Η διαχρονικότητα της Ελληνικής μουσικής

15 Αδωνις αφύπνιση 24γραμματα

24grammata.com/ μουσική

Η διαχρονικότητα της Ελληνικής μουσικής με αφορμή την επαναπαρουσίαση του βιβλίου : «Τα Αδώνια : ήτοι η αρχαία ελληνική μουσική υπό τους θόλους των ιερών ναών της Ανατολικής Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας / υπό Βασιλείου Α. Μυρσιλίδου  – Τύποις Ροζάνη, 1907» διαβαστε το βιβλίο εδώ

γράφει ο Δημήτρης Σταθακόπουλος. Δρα κοινωνιολογίας της ιστορίας και πολιτισμού (οθωμανικής περιόδου) Παντείου Πανεπιστημίου, δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω –Μουσικολόγου (Διαβάστε όλη την αρθρογραφία και τις επιστημονικές μελέτες του Δημήτρη Σταθακόπουλου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Free ebook- 24grammata.com/ κατηγορία: επιστημονικές μελέτες
[κατέβασέτο]

Αναδιφώντας προσφάτως στο βιβλίο του Βασ. Μυρσιλίδου: « Τα Αδώνια : ήτοι η αρχαία ελληνική μουσική υπό τους θόλους των ιερών ναών της Ανατολικής Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας – εκδ. Ροζάνη 1907» (κλικ εδώ για να διαβάσετε το βιβλίο), μου γεννήθηκε η διάθεση ν’ αναφερθώ εκ νέου σε παλαιότερες έρευνές μου (πλέον των 25 ετών) σχετικά με τη διαχρονικότητα της Ελληνικής μουσικής, τα δάνεια και τα αντιδάνεια.  Ομολογώ ότι το συγκεκριμένο βιβλίο δεν το είχα υπόψιν μου, χάρις όμως στην ψηφιακή βιβλιοθήκη anemi του Πανεπ. Κρήτης, το έργο  έγινε προσβάσιμο και ειλικρινά ενθουσιάστηκα με το περιεχόμενό του, το οποίο παραλληλίζει «πειραματικά» , αλλά μάλλον επιτυχημένα  την αρχαία ελληνική ελεγειακή / θρηνώδη υμνωδία, με την αντίστοιχη χριστιανική και συγκεκριμένα τα  θρηνώδη άσματα για το θάνατο του Αδωνι στα Αδώνεια μυστήρια με αυτά των εγκωμίων της Μ. παρασκευής  του Επιταφίου.
Ο Β. Μυρσιλίδης υπηρέτησε ως διευθυντής της Σχολής της Ελληνικής Κοινότητας το 1897 στο χωριό Δενισλί της Λαοδικείας και μεταξύ άλλων συνέγραψε και  τα βίο της Αλεξανδρινής φιλοσόφου Υπατίας, ( 1926 ), την οποία ταύτιζε με την αγ. Αικατερίνη, είχε δε  λάβει μέρος σε θρησκευτική γιορτή «εις τιμήν και μνήμην Υπατίας φιλοσόφου και μάρτυρος».  Είχε μια «επιμονή» με τη διαχρονικότητα της αρχαίας Ελλάδας μέσω χριστιανισμού έως τις μέρες του και απ’ ότι ξέρω δεν θεωρήθηκε νεοπαγανιστής ή αιρετικός , αντιθέτως ήταν και είναι αποδεκτός.
Έτσι και εν προκειμένω, στο βιβλίο του που θα επαναπαρουσιάσουμε ενσωματωμένο με το παρόν άρθρο βλέπουμε την «επιμονή του» , έστω και «πειραματικά», ν’ αποδώσει ψαλτικά όλα τα «εγκώμια του Αδωνι» ακριβώς όπως τα Ορθόδοξα εγκώμια της Μ. Παρασκευής.
Hic Rhodus hic saltus για όποιον θα ήθελε να «πειραματιστεί» φωνητικά / ψαλτικά επάνω στην πρόταση του Βασ. Μυρσιλίδη, που μακάρι να βλέπαμε το όλο εγχείρημα και σε ψηφιακό δίσκο ( cd ) .

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Ο Ελβετός εθνομουσικολόγος Σ. Μπω Μποβύ, στο θεμελιώδες δοκίμιο του για το Ελληνικό δημοτικό τραγούδι ανακεφαλαιώνοντας τις έρευνές του διαπιστώνει ότι                         “… η ομαλή εξέλιξη της Ελληνικής γλώσσας και μουσικής δεν διακόπτεται ποτέ…”, συνεχίζει δε λέγοντας ότι “… η μετάβαση της αρχαίας προσωδιακής γλώσσας στην τονική Ελληνιστική έγινε ομαλά και ανώδυνα έτσι ώστε δεν άλλαξαν τα βασικά ρυθ­μικά σχήματα..” (Εκδ. Πελ/κού λαογραφικού ιδρύματος).
Ως ελάχιστα παραδείγματα των απόψεων του Σ. Μπω Μποβύ παραθέτω τα εξής:
Όταν τα σύννεφα έκρυβαν τον ήλιο, τα Ελληνόπουλα της αρχαιότητος κτυπώντας παλαμάκια του φώναζαν “‘Εξεχ’, ω φίλ’ ήλιε”, το ίδιο και σήμερα στη Σάμο τραγου­δούν σε οκτασύλλαβους τροχαϊκούς “Εβγα ήλιε, μια χαρά να πυρώσεις τα παιδιά”, ενώ τα αρχαία χελιδονίσματα (κάλαντα της ανοίξεως, ή τραγούδια του αγερμού) που έλεγαν οι αρχαίοι Ροδίτες: “… Παλάθαν συ προκύκλει εκ πίονος οίκου οίνου τε δέπα- στρον, τυρού τε κάνιστρον”, τα τραγουδούν και σήμερα ως: “Φέρε σύκα αρμαθιασμέ- να, απ’ το πλούσιο σπίτι σου, ένα κύπελλο κρασί και καλάθι με τυρί”.
Στην γνωστή στήλη του Σεικίλου, η οποία είναι του 1ου περίπου μ.Χ. αιώνα και ανακαλύφθηκε στις Τράλλεις, σημερινό Αϊδίνι της Μ. Ασίας, αναγράφεται ένα μάλλον δημοτικοφανές/λαϊκό τραγούδι της εποχής με τα εξής λόγια: “Όσον ζης φαί- νου, μηδέν όλως συ λυπού. Προς ολίγον εστί το ζην, το τέλος ο χρόνος απαιτεί”. Έτσι και σήμερα η ίδια προτροπή να γλεντήσουμε δηλαδή τα νειάτα μας, απαντάται σε πολ­λά νεοελληνικά δίστιχα, όπως: “Χαρείτε νιοι, χαρείται νιες κ’ η μέρα όλο βραδιάζει, κι ο χάρος τις ημέρες μας μια μια τις λογαριάζει, δώστε του χορού κι ας πάει τούτη γης θα μας εφάει, τούτη γης που την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε”.
Συνεχίζοντας τις διαπιστώσεις για την διαχρονικότητα των Ελλήνων, όχι μόνον μέσα από την μουσική τους, αλλά και από τα στοιχεία του χαρακτήρος τους, των εθί­μων και των συνηθειών τους, στεκόμαστε στα εξής: “… Οι αρχαίοι Ελληνες, όπως και οι σύγχρονοι, ήσαν ιδιαιτέρως φιλέορτοι. Γλεντούσαν σε συμπόσια, σε τραπεζώματα (έλεγον δε και επιτραπεζώματα τα τη τραπέζη βρώματα) και σε δείπνα από συμβολών (δηλαδή δείπνα που συνέβαλαν όλοι, ρεφενέ). Η παράθεσις των φαγητών ακολουθού­σε τις σημερινές συνήθειες και εφρόντιζαν τα πιάτα να προσκομίζονται ζεστά (εκάστω πεπυρωμένα αυτοίς πίναξιν εδόθη), άρχιζαν δε με ψάρι ή κρέας (ιχθύος πρώτον παρατίθησι και κρέα), ενώ τελείωναν το δείπνο τους με ξανθόν μέλι και γάλα σύμπα- κτον (δηλαδή γιαούρτι με μέλι) ή τρωγάλια  και τυρόν Σικελιώτην. Τσούγκριζαν τα ποτήρια τους όπως μας αναφέρει ο Όμηρος στο Δ’ της Ιλιάδος “τοί δε χρυσέοις δεπάεσσι δειδέχατ’ αλλήλους” (δηλαδή τα χρυσά κύπελλα διαδοχικά χτυπούσαν μεταξύ τους) και με την προτροπή “οίνω τέγγε πνεύμονα” δηλαδή με κρα­σί βρέξε τα πνευμόνια σου και τα διάφορα ευοί ευάν (εβίβα) εγεύοντο Φαληρικήν αφύην (δηλαδή μαριδάκι από το Φάληρο) και οβελίσκους (δηλαδή σουβλάκια και σουβλιστούς μεζέδες).
Κατά δε τον Αθήναιο στους Δειπνοσοφιστές “… άπαντες ορχούνται ευθύς αν οί­νου μόνον οσμήν ίδωσιν, κροτούντες τον λιχανόν δάκτυλον…”. Μετά το πέρας του δείπνου και επιστρέφοντας στην οικία τους “σκνιποί “δηλαδή σκνίπα στο μεθύσι, κα­τέληγαν έξω από την θύρα της αγαπημένης τους κάνοντάς την να σηκωθεί από την κλίνη της “αωρόνυκτος”, δηλαδή αγουροξυπνημένη, προκειμένου να της τραγουδή­σουν το παρακλαυσίθυρον ή θυροκοπικόν άσμα του Μυσαίου: “… Οφθαλμός δε οδός εστίν. Απ’ οφθαλμοίο βολάων έλκος ολισθαίνει και επί φρένας ανδρός οδεύει.”, όπως σήμερα οι νεο’Ελληνες τραγουδούν “… από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατε­βαίνει, κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δεν βγαίνει..”.
Δυστυχώς όμως όσο και εάν αυτές οι διαπιστώσεις φαίνοται αυτονόητες, παρ’ όλα αυτά δεν είναι, αφού ιδιαίτερα σήμερα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι αρνούνται να αποδεχθούν ότι η ομιλουμένη Ελληνική, είναι κατευθείαν απόγονος της γλώσσας του Ομήρου, της Σαπφούς, των τραγικών και του Πλάτωνα, όπως επίσης αρνούνται να αποδεχθούν ότι η μουσική  έρχεται αδιάσπαστη εν μέσω των αιώνων, ήδη από την εποχή του Ορφέα, του Αρχίλοχου, του Πυθαγόρα, του Αριστόξενου, του Πτολεμαίου, του Ιωάννη Δαμασκηνού, του Ιωάννη Κουκουζέλη, του Πέτρου Πελοποννησίου των ανωνύμων δημοτικών/λαϊκών δημιουργών των παραδοσιακών τραγουδιών, έως τον Συριανό ρεμπέτη Μάρκο Βαμβακάρη και τον Μ. Χατζιδάκι.
Τα τραγούδια των Ελλήνων τα οποία έρχονται από τα βάθη των αιώνων, στηριγ­μένα στον ποιητή που υφαίνει από γενιά σε γενιά τον στίχο αφηγούμενος τα βάσανα, τις πίκρες και τις χαρές του λαού, τα όνειρα και τα στοιχεία που συνοδεύουν την ύπαρξή του εδώ και χιλιάδες χρόνια σ’ αυτά τα χώματα, αντικατοπτρίζουν τα διαχρο­νικά βιώματα της φυλής μας, είναι δηλαδή σαν να ακούμε ζωντανές τις φωνές των προγόνων μας μέσα από το παρελθόν. H ίδια η ιστορία αυτού του τόπου είναι ένα ατέλειωτο δημοτικό/λαϊκό τραγούδι.
Το να γνωρίσουμε την μουσική μας παράδοση, η οποία είναι πανάρχαια και πάμπλουτη σε στοιχεία, είναι της ιδίας αξίας με την προσπάθεια που κάνουμε να γνωρίσουμε την αρχαία γλώσσα, την φιλοσοφία και την ιστορία μας.
Έρευνες μεγάλων σύγχρονων μουσικολόγων, λαογράφων, ιστορικών και κοινω­νιολόγων απέδειξαν την αδιάσπαστη παρουσία και συνέχεια του Ελληνισμού στον χώρο και στον χρόνο. Οι μελέτες τους έχουν φωτίσει μια πλουσιοτάτη μουσική ιστο­ρία 7.500 χρόνων, που ξεκινάει από τον αυλό του 5.600 π.Χ. που ανακάλυψε ο καθη­γητής Χουρμουζιάδης στο Δισπηλιό της Καστοριάς, περνάει από την Κυκλαδική επο­χή του Αιγαίου και το Βυζάντιο για να φτάσει έως τις μέρες μας.
Κλίμακες, μελωδίες, ρυθμοί, χοροί και μουσικά όργανα έχουν διαφυλάξει στο πέ­ρασμα των αιώνων, το ύφος και το ήθος μιας φυλής για την οποία το τρίπτυχο ποίη­ση – μουσική – χορός, είναι ταυτόσημα με την ίδια της την υπόσταση και την ελευθερία.
Υποτιμάμε την μουσική μας, λέει ο σύγχρονος Έλληνας Εθνομουσικολόγος και καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών Λάμπρος Λιάβας, επειδή ακριβώς δεν την γνω­ρίζουμε, αφού έχουμε μέσα μας μια εντελώς παραμορφωμένη εικόνα της, συνδεδεμένη με ένα παρελθόν προβληματικό ή τσολιαδάκια που χορεύουν σ’ έλατα και θυμάρια. Είναι όμως κυριολεκτικά σαν το ποτάμι του Σεφέρη, που αφήνουμε να περνάει μέσα από τα δάκτυλά μας χωρίς να πιούμε ούτε μία στάλα.
Α. Αρχαίοι χρόνοι
Το που πρωτοήχησε η μουσική στον κόσμο δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε δεδο­μένου ότι η μουσική συνυπάρχει μαζί με τον άνθρωπο χιλιάδες χρόνια από τότε που αυτός πρωτοεμφανίστηκε στην γη, εκείνο όμως που γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας εί­ναι ότι οι αρχαίοι Έλληνες υπήρξαν οι πρώτοι που έβγαλαν την μουσική από το εμπειρικό στάδιο και την ανήγαγαν σε επιστήμη.
Έτσι λοιπόν για τους προγόνους μας, μία εκ των τριών επιστημών, -απαραίτητη για την ψυχική και πνευματική ισορροπία του ανθρώπου και εκτός της φιλοσοφίας και γυμναστικής-, ήταν η Μουσική.
Η λέξη μουσική, η οποία αυτούσια πέρασε σε όλες τις γλώσσες του κόσμου (music, musica κ.τ.λ.) προέρχεται από την αρχαιοελληνική ρίζα μω, που σημαίνει “ερευνώ, ζητώ να μάθω” (απ’ όπου προέρχονται επίσης οι λέξεις μύστης και μυστήριο). Ο Διόδω­ρος Σικελιώτης αναφέρει ότι οι Μούσες ονομάστηκαν έτσι από το μυείν ανθρώπους, ενώ άλλοι σύγχρονοι του θεωρητικοί ανέφεραν ότι η λέξη μούσα ταυτίζεται με την γνώση “επειδή απάσης Παιδείας αύτη τυγχάνει αιτία”… η συνέχεια εδώ