Μία οβίδα πέφτει κάθε 30 δευτερόλεπτα στη Γάζα

Μία οβίδα πέφτει κάθε 30 δευτερόλεπτα στη Γάζα 290x166 24γραμματαΜία οβίδα πέφτει κάθε 30 δευτερόλεπτα στη Γάζα
(πηγή: www.in.gr)

24grammata.com
γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Όσοι διασώθηκαν από τους βομβαρδισμούς αργά έβγαιναν απ΄τα κτίρια. Λευκοί, σαν αγάλματα, μ΄άναυδα πρόσωπα μάσκες.
Η τρυφερή Ιερουσαλήμ ανάβει πριν την αποψινή νύχτα. Σε στίχους οι επιζήσαντες περπατούν τους αγνώριστους δρόμους. Εδώ βρισκόταν ο φούρνος, εκεί το εργοστάσιο υποδημάτων. Σ΄αυτό το ερρειπιώδες κτίσμα στη διασταύρωση στεγάστηκε κάποτε το αριστοκρατικό εστιατόριο. Αυτοί οι χάλυβες που υφίστανται ακόμη ακέραιοι στις βάσεις τους υπήρξαν τα τελευταία δείγματα μιας εξαίσιας τέχνης. Τώρα η καλλιτεχνική πρόθεση ολοκληρώνεται καθώς το μητρικό σύμπλεγαμα στέκει αφάνταστα λυπημένος ανάμεσα σε χαμηλές φωτιές και συντρίμια παραθύρων. Το νέο, πολεμικό μουσείο ανθεί μες στα διαμερίσματα των εργατικών κατοικιών. Μ΄ανάπηρους, μ΄αρρώστους της καινούριας αυτής βιομηχανίας, με διαμελισμένους τοίχους και αυτές τις κατασκευές που κάποτε στάθηκαν σύμβολα. Σε χώρο φυσικό αναλαμβάνουν τώρα τη μέγιστη σημασία τους. Αν αυτά διασωθούν ίσως παραδεχτούν οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος τη ζωή που υπήρξε κάποτε εδώ.
Ο στίχος εκτείνεται ήδη ως την Ιερουσαλήμ. Ατέλειωτοι, νικημένοι άνθρωποι σκαρφαλωμένοι στο σώμα του μεσημεριού περνούν τα σύνορα. Στο Λονδίνο, την Αθήνα, την Αλεξάνδρεια και αλλού οι στίχοι αμήχανοι εισβάλλουν αγγίζοντας τα χέρια μας μ΄όλη τη στοργή τους, σαν τίποτε άλλο να μην έχει απομείνει παρά προκυμαίες, ολόλευκα, λαμπρά σπίτια, μικροπωλητές και θαυματοποιοί. Οι στίχοι λαμβάνουν όλες τις κατευθύνσεις καθώς ο θάνατος καραδοκεί σε τσιμέντα και λεωφόρους. Αυτή εδώ που διακόπτεται σαν αστραπή θα μετονομαστεί σε οδό χαμένων ελπίδων και παιδιών ηρώων. Μια άλλη θα λάβει το φτερουγικό όνομα ενός άνδρα που κρατά σπαράγματα του παιδιού του και βαδίζει με το φαγωμένο του πρόσωπο. Μια προσωπογραφία σπαραχτική που θα κοσμεί για μέρες τις πρώτες σελίδες των εφημερίδων, καθώς οι στίχοι εξελίσσονται και μας κατακλύζουν έτσι όπως υπάρχουν μ΄απλωμένα τα χέρια και τα κάδρα των νεκρών συγγενών στις φωτογραφίες από μια κάποια Κυριακή. Αυτοί οι άνθρωποι βαδίζουν και σκέπτονται πράγματα που είναι πια τίποτε, που είναι άνεμος. Επαναλαμβάνουν διαρκώς το πλήρες όνομά τους, προσδιορίζονται ως οι θλιβεροί απόγονοι μιας τρομερής ιστορίας και μιας αδικημένης γενιάς. Τα παιδιά έτσι υπόλευκα, αδυνατισμένα μοιάζουν αιωνόβια, καθώς ρωτούν γιατί και αναζητούν στους στίχους κάτι απ΄τη μητέρα, το συνηθισμένο φουστάνι με τους ακοίμητους ιχθύες κάτω χαμηλά στο ύψος των ποδιών. Το πρόσωπο μιας γυναίκας μπορεί να μιμηθεί την ακινησία της πομπηιανής ζωγραφικής, καθώς μαραίνεται μες στις στάχτες χάνοντας για πάντα τη χρωματική της ένταση. Στους δρόμους οι καταυλισμοί εξαπλώνονται. Πρόχειρες τοιχογραφίες ενημερώνουν τους πρόσφυγες για τα δικαιώματά τους. Εδώ το νερό και ο ίσκιος μες στο εξαντλητικό περπάτημα. Απ΄εδώ η οδός του ωκεανού και τα παλιά ψαράδικα που βουλιάζουν κάτω απ΄το πλήθος. Ένας φωτογράφος αποθανατίζει τις στιγμές και όλοι μακραίνουν ακίνητοι προς το εσωτερικό του νερού, μακριά πολύ μακριά από την πατρίδα. Η τρυφερή νύχτα αφήνει τρόμο και βογγητά στο βάθος του ορίζοντα. Στην παραλία με τ΄αυτοσχέδια θέατρα των σκιών μια οικογένεια ξεκληρίζεται. Σ΄ολόκληρη την περίμετρο προσμένουν οι χερσαίες δυνάμεις με τα όπλα προτεταμένα. Τώρα ολόκληρος ο κόσμος λιώνει μες στο υδράργυρο. Οι χάρτες σκισμένοι και η πόλη που ετοιμάζεται για μια ακόμη μάχη.
Το παραμύθι που διηγήθηκαν σ΄εκείνο το παίδι στο φύλλο της «Καθημερινής» παραφρόνησε για πάντα. Οι ήρωες του είναι τώρα φαντάσματα και το παιδί πριν το χαμό, μ΄έναν φόβο ανυπολόγιστο, δίχως καμιά φαντασία.