Λαθρόψυχοι (14): “Ο Γιάννης, ο Ρώσος”, Βαγγ. Μαυροδής

Εmigration 24grammataΛαθραίων έργα

Μικρές ιστορίες για φανερούς μετανάστες

Δοκιμές αναζήτησης για τα λαθραία όνειρα, τις λαθραίες ελπίδες, τα λαθραία συναισθήματα ολοφάνερων ανθρώπων

Περιμένουμε και τις δικές παρόμοιες σύντομες ιστορίες (650 – 1000 λέξεις). Στο τέλος θα εκδοθεί ένα συλλεκτικό ψηφιακό και έντυπο βιβλίο (το 24grammata.com διατηρεί το δικαίωμα να μη δημοσιεύει ιστορίες που δε συνάδουν με τις υπόλοιπες. Έναρξη συλλογής: 18/02/2014)

Διαβάστε και τα άλλα μικροδιηγήματα της ίδιος σειράς: εδώ

  1. Γιώργος Δαμιανός, Ιταλικό όνειρο, εδώ

  2. Γιώργος Νικ. Σχορετσανίτης, Το ταξίδι σαν απόδραση – αλλά από πού; εδώ

  3. Τίνα Κουτσούμπου, Ο Καινούριος, εδώ

  4. Σωτήρης Αθηναίος, Η βουβή μούμια, εδώ

  5. Στέλιος Μοιρας, True story, εδώ
  6. Θεοχάρης Παπαδόπουλος,   Η ανηφόρα μιας ζωής εδώ
  7. Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Απατηλά Όνειρα, εδώ
  8. Γιώργος Μάντζιος, Κόκκινα νύχια, εδώ
  9. Μ.Τασάκος, Αγριόχορτα εδώ
  10. Γ. Πετρέλλης, Σεργκέι, εδώ
  11. Γ. Πρίμπας, Προηγούνται οι ντόπιοι, εδώ
  12. Απ. Θηβαίος, τα πρόσωπα της ελληνικής νομαρχίας, εδώ
  13. Χρ. Βατούσιος, Μια θέση στον ήλιο,  εδώ
  14. Βαγγ. Μαυροδής, Γιάννης, ο Ρώσσος εδώ

14

                  Ο Γιάννης, ο Ρώσος

γράφει ο Βαγγέλης Μαυροδής

Ο Γιάννης, μάς  ήταν άγνωστος. Μπήκε στο σπίτι στα  ξαφνικά. Απρόσκλητος.
Το Γιάννη μάς τον γνώρισε ο γιος μας ο Ανδρέας, και τον έφερε από τον παιδικό σταθμό, που τον πηγαίναμε τον Ανδρέα  κάθε πρωί.
Εκεί πήγαινε ο γιος μας  και ήταν ενθουσιασμένος και γεμάτος εντυπώσεις και χαρά, και κάθε μεσημέρι που τον έπαιρνα πηγαίναμε μέχρι το σπίτι με τα πόδια κι ας ήταν αρκετά μακριά.
Του   άρεσε όμως γιατί κάθε φορά πηγαίναμε κι’ από άλλο δρόμο και δε βαριόταν.  . .
Και έλεγε έλεγε, μιλούσε χωρίς σταματημό . . .
Η  ηλικία βλέπεις των δυόμισι χρόνων, με την πρώτη εισαγωγή στη γλώσσα και στην ομιλία, και οι πρώτες εντυπώσεις από «έξω», απαιτούσε γλωσσική . .πρωτοβουλία  και . .  .προπόνηση  και ο ίδιος, υπομονετικός ακροατής  και περιχαρής, περιχαρέστατος  θα έλεγα, άκουγα, άκουγα και τον άφηνα να λέει, να λέει, χωρίς να τον διακόπτω και μόνο κάπου κάπου με θαυμασμό αναφωνούσα βλέποντάς τον . . .
-Μα τι λες βρε παιδί;   Πώς έγινε αυτό;  Έτσι έγινε έ; « Μπράβοοοο . . .
Κι’ όταν φτάναμε στο σπίτι μας όσα λέγαμε στο δρόμο, ο Ανδρέας τα επαναλάμβανε στη Μαμά, και τα ζούσαμε όλοι μας,  περήφανοι  που ο κανακάρης αν μη τι άλλο, τουλάχιστον τη γλώσσα μας  την . .  .ξεκίνησε καλά. Έτσι πήγαινε το πράγμα ώσπου μια μέρα δεν προλάβαινε να  λέει και να ξαναλέει, ότι  . . .
-Σήμερα στο σχολείο ήρθε από τη Ρωσία ο Γιάννης  .  . . !!! Και δεν ξέρει να μιλήσει καθόλου μα καθόλου σας λέω . .
Η κυρία μας, είπε ότι ο Γιάννης ήρθε από τη Ρωσία.
Και  ο Γιάννης ο Ρώσος είναι λίγο πιο . .  . κοντός και πολύ.  . .κουρεμένος  και  συνέχεια γελάει αλλά όχι δυνατά . .  .και όλο ανοιγοκλείνει τα μάτια του .  . .
Μάς βλέπει έναν έναν και γελάει.  . .αλλά δεν ξέρει να μιλήσει. . . .
Και με τέτοια  . .  .νέα, πέρασαν μερικές μέρες . . .ώσπου κάποια μέρα, ο Ανδρέας επέμενε  να μού δείξει το Γιάννη.
Για το λόγο αυτόν, καθυστερήσαμε λίγο να φύγουμε για το σπίτι και περιμέναμε να τον δούμε.
Έτσι, με τα τελευταία παιδιά που πέρασαν την έξοδο, βγήκε και ο Γιάννης.
Ήταν ένα γεμάτο δυνατό αγόρι με ποδιά νηπίου και κοντοκουρεμένο με τη Μαμά του να τον κρατάει από το χέρι και κάθε τόσο να σκύβει προς το μέρος του και να τού  μιλάει συνέχεια     με αυστηρό ύφος, κι’ εκείνος να προσπαθεί κάτι να πει, αλλά από τη Μαμά ακουγόταν συνέχεια μόνο εκείνο το  . . .διαβαλκανικό, « σούςςςςς» . .  .
Και κάποια στιγμή η Μαμά σταμάτησε, και σκύβοντας του σκούπισε τη μύτη. .  .Ο Γιάννης έκλαιγε.  . .
Είδαμε τη σκηνή κι’ ο Ανδρέας  απορώντας ρώτησε,
«Γιατί κλαίει ο Γιάννης; Αυτός όλο γελάει .  . . .»
Η συζήτησή μας κάθε που σχολούσε ο Ανδρέας ανεμίζοντας τις . . .θαυμαστές πρώτες ζωγραφιές του όλες με μαρκαδόρους, και  αφού αράδιαζε τα συμβάντα της ημέρας, στο τέλος  στρέφονταν γύρω από το «Γιάννη το Ρώσο» ο οποίος όπως φαινόταν είχε γίνει το επίκεντρο στον παιδικό, ώσπου  όπως φάνηκε από τις αφηγήσεις του Ανδρέα, δυο τρία πιτσιρίκια, βρίσκοντάς τον αλλιώτικο και  «ξένο», άρχισαν να τον πειράζουν, αθώα βέβαια, αλλά να τον ενοχλούν.  . .
Και λέει ο Ανδρέας,
-Εμείς του δίνουμε μαρκαδόρους εκεί που κάθεται στο τραπέζι, αλλά δύο παιδιά που είναι ψηλότερα τον σπρώχνουν  και μια μέρα έπεσε και χτύπησε λίγο, και η δασκάλα τα μάλωσε και όλο προσέχουν οι δασκάλες στα διαλείμματα που παίζουμε όλοι μαζί..  . .
Σήμερα, δυό παιδιά  τού άρπαξαν τους μαρκαδόρους και τσαλάκωσαν τη ζωγραφιά του.
Τους μάλωσε η δασκάλα κι’ αυτοί  κάθισαν στην καρέκλα τους  και όλο τον έβλεπαν το Γιάννη θυμωμένοι . . ..
Στο διάλειμμα, που βγήκαμε έξω στην αυλή, μαζεύτηκαν μερικά παιδιά γύρω από το Γιάννη και τον κορόιδευαν και εκείνοι που τσαλάκωσαν τη ζωγραφιά του, τον χτυπούσαν στο μάγουλο με μικρά μπατσάκια, και γελούσαν όλα τα παιδιά, αλλά ο Γιάννης  δε θύμωνε, είχε κοκκινίσει όμως ο Γιάννης.
Και ξαφνικά ο ένας  τον έφτυσε το Γιάννη. .  . .
Τότε ο Γιάννης ο Ρώσος  θύμωσε.
Τους έπιασε και τους δυο ,τους έριξε κάτω με τη μία και γέμισαν χώματα . .  .
Και να δεις γέλια μπαμπά . . . Και ο Γιάννης δεν έκλαιγε, γελούσε μαζί μας . . .
Αλλά έτρεξαν οι δασκάλες και όλοι έκαναν στην άκρη. .  .
Είδες Μπαμπά ο Γιάννης;
Τις επόμενες μέρες ο γιος μας σταμάτησε να μιλάει για το Γιάννη το Ρώσο, κι’ όταν τον ρωτήσαμε   πώς πάει ο Γιάννης, απάντησε,
-Μα τώρα το Γιάννη δεν τον πειράζει κανένας . . .