Αλ χάμρα θα πει κόκκινο

  OLYMPUS DIGITAL CAMERA  24grammata.com-άποψη

γράφει και φωτογραφίζει ο Μανώλης Δημελλάς

Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά  στο 24grammata.com κλικ εδώ
Αλ χάμρα θα πει κόκκινο

Κατάπιναν χιλιόμετρα με το χιλιοτρακαρισμένο βανάκι να μουγκρίζει, το ταλαίπωρο αυτοκίνητο έδειχνε κι αυτό να υποφέρει, από την κάψα του ήλιου, ξερό και άνυδρο το τοπίο, δεν άφηνε αδιάφορο κάνεναν από την άγνωστη παρέα.
Όλοι τραβούσαν για τη Λιβύη, διαφορετικές φυλές, διαφορετικοί άνθρωποι, βρέθηκαν να μοιράζονται κοινές στιγμές του απέραντου χωροχρόνου.
Ο Αιγύπτιος οδηγός βιαζόταν να τους ξεφορτώσει, έδειχνε να καταλαβαίνει πως κάτι δεν πάει καλά, έπιανε τον ήχο της μηχανής και κάθε τόσο κοιτούσε νευρικά κι αδέξια προς το μοχλό των ταχυτήτων, ήθελε να αποφύγει τη στάση στην έρημο, ήθελε τόσο να γίνει πρώτα η δουλειά, αλλιώς ένας Θεός ξέρει, αν θα απέμεναν χρήματα από τα ναύλα.
Τέσσερις άνθρωποι ήταν το φορτίο από το Κάϊρο για το Σαλούμ, τα σύνορα με τη Λιβύη και μόνο μια ηλικιωμένη γυναίκα, ήταν συμπατριώτισσα του οδηγού, ταξίδευε για να πάει σε μια μικρή πόλη, ακριβώς μετά τα σύνορα στον αδελφό της, που ήταν στα τελευταία του. Σε όλη τη διαδρομή δεν έβγαλε άχνα, τυλιγμένη μέσα στα υφαντά, όπως ήταν, έδειχνε τόσο απόκοσμη και σεβάσμια, στους τρείς ξένους συνεπιβάτες, δεν άφηνε περιθώριο για κουβέντες, όμως ετούτη η γιαγιά προκαλούσε το μυαλό με ένα σωρό εικόνες, βγαλμένες από βιβλία.
Ένα ζευγάρι Ιταλών δημοσιογράφων και ένας περίεργος Έλληνας, μάλλον εμπορικός αντιπρόσωπος, ήταν τα υπόλοιπα μέλη της αναγκαστικής παρέας. Σε όλους πήρε διαφορετική τιμή, ο οδηγός τους παρέλαβε χαράματα, από τις όχθες του Νείλου και μετρούσε με παζάρια την αντοχή της τσέπης τους.
Μονότονη διαδρομή, ατέλειωτη, κάνει το μυαλό να έχει απανωτούς εμετούς, να ξερνά λεπτομέρειες και σκέψεις που ήταν καλά κρυμμένες, όπως όμως δεν έχει να τα μοιραστεί και να τα πει σε κανέναν, αναμασά λόγια και γεγονότα, δίνοντας απίθανες απαντήσεις στα βασανιστικά ερωτηματικά του.
Οι Ιταλοί μιλούν λίγο και σιγά, δείχνουν να μην εντυπωσιάζονται από την Αιγυπτιακή έρημο, σαν να είναι γνώριμη η πορεία, δεν κρύβει εκπλήξεις η ευθεία του δρόμου, ούτε προκαλεί το άνυδρο τοπίο το μάτι.
Φορούν και οι δύο, άσπρα φαρδιά ρούχα, πουκάμισα, και παντελόνια εκστρατείας.
Η γυναίκα φορά τεράστια γυαλιά, μοιάζουν τόσο ψεύτικα, σαν παιγνίδια στο μικρό πρόσωπο της, κάθε τόσο βγάζει ένα μπλοκάκι και σημειώνει πάνω του, με κάτι μικρά κολυβογράOLYMPUS DIGITAL CAMERAμματα, μάλλον από αμηχανία και βαρεμάρα, έτσι κρατά τη σκέψη σε εγρήγορση, αποφεύγει τις κακοτράχαλες διαδρομές του μυαλού και προσπαθεί να το οδηγήσει σε πιο ασφαλείς διαδρομές.
Ο διπλανός της κρατά μια μηχανή, μια φωτογραφική μηχανή, και στοιβάζει μέσα της αδιάφορα υπερφωτισμένα ενσταντανέ, μόλις τραβήξει μια σειρά, τα βλέπει και αυτόματα τα διαγράφει.
Από τη τελευταία έξοδο της Αλεξάνδρειας και σε όλη την παραλία της λουτρόπολης Μάρσα-Ματρούχ, φωτογραφίζει και σβήνει, κι αυτός δεν θέλει να αφήσει τη σκέψη να ταξιδέψει, την εγκλωβίζει σε μια σειρά από φορτωμένες σκόνη, πολύχρωμες, τόσο άσχετες εικόνες.
Είναι και ο Έλληνας, με τη συνήθεια να καθαρίζει κάθε τόσο τα γδαρμένα γυαλιά ηλίου, καθισμένος από τη πλευρά της θάλασσας, περιμένει το αληθινό γαλάζιο να φανεί, να αποκαλύψει τη μαγεία και το μεγαλείο της, να τον φέρει πιο κοντά στον τόπο του.
Μια σειρά μυστικά έρχονται και μιλούν μέσα στο μυαλό, την ξέρει την περιοχή, πρώτη φορά εδώ, όμως γνωρίζει βασανιστικές, πικρές αλήθειες που τον κάνουν να βλέπει αλλιώς την ατέλειωτη διαδρομή.
Η ασύνταχτη παρέα δεν μιλά μεταξύ της, δεν έχει να μοιράσει τίποτε ο ένας στον άλλον, απλά βρέθηκαν από μια συμπαντική σύμπτωση, για λίγο μαζί και θα ήταν λίγο, αν δεν επιβεβαιωνόταν ο φόβος του οδηγού, αν δεν τους άφηνε το αυτοκίνητο καταμεσής της ερήμου, δύο ώρες πριν τα σύνορα του Σαλούμ.
Οι καπνοί ανάγκασαν τον οδηγό να κάνει στο πλάι, ξεφόρτωσε γρήγορα τα μπαγκάζια, είπε κάτι στην ηλικιωμένη επιβάτιδα και τους παράτησε σύξυλους, έφυγε τρέχοντας, προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Στο δρόμο για το κατάλυμα.
Ξαφνικά η παρέα έπρεπε να πάρει αποφάσεις, να κινηθεί, η Αιγύπτια γυναίκα μάζευε και ζαλωνόταν τα πράγματα της, ενώ δεν σταματούσε να μιλά, η γλώσσα της πήγαινε ροδάνι, μα κανένας δεν καταλάβαινε, ξαφνικά βάλθηκαν όλοι να κάνουν τα ίδια, πήραν μπαγκάζια και βαλίτσες παραμάσχαλα και την ακολουθούσαν πόδι-πόδι, μέσα στο λιοπύρι.
Η γλώσσα του σώματος όλα τα φανερώνει, έτσι και στην τετράδα, Αγγλικά, Ιταλικά, Ελληνικά και Αιγυπτιακά, έκαναν στη μπάντα, μπροστά στην έρημη ανάγκη για επιβίωση.
Όχι δεν τρόμαξε κανένας, μάλλον ήταν μια υπόθεση ταλαιπωρίας, που έφερνε μορφασμούς στα πρόσωπα και ασχήμαινε το γλυκό στόμα, της όμορφης Ιταλίδας.
Προχώρησαν κάμποσο, είχαν πιάσει κουβέντα στα Εγγλέζικα και μισογνωρίστηκαν, ο Σέρτζιο, η Άννα, ο Ανέστης και μπροστά η Αιγύπτια γυναίκα, που δεν έβγαζαν άκρη ούτε για το όνομα της.
Οι Ιταλοί, τραβούσαν για την αντικατάσταση των συναδέλφων ανταποκριτών στην Βεγγάζη, η αναγκαστική στάση του αυτοκινήτου ήταν άσκοπα χαμένος χρόνος, όσο για τον Έλληνα, αν και δεν το έδειχνε, ήταν ένα απίστευτο δώρο, αφού σε εκείνα τα μέρη, ερχόταν για χρόνια ο σφουγγαράς πατέρας του.
Μεγάλωσε με ιστορίες και παραμύθια από εκείνες τις σπιάτζες, και έτσι σκούρος, μελαμψός όπως ήταν, πάντοτε τον πείραζαν, έλεγαν πως τον μάζεψαν από κάποιο σκλαβοπάζαρο και τον έφερε ο πατέρας του για δουλικό στο νησί.
Το περπάτημα δεν έδειχνε να βγάζει κάπου, πάνω που άρχισαν να αμφιβάλλουν για την επιλογή του ποδαρόδρομου, ένα αυτοκίνητο φάνηκε από μακριά, κούνησαν χέρια και πόδια, ήταν ο οδηγός τους, που αγγάρεψε ένα αγροτικό αυτοκίνητο, για να τους πετάξει μέχρι το διπλανό χωριό, έως ότου αποκαταστήσει την βλάβη, έπειτα θα συνέχιζαν το δρόμο για τα σύνορα, που έδειχνε τόσο ερημικός, ανηφορικός και αμέτρητος.
Στην διαδρομή στριμωγμένοι στην βρώμικη καρότσα, είχαν ήδη βρεί τα σημεία επαφής, άρχισαν να λύνονται και να μιλούν, ήταν άγνωστοι σε ένα ξένο περιβάλλον, μπορούσαν να μοιραστούν μοναχά αλήθειες, δεν είχαν τίποτε να φοβηθούν, κάτι να τους τρομάζει στον διπλανό από ανάγκη φίλο, που θα παρέμενε άγνωστος.
Η Άννα ξεκίνησε πρώτη, σαν να ήθελε να πάρει την παρθενιά, της εκ βαθέων κουβέντας, μεγαλωμένη στο Παλέρμο από Ελληνίδα μάνα, και πατέρα Ιταλό, δεν είχε ζήσει ποτέ στην Ελλάδα, ήταν η μάνα, που κατηγορήθηκε άσχημα μέσα στον πόλεμο, είπαν πως τραβιόταν με Ιταλούς φαντάρους, έτσι με την πρώτη ευκαιρία έφυγε και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Πεθαμένη από χρόνια, δεν άφησε την ιστορία της, ούτε σαν μικρή κληρονομιά στη κόρη, που δυσκολευόταν αφάνταστα με το παρελθόν, κάθε που γυρνούσε σε δημοσιογραφικές αποστολές, την κουβέντιαζε, ομολογούσε, με την ελπίδα να βρει κάποια γαλήνη, αφού μεγάλωσε με τη ρετσινιά της «ελαφριάς γυναίκας», και έγινε παρά την εμφάνιση της, πιο σεμνότυφη, από κόρη κληρικού.
Ο Σέρτζιο, ένας γνωστός Ιταλός φωτορεπόρτερ, χωρισμένος με ένα γιό και μια κόρη, που είχε να τα δεί από κοντά 2 χρόνια, τριγυρνούσε από θερμό επεισόδιο σε πόλεμο, και έλεγε πως ήταν κίνητρο τα χρήματα, τα ρημάδια τα λεφτά, όμως για την αλήθεια, κατάφερνε να ξεφύγει λίγο από τα λάθη του, που περιέργως πως, σταματούσαν να τον κυνηγούν στα ταξίδια. Οι ερμηνείες, δεν έπαιρναν διαβατήριο, ξέμεναν στην Ρώμη και όταν επέστρεφε τις ξαναντάμωνε, ρουφώντας κάθε διάθεση του για ζωή.
Στο τέλος ο Ανέστης, δεν είπε πολλά για τον εαυτό του, ένας εμπορικός αντιπρόσωπος που πήγαινε στη Λιβύη, με στόχο να καταφέρει να προωθήσει μερικά Ελληνικά προϊόντα στην χώρα. Δεν είχε τίποτε σπουδαίο, έτσι έδειχνε, πλησιάζοντας στο κατάλυμα, που θα περνούσαν λίγο χρόνο μέχρι την επισκευή του αυτοκινήτου, ξέρασε την ιστορία που τον βασάνιζε, εδώ, σε αυτές τις θάλασσες, πηγαινοερχόταν και τελικά χτυπήθηκε, από τη νόσο των δυτών ο πάτερας του, γύρισε πίσω βαρειά ανάπηρος, έτσι αναγκάστηκε να βγεί για μεροκάματο από τα 12, όμως σιχαινόταν πια τη θάλασσα, όσο τη λάτρευε, άλλο τόσο τη σιχαινόταν και δεν έχανε ευκαιρία να βρίσκεται δίπλα της και να της το ψιθυρίζει.
Μια σκιά στο πουθενά
Τυπικό πανδοχείο, το χάνι της διαδρομής, ξεχασμένο από δυτικούς Θεούς και χρόνο, έτσι μέσα στο χώμα, έδειχνε σαν να υπήρχε από πάντα.
Μια τηλεόραση, καρφωμένη, μπαίνοντας στον αριστερό τοίχο, έπαιζε περισσότερα παράσιτα χιόνια, παρά από το θρησκευτικό πρόγραμμα, που προκαλούσε με ακατανόητες σούρες από το Κοράνι τα γήινα.
Τέσσερα ξύλινα τραπέζια, με ένα δάχτυλο χώμα, από εκείνο που όσο κι αν το καθαρίζεις, πάντα θα σκεπάζει τα πράματα. Και μερικές ξεχαρβαλωμένες, χιλιομπαλωμένες καρέκλες. Αυτή είναι η περιουσία του σαλονιού, όμως από την καρότσα του αγροτικού και την σίγουρη ηλίαση, έμοιαζε με το βασίλειο της σκιάς.
Η Αιγύπτια γυναίκα χάθηκε, εξαφανίστηκε στα στενά της γειτονιάς, φαινόταν σαν να γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα, ίσως πάλι να έψαχνε μια περισσότερο ασφαλή γωνιά.
Η παρέα ακούμπησε στο δεύτερο τραπέζι, μιλούσαν φωναχτά, για την μιζέρια και τη φτώχεια της περιοχής, έκαναν δύσμορφα τα πρόσωπα τους, για την αόριστη δυστυχία του τρίτου κόσμου, όταν ο νεαρός καταστηματάρχης, με αράπικα Εγγλέζικα, πήρε βαριεστημένος την παραγγελία τους.
Φαντάζονται πόσο δύσκολο είναι να μεγαλώνεις και να γερνάς, σε τέτοια μέρη, μόνο με τη σκέψη, πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό. Είναι που μετρά ο καθένας τα δικά του για σπουδαία, θυμάται, βλέπει τα προσωπικά και συγκρίνει, ακυρώνοντας κάθε διαφορετικότητα.
Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν σαν συντονισμένοι, άρπαξαν τα κινητά τους, είδαν πως το σήμα ήταν υποφερτό και πιάσαν τα μάτια τους, να μιλήσουν, πρώτα και κύρια, ο καθένας με το γραφείο της δουλειάς του. Αν και δεν ήταν συννενοημένοι, και οι τρείς τους είπαν ψέμματα, δήθεν προέκυψε κάτι ενδιαφέρον, κοντά στα σύνορα και στάθηκαν μήπως μπορέσουν να το αξιοποιήσουν. Κουβέντα για ατυχία και χαλασμένο αυτοκίνητο, στον δυτικό κόσμο, δεν υπάρχουν εξωγενείς παράγοντες, όλα μπορούν και πρέπει να καθορίζονται ή να έχουν λόγο για να συμβαίνουν.
Η Άννα, για να κάνει το ταξίδι φίλησε κατουρημένες ποδιές, ενώ ο Σέρτζιο υπέγραψε κοντράτο με μισά λεφτά. Όσο για τον Έλληνα αυτός κι αν ξεκίνησε στον αέρα, πρότεινε να κάνει την αποστολή δίχως εξτρά χρήματα, αν δεν πήγαινε καλά, ίσως και να πλήρωνε ένα μέρος τον εξόδων. Δύσκολα λοιπόν μιλάς για αναποδιές, δεν υπάρχουν, όσο κι αν μοιάζουμε με μαριονέτες, θέλουμε να καθορίζουμε τον κόσμο.
Γύρισαν στο τραπέζι, ζέστη, άπνοια και εκατοντάδες ιπτάμενα μυγάκια, συνόδευαν κάθε μικρή κίνηση, στην αρχή τα έδιωχναν, έβαζαν ενέργεια για να κάμουν παραπέρα, σιγά- σιγά, έβγαλαν τα παπούτσια, ξεκαλτσώθηκαν και τα έντομα κάθονταν ήσυχα και φρόνιμα στο σβέρκο τους, δίχως πια να τα καταλαβαίνουν.
Ο καφές έγινε παγωμένο αναψυκτικό, ενώ ο καπνός από τα τσιγάρα, ντουμάνιζε το μαγαζί, που ξαφνικά γέμισε από τη γειτονιά, παρέλασαν σχεδόν όλοι οι φίλοι, για να χαζέψουν τους τρείς ξένους, που ξέμειναν στα μέρη τους. Δεν ήθελαν και πολύ, με το χρόνο να έχει αναγκαστικά σταματήσει πάνω στα ρολόγια τους, έπιασαν την κουβέντα για τα προσωπικά τους βάσανα.

Άννα.
Γεννήθηκα στο Παλέρμο, τρίτο παιδί ενός ζευγαριού που προσπαθούσε να τα καταφέρει. Ο πατέρας ηλεκτρολόγος και η μάνα μια Ελληνίδα μοδίστρα, που μέχρι το χαμό της, δεν είχε μάθει ακόμη ιταλικά, μισομίλαγε τη γλώσσα και στεκόταν βουβή, ανήμπορη στο παρελθόν, που κληρονόμησα και με ακολουθεί.
Ο Ανέστης έκανε μια μικρή κίνηση, έδειξε κάτι πως θέλει να ρωτήσει, μα η Άννα πρόλαβε και τον έκοψε.
Δεν ξέρω γιατί, μόνο στα ταξίδια μιλάω, μόνο μακριά και με ξένους, μπορώ να ανοίγω το στόμα στην ιστορία, που πνίγηκε ολόκληρη η ζωή μου.
Ήμουν δεν ήμουν δέκα, όταν έμαθα την ιστορία, όταν καταλάβαινα πως κάποια τηλεφωνήματα έφερναν κλάματα και πόνο μέσα στο σπίτι.
Η μάνα, το έσκασε από το νησί, όταν τελείωσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και εγκατέλειψαν τα δωδεκάνησα οι Ιταλοί, εκείνη πίστεψε πως θα ξεκινούσε μια καινούρια ζωή, διαγράφοντας κάθε παλιά αμαρτιά.
Ερωτεύτηκε βλέπεις, έναν κατακτητή, έναν Ιταλό, που τις έκανε τα γλυκά μάτια, αλλά έφερνε στο σπίτι τα αναγκαία, για την επιβίωση. Αλεύρι, κονσέρβες, αλλά και σοκολάτες, με αυτά έριξε στην αρχή, τη μικρούλα, που δεν ήταν πρωτοκόρη, και έτσι δεν είχε περιθώρια από προίκες και καλοπαντριές.
Όμως οι χωριανοί δεν συγχωρούσαν, κάθε που τίναζε τη ρετσινιά από πάνω της, έφθαναν να ανοίγουν στόματα και να επαναλαμβάνουν πως είναι «παστρικιά», πως δεν σβήνουν οι ξενικοί, οι παράνομοι ιδρώτες, από τα σεντόνια της κρεβατοκάμαρας.
Τα μάζεψε με πρώτη ευκαιρία και έφυγε, πρώτα Αθήνα, ζητιανειά για τα ναύλα, από μακρινούς συγγενείς και από εκεί ένα ατέλειωτο ταξίδι, με πλοίο, αυτοκίνητα και τραίνα, με προορισμό τον πατέρα μου, στο Παλέρμο.
Του είπε όλη την αλήθεια, κι εκείνος στα γρήγορα, δίχως αναμονές, τη στεφανώθηκε. Λίγο καιρό μετά γεννήθηκε η αδελφή μου, έπειτα έκαναν ένα γιό, τον αδελφό μου και στερνοπούλι είμαι εγώ.
Η ιστορία μπορεί να είναι πOLYMPUS DIGITAL CAMERAίσω, πολλά χρόνια μακριά, όμως η ψυχή και η καρδιά δεν μετρά ίδια τον χρόνο, αυτά που την χαράσσουν, ειδικά όταν είναι παιδική, τις δίνουν μορφή, σαν να σχεδιάζουν πανώ της κανόνες, μονοπάτια που έπειτα θα ακολουθήσεις αν θέλεις να έχεις μια κάποια γαλήνη και ηρεμία.
Έτσι κι εγώ, μεγάλωσα μέσα στην έλλειψη αναγνώρισης, ήμουν το κακόμοιρο, ένας φτωχός συγγενής και μάλιστα ο τελευταίος. Δεν άργησα λοιπόν, να αναζητώ την αναγνώριση και την αποδοχή και νά μαι σήμερα σε εφημερίδες και ραδιόφωνα, να πουλώ τη φωνή μου και τις λέξεις μου, με αντάλλαγμα το ονοματεπώνυμο μου, με μαύρα σκούρα γράμματα.
Ένας αποτυχημένος γάμος, ακολουθεί σχεδόν πάντα την ερωτική βιασύνη των ανθρώπων, έτσι κι εγώ, χάθηκα μέσα σε μια ανίκανη σχέση, πνίγηκα επιβεβαιώνοντας τις πρωταρχικές αξίες μου.
Τώρα βολοδέρνω, εξακολουθώ να κρύβομαι πίσω από τις λέξεις και να αναζητώ μια σφραγίδα στο διαβατήριο, μήπως και αποδείξω ικανότητες, που στην ουσία δεν ενδιαφέρουν κανέναν παρά μονάχα εμένα την ίδια.
Σέρτζιο.
Ξεκίνησα να δουλεύω με μια φωτογραφική μηχανή, από σύμπτωση, νομίζω με διάλεξε η ίδια, η φωτογραφία ήταν πάντα μέσα στη ζωή μου, από τότε που έχω μνήμη και θυμάμαι εικόνες, κρατώ μια μηχανή και αποτυπώνω στιγμές, ενστσαντανέ ανθρώπων που κάτι κάνουν και θέλουν να το κρατήσουν αναλοίωτο στην μνήμη τους.
Ένας ποδοσφαιρικός αγώνας, στη γειτονιά, έφερε τα πρώτα χρήματα, είχα καταφέρει, παιδί πράμα, να βγάλω ολοκάθαρες φωτογραφιές, δίχως ίχνος ειδώλων και το μαύρο ήταν μαύρο, δεν ήταν όλοι γκρίζα θολά ανθρωπάκια. Από αυτή την ιστορία ξεκίνησε το χρήμα και το φούσκωμα του μυαλού μου.
Είχα λέει, ταλέντο, ήμουν πλασμένος για να κοιτώ πίσω από φακούς και πλάτες μηχανών. Έτσι ταυτίστηκα με το αντικείμενο, έγινα εγώ, ο ίδιος, μια φωτογραφική μηχανή, άλλωστε είναι πιο εύκολο να ξεχωρίζουμε τους ανθρώπους από αυτό που κάνουν και όχι από αυτό που πραγματικά είναι.
Σπουδές και δουλειά, με την ακραία ρεαλιστική φωτογραφία να σαρώνει κάθε άλλη σκέψη, βρέθηκα να δουλεύω για εφημερίδες και περιοδικά βγάζοντας γερό μεροκάματο και με όμορφες παρέες να συμπληρώνουν τον ελεύθερο χρόνο.
Στα μεγάλα ταξίδια ένιωθα τυχερός όταν έπεφτα πάνω σε καταστροφές και ξεχερσώματα της ανθρώπινης ράτσας, οι πόλεμοι, ειδικά οι εμφύλιοι, έχουν κάτι το απόκοσμο και ένιωθα να μου ταιριάζει. Δίχως να λογαριάζω τίποτε τραβούσα μπροστά και σάρωνα με τη μηχανή να γίνεται φυσική προέκταση των ματιών μου.
Έζησα για μήνες τον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας, έτσι το λέγαν τότε, ήταν η πρώτη πολεμική αποστολή και η κτηνωδία μου χάριζε εικόνες για βραβεία.
Πατούσα πάνω σε φρέσκο αίμα για μερικά άψυχα κλικ, κρατούσα ολόφρεσκο το πτώμα που είχε τις περισσότερες μαχαιριές και τα σφαμένα κορμιά έμεναν ολόδροσα μέσα στα αρνητικά μου.
Από τότε πάντα υπάρχει μια ευκαιρία να κάνεις καριέρα με έναν νεκρό, είναι η φύση μας που δεν θέλει να σκέφτεται το δικό μας θάνατο, ενθουσιάζεται με τον θάνατο και το αίμα του γείτονα.
Ένας γάμος ήταν αποτέλεσμα της παραμονής λίγων μηνών στην Ρώμη, ούτε που θυμάμαι γιατί εκείνη την εποχή ξέμεινα στην πόλη, πάντως γνώρισα την Πάολα, ενθουσιάστηκα, είδα το μισό μου πορτοκάλι μέσα σοτυς βολβούς των ματιών της, και στα γρήγορα κάναμε γάμους μην χάσουμε το κελεπούρι.
Ήταν και το χρήμα που περίσσευε, έτσι όλοι έμειναν ευχαριστημένοι, τούρτες, ξενοδοχεία αστέρων και άγνωστες φαμίλιες, που ταίριαξαν τη ματαιοδοξία τους πάνω σε παγωμένη σαμπάνια.
Μετά το γάμο γνωριστήκαμε, είδαμε πως δεν φτάνει ο έρωτας για να κοιμούνται δύο ξένοι μαζί. Είπαμε να κάνουμε υπομονή, έλλειπαν τα παιδιά, οι φωνές που θα γέμιζαν τον χώρο και τον χρόνο.
Δεν άργησαν κι αυτά, όμως τίοτε δεν κρατά δεμένους τους ανθρώπους αν δεν έχουν κοινά.
Γύρισα απροειδοποίητα από ένα ταξίδι στην Ιερουσαλήμ, τότε που έσκαγαν οι μπόμπες μέσα στις πιτσαρίες και τα λεωφορεία και την έπιασα καβάλα με έναν φίλο.
Χωρίσαμε βίαια, μου χρέωσε την απουσία και την πνιγμένη ερωτική επιθυμία, έγω εξακολουθώ να νιώθω ηλίθιος κερατάς και τα παιδιά μας μεγαλώνουν δίχως τον πατέρα που πληρώνει για αυτά.
Σπάνια ανοίγω το στόμα μου, και πάντα στις αποστολές, όταν είμαι σπίτι κρύβομαι ακόμη από τους συγγενείς και τους φίλους, φοβάμαι νιώθω κατεστραμμένος, αλλά δεν μπορώ να κάνω πια τίποτε.
Ανέστης.
Ο Ανέστης παρασυρμένος από τα λόγια των καινούριων φίλων, ένιωθε την ανάγκη να μοιραστεί, κι αυτός, την ιστορία του.
Έμεινα τελευταίος και εντυπωσιασμένος από τις διαδρομές σας,
άλλα σχεδίαζα για τη ζωή, αλλιώς όμως με πήγε, το ασυγκράτητο ρέμα του χρόνου, με τράβηξε μέσα στη θάλασσα του προσωπικού άγραφου χρέους.
Όπως ήδη σας είπα, αυτά τα μέρη που παιρνάμε ήταν στα προσωπικά μου παραμύθια, έγιναν τελικά οι χειρότεροι εφιάλτες μου.
Θα σας κάμω την ιστορία από την αρχή, κάθε που έπιανε ο Σεπτέμβρης, η γιορτή του Σταυρού που έχουμε εμείς, στις 14, περίμενα στο λιμάνι να φανεί ο πατέρας μου, ήταν δύτης, μάζευε σφουγγάρια, και εδώ, η περιοχή ήταν φορτωμένη, πριν πέσει η αρρώστια και τα ψοφήσει όλα.
Τότε καρδιοχτυπούσαμε, όμως μετρούσαν οι βουτιές του, με το φαί, την επιβίωση της φαμίλιας, τέσσερα παιδιά και εγώ ο μεγαλύτερος, ακουλουθούσα στο ταλέντο τον πατέρα. Εκείνα τα ξέγνοιαστα χρόνια, δεν είχα όνομα, με φωνάζαν στο νησί “πάπια”, αφού δεν έβγαινα από τη θάλασσα, όλη μέρα τσιτσίδι, μάζευα κάθε πέτρα του γιαλού που θάμπωνε το μάτι, δεν συζητώ για ψάρια, εκείνη την εποχή κολυμπούσα μέσα στην αγκαλιά τους, και ψάρευα μόνο τα μεριδιάρικα, τα μεγάλα.
Καρδιοχτυπούσε η μάνα, τόσο που κάθε μέρα λιβάνιζε, και περίμενε να περάσουν οι μήνες και να γυρίσει ζωντανός ο άντρας της.
Σε κάθε επιστροφή μαθαίναμε και φρέσκες ιστορίες από το μακρινό ταξίδι, τη μια μεγάλοι σκύλοι, σκυλόψαρα, τριγυρίζαν πεινασμένα το καϊκι και δεν αφήναν τους βουτηχτάδες να τρυγίσουν τη θάλασσα, την άλλη τους προλάβαιναν, και μάζευαν τα καλά κομμάτια οι αντίπαλοι, έψαχναν στα τυφλά για το σφουγγάρι.
Καθόμασταν σειρά, γύρω από το μαγγάλι, για να ακούσουμε ιστορίες που μοιάζαν φουσκωτά ψέμματα, σαν την απίθανη του μπάρμπα-Λατάρη, που λένε πως τον κατάπιε ένα θηρίο, όμως κρατούσε σφιχτά τη σκανταλόπετρα και δεν τον άντεξε το ζώο, τον έφτυσε από το στόμα του και κατάφερε παρά τα γερά γδαρσίματα, να τη βγάλει καθαρή.
Ήταν το 1970, όταν όλα άλλαξαν, έφεραν τον πατέρα μου, χτυπημένο από τη νόσο των δυτών. Ήταν ακίνητος πάνω σε μια σανίδα, έτσι θα πήγαινε πια, ένας άνθρωπος τελειωμένος.
Είχε ξεκινήσει να ψαρεύει με τη στολή και το μαρκούτσι, το σωλήνα, που τροδοδοτεί διαρκώς, αέρα από το κομπρεσέρ της βάρκας, έτσι γίνεται εύκολο και ξέγνοιαστο το μάζεμα των σφουγγαριών, όμως γίνεται επικίνδυνο, αφού παραμένεις στον πάτο δίχως έλεγχο και ανεβαίνοτας άτσαλα και βιαστικά στην επιφάνεια, δεν γίνεται σωστά η αποσυμπίεση και περνά εύκολα στο αίμα φυσσαλίδα οξυγόνου, με αποτέλεσμα να φέρνουν τους χτυπημένους σφουγγαράδες με τη σέσουλα.
Ένας παράλυτος πατέρας με χέρια και πόδια δεμένα, έμεινε να κοιτά το πέλαγος και
να περιμένει κάποιο θαύμα.
Το μοναδικό θαύμα, ήταν τα ψευτομεροκάματα, που έβρισκε ο γιός χειμώνα-καλοκαίρι σε τουριστικές επιχειρήσεις.
Χρόνια έψαχνα αφορμή να ταξιδέψω σε ετούτα τα μέρη, με την κρυφή ελπίδα να τα δώ και να πάψουν να με κυνηγούν οι παιδικοί εφιάλτες μου.
Δείπνο στον καφενέ.
Ένας περαστικός, μισόγυμνος πιτσιρίκας, στάθηκε στη ολοζάωτη, σιδερένια ξωπορτιά του καφενέ, κρατούσε μια μεγάλη φρατζόλα με ψωμί, παραγεμισμένη από ντομάτες και τυριά. Έτρωγε μισομπούκια, ενώ στάζαν, σπόρια της ντομάτας στο κορμάκι του, χάζευε τους απρόσκλητους ξένους, που μοιάζαν λίγο με εξωγήινους, στα μάτια του. Το στομάχι της Άννας, όπως ήταν άδειο, διαμαρτυρήθηκε, φώναξε από ζήλια, εκείνη ντράπηκε λίγο, αλλά έγινε η αφορμή να φωνάξουν τον σερβιτόρο για παραγγελία.
Το μαγαζί δεν είχε πολλά, είχε όμως τα απαραίτητα για να σκεπάσουν τη πείνα τους, που δεν έκανε τσαλίμια και κρυφές επιλογές. Αρνί ψητό, χούμους προχθεσινό και μπάμιες, ήταν τα ψημένα και τα διάλεξαν αυτόματα. Τα υπόλοιπα, τα φρέσκα λαχανικά και άψητα τυριά, είχαν μάθει, από προηγούμενα ταξίδια, να τα αποφεύγουν αφού η δηλητηριάσεις και οι ατελείωτες ώρες σε τούρκικες καμπινέδες, πήγαιναν σύννεφο.
Αναρωτήθηκαν για μια στιγμή για την ηλικιωμένη συνεπιβάτιδα τους, χάθηκε στα στενά της μικρής γειτονιάς, που έμοιαζε με μια σύγχρονη όαση, καταμεσίς της ερήμου. Επίπεδο, το άγνωστο χωρίο, δεν μπορούσες να καταλάβεις, ούτε την έκταση του, μα ούτε και τον αριθμό των κατοίκων, μόνο τα παιδιά, που μπαινόβγαιναν στο καφενείο, πρόδιδαν κάπως την περιοχή, με τι ζούσαν; Τι έκαναν για να παλέψουν το καθημερινό; Ερωτήματα που ήταν για μια άλλη αποστολή, αυτά έχεις μάτια να τα δεις, μοναχά όταν στέκεσαι και χασομεράς, σκορπάς χρόνο, πάνω σε ένα τόπο. Αναρωτιόταν ο Σέρτζιο, ασυναίσθητα έκανε να βγάλει την φωτογραφική μηχανή, από τη μαύρη, φθαρμένη τσάντα, που ήταν πάντα δίπλα του, όμως η Άννα του γκρίνιαξε,
-είπαμε φίλε, να κλείσουμε ακόμη και τα κινητά τηλέφωνα και να μην αρχίσουμε κι εδώ τη δουλειά, να πάψουμε για λίγο, να σαρώνουμε κάθε τι διαφορετικό, δεν το συμφωνήσαμε;
Έδειξε συγκατάβαση, άφησε κάτω το λουρί και χαμογέλασε, ωστόσο ο Έλληνας είχε βγάλει από το σάκο του ένα μικρό φλασκί. Έδειχναν να λαμπυρίζουν τα μάτια του και χαμογελούσε πονηρά,
-τώρα θα πιούμε, παραγγείλαμε αναψυκτικά όμως δεν φτάνουν να μας ξεδιψάσουν, έφερα μαζί το μαγικό Ελληνικό ποτό, που σε κάνει και ξεχνάς γλυκά κάθε στραβή μνήμη.
Ήξεραν το διάφανο σαν νερό, διάσημο το ελληνικό πότο, άλλωστε και οι δύο βρέθηκαν στην Αθήνα αρκετές φορές μέσα στο χειμώνα. Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα απασχολούσε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, θα πάει στον πάτο ή θα τη γλυτώσει; Αναρωτήθηκε ο Σέρτζιο, για να απαντήσει δίχως σκέψη η Άννα, που δούλευε μήνες το θέμα, όλοι μαζί θα πάμε, απλά οι Έλληνες ήταν οι πιο εύκολοι στο ξεκοκκάλισμα.
Ήρθαν τα γεμάτα ψημένες σάρκες, πιάτα από το αρνί, οι λαδερές μπάμιες και το χούμους, με μικρά κομματάκια από κρέας. Έπεσαν με τα μούτρα στο τραπέζι, όλοι μαζί, οι τρείς ταξιδιώτες τα μυγάκια της παρέας και τους ντόπιους, να λοξοκοιτούν την παρέα, που άρχισε να συμπεριφέρεται σαν εκείνους. Η τηλεόραση συνέχισε τις προσευχές, σούρες, κείμενα από θρησκευτικά βιβλία, έκοβαν κάθε τόσο την εικόνα, κανένας δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται πραγματικά, απλά ήταν κομμάτι του εκεί κόσμου, δεδομένο σαν το ρακί που ανακατεμένο με το αναψυκτικό γίνεται βάλσαμο στο στομάχι της παρέας.
Ζαλισμένοι όπως είναι οι τρεις τους μοιάζουν φίλοι από χρόνια, μοιράζονται αληθινά μυστικά που δεν αποκάλυψαν ούτε στην πιο βαθειά ερωτική τους σχέση. Τσουγκρίζουν τα ποτήρια και κάνουν περισσότερη φασαρία από τα παιδιά του καταστηματάρχη, σιγά-σιγά γίνονται κι αυτοί, ένα κομμάτι, ένα τμήμα, από το ακατάστατο περιβάλλον, έφταναν λίγες ώρες για να ξεχωρίζουν μόνο από τα ρούχα από του υπόλοιπους, μόνιμους θαμώνες του μαγαζιού.
Ο οδηγός γύρισε με τα μάτια κατεβασμένα, μέσα στη μουτζούρα και τα λάδια, κρατούσε ένα κομμάτι από τη μηχανή του αυτοκινήτου, φώναξε τον ένα από τους γιούς, του καταστηματάρχη, και με τα λίγα εγγλέζικα, τους προέτρεψε να περάσουν εκεί τη νύχτα, στο πανδοχείο, και το ξημέρωμα θα ξεκινούσαν.
Είχε περάσει η ώρα και τώρα στα σύνορα θα υπήρχε μεγάλη δυσκολία στο πέρασμα, ο οδηγός έλεγε πως είχε διορθώσει την βλάβη, μα δεν ήθελε με κανένα τρόπο να χάσει το αγώϊ, του έκατσε η ζημιά, να έχανε τσάμπα και το μεροκάματο, έτσι η νύχτα και τα μισόκλειστα σύνορα από την άλλη πλευρά, ήρθαν και έδεσαν με το σενάριο του μυαλού του.
Νυκτερινή Κατάκλιση
Λίγο ζαλισμένοι μπήκαν στο δωμάτιο, ένα στενό πίσω από τον καφενέ, είχαν αποφασίσει δίχως πολύ σκέψη, να μην κοιμηθούν χώρια, ήταν άλλωστε και το μοναδικό δωμάτιο που είχε δικιά του τουαλέτα. Ένα μικρό χωλάκι, οδηγούσε σε μια μεγάλη σάλα, τέσσερα, μονά κρεβάτια, ακουμπούσαν πάνω στους παράγωνους τοίχους, στο μισοσκόταδο δεν έδειχνε και τόσο χάλια, ήταν και το ρακί, χωρίς να το καταλάβουν είχαν ρουφήξει μέχρι το τέλος, το Ελληνικό νερό της φωτιάς.
Διάλεξαν κρεβάτια, ενώ σε εκείνο που περίσσευε, ακούμπησαν τις αποσκευές τους, ο Ανέστης πήρε το δρόμο για το μπάνιο, αφού πήρε παραμάσχαλα κάτι γαλανές φόρμες, που τις είχε για πυτζάμες.
Οι Ιταλοί έβγαλαν τους υπνόσακους από τη θήκη τους, και τους τοποθέτησαν πάνω στα κρεβάτια, αν και πολυταξιδεμένοι, δεν έκαναν συμβιβασμούς στην νοοτροπία τους. Έδειχναν να σιχαίνονται τόσο ετούτη τη διαφορετικότητα.
Η Άννα φαγώθηκε με το λεξικό, έψαχνε μήπως το Χάμρα, που έλεγε και ξανάλεγε ο μικρός για το δωμάτιο, σήμαινε κάτι ιδιαίτερο.
Το μόνο που συναντούσε για να μεταφράσει την λέξη, ήταν το κόκκινο χρώμα.
Βάλθηκε να κάνει σενάρια, ένα σωρό σκέψεις, στα φωναχτά, αναζητούσε διάλογο, όχι κατά ανάγκη κάποια συμφωνία, αλλά μια άποψη που θα βόλευε το μυαλό της.
Κατέληξαν στα γρήγορα πως θα είχε γίνει κάποιος φόνος ή το μεγάλο δωμάτιο, χρησίμευε για παντρολογήματα. Γέλασαν με τα σατανικά μυαλά τους, δεν το πολύ ψείρισαν, ξάπλωσαν, έσβησαν τη λάμπα, που έδειχνε ωχρή, σαν να περνά τις τελευταίες της ώρες και έκαναν μια προσπάθεια να κοιμηθούν.
Οι τρεις τους, δεν είχαν συνηθίσει στα σκληρά αχυρένια μαξιλάρια, ένιωσαν το μοίρασμα, την επαφή, που γεννήθηκε κατά λάθος, από την κρυφή αλήθεια τους, που σαν δερματικό απόστημα, έσπασε, άνοιξε και ξεπετάχτηκε τυφλά, προς κάθε κατεύθυνση το κρυφό συναίσθημα τους.
Είπαν πράγματα που δεν ξεστόμισαν ούτε στους πληρωτούς θεραπευτές τους, κοίταξαν τους καινούριους φίλους, μακριά από αμφιβολίες και κριτικές, για μια νυχτερινή στιγμή, έδειχναν ικανοποιημένοι με το ταξίδι, που ακόμα καλά-καλά, δεν είχε ξεκινήσει.
Ο Σέρτζιο πετάχτηκε μέσα στο σκοτάδι, τους φώναξε να μην χαθούν, να αλλάξουν τηλέφωνα, μαίλ και με πρώτη ευκαιρία, να βρεθούν, κάπου πάνω στον πλανήτη. Συμφώνησαν, ο Ανέστης το προχώρησε, τους κάλεσε κάπου στο αιγαίο, στο σπίτι που είχε πάνω στου γιαλού το κύμα, οι φιλοξενίες και τα ξέγνοιαστα χαϊδέματα του ήλιου, ήταν δεδομένα.
Το δωμάτιο κρατούσε το φως, από μια λάμπα του δρόμου, πορτοκαλιές, φιλικές σκιές, έπαιζαν στους άχρωμους τοίχους,
μόνο ένας θόρυβος περνούσε στον αέρα, οι ανάσες τους.
Μόλις θυμήθηκαν πως είχαν χρόνια να κοιμηθούν με παρέα, αλλά σε ξεχωριστά κρεβάτια, μακριά από τυφλές σεξουαλικές επιθυμίες, φορτωμένοι από συναισθήματα.
Οι ανάσες έγιναν πιο βαριές, τα αληθινά πετάγματα, τα ταξίδια του ύπνου, μόλις είχαν ξεκινήσει.
Αλ Χάμρα θα πει κόκκινο.
Ένας κατακόκκινος, αδιάντροπος ήλιος, ξεμύτισε και μπήκε απρόσκλητος στο δωμάτιο, έμοιαζε σαν να τρέχει φρέσκο αίμα, από τα γδαρμένα ντουβάρια. Ένα κορεσμένο κόκκινο, χόρευε μοναχό του.
Ξύπνησαν ενοχλημένοι από το φως, τρυπούσε τα ματοτσίνορα και γαργαλούσε, από μέσα, τα μάτια.
Είχε περάσει η επήρεια του αλκοόλ και είχαν επιστρέψει στους χαρακτήρες τους, εκείνους που φορούσαν στενά, όλα τους χρόνια.
Έπαψαν με τις λέξεις, μόνο βιαστικές κινήσεις, πρόδιδαν την ντοπή για το βραδυνό παραλύρημα της αλήθειας, συμμάζευαν νευρικά, ενώ μιλούσαν ασταμάτητα στα τηλέφωνα.
Σαν να μην υπήρχαν τριγύρω άνθρωποι, σαν να μην είχαν γνωριστεί ποτέ, η Άννα έκανε μορφασμούς, κάθε που ξέφευγε κάποιο βλέμμα στην διακόσμηση του καταλύματος, ενώ ο Σέρτζιο σκάλιζε τα φωτογραφικά του και έβριζε τον εαυτό του, που άφησε αφόρτιστες μπαταρίες, από τις φωτογραφικές μηχανές.
Όσο για τον Έλληνα μετρούσε χρόνους, αποστάσεις και χρήματα, στον υπολογιστή, ενώ έφτιαχνε στιγμιαίο καφέ, με κουταλάκι και αναδευτήρα, την άκρη από τη χτένα του.
Πάνω που έμπαινε ο εκνευρισμός και ενώ έπαιρνε πόρτα η υπομονή και η αβρότητα, για τον οδηγό, ακούστηκε η ξερή κόρνα του αυτοκινήτου.
Επιτέλους, πετάχτηκαν δίχως λόγια και σε ελάχιστο χρόνο, είχαν πάρει θέση στο βανάκι.
Ο οδηγός δεν έλεγε να ξεκινήσει, καθάριζε νωχελικά τα μαύρα, από λάδια, νύχια του.
Ερωτήσεις και απαντήσεις, αμετάφραστες, άκρη δεν έβγαινε, με τους επιβάτες έτοιμους πια να τον αρπάξουν, ακούστηκε το χτύπημα της πλαϊνής, συρόμενης πόρτας.
Ήταν η ηλικιωμένη Αιγύπτια, σχεδόν όλο το χωριό, ήταν δίπλα της και την αποχαιρετούσε, σαν να τη γνώριζαν από χρόνια, σαν να ήταν ένας δικός τους άνθρωπος, μήπως ήταν, σκέφτηκε ο Σέρτζιο που έβγαλε τη φωτογραφική μηχανή και άρχισε να σαρώνει εικόνες.
Αγκαλιές, φιλιά και δάκρυα, ένα σωρό γυναίκες, αποχαιρετούσαν με αληθινά συναισθήματα την άγνωστη συνεπιβάτιδα. Η Άννα δεν άντεξε και ρώτησε τον γιό του καφετζή, που κι αυτός δεν έχανε το πανηγύρι.
Απάντησε κάνοντας την παρέα να σιωπήσει περισσότερο, δεν είναι πια άγνωστη, ήταν, μέχρι χθες.
Τώρα είναι άνθρωπος δικός μας, μοιράστηκε τα βάσανα της, έμεινε στο χωρίο μας, που είναι ίδιο με το δικό της.
Δεν έδωσαν μεγάλη σημασία, περίμεναν καλύτερο σήμα στα κινητά, για να ενεργοποιήσουν τις υπόλοιπες, έξυπνες λειτουργίες από τα τηλέφωνα.
Η πραγματικότητα αναπνέει ζωντανή, μέσα στο στενό κρανίο μας, βλέπουμε όλα όσα θέλουμε να δούμε, όπου φτάνει και ακουμπά το σύμπαν του κόσμου μας.
Έβλεπε τη θάλασσα ο Ανέστης και πνιγόταν, μέσα στα ατελή, παιδικά του χρόνια, έβαλε πάλι τα μεγάλα σκοτεινά γυαλιά της, η Άννα, και γύρισε από την άλλη μεριά, σκεφτόταν τον χαμένο χρόνο του ταξιδιού, στην προσπάθεια για αναγνώριση και καρριέρα, ενώ ο Σέρτζιο ξανά κρυμμένος, πίσω από το οφθαλμοσκόπιο, έπαιρνε τυφλές εικόνες, το αυτοκίνητο αγκωμαχούσε στην ανηφόρα για τα σύνορα.