για τον Κ. Σφενδουράκη (Ι)

σφενδουρακης 24γραμματα“Σατυρικά ΓΥΜΝαάσματα”
 Κώστας Σφενδουράκης

Free ebook- 24grammata.com
[κατέβασέτο]

Διαβάστε και το εισαγωγικό σημείωμα του Γ. Πρίμπα εδώ

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΑ
«Το δέρμα τους ν’ ανανεώνουν
Στην καθημερινή τρυφή.»

Είχαν κατακλύσει την πλατεία. Χόρευαν μ’ όλη τους την καρδιά. Μισοί κτήνη, κρατούσαν μ’ αυλούς το σκοπό. Ιδρωμένοι γυρόφερναν τα παιδιά μας, χτυπούσαν χάμω τις οπλές τους και έλεγες γίνηκε σεισμός στον κόσμο. Κοντά στις στέγες ήταν άλλοι που σπάραζαν ανθρώπους και οι αργυραμοιβοί. Κάτι ελληνικές γυναίκες και άνδρες σ’ ανάκλιντρα και καναπέδες τουρκικούς, παζάρευαν τα ρολόγια και τ’ ασήμι, μιλούσαν μια άσχημη γλώσσα και είχαν έννοια τους τον έρωτα.
Σπάραζαν ανθρώπους. Ζητούσαν τους ποιητές, όσους αναγνώρισαν το σημάδι και πρέπει τώρα να πληρώσουν. Ακόμα γύρευαν τα σώματα εκείνων που γνώριζαν με ακρίβεια τους άτλαντες των νεφών, τα σχήματά τους και άλλα παράδοξα που κρατούν περισσότερο από τη ζωή μας. Έσερναν στην πλατεία τους ανυποψίαστους, παίρναν τις γυναίκες και σήκωναν σκόνη σαν μεσημέρια. Έλεγες τέτοιος κουρνιαχτός είναι πόλεμος ή στρόβιλος και κανείς δεν θα σωθεί. Άλλοι γυμνοί, άλλοι με τα πάθη τους έκθετα, γδέρναν τον ουρανό, ήταν ως μέσα στα χωράφια, τρώγαν τους καρπούς και τα γεννήματα.
Και ένας ένας οι ποιητές ή όσοι νιώθουν μυστικά τον αδιόρατο πια σφυγμό του κόσμου, όσοι θυμούνται τους παλμούς και τις ευεργεσίες με σπασμένα σώματα περιφέρονται, αυτόχειρες στους δρόμους της πολίχνης. Λεν πως κάποιοι μ’ όνομα δρεπάνι, κλέψαν για πάντα εκείνα τα πλοία και πως ποτέ δεν θα βρούμε τις γυναίκες, τα παιδιά, τις μέρες του μέλλοντος. Γελούν τρανταχτά, όλα πλαστά πάνω στα φορέματά τους. Και οι λίθοι και η πίστη και οι φιλοφρονήσεις, πλαστές, πώς σωριάζονται στ’ αρχαία χνάρια τα πολιτεύματα και ο κόσμος που ξοδεύτηκε τόσα χρόνια σ’ ερμηνείες. Οι καιροί που όλο αλλάζουν. Μόνον οι ποιητές, όσοι επιζήσουν βεβαίως, κατέχουν τον τρόπο, τη μέθοδο ας πούμε του ωραίου. Την υγεία του έρωτα, την ευλογία της μέρας και τα πάθη μας ακόμα εκείνοι τα γνωρίζουν. Έχουν δει κάτι από τα μεγάλα βιβλία των εξομολογήσεων, τα ίδια εκείνα που κρύβουν σε κρύπτες πλάι στα ποτάμια ή στα πολύ ορεινά. Οι ποιητές, οι επιζήσαντες, κηρύττουν στην πόλη, πύρινος ο λόγος τους. Ακόμη το πλήθος  που κάποτε θα διαψεύσει τους φιλοσόφους. Ιδού λοιπόν η  πόλη του μέλλοντος. Των ποιητών και του μέλλοντος. Στάχτη οι αργυραμοιβοί, οι σωματέμποροι, όλοι οι αγύρτες στους σταθμούς των τραίνων και τους πομπούς. Στάχτη ακόμη τα γένη των κηφήνων, όσοι φέρουν τα ονόματα δρεπάνια και οι ακολουθίες. Μόνον οι ποιητές, μόνον εκείνοι, όσοι βεβαίως σωθούν μπορούν να ιστορήσουν το μύθο του Σάτυρου, μπορούν ακόμα να εννοήσουν τον τρόπο με τον οποίο αυτός προσδιορίζεται, τη διάδοσή του. Μόνον ποιητές γνωρίζουν πως είναι ένας έφηβος, ένας που αναπολεί όσα η ψυχή ζήτησε. Ένας που κρατιέται από τη φύση και την καρδιά. Η ερημιά του κοιμισμένου Λυγκός είναι η αιτία της λύπης του ή πάλι που λησμόνησαν τ’ όνομα και τη γραφή του. Μοιάζει λένε οι ποιητές με τον Μύρωνα. Έτσι λένε. Πως θυμίζει κάποιον που γράφει σονέτα και πως ο κόσμος φλέγεται μονίμως στο ρυθμό του. Τα τραγούδια και τα ποιήματα είναι πάντα θεραπείες. Δεν έχουν δίκιο.
Οι ποιητές, λοιπόν, όσοι επιζούν, με την αντοχή τους μετρημένη, κρατούν αναλλοίωτο το αίσθημα μιας ελεύθερης ζωής. Κόντρα στους καιρούς γράφουν τα ονόματά και την καταγωγή τους, πέφτουν στο φως και απελπίζονται. Τα γυμνάσματά τους δραματικά, με την ιδιότητα της αφορμής. Τα ονόματά τους αιρετικά, βγαλμένα από θανάτους ετρουσκικούς. Η ορθογραφία τους διαρρηγμένη, λησμονημένη εδώ και αιώνες. Η αντοχή τους μετρημένη. Και να γελούν σαν τους γενναίους.
Σας είπα. Μιλούσε μ’ όλο του το δέρμα, σαν από θυμό.