Η πρόβα θανάτου του Βασίλη Μελασσιανού

OLYMPUS DIGITAL CAMERAγράφει ο Μανώλης Δημελλάς

Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά  στο 24grammata.com κλικ εδώ

Γεννημένος  στον προηγούμενο αιώνα, ο Βασίλης ήταν μαθημένος στα τούρκικα φέσια, έπειτα στα Ιταλικά μαντολίνα και στο τέλος πια, γνώρισε και τις φροντίδες της πονεμένης Ελλάδας.

Πρωτογιός του Ατζά της Καρπάθου, Γιάννη Μελασσιανού (Μελισσηνού), ακολούθησε παρόμοια πορεία με τον ξακουστό πατέρα του. Σπούδασε στη νομική σχολή της Σμύρνης, που τότε ακόμη ήταν Ελληνική υπόθεση.

Γύρισε στο νησί, όμως οι Ιταλοί άλλαξαν τα δεδομένα, άλλαξαν και το νομικό δίκαιο, έτσι έμεινε κι αυτός να ασκεί τα δικηγορικά του καθήκοντα και πηγαινορχόταν από τα δικαστήρια της Ρόδου.

Παντρεύτηκε τη κανακαρά, πρωτοκόρη του Χατζηκωστή, Φωτεινή. Και μαζί κάμαν πέντε παιδιά. Τον Βασίλη, την Ευδοξία, τη Φραγγουλιά, τον Παναγιώτη και τελευταία τη Μαριγώ-Ευαγγελία.

Άνθρωπος που συνδύαζε το πατρικό χάρισμα, όμως με περισσότερο νεύρο και ανυπομονησία. Με τα νομικά και τη δικηγορία δεν στρογγύλευαν τα λεφτά και μοναχά τα πρώτα δύο παιδιά είχαν μαζεμένη προίκα. Αναγκάστηκε λοιπόν ο Βασίλης, στα 1935, να ξενητευτεί, να τραβήξει γραμμή, για την Αμερική.

Αν και είχε ξεπεράσει τα εξήντα, δεν δίστασε να φορέσει μια άσπρη ποδιά, να δουλέψει σκληρά και να τακτοποιήσει τα χρήματα, που ζητούσε ο γαμπρός, διαφορετικά το στεφάνι στη Μαριγώ-Ευαγγελία δεν θα περνούσε. Και ήταν ερωτευμένο το ζευγάρι.

Γύρισε πίσω, όμως η ήδη φιλάσθενη γυναίκα του δεν άντεξε, έφυγε για πάντα και τον άφησε μονάχο, να τριγυρνά στο χωριό και τα μετόχια του.

Δυό αγάπες κρατούσε σφιχτά ο Βασίλης, μια ήταν τα βιβλία του και η άλλη το Καρπάθικο, το Μενετιάτικο κράσι. Όχι δεν ήταν παθιασμένος και δωσμένος στα γράδα του κρασιού, αλλά του άρεσαν οι λίγο θολωμένες σκέψεις. Διάβαζε με πάθος και τον προβλημάτιζε ακόμα και η εξέλιξη της κοινωνίας. Επαναλάμβανε τακτικά πως ήθελε να ζήσει πολλά χρόνια, για να δει την κατάληξη ολάκερης της ανθρωπότητας, που μοιάζει σχεδόν τυφλή και δεν πιστεύει στα μάτια της. Αρκετές φορές μάλιστα διαχώριζε την αληθινή, από την φάλσα, την ψεύτικη πίστη. Αναρωτιόταν αν υπάρχει επόμενη ζωή, αν  ο θάνατος είναι μια νέα αρχή ή το άηχο τέλος μας. Και επέμενε, δεν σταματούσε να επαναλαμβάνει, πως αν υπάρχει κάτι, θα το ξετρύπωνε και θα έβρισκε τρόπο να το παρουσιάσει στους δικούς του.

“Θα σας φέρω το μήνυμα από τον άδη. Αν όμως δεν τα καταφέρω, τότε μην ανησυχείτε, στα σίγουρα, δεν θα υπάρχει τίποτε στο τέρμα”.

Ξαναπαντρεύτηκε την Μαριγώ του Λιάπη, κανακαρά και αυτή, μόνο που ένα πρόβλημα στα πόδια, δυσκόλευε τη βάδιση και την άφησε στο ράφι. Ξέμεινε μονάχη, αφού η κοινωνία από τοτε δεν αναγνωρίζει ισότιμα τους διαφορετικούς. Γυναίκα λιγομίλητη και μετρημένη, για κείνους που έτυχε να τη γνωρίσουν μόνο με παινέματα στολίζουν το πορτραίτο της. Σε πιο μεγάλη ηλικία ήρθε και ο δεύτερος γάμος, για συντροφιά, αφού ο άνθρωπος δεν αντέχει τη σιωπή του. Παραλίγο μάλιστα να κάμουν και παιδί, αλλά μια ατυχία στην εγκυμοσύνη στέρησε την ευτυχία από την μετρημένη Μαριγώ.

Έτσι και ο Βασίλης, συνέχισε να πηγαινόρχεται από τα κτήματα του με το γάαρο και πολυλογάς, κουτσομπόλης όπως ήταν, έφτιαχνε μακρόσυρτους μονόλογους με τη καινούρια του γυναίκα, ενώ εκείνη χαμογελούσε και σώπαινε. Μάλιστα άλλαξε και σπίτι, μετακόμισε από το Σταυρί και τα κτήματα της πρώτης γυναίκας του, στα κανακαρίκια της δεύτερης. Στο Βρουτσά πήρε όλη του τη πραμάτεια. Εκεί με το στραοπόικο, έτσι έλεγε χαριτολογώντας τη δεύτερη γυναίκα του, έκανε τις πιο μακρινές, ατέλειωτες κουβέντες.

Δεν σταματούσε να τάζει στη Μαριγώ, πως σα φύγει από ετούτο το κόσμο, θα ψάξει, θα βρει τον τρόπο, να ξαναγυρίσει δίπλα της και να της περιγράψει τον κάτω κόσμο. Αν υπάρχουν ψυχές, αν υπάρχει άλλη ζωή, στα σίγουρα θα γυρνούσε και θα τις έκανε σινιάλο. Και θα φρόντιζε να τις ξεκαθαρίσει όλα τα ανόητα ερωτήματα, για τη κόλαση και τον παράδεισο. Της έλεγε πως αν είναι καλύτερα εκεί κάτω, να τα μαζέψει βιαστικά και να φύγει από τον επάνω, τον ψεύτικο ντουνιά.

Της μιλούσε με οδηγό τα βιβλία ή τις εφημερίδες, που ξεκοκάλιζε και δεν άφηνε χώρα να μην τη ταξιδέψει. Η πρόοδος, η εξέλιξη, συνέπερνε το μυαλό του, κάθε τόσο θυμόταν και την Αμερική. Τι κρίμα, αλήθεια καημός, που πήγε αλλά τον έπνιγαν τα πιάτα και οι απαιτήσεις του γαμπρού.

Στο καθημερινό κοιτάμε λοξά το γείτονα, δεν πιστεύουμε και τόσο στην αξία του, είναι σχεδόν αδύνατο να είναι τόσο ξεχωριστός ο διπλανός μας. Έπειτα όταν κάποιος φύγει για πάντα, η απουσία αφήνει ένα παράξενο χνάρι, που το άτιμο, κάποιες φορές δε λέει να σβήσει, τότε ξαναγυρνάμε και στήνουμε ανδριάντες, τιμές και δροσερά δάφνινα στεφάνια.

Όχι, για τον Βασίλη δεν έχει μεγάλες μνήμες, σχεδόν ξεχάστηκε το χνάρι του, έσβησε αθόρυβα όπως την τελευταία του στιγμή.

Νοέμβρης του 1966,  ήταν χάραμα όταν σηκώθηκε από το σοφά και ξύπνησε με μια φωνή τη γυναίκα του.

-Σήκω πια πάνω Μαριγώ, μεσημέριασε. Σήκω και έφτασε η καλύτερη μου μέρα.

Τη τράβηξε από το στραβό της πόδι και τη ξεσήκωσε πάνω. Είχε τόση όρεξη που δεν έχασε χρόνο, ζέστανε νερό για ξύρισμα, ενώ φώναξε πάλι στη Μαριγώ να ετοιμάσει το αγαπημένο πρωϊνό του. Συνήθιζε να τρώγει μια μεγάλη φέτα ψωμί, βουτηγμένη σε καρπάθικο, μπρούσκο κρασί. Μα σήμερα ζήτησε αυγουλάκια, μέλι και άνοιξε το μεγάλο βάζο με το βούτυρο.

Κάθισε στη καρέκλα και έδωσε τη φαλτσέτα στη γυναίκα του, πήρε και το καθρεφτάκι καλού-κακού να τη διορθώνει.

Εκείνη άπλωσε σαπουνάδα στο πρόσωπο του και ψέλιζε κάτι για τα καμώματα του, τι έχεις πάλι σήμερα Βασίλη, τι  έπαθες…

Άκουσε, αλλά δεν έδωσε σημασία, περίμενε υπομονετικά να τον ξυρίσει και μόλις εκείνη τελείωσε σηκώθηκε και μπήκε στον αποκρίατο, σκαλαμάτρευε μέσα στη ντουλάπα με τα καλά ρούχα.

Στα 93 του με τέτοιο σφρίγος και πάθος που θα ζήλευε 50αρης, έτσι έμοιαζε ο γέρος που βγήκε από το δωμάτιο με το καλό κουστούμι του στο χέρι. Αυτό θα φορέσω σήμερα, έχω την όρεξη να αιαθανθώ ιδιαίτερος και ξεχωριστός, φτάνει πια με αυτά τα στράτσα.

Έδωσε τα ρούχα στη γυναίκα του να τα ετοιμάσει και εκείνος βγήκε, ήθελε να νιώσει τη ψύχρα του Νοέμβρη να χαϊδέυει τα κόκκαλα του.

Γύρισε χαμογελαστός άρπαξε τα ρούχα και ντύθηκε σαν αστραπή, με τη μικρή κοκκάλινη χτένα, μάζεψε τα μαλλιά του προς τα πίσω, ενώ ρουφώντας δυνατά μια γουλιά καφέ γύρισε στο Μαριγώ.

-Σήμερα έχουμε πρόβα, θα κάνουμε πως πεθαίνουμε!

Εκείνη έπιασε το κεφάλι της, από λόγια δεν έπαιρνε ο Βασίλης, μετρούσε όμως τη δυσφορία της και έκανε προσπάθεια για να την καλμάρει.

Μην είσαι χαζή Μαριγώ, είναι παιγνίδι, να δούμε πως έρχεται ο θάνατος, οι περισσότεροι έχουν φόβο και χάνουν τη στιγμή. Εμείς θα κάμωμε δοκιμή, έτσι σαν έρθει εκείνη η ώρα θα ξέρουμε και δεν πρόκειται να τα χάσουμε.

Όσο τα έλεγε, περπατούσε προς το κρεβάτι, ξάπλωσε με το κεφάλι στη δύση, επαναλάμβανε πως έτσι πρέπει να ξαπλώνουν οι πεθαμένοι και χαμογελούσε, όλο χαμογελούσε. Το Μαριγώ δεν έκρυβε το φόβο, μα όσο τον έβλεπε ζωντανό και ορεξάτο, άφηνε αναστεναγμούς και χαλάρωνε με την ακατάσχετη, ζεστή πολυλογία του.

“Έλα πια, κλείσε μου τα μάτια, έτσι κάνουν στους νεκρούς, να το κάνουμε όλο όπως πρέπει, μα τι κάνεις τώρα και δεν έρχεσαι, δεν θα γίνει σωστή πρόβα και όταν έρθει η ώρα μου να δεις που θα τα χάσεις”.

Πλησίασε δειλά και του έκλεισε τα μάτια, εκείνος ξεφύσηξε από τη μύτη ευχαριστημένος και..πέθανε.

Στα αλήθεια, έμεινε πάνω στη παράλογη πρόβα του.

Αυτή είναι η μικρή ιστορία του Βασίλη Μελασιανού, που έφυγε πάνω στη δοκιμή του θανάτου. Το Μαριγώ, η γυναίκα του, για όλο το υπόλοιπο χρόνο της ζωής της, τον περίμενε, κάθε νύχτα αδημονούσε ολομόναχη για κείνον, μα της το είχε υποσχεθεί,

αν υπάρχει κάτι, αν οι ψυχές πετούν, η δική του θα τρύπωνε, θα ταξίδευε και θα κούρνιαζε κοντά της.

Κρίμα που δεν γύρισε ο Βασίλης Μελασσιανός, θα είχε τόσα να μας πει, οι  απορίες στα αιώνια, τα αναπάντητα ερωτηματικά, θα είχαν απαντήσεις και εμείς θα παύαμε τα σενάρια, τις πιθανότητες και τα παραμύθια.

Μα κι αν πάλι γύρισε και εμείς δεν καταλάβαμε, δεν πήραμε μυρωδιά από τα σινιάλα του;