Οιδίπους Τύραννος, Σοφοκλής, Μεταφρ.: Αρίστος Καμπάνης

 

Σοφοκλής – Μονόλογοι Ανδρών24grammata.com / free ebook
[download]

free ebooks on Classical Literature and History click here

 

Τραγική Ποίηση / Tragedy:
α. όλα β. έργα γ. μελέτες / άρθρα δ. ξενόγλωσσα
a. all b. original text c. studies δ. in english

 

Title: Oedipus The King
Author: Sophocles
Translation into Modern Greek by Aristos Kampanis
Publisher: Fexis, 1911
Language: Modern Greek
Produced by Christos Alexandridis
E-mail: [email protected]
Τίτλος: Οιδίπους Τύραννος
Συγγραφέας: Σοφοκλής
Μεταφραστής: Αρίστος Καμπάνης
Εκδόσεις Φέξη, 1911
Ηλεκτρονική μεταγραφή: Χρίστος Αλεξανδρίδης
E-mail: [email protected]
Στην παρούσα ηλεκτρονική μεταγραφή διατηρηθήκαν, σε γενικές γραμμές, η γλώσσα
και η ορθογραφία του πρωτοτύπου. Επεμβάσεις έγιναν μόνο εκεί που το απαιτούσαν
οι διορθώσεις των τυπογραφικών λαθών, η σαφήνεια του κειμένου και το μονοτονικό
σύστημα.
ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ
ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
ΑΡΙΣΤΟΥ ΚΑΜΠΑΝΗ
Η ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
Ο «Οιδίπους Τύραννος», φέρων τον τίτλον τούτον εις διάκρισιν από τον
«Οιδίποδα επί Κολωνώ», είναι το τεχνικώτερον κιένα των υψηλοτέρων έργων της
αρχαίας τραγικής ποιήσεως. Εδιδάχθη κατά το έτος 415 π.Χ. από τον Σοφοκλέα.
Μολαταύτα ένας αρχαίος αναφέρει ότι ο «Οιδίπους Τύραννος», διδαχθείς εις τας
Αθήνας δεν έτυχε των πρωτείων, ενίκησε δε εις τον ποιητικόν αγώνα άλλος
τραγικός, του οποίου δεν σώζεται το έργον· ο Φιλοκλής.
Το δράμα έχει ως εξής περίπου:
Κατ’ αρχάς παρουσιάζονται προ των βωμών που ήσαν εμπρός από το ανάκτορον
του Οιδίποδος γέροντες και νέοι Θηβαίοι στεφανωμένοι με ικετηρίους κλάδους.
Τούτων προεξάρχει ο ιερεύς του Διός, ο οποίος λέγει εις τον Οιδίποδα το αίτιον
που τους ηνάγκασε να στεφανωθούν με τους ικετηρίους κλάδους και να παρουσιασθούν
εμπρός του. Του λέγει ότι τρομερά συμφορά μαστίζει την χώραν. Λοιμός τρομερός
ερημώνει τας Θήβας. Αφορία τρομερά. Αι γυναίκες κακογεννούν, αποβάλλουν. Τα
πτώματα των μικρών παιδιών μένουν άθαπτα. Αλλ’ ο λοιμός θερίζει και τα ζώα.
Παρακαλεί τον Οιδίποδα, που άλλοτ’ έσωσε τας Θήβας από την Σφίγγα, να λυτρώση
την πόλιν από την συμφοράν δι’ ενός οποιουδήποτε τρόπου. Ο Οιδίπους συγκινημένος
τους λέγει ότι η θλίψις του και η στενοχωρία του είναι μεγάλη, ότι ακόμη
απέστειλε τον υιόν του Μενοικέως Κρέοντα, τον γαμβρόν του, εις το μαντείον
τωνΔελφών δια να ερωτήση: «τι κάμνοντας ή λέγοντας την πόλιν σώζει».
Εν τω μεταξύ καταφθάνει από τους Δελφούς ο Κρέων, ο οποίος ερωτώμενος από
τον ιερέα του Διός ποίον χρησμόν κομίζει, απαντά ότι καλόν, καθώς αυτός
τουλάχιστον νομίζει.
Ο Οιδίπους προτρέπει τον Κρέοντα ν’ ανακοινώση τον χρησμόν ενώπιον του
πλήθους των ικετών. Και ο Κρέων τον ανακοινώνει. Προστάζει, λέγει, το μαντείον
να φονευθή ή να εξορισθή από τας Θήβας ο φονεύς του Λαΐου.Ο Οιδίπους ερωτά τον
Κρέοντα, αν ο Λάιος εφονεύθη εις την χώραν του ή αλλού πουθενά. Από τον
Κρέοντα μανθάνει ότι ο Λάιος εξελθών προς «θεωρίαν» δεν εγύρισε
πλέον, ότι οι ακόλουθοί του εσκοτώθησαν εκτός ενός μοναχά, ο οποίος εσώθη. Επί
πλέον μενθάνει ότι οι δολοφονήσαντες τον Λάιον ήσαν λησταί και ότι ένεκα της
Σφιγγός, η οποία τότε ήτον η μάστιξ των Θηβών, δεν έγειναν έρευναι, όπως
ανακαλυφθούν οι δράσται. Εξ όλων τούτων ο Οιδίπους συλλαμβάνει την υπόνοιαν, ότι
πρόκειται περί πανουργίας, μολαταύτα κηρύττει ότι θα ζητήση τον
βασιλοκτόνον.
Ο ΧΟΡΟΣ (εκ Θηβαίων γερόντων) εις την Πάροδον εκφράζει φόβους δια τον
χρησμόν, τον σκοτεινόν χρησμόν που εδόθη εις τον Κρέοντα. Επικαλείται τους
πολιούχους θεούς των Θηβών να σώσουν την πόλιν. Εικονίζει εις θαυμασίους
στοίχους τον λοιμόν που κατατρύχει την πόλιν, και παραβάλλει τον λοιμόν τούτον
προς τον ολέθριον Άρη.
Ο Οιδίπους προτρέπει τους Θηβαίους να φανερώσουν τον φονέα και υπόσχεται
αμοιβήν εις εκείνον , όστις ήθελε τον φανερώση, όπως απειλεί κ’ εκείνον όστις
ήθελε τον κρύψη. Ο Χορός λέγει ότι αγνοεί τα πάντα επί του προκειμένου,
συμβουλεύει δε τον Οιδίποδα να ερωτήση τον Τειρεσίαν. Ο Τειρεσίας έρχεται μετ’
ολίγον, και κατ’ αρχάς αρνείται, αλλά κατόπιν προκληθείς δι’ ασυνέτων λόγων από
τον Οιδίποδα, του λέγει ότι αυτός είναι ο φονεύς του Λαΐου, τον οποίον το
μαντείον κηρύττει αποδιοπομπαίον. Εις την αυξάνουσαν οργήν του Οιδίποδος ο
μάντις προσθέτει υπαινιγμούς, δια των οποίων θέλει να ειπή ότι ο Οιδίπους είναι
φονεύς του πατρός του και συνοικεί με την μητέρα του, και του προλέγει, ότι
μέλλει τυφλός να πλανάται ανά την γην ζητών τόπον αναπαύσεως.
Ο Χορός εις το πρώτον στάσιμον δείχνεται ταραγμένος από τους λόγους του
Τειρεσία. Διότι αγνοεί, όπως λέγει, αν υπήρξε ποτέ φιλονικία μεταξύ των
Λαβδακιδών και του υιού του Πολύβου. Άλλως τε, κατά την ιδέαν του, μόνον ο Ζευς
και ο Φοίβος ως θεοί γνωρίζουν τα μέλλοντα όχι δε και ο Τειρεσίας.
Ο Οιδίπους εις όλα αυτά υπωπτεύθη συνωμοσίαν του μάντεως και του Κρέοντος
ενατίον του. Έρχετ’ ενώπιόν του ο Κρέων δια ν’ απορρίψη την δεινήν κατηγορίαν.
Και προτρέπει τον Οιδίποδα μόνος του πηγαίνων εις τους Δελφούς να μάθη αν πιστώς
ή όχι ανεκοίνωσεν ο Κρέων εις τας Θήβας τον χρησμόν της Πυθίας. Ο Οιδίπους, εν
τούτοις, απειλεί εναντίον του γαμβρού του θάνατον.
Κατά την διάρκειαν της φιλονικίας έρχεται επί της σκηνής η βασίλισσα
Ιοκάστη, σύζηγος του Οιδίποδος, αδελφή του Κρέοντος. Ο Κρέων ανακοινώνει εις την
Ιοκάστην τας κακάς ενατίον του διαθέσεις του Οιδίποδος. Η Ιοκάστη και ο Χορός
ικετεύουν τον Οιδίποδα, όπως μη εκτελέση την απειλήν του και ο Οιδίπους
μαλάσσεται. Ο Κρέων αποχωρεί, η δε Ιοκάστη ερωτά τον Οιδίποδα ποία η αιτία του
θυμού του. Και ο Οιδίπους διηγείται τα συμβάντα. Και δια να καταπραΰνη τον
βασιλέα του λέγει, ότι δεν αξίζει κανείς να πιστεύη εις τους χρησμούς. Άλλως τε
και εις τον Λάιον είχε δοθή χρησμός, κατά τον οποίον έμελλε να φονευθή από τον
υιόν του. Αλλ’ η μαντεία αυτή κάθε άλλο ήτον παρ’ αληθινή. Διότι ο μεν πατέρας
εσκοτώθη εις ένα σταυροδρόμι, ο δε υιός του μόλις γεννηθείς ερρίφθη εις άβατον
όρος. Ο Οιδίπους ερωτά λεπτομερείας περί του χρόνου και του τόπου εις τον
οποίον εφονεύθη ο Λάιος. Μανθάνει τον αριθμόν των ακολούθων του Λαΐου, μανθάνει
ότι ήτον επάνω εις άρμα, ότι ταύτα κατέστησε γνωστά εις τους Θηβαίους ένας εκ
των ακολούθων του, ο μόνος σωθείς, και ότι ούτος , όταν έγεινεν ο Οιδίπους
βασιλεύς, ικέτευσε την Ιοκάστην να τον στείλη εις τους αγρούς δια να βόσκη
ποίμνια. Ο Οιδίπους ζητεί να τον ιδή. Και η Ιοκάστη ερωτά την αιτίαν της
επιθυμίας του ταύτης. Τότε ο Οιδίπους της αφηγείται ότι ευρισκόμενος εις την
Κόρινθον κατηγορήθη από ένα μεθυσμένον ως νόθος, και ότι χωρίς οι γονείς να το
ηξεύρουν επήγεν εις τους Δελφούς, όπου έλαβε τον τρομερόν χρησμόν, ότι έμελλε να
γείνη σύζυγος της μητρός του και του πατρός του φονεύς. Φοβούμενος δε μήπως
επαληθεύση ο χρησμός δεν επανήλθεν εις την Κόρινθον, αλλ’ επορεύθη προς τους
τόπους, εις τους οποίους καθώς η Ιοκάστη του ανεκοίνωσεν, εφονεύθη ο Λάιος. Και
κατά παράδοξον σύμπτωσιν εκεί φιλονικήσας μ’ έναν άνθρωπον όμοιον μ’ εκείνον που
του περιέγραψεν η Ιοκάστη ως Λάιον, τον εφόνευσε και κατόπιν όλους του τους
ακολούθους. Αν ο φονευθείς είναι ο Λάιος ποίος τότε εκ των ανθρώπων θα είναι εξ
ίσου προς τον Οιδίποδα δυστυχισμένος; Ακόμη το τρομερόν μυστικόν δεν απεκαλύφθη
ακέραιον εις τους οφθαλμούς του. Πιστεύει ότι όντως ο πατέρας του ευρίσκεται εις
την Κόρινθον και φοβείται να επανέλθη εκεί. Η Ιοκάστη θέλουσα να καθησυχάση
και πάλιν τον Οιδίποδα, τον προτρέπει, όπως δυσπιστή εις τον Απολλώνιον
χρησμόν·του φέρνει μάλιστα και παραδείγματα επικυρώνοντα την ιδέαν της ότι οι
χρησμοί δεν επαληθεύουν πάντοτε. Ο Χορός αποδοκιμάζει την βλασφημίαν της
Ιοκάστης. Εύχεται μάλιστα να τιμωρήση ο Ζευς την απιστίαν, η οποία υποσκάπτει
αυτά τα θεμέλια της θρησκείας.
Και ως να εισήκουσαν οι θεοί τας ευχάς των Θηβαίων γερόντων, βλέπομεν την
Ιοκάστην εξερχομένην εις την σκηνήν να λέγη ότι ο Οιδίπους είναι περίφοβος και
καταλυπημένος. Και ωσάν μετανοούσα δι’ όσα είπε προηγουμένως, έρχεται ικέτις εις
τον βωμόν του Απόλλωνος, εκεί σιμά ευρισκόμενον.
Άγγελος ερχόμενος από την Κόρινθον φέρει το μαντάτον, ότι ο Πόλυβος
ετελεύτησε και ότι οι Κορίνθιοι ανεκήρυξαν βασιλέα τον Οιδίποδα. Εις το άκουσμα
τούτο η Ιοκάστη καλεί τον Οιδίποδα δια να ιδή διαψευδομένους τους χρησμούς, που
του είχαν ταράξει την καρδίαν. Αφού ο Πόλυβος, ο πατέρας του, απέθανεν εις την
Κόρινθον, ασφαλώς ο Οιδίπους δεν θα τον φονεύση. Ο Οιδίπους οικτείρει των
θεών τ’ άστοχα μαντέματα. Ο Κορίνθιος όμως άγγελος ακούσας ότι ο Οιδίπους
εφοβείτο το άλλο ήμισυ του χρησμού, κατά το οποίον έμελλε να συνευρεθή με την
μητέρα του, ωσάν δια να τους καθησυχάση, τους πληροφορεί , ότι ο Οιδίπους, ούτε
του Πολύβου ούτε της γυναικός εκείνου Μερόπης ήτον υιός, αλλ’ ότι αυτός έδωκεν
εις τους βασιλείς της Κορίνθου εις νηπιακήν ηλικίαν τον Οιδίποδα και ούτοι τον
υιοθέτησαν. Εις στιχομυθίαν με τον Κορίνθιον άγγελον ο Οιδίπους μανθάνει, ότι
ούτος βόσκων τα ποίμνιά του εις τον Κιθαιρώνα έλαβε το βρέφος, έχον τρυπημένα τα
πόδια, από άλλον βοσκόν καθώς και το όνομά του (Οιδίπους=φουσκοπόδης) μαρτυρεί.
Ο χορός διατείνεται ότι ο δώσας το βρέφος ήτον ο δούλος, τον οποίον προ ολίγου
εκαταζητούσεν ο Οιδίπους. Ερωτά την Ιοκάστην. Αλλ’ η Ιοκάστη εν τω μεταξύ από
τον διαμειφθέντα διάλογον μεταξύ του Κορινθίου και του Οιδίποδος εννοήσασα, ότι
το εκτεθέν εις τον Κιθαιρώνα παιδί της και ο Οιδίπους ήσαν ένα και το αυτό
πρόσωπον, κ’ επομένως ότι είχε γείνη θύμα φρικτής αιμομιξίας, ικετεύει τον
Οιδίποδα να μην αναζητήση τον δούλον, αν μεριμνά δια την ζωήν του. Αλλ’ ο
Οιδίπους, εις τον οποίον δεν είχεν αστράψει ακόμη ολόκληρον το μυστικόν της ζωής
του, ζητά να οδηγηθή εμπροστά του ο Θηβαίος βοσκός. Η Ιοκάστη εξέρχεται της
σκηνής, ο δε Χορός προοιωνίζεται κακά δια το μέλλον.
Και ο Οιδίπους με πείσμα, αδιαφορών εις τας εναντιώσεις των άλλων, μένει
προσδοκών τον ερχομόν του δούλου. Ο Χορός εις θαυμάσιον άσμα, πλήρες Διονυσιακών
παλμών και ελπίδων, που– αλλοίμονον, δεν επαλήθευσαν ,–λέγει ότι η επομένη
ημέρα θα δείξη τον Οιδίποδα όχι αλλοδαπόν, αλλά Θηβαίον υιόν κανενός
αγροτικούθεού και καμμιάς Νύμφης, που θα συνευρέθησαν εις κάποιον απάρθενον
άντρον του Κιθαιρώνος. Εν τοσούτω ο Οιδίπους βλέπει ερχόμενον τον θεράποντα του
Λαΐου, όστις ελθών ομολογεί ότι κάποτε–προ καιρού πολλού–βόσκων τα ποίμνιά του
εις τον Κιθαιρώνα, απήντησε τον Κορίνθιον άγγελον. Δι’ εξαναγκασμών ο δούλος
πείθεται να ομολογήση, ότι το βράφος που έδωκεν εις τον Κορίνθιον, δεν ήτο τέκον
δούλης, αλλά τέκνον αυτής της Ιοκάστης. Καμμία πλέον νεφέλη δεν συσκοτίζει το
Οιδιπόδιον αίνιγμα. Προφανώς ο Οιδίπους είναι πατροκτόνος και αιμομίκτης,σύζυγος
της μητρός του.
Εν τω μεταξύ ο Οιδίπους εισέρχεται εις τ’ ανάκτορα καταρομαγμένος.
Απομένει επί της σκηνής μόνος ο Χορός, ο οποίος θρηνεί δια την ανθρωπίνην
δυστυχίαν, δια το άστατον και το αβέβαιον των ανθρωπίνων τυχών. Αποτροπιάζεται
τα φρικτά συμβάντα. Δεν λησμονεί όμως ότι ο Οιδίπους έσωσέ ποτε τας Θήβας.
Ακολούθως ο Εξάγγελος, άγγελος δήλα δη προερχόμενος εκ του ανακτόρου,
αναγγέλλει εις τον Χορόν ότι η Ιοκάστη εμβήκεν εις τον θάλαμόν της και
κλεισθείσα εκρεμάσθη. Ο Οιδίπους εισερχόμενος εις τον θάλαμον ζητεί ξίφος δια ν’
αυτοκτονήση, αλλά καθώς είδε την Ιοκάστην κρεμαμένην απέσπασεν από τα φοράματά
της περόνας χρυσάς, με τας οποίας ετρύπησε τους οφθαλμούς του. Τυφλός
εμφανίζεται εις την σκηνήν, οι δε γέροντεες αποστρέφουν τας κεφαλάς μη δυνάμενοι
ν’ αντιμετωπίσουν το αποτρόπαιον θέαμα. Βάλλει σπαρακτικάς οιμωγάς και αποδίδει
τα πάντα εις τον Απόλλωνα. Εις παρατήρησιν του χορού διατί προέβη εις το φρικτόν
αυτό διάβημα, απαντά ότι δεν ήθελε να βλέπη τίποτε με τους οφθαλμούς του·
ήθελεν αν ήτο δυνατόν και τας ακοάς του να σφραγίση. Ικετεύει τους γέροντας να
τον κρύψουν ή να τον φονεύσουν. Ο Χορός βλέπων τον Κρέοντα ερχόμενον λέγει ότι
αυτός δικαιούται ν’ αποφασίση. Ο Οιδίπους παρακαλεί τον Κρέοντα να
λάβη φροντίδα περί των θυγατέρων του και μαζί του εισέρχεται εις τ’ ανάκτορα.
Μετά δε την κένωσιν της σκηνής ο Χορός απομείνας μόνος αναπτύσσει την
έννοιαν του ρητού «μηδένα προ του τέλους μακάριζε» εις στίχους ηρέμου λύπης και
συντριβής.
Αυτή είναι περίπου η υπόθεσης τους δράματος. Ο μεταφραστής απεπειράθη να
δώση το πνεύμα του πρωτοτύπου, όπου δεν ήτο δυνατόν ακριβώς ν’ αποδοθή το
γράμμα. Μετεχειρίσθη τον δεκατετρασύλλαβον του Πολυλά δια την απόδοσιν του
διαλογικού ιαμβικού τριμέτρου, μετέφερε δε εις λυρικούς ελευθέρους στίχους τα
χορικά άσματα και τους κομμούς, φρονών ότι δεν είναι δυνατή η μεταφύτευσις των
αρχαίων μέτρων εις την νέαν στιχουργίαν πάντοτε, διότι άλλη είναι η προσωδία,
μικροτέρα είναι η ποικιλία των ρυθμών, και άλλο το πνεύμα της νέας γλώσσης, άλλη
η «ακουστική μας συνείδησις» δια να μεταχειρισθώμεν μιαν φράσιν του Νίτσε. Ως
προς την γλώσσαν, ο μεταφραστής ηθέλησεν ακολουθών την δημοτικήν παράδοσιν του
στίχου, που ελάμπρυναν οι ποηταί, να την συμπλησιάση όσον το δυαντόν προς την
αστικήν γλωσσικήν συνήθειαν, διότι θέλει ν’ απευθύνεται προς τους συγχρόνους
του, όχι δε προς τους αποθαμένους, μη έχων την υπερβολικήν αξίωσιν ν’
απευθύνεται προς τους μεταγενεστέρους.
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
ΙΕΡΕΥΣ ΔΙΟΣ
ΚΡΕΩΝ
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
ΙΟΚΑΣΤΗ
ΑΓΓΕΛΟΣ
ΘΕΡΑΠΩΝ
ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
ΧΟΡΟΣ ΘΗΒΑΙΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ