι την προηγούμενη χρονιά, το 1936, και τώρα κατάφερε να μαζέψει 65 παθιασμένους Νισύριους.
Οι δύο αντίπαλες εφημερίδες, “Δωδεκανησιάκη Αυγή” και η “Φωνή της Καρπάθου”, σε κάθε έκδοση, από τον Μάιο του 1937, ξεσηκώνουν την παροικία. Εκείνοι που έχουν ελεύθερο χρόνο και κυρίως χρήματα, προγραμματίζουν το ταξίδι.
Η Ιταλική εταιρία “Adriatica di Navigazione”, προγραμμάτισε το έκτακτο δρομολόγιο, Πειραιάς-Νίσυρος-Ρόδος-Κάρπαθος, με το 100 μέτρων, ταχύτατο επιβατηγό citta di Bari. Έπρεπε να δοθούν οι απαραίτητες άδειες από τους Ιταλούς. Το νησί ήταν στο εξωτερικό και απαιτούσε διατυπώσεις, δήλωση συμμετοχής, τρεις φωτογραφίες, διαβατήρια και βίζες!
Η εκδρομή κόντευε να ναυαγήσει, φαίνεται πως κολλούσε στην αιώνια χαρτούρα, αφού μόλις την προηγούμενη μέρα από την αναχώρηση, τελικά ο Μιλτιάδης Παπαμανώλης εξασφάλισε τις απαραίτητες άδειες. Οι θαλασσινοί δρόμοι επιτέλους ήταν ανοιχτοί, το όνειρο γινόταν πραγματικότητα.
Επιβιβασμένοι στο citta di Bari
Κυριακή 18:00 σφύριξε η μπουρού, το πλοίο έλυσε κάβους και αναχώρησε από τη τρούμπα του Πειραιά. Από το μεσημέρι, οι Καρπάθιοι έχουν κατέβει στο λιμάνι, σάτζαλα-μάτζαλα, δώρα και κάθε λογής πραμάτεια, ακριβώς όπως κάνουμε και σήμερα. Καρέκλες, τραπέζια, μπαούλα φορτωμένα με ασπρόρουχα, σεμεδάκια και καρεδάκια, ένας σκασμός από χρήσιμα ή άχρηστα πράγματα για να μη μας λείψουν!
Μια θειά φέρνει και πεσκέσια, έξι καρέκλες και μια τσίγκινη σκάφη. Ψάχνει σε ποιόν θα τα φορτώσει, και να που τσακώνει τον τυχερό, εκείνος κάνει να γκρινιάξει, αλλά εκείνη έχει τον τρόπο της:
-“Κάνε α, επαρέτα μμε θα τα σηκώνεις”…
Παραδίπλα ένας νεαρός Πεντελιώτης μαρμαράς, ανοίγει το πορτοφόλι του και δίνει στον Παπαμανώλη το περιεχόμενο, έπειτα τρέχουν ποτάμια-δάκρυα από τα μάγουλα του, “να δώσεις αυτά στον πατέρα μου και να του πεις να μη χωλιά”.
Εκείνοι που δεν έχουν νιώσει αυτό το ταξίδι, δεν μπορούν να καταλάβουν, εμείς οι Καρπάθιοι όσο ζηλεύουμε τους τουρίστες, που σε ένα σακίδιο χωρούν όλη τη ζωή τους, άλλο τόσο αν δεν φορτώσουμε μια καραβιά με την πραμάτεια μας, δεν νιώθουμε ποτέ καλά. Οι τωρινοί ταξιδιώτες δεν έχουμε ζήσει τα κλάματα και τα μαντήλια που ανεμίζουν, εκείνων που πομένουν δίχως να θέλουν πίσω.
Το λιμάνι ήταν γεμάτο από Καρπάθιους που περίμεναν την αναχώρηση του πλοίου από την άκρη της Τρούμπας. Κάποιοι από αυτούς είδαν το citta di Bari να ξεμακραίνει και μετά βρέθηκαν να κουτσοπίνουν στο “Καρπαθιστάν” του Πειραιά, στη μπακαλοταβέρνα του Παπαγιάννη. Οι Α. Φράγγος, Γ. Περίδης, Γ. Ρουσάκης, Π. Σκευοφύλακας, Η. Σαρρής, σε μια οκά κρασί και με μερικούς σκάρους έσβησαν τον καημό τους!
Το πλοίο ξεμακραίνει από τον Πειραιά και οι επιβάτες χάνονται στα όνειρα τους. Παιδιά κλαίνε, μανάδες τα κυνηγούν και τα μπουκώνουν φαϊ, κάποιοι πλέκουν τσιγάρα και πνίγουν συναισθήματα πάνω στις κάφτρες, ενώ λίγο παραπέρα μαντολίνα κουρδίζουν και επίδοξοι καλλιτέχνες σκαρώνονται τραγούδια που ποτέ δεν θα ακουστούν.
Ο αρθρογράφος της “Φωνής της Καρπάθου”, ο “Ίκαρος”, προσπαθεί να τρυπώσει στα μυαλά των Καρπάθιων, διαβάζει τα μάτια τους και μας περιγράφει:
“Ο Γιάννης Παχούλης ονειρεύεται την κυρία του που θα τον περιμένει σαν “ρόδο στο μαντήλι”.
Η Αφροδίτη Μαύρου φαντάζεται ότι τα μέγαρα που έχει στη Ροδεσία μεταφέρθησαν αεροπορικώς στη Κάρπαθο, ενώ η κόρη της, πύργους με παραμυθένια Βασιλόπουλα.
Ο Κιζούλης, ότι τα μωρά του βρεφοκομείου πεθαίνουν.
Ο Γ. Σκευοφύλακας τη συλλογή γραμματοσήμων του πεθαμένου βασιλιά της Αγγλίας.
Ο Ι. Μαυρολέων φωνάζει “Εύρηκα, εύρηκα, την μαγκούρα μου”!
Η Σακελειάδου ότι έσπασε τας διόπτρας του πατέρα της.
Οι δίδες Παζαρζή μελετούν τα φραγκόσυκα της Αρκάσας.
Ο Β.Χανιώτης τα “περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαίς”…
Ο Μιλτ. Παπαμανώλης το Ιταλικό εκτελεστικό απόσπασμα που τον τουφεκίζει στα Πηγάδια.
Ο Καφετζιδάκης ότι μονομαχεί με τον Κάσσιο.
Ο Βάσσος Αλεξιάδης ότι αναλαμβάνει τη προεδρεία όλων
Ο Ε. Κουτσοδόντης μια καλή αγοροπωλησία από τον Μαλανδρή
και ο Κοκκινίδης ότι κανείς δεν έκαμε όνειρα”.
Το ταξίδι και η άφιξη
Η θάλασσα μέχρι τη Ρόδο ήταν μαλακή, έμοιαζε πλασμένη από μετάξι, ούτε που νιώσαν κούνημα η κάποια θαλασσινή δυσφορία, ίσως ένα ελαφρό φρασκάρισμα από εκείνα που φέρνουν γλυκό ύπνο. Όμως το οκτάωρο από τη Ρόδο μέχρι τη μπούκα του λιμανιού των Πηγαδίων, ο ξεχασμένος Θεός τους περίμενε με τη τρίαινα στα χέρια και τους χόρεψε γερά, πάνω στο γνωστό μπουγάζι της Καρπάθου.
Έτσι έμπλεξε, όπως γίνεται πάντα, τον Ποσειδώνα στις κουβέντες τους.
Το ρυθμικό κούνημα του πλοίου έκανε τους ναύτες να πηγαινοέρχονται να σιγοβρίζουν στα ιταλικά και να δένουν ότι λασκαρισμένο είχε το κατάστρωμα, ενώ οι Καρπάθιοι χαμογελούσαν και καμάρωναν για το νεύρο της δικής τους θάλασσας.
“Πόρκο Ντίο”, φωνάζει ένας ναύτης για να του απαντήσει “περίδρομος”, ένας δικός μας!
Το 1937, η Κάρπαθος δεν είχε καθόλου καλή σοδειά στα δημητριακά και τα εισαγόμενα Ιταλικά σιτηρά υπερτιμήθηκαν. Επίσης οι Ιταλοί απαγόρευσαν με επίσημο φιρμάνι και τα καζανίσματα. Πήγε λοιπόν για βρούβες και το έθιμο των “αμβύκων”, έτσι δεν υπήρχε πια ντόπιο ρακί, για να φιλέψουν τους μουσαφιρέους που θα έφταναν σε λίγες ώρες.
Το μόνο καλό νέο του 1937, είναι το λάδι. Οι Ελιές είχαν μεγάλη απόδοση και οι εργαδιές, στο μάζεμα και το άλεσμα, ξεπέρασαν κάθε προσδοκία.
Δευτέρα 10 Αυγούστου 1937. Ακριβώς όπως και σήμερα, λίγο πιο πάνω από 24 ώρες, κράτησε το ταξίδι. Στις 21:00 το πλοίο βαζάρει το Τραγοπήδημα, ο καπετάνιος κόβει ταχύτητα, δυσκολεύεται και κάνει μικρές μανούβρες ρίχνει άγκυρα και αγκωμαχά. Τελικά θα αράξει δίπλα στο νησάκι Δεσποτικό, οι ανυπόμονοι ταξιδιώτες περιμένουν τις λάτζες, τις βάρκες, για να τους μεταφέρουν στα “Άγια χώματα” της Καρπάθου.
Στις καμπίνες γίνεται πανικός, μα πως θα βγούμε έξω αν δεν στολιστούμε. “Πρέπει όλοι να φορέσουμε τα καλά μας”, ξεπετάζεται και φωνάζει μια Καρπαθιά από το βάθος!
Οι αναμμένες φωτιές, οι “καλαφανοί” από τα πέρα χωριά, Απέρι, Βωλάδα και το Όθος μαρτυρούσαν τη προσμονή, τη λαχτάρα των συγγενών. Όλη η Κάρπαθος περίμενε, αδημονούσε για τα ξενάκια της.
Όλοι έχουν πάρει θέση στο λιμάνι. Ο διοικητής του νησιού, ο Παστόρε, ο διορισμένος δήμαρχος Πηγαδίων (Ποδεστά), γαλονάδες αστυνομικοί και η φινάντσια με τους Ιταλούς τελωνιακούς περιμένουν κι αυτοί μήπως τσιμπήσουν κανένα λαβράκι. Φίλοι και συγγενείς των ταξιδιωτών, πολλοί περίεργοι που θέλουν να κάνουν χάζι.
Όλα τα Πηγάδια είναι στο πόδι, μόλις που είχε νυχτώσει, όμως οι νεοφερμένοι ψάχνουν, σκαλίζουν μνήμες. Μα που πήγαν τα σπίτια του Ζαβόλα και του Χαρή από το λιμάνι; κάποιοι απορούν, μα να λείπει και το βραχάκι με τις καουρότρυπες!
Όλα τα πήρε μαζί του ο φονιάς χρόνος.
Οι ανάγκες για καινούριο κάβο άλλαξαν το μικρό λιμανάκι, ας είναι μόνο αυτά τα γκρεμίσματα! Οι λάτζες σιγά-σιγά βγάζουν τον κόσμο, το θέαμα είναι απίστευτο, αρκετοί σκύβουν και φιλούν το χώμα, έπειτα αγκαλιάζονται με συγγενείς και φίλους, ένα μελίσσι ανθρώπων που φέγγει, φωτοβολεί μέσα στο σούρουπο.
Τέτοια συγκίνηση δεν έχει όρια, ευτυχώς έχει νυχτώσει για τα καλά, οι Ιταλοί συνεχίζουν να ψαχουλεύουν τις αποσκευές των εκδρομέων, όλο και βρίσκουν κάτι που δεν θα έπρεπε να ταξιδέψει, κάνουν εξυπηρετήσεις και τα στραβά μάτια.
Οι ταξιδιώτες προσπαθούν να αναγνωρίσουν ξεχασμένα πρόσωπα, ενώ τα δάκρυα σκεπάζονται μέσα σε τρυφερές, αληθινές αγκαλιές. Κάπου πιο πίσω μια τραχειά φωνή συγκλονίζει, “εγώ είμαι γιε μου, ο πατέρας σου, μα γέρασα φαίνεται και τρόμαξες να με αναγνωρίσεις”…
Συνεχίζεται…(και με μαντινάδες)

Πηγές
Εφημερίδα “Η φωνή της Καρπάθου”, (1937-1938) εκδ. Χαράλαμπος Κάσσιος
Εφημερίδα “Δωδεκανησιακή Αυγή”, (1935-1935) εκδ. Μιλτιάδης Παπαμανώλης
Αρθρογράφοι: Β.Χανιώτης, Ι. Κοκκινίδης, “Αισχύλος”, “Εκδρομεύς 37”, “Ίκαρος”.
http://it.wikipedia.org/wiki/Città_di_Bari
www.timetableimages.com/maritime/images/adria.htm
http://www.prevato.it/giornalenautico/12.php

 

Κάρπαθος. Ο έρωτας αλλιώς (02)
“Έχετε γειά ψηλά βουνά, ευλογημένοι βράχοι
κι όποιος σας απαρνηθεί, φρικτή κατάρα ναχει”.
Βάσσος Αλεξιάδης, μαντινάδα αποχαιρετισμού.

Δευτέρα 9 Αυγούστου 1937, ξεκινά η απίστευτη εκδρομή των 167 Καρπάθιων,
δεν είχε μοναδικό κίνητρο τη διασκέδαση, η νοσταλγία ήταν ένας ισχυρότατος εσωτερικός μοχλός και οδηγούσε, όπως η μυρωδιά των λαγών τα κυνηγόσκυλα, σαν πέτρινος μαγνήτης προς το νησί, όμως υπήρχε μια πολύ βαθύτερη ανάγκη και δεν ήταν άλλη από την βαθιά πίστη, από την πεποίθηση ότι δεν έπρεπε να ξεχαστεί η Ελληνικότητα του τόπου. Και δεν ήταν μόνο τα γεννημένα στην Αθήνα, παιδιά των Καρπαθίων, που άκουγαν συνεχώς για το νησί αλλά ποτέ δεν το είδαν, ούτε και μύρισαν τα στοιχεία της Καρπάθικης φύσης.
Ήταν οι συγγενείς και φίλοι, που παρέμεναν στο σκλαβωμένο τόπο, περνούσαν στη 3η δεκαετία, κάτω από Ιταλικά χέρια και μέσα από ταλαιπωρίες και κακουχίες, έδειχναν σημάδια απογοήτευσης και κόπωσης.
Οι Ιταλοί “έπιασαν” τους κρυφούς στόχους των ταξιδιωτών και για αυτό έβαλαν δύο περιορισμούς για τη πιθανότητα της αδειοδότησης.
Καταρχήν απέκλισαν τη δρομολόγηση Ελληνικού πλοίου για την εκδρομή, και έπειτα απαγόρευσαν όλες τις δράσεις που θα είχαν Ελληνικό-πατριωτικό χαρακτήρα. Και στα δύο οι διοργανωτές δεν έφεραν αντιδράσεις, πως αλλιώς άλλωστε θα εξασφάλιζαν την υπογραφή των Ιταλών. Κι αν βιαστούμε να ξεπεράσουμε το θέμα, μόλις ένα χρόνο μετά, το 1938, σε παρόμοια πρόταση για επανάληψη μιας καλοκαιρινής εκδρομής στο νησί, οι Ιταλοί δεν έδωσαν την άδεια για αυτό το αίτημα!
Το καλοτάξιδο citta di Bari ξεφόρτωσε τους ταξιδιώτες μακριά από το λιμάνι και εκείνοι πάτησαν με βάρκες στο νησί. Μέσα στη νύχτα ο κόσμος στριμώνεται σαν σαρδέλες στη προβλήτα, ο διοικητής της αστυνομίας Παστόρε, μαζί με τον τελώνη ανοίγουν βαλίτσες και ψάχνουν, κατάσχουν Ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά.
Επιτέλους οι ταξιδιώτες ξεφεύγουν από τα κάγκελα του τελωνείου και κάνουν μια πρώτη στάση στο νέο ζαχαροπλαστείο του Ρουμελιώτη. Τους περιμένει για κέρασμα μια μεροταρίσια σούπα, όσοι πρόλαβαν τα ταψιά γεμάτα γλυκά, αυτού του ζαχαροπλάστη μάστορα, θα τα θυμούνται και σίγουρα θα ξερογλύφονται!
Ας πάρουμε όμως στο κατόπι μια φαμίλια που τραβά για τη Βωλάδα.
Στα Βρουλίδια θαυμάζουν τα καινούρια μέγαρα, πρόκειται για τα νέα διοικητήρια. Στην Άφωτη περνούν το μεγάλο γεφύρι πάνω από το ποτάμι. Συνεχίζουν στη Αγκάρα, ξεπερνούν το Βρόντι και ανεβαίνουν το Χα. Στην ανηφοριά αγκωμαχά το αυτοκίνητο και απότομα κόβουν ταχύτητα. Ο δρόμος διασχίζει μέσα από το Απέρι, αφήνουν πίσω τη Κόκκινη στεφανά, τη Χοχλακιά και το γεφύρι της Βωλάδας. Τα μάτια γυρνούν, ψάχνουν το ταμπάκικο του Μιχελιού. Μπα, πριν χρόνια κάποια ξαφνική νεροποντή πήρε όλη τη πραμάτεια, όλες τις προβιές του βρυσοδέψη το νερό τις κατέβασε μέχρι το Βρόντη, κάτω στα Πηγάδια.
Φτάνουν στην οχυρωμένη, ανάμεσα στο Κάστρο και τη Λάστο, τη Βωλάδα.
Οι ταξιδιώτες στην αρχή φαίνεται να τα χάνουν, πάνε λοιπόν περίπατο όλα τα σχέδια και τα γραπτά προγράμματα.
Οι συγγενείς και οι φίλοι κουβαλούν τη(γ)ανήτες, αυγά, μέλι σύκκερο, κοκκόρους, γάλα και κουλούρια. Ρωτούν τι γίνεται στον έξω κόσμο; πως πάνε τα πράματα με την Ελλάδα; θα γίνει κανένας πόλεμος να λιγοστέψουμε;
υπάρχει φόβος να μας κάψουν τα αεροπλάνα; βρε παιδιά, τελικά θα πεινάσουμε;
Χωριό μου χωριουδάκι μου…
Το νησί ζει για πρώτη φορά σε τέτοιους ρυθμούς. Οι δύο σύλλογοι, Αδελφότητα Καρπαθίων και Κ.Ε.Α. δεν έχουν ιδιαίτερες σχέσεις, αναπτύσσουν ξεχωριστές δράσεις, έτσι ίσως χωρίς να το πολυκαταλαβαίνουν και μέσα από μικρές κόντρες και διαφωνίες, τα ξενάκια της Καρπάθου βρίσκονται ταυτόχρονα παντού!
Η Κ.Ε.Α πραγματοποιεί επίσημη συνεδρίαση και αποφασίζει:
1. Όλα τα μέλη της να συμμετέχουν στις δράσεις
2. Να πραγματοποιηθούν πολλές θρησκευτικές τελετές με την μέγιστη μεγαλοπρέπεια,
3. πρόεδρος και αντιπρόεδρος να φέρουν μόνιμα το σήμα της Ενώσεως και τέλος το πιο ουσιαστικό θέμα,
4. Όλα τα μέλη της να προτιμούν μόνο τοπικά προϊόντα και να αποφεύγονται συστηματικά τα ξενικά!
Η πρώτη εξόρμηση έγινε στις 13 Αυγούστου 1938, αρκετά μέλη της ΚΕΑ με τη σφυρίχτρα του γραμματέα της Ενώσεως, Γ. Σταμπολή, ξεσηκώθηκαν από τα μαύρα χαράματα, και στις 0330 τράβηξαν για να κατακτήσουν τη Λάστο. Μετά από τρίωρη πεζοπορία ανέβηκαν στη καλή Λίμνη. 13η Αυγούστου και δεκατρείς εκδρομείς, κάτι γρουσούζικο είχε η υπόθεση αλλά δεν έδωσαν μεγάλη σημασία! Από εκεί πάνω φαίνεται όλος ο κόσμος, και είναι τόσο μικρός!
Στο κατέβασμα δεν συναντούν ούτε λάγο μήτε κόρνακα, ωστόσο ο Μιλτ. Παπαμανώλης είχε φροντίσει να ψηθεί ένας τράγος από τα χέρια του Μ. Μηναϊδη και οι πεινασμένοι πεζοπόροι αποζημιώθηκαν με το παραπάνω.
Οι επόμενες μέρες ήταν αφιερωμένες από όλους στη γιορτή της Παναγίας.
Απέρι, Μενετές, Όθος, Πυλές και Όλυμπος ήταν και τότε τα χωριά που πραγματοποιούσαν τη γιορτή στη Χάρη της. Ας σταθούμε σε μερικές μικρές-μεγάλες στιγμές.
Δεκαπενταύγουστος στις Μενετές
Με τη λειτουργία του παπα Αντώνη και τα κεράσματα στα καφενεία έφυγαν γρήγορα οι δύο μέρες του μεγάλου πανηγυριού, άνοιξαν τα σπίτια και κάμαν κεράσματα με ποτό μαστίχα, έγιναν και τα δεδομένα “τάματα” τα σερβιρίσματα, από τους ταξιδιώτες. Όσο για τις νύχτες, εκείνες είχαν Λιρέτες για τα όργανα και ατέλειωτο Καρπάθικο χορό στο πέργυρο της εκκλησιάς που ξεχύλιζε από κόσμο.
Την τρίτη μέρα του εορτασμού, στο καφενείο του Ξώπαπα, προετοιμάζεται ένα δυνατό γλέντι από τους: Β.Αλεξιάδη, Παχούλη, Χατζηδημητρίου, Σ.Σακελλαρίδη, Χατζάκη, Γ. Κατωερίτη, Π. Εμμανουηλίδη, Κ. Αγγελίδη, Μ. Ζωγραφάκη, Μ. Αγγελίδη, Ν. Σακελλαρίδη, Ν. Χαλκιά. Ο Βάσσος Αλεξιάδης φορά το άσπρο του κουστούμι και έχει την τιμητική του, η παρέα σύντομα αφήνει στην άκρη τους καφέδες και το γυρνά σε καρπάθικη ρετσίνα! Ο Χατζάκης ψήνει μπριζόλες και ο Αρκασιώτης λυράρης Κανάκης έχει τελειώσει το κούρδισμα και παίζει σε χαμηλούς ρυθμούς.
Πρώτα ακούγεται ο Καλυμνιώτικος και ο πεύκος ο καλυωτός. Σκοποί παλαιοί, που μόνο οι γεροί γλεντιστάδες τους αναγνωρίζουν.
Μια μοναδική ιεροτελεστία βρίσκεται σε εξέλιξη, η παρέα τα λέει όλα τραγουδιστά, μέσα στις αυτοσχέδιες μαντινάδες βγαίνει ο καημός και ο βαθύς πόνος, του παθιασμένου για τον τόπο του, του μετανάστη Καρπάθιου.
Στο κέντρο της παρέας ο Β. Αλεξιάδης δέχεται παινέματα και τα επιστρέφει με σεβασμό στην παρέα. Ο Ξώπαπας δεν χάνει καιρό, τον παροτρύνει να πιάσει το τραγούδι:
“Τραγούδησε ο Βάσσο μου, και πες για το χωριό μας
και πες και για τη Κάρπαθο, να πάψει ο καημός μας”
Ήδη ο Αλεξιάδης ξεσηκώνει την παρέα να τραβήξουν για το σπίτι του, το καφενείο του παπα-Ιμπέριου τους περιμένει για να συνεχίσουν εκεί το γλέντι, με δύο μαντινάδες φέρνει δάκρυα σε όλα τα μάτια.
“Αν αρχινήσω και σου πω, ο Κάρπαθος τραγούδια
το χώμα σου θα ξεραθεί, δε βγάζει πια λουλούδια”.
“Μα έχει ο Θεός και η Παναγιά, τα νέφη να σκορπίσουν
και το γαλάζιο σου ουρανό, ελεύθερο να αφήσουν”.
Ο Μήτρος Χατζηδημητρίου αποφασίζει να ξανατραγουδήσει. Εννέα χρόνια απουσία από καθιστά γλέντια ήταν αρκετά, το 1928 έχασε τη σύζυγο του Ευδοξία, ανηψιά του Βάσσου Αλεξιάδη από τότε δεν είχε συμμετοχές σε πανηγύρια.
Μέσα από ένα βαθύ, βουβό κλάμα, ακούγεται η φωνή του:
“Τον όρκο λύνω σήμερα εις της γιαγιάς το σπίτι,
γιατί έχει τον Αυγερινό και τον Αποσπερίτη”
Προφητικά τραγουδά και πάλι ο Β. Αλεξιάδης:
“Πολύ ευχαριστήθημεν για την υποδοχή μας
του χρόνου αν δεν έλθουμεν στέλνομε τη ψυχή μας”.
Στον Κατωερίτη δεν άρεσε η απάντηση, δεν του πήγε κάτω η πιθανότητα να μην ταξιδέψουν την επόμενη χρονιά, άλλωστε περίμενε το γιό του. Και απάντησε:
“Του χρόνου σαν ξανάρθετε, και φέρετε το γιό μου
τότε δε σφάζω πια αρνί, μόνο τον εαυτό μου”.
Τις μικρές ώρες της νύχτας ο Γ. Κατωερίτης καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, έφυγε βιαστικά για το Λάϊ, αφού πρώτα ανακοίνωσε στη παρέα ότι πάει να σφάξει το μεροτάρι του! Την επόμενη νύχτα, τέταρτη από την ημέρα της Παναγίας, το γλέντι συνέχισε με περισσότερο πάθος στο σταύλο του Κατωερίτη!
Εκδρομές και εξορμήσεις στα ξωμέτοχα
17η Αυγούστου, η ΚΕΑ πάλι είχε προγραμματισμένη μια εξόρμηση. Με έξι αυτοκίνητα (για τον αρθρογράφο της Δωδεκανησιακής Αυγής ήταν σχεδόν όλα τα αυτοκίνητα της Καρπάθου,) και μεταξύ τους ο ονομαστός “καρνάβαλος”, το αυτοκίνητο του Μακρή, 42 Απερίτες και ακριβώς άλλοι τόσοι Βωλαδιώτες, πανωκάαλοι μέσα στα αμάξια, πήραν το δρόμο για την Αρκάσα.
Στο όμορφο παραθαλάσσιο χωριό, στέκονται στα λείψανα της Αγίας Σοφίας.
Ο αρθρογράφος της Δωδεκανησιακής Αυγής, φροντίζει να μας ενημερώσει για τα μάρμαρα σπαράγματα, που είναι διάσπαρτα γύρω από την μικρή εκκλησία. Στην αναμνηστική φωτογραφία ξεχωρίζει το πανέμορφο ψηφιδωτό δάπεδο, που όμως σήμερα δεν υπάρχει!
Έπειτα ανέβηκαν στο Όθος, και εκεί ο γιατρός Μιχάλης Μανωλάκης βάφτισε το κοριτσάκι του Θ. Σαϊτη, αν και ήθελε να δώσει όνομα Ελευθερία, τελικά κατέληξαν στο όνομα της γιαγιάς της, το Ρηγοπούλα!
Στις 22 Αυγούστου, σύμφωνα με τα αριθμητικά στοιχεία, πραγματοποιείται η μεγαλύτερη εκδρομή των ημερών. Φτάνουν τους τριακόσιους, οι προσκυνητές για τη Κυρά Παναγιά. Οι περισσότεροι έκοψαν με τα πόδια , ενώ κάποιοι προτίμησαν να καβαλικέψουν έναν γάαρο και να κατέβουν το βουνό!
Οι προσκυνητές έφτιαξαν καλύβες ή νοίκιασαν κάποιο σταύλο, για να περάσουν τη βραδιά. Το πρωί οι Μ. Παπαμανώλης, Ν. Χαλκιάς, Μανωλακάκης και Μ. Κωστής πήραν το γκαζολίνο και πετάχτηκαν μέχρι τα Άπελλα και το εκκλησάκι του Αγίου Λουκά. Με τη βοήθεια ενός φακού εξερεύνησαν το μικρό ναό και θαύμασαν τις 12 εικόνες του. Γύρισαν βιαστικά πίσω, ίσα που πρόλαβαν να ρίξουν τα αγκίστρια και να πιάσουν κάμποσα ψαράκια, ενώ η λειτουργία στην εκκλησία της κυράς Παναγιάς είχε μόλις ξεκινήσει. Ο παπά-Νικήτας έψαλε την ακολουθία του εσπερινού, και ψάλτης ήταν ένας κρατούμενος των ιταλών, ο Καλύμνιος Εμμ. Καρδούλιας που ένα μήνα αργότερα απέδρασε από το νησί.
Μετά τη λειτουργία και το κέρασμα μαστίχας από το γιατρό Μιχάλη Πετρίτη, δεν άργησαν να πάρουν μπροστά τα όργανα. Ο Καρπάθικος χορός είχε πάλι τη τιμητική του. Όλοι ακολουθούν και πατούν ακριβώς πάνω στα βήματα της γλυκιάς λύρας, όλοι μερακλώνουν και μεθιούν από τον Καρπάθικο αγέρα.
Ξεχωρίζουμε τη μαντινάδα του “γλυκόφωνου” Νισύριου, του Πασά, όπως τον λένε, αφού έζησε για χρόνια στη Περσία:
“Αν οι ψυχές αισθάνονται, που είναι εις τον Άδη
κι αυτές απόψε θα χαρούν, που ήλθες Μιλτιάδη
Η Παναγιά σας έφερε, που είναι στ΄ακρογιάλι
Η χάρη της να βοηθά να ξαναρτήτε πάλι”.
Ψάρια ψητά, ορφοί που γινήκαν αχνιστή σούπα, και μια παρέα αγκαλιά, μα όλοι είναι ανάστατοι, δεν σταματούν να γιορτάζουν και να γλεντοκοπούν, δεν ξεχνούν τους συγγενείς και φίλους στη παραδιπλανή παραλία του Αγίου Νικολάου Σπόων.
Το γκαζολίνο ξανοίγεται και μεταφέρει τον Παπαμανώλη και τον μικρό ανηψιό του, το Νίκο που κερδίζει ένα όμορφο δώρο, μια μικρή ζωντανή Πέρδικα, από τον Μιχάλη Λειβαδίτη!
Κάθε μέρα γέμιζε με βόλτες και εκδρομές στα μετόχια των χωριών. Από τον θαυματουργό Άη-Γιώργη στις Βάτσες, που στην Γεωργική έκθεση Ρόδου το 1926 είχε κερδίσει το 1ο βραβείο για την παραγωγή κρεμμυδιών, στο πιο ξεχωριστό μπονέντικο Οθείτικο μετόχι, τις Στες που έκανε το πιο καλό κρασί. Κι από εκεί στη Γαματρία με τους μοναδικούς Απερίτικους ελαιώνες.
Κάθε χωριό ξεχωριστό, μάχεται σε ομορφιά και χάρες με τα διπλανά του, όχι για τα πρωτεία, μα για να ξελογιάσει, και τελικά να κρατήσει στην αγκαλιά του τα ξενάκια του, να μην το εγκαταλείπουν και να χάνονται μέσα στις μπερδεμένες μεγαλουπόλεις.
Το αποχαιρετιστήριο γλέντι στο καφενείο του παπα Ιμπέριου.
Αν οι εκδρομές γίνονται για να χαρούν και να χορτάσουν, μικροί και μεγάλοι, με το μεγαλείο της φύσης, τα καθιστά Καρπάθικα γλέντια είναι οι θεραπευτές όλων των αγιάτρευτων κρυφών και φανερών πόνων. Ένα δίστιχο είναι αρκετό για γίνει αφορμή και να ξεχυθούν όλα τα συναισθήματα πάνω στο κοινό τραπέζι.
Όμως το πιο μαγικό είναι η αυτόματη αποδοχή, και η βαθιά εσωτερική σύνδεση, το δέσιμο της παρέας.
Το τελευταίο γλέντι στις Μενετές έχει όλα τα στοιχεία μιας αυθεντικής κάθαρσης, αφορμή και πάλι το καμάρι του χωριού, ο Βάσσος Αλεξιάδης, που ετοίμασε και κάλεσε όλο το κόσμο στο τελευταίο τραπέζι!
Άφθονα φαγητά, μπόλικο κρασί και μούστος, αφού πρώτα πρέπει να χορτάσει η κοιλιά, και έπειτα τα μάτια να αναγνωρίζουν μονάχα αγαπημένους φίλους. Όλοι είναι σε αυτό το γλέντι, τα μικρά παιδιά που δεν αντέχουν κοιμούνται πάνω σε μια πεζούλα σκεπασμένα από ένα σακάκι ή μια μάλινη ζακέτα, μέσα στα αυτιά τους το γλέντι γίνεται βίωμα ζωής.
Ο λυράρης Ι. Παζαρζής, ξεκίνησε το τραγούδι με παινέματα:
“Στο σπίτι του πατέρα σου, πάνω στο καφενείο
μας μάζεψε εξάερφε και έγινε μεγαλείο”
Ο Μανώλης Σακελλαρίδης πήρε σειρά:
“Λεβέντη Αλεξιάδη μου, των Μενετών καμάρι
οπού είσαι από όλη τη γενειά το πιο γερό κλωνάρι”
Ο Ι. Ξόπαπας άλλαξε ρότα στο γλέντι:
“Στείλε το τηλεγράφημα στο πλοίο για να αργήσει
και στη Μασσάβα αν μπορεί, να πά να καθαρίσει”
Το γλέντι ήταν από εκείνα που δεν είχαν σταματημό, από κείνα που δεν χωρά καμμιά αναπαράσταση, και μοιάζουν, ταυτίζονται με τη ζώη που δεν γνωρίζει δοκιμές και θεωρητικές πρόβες.
Οι τελευταίες μαντινάδες του Βάσσου Αλεξιάδη χαρακτηρίζουν εκείνη τη σκοτεινή περίοδο, είναι και πάλι προφητικές:
“Ο Παναγιά των Μενετών ήλιε μου χωρίς δύση
ποιός θα ανεβεί στον ουρανό, τη λάμψη σου να σβύσει”.
“Έχετε γειά ψηλά βουνά, ευλογημένοι βράχοι
κι όποιος σας απαρνηθεί, φρικτή κατάρα ναχει”.
Η ριμάδα επιστροφή
Η προγραμματισμένη επιστροφή από την Ιταλική εταιρία για της 9 Σεπτεμβρίου, ακυρώθηκε χωρίς κάποια αιτία. Νέα ημερομηνία αναχώρησης ορίστηκε η 16η Σεπτέμβρη.
Άλλοι χάρηκαν, αφού θα παρέμεναν ακόμη μια βδομάδα στο χωριό τους, όμως υπήρξαν και αρκετοί, όπως ο δάσκαλος Γ. Κοκκινίδης, που θα αντιμετώπιζαν προβλήματα με τη δουλειά τους και αγχώθηκαν.
Αν χορταίνει πρόσκαιρα η κοιλιά, το μάτι και η καρδιά παραμένουν πάντοτε αχόρταγα. Δεν υπάρχει τέλος σε αυτό το ταξίδι, κάθε που ξεκινάς να επιστρέψεις μοιάζει να προγραμματίζεις την επάνοδο στη Κάρπαθο. Κι αν στην άφιξη ο ταξιδιώτης παρατηρεί όλο το κόσμο, στην αναχώρηση το μυαλό έχει ήδη χωθεί μέσα στις ατέλειωτες και πνιγηρές υποχρεώσεις.
Με κουλούρια, μέλι, σιτάκα και καρύδια στις αποσκευές τους, φεύγουν λυπημένοι, προσπαθούν, όπως γίνεται και σήμερα, να πάρουν ένα μικρό κομμάτι από το νησί. Μέσα στη παραζάλη ξεχνούν ότι οι ίδιοι είναι μια ζωντανή άκρη του τόπου.
Κάποιος “Αθηναίος” είχε ζητήσει μια πέτρα, ένας άλλος αθήρρι Καρπάθικο, ενώ η παραγγελιά, κάποιου αθεόφοβου, ήταν ένας ζωντανός Σκάρος!
Η εκδρομή του ’37, ήταν το πρώτο και τελευταίο ομαδικό ταξίδι, που πραγματοποιήθηκε στη Κάρπαθο όλα τα χρόνια του Ιταλικού ζυγού.
Σύμφωνα πάντοτε με τα δημοσιεύματα των δύο εφημερίδων της Καρπάθου και τη μαρτυρία κ. Ανθούλας Σκανδάλη-Αλεξιάδη, που έζησε τη χαρά της εκδρομής, όσο αγωνιούσαν εκείνοι που ζούσαν στο νησί, την ίδια, ίσως και περισσότερη αγωνία για το μέλλον του τόπου, είχαν οι μετανάστες της Αθήνας.
Η ζωή περνά και χάνεται μέσα από τα τρύπια ακροδάχτυλα μας, πότε πέρασαν τόσα χρόνια; για που ταξίδεψαν εκείνοι οι παθιασμένοι Καρπάθιοι;
Τα πλοία και οι άνθρωποι είναι καμωμένα για να φεύγουν…

Ορισμένοι από τους 167 Καρπάθιους που τον Αύγουστο 1937, που ταξίδεψαν για το νησί, όπως αναφέρονται στις εφημερίδες Δωδεκανησιακή Αυγή και Φωνή της Καρπάθου
Ο πρόεδρος ενώσεως Γ. Καφετζιδάκης με τη σύζυγο του Σεμέλη και τη πεθερά του Χαρισιάδου. Ο Ηλίας Σταμπολής, ο Μιλτιάδης Παπαμανώλης, ο Νίκος Ζαβόλας, ο Ι Παπαμανώλης, Β. Χρυσός. Οι γιατροί Κ. Κυζούλης, Μιχ. Μανωλακάκης, Γ. Βενέτης με τη σύζυγο του Ευτυχία. Ο Μηνάς Κουρόγλου, ο έφορος Β. Αλεξιάδης με τη σύζυγο του και τα παιδιά τους. Ο Γ. Λιγνός και ο Γ. Ι. Σακέλλης. Ο Σπύρος Δανέσης με τη σύζυγο του Θεοδοσία, το γένος Κρασσά. Η Φωτεινή Κυπρίου με τον γιό της.
Η Καλλιρόη Μπαρίτου, η Μαρία Μπαζανιάν, η Αλεξάνδρα Διακομανώλη με τη κόρη της. Ο φοιτητής Ι. Ν. Πετρίδης, η Μαρία Χανιώτη, η Άννα Λύκου, η Ειρήνη Σακέλη με τον γιο της. Η Σοφία Σαρρή, η Μαρία Πιπέρη, η Σταματίνα Πετροπουλάκη. Ο Γιώργος Παπαδημητρίου, ο Βάσσος Χανιώτης με τη μητέρα του. Ο Γιάννης Κοκκινίδης, η Μαντινάου με τη κόρη της, η Μοσχονά με τη μητέρα της, Φ. Μόσχου, Καλ. Οικονομίδου, Ζωή Κωνσταντινίδη. Άννα Κουρούγλου με τον γιο της, Εμμ. Κουτσοδόντης, Γιάννης Μαυρολέων, Γιάννης Κωνσταντινίδης. Ο Μιχάλης Παχούλης, πρόεδρος της αδελφότητας Καρπαθίων, Γ. Σκευοφύλακας, Εμμ. Οθείτης. Ο Γιατρός Αγγελίδης με τις αδελφές του. Ο Χατζηπαχούλης, ο Μ. Καραζάς, η Καλλιόπη Λουϊζου, ο Γιάννης Φρεσκάκης με τη σύζυγο του.
Το “πολυτελές” επιβατηγό πλοίο citta di Bari, κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου πολέμου, χρησιμοποιήθηκε σαν βοηθητικό καταδρομικό, βρισκόταν στη Λιβύη και καταστράφηκε έπειτα από έκρηξη στις 3 Μαϊου 1941.
Πηγές-Πληροφορίες
Αφήγηση Ανθούλα Σκανδάλη το γένος Αλεξιάδη
Εφημερίδα “Η φωνή της Καρπάθου”, Χαράλαμπος Κάσσιος (1937-1938)
Εφημερίδα “Δωδεκανησιακή Αυγή”, Μιλτιάδης Παπαμανώλης (1937-1938)
http://it.wikipedia.org/wiki/Città_di_Bari
www.timetableimages.com/maritime/images/adria.htm
http://www.prevato.it/giornalenautico/12.php