Εμπειρίκος, Καρούζος.

εμπειρικος24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

Εντατικότερα του ερυθρού
Εμπειρίκος, Καρούζος. Οι άταφοι.

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Είχαν πάντα την ίδια απόχρωση. Άλλοτε ερωτικότερος ο ένας και ο άλλος ένας βαθύς και μεταφυσικός Χριστιανός από την Αθήνα των παθών και των ηδονών. Σε αντίθετα μήκη πολιτικής καταγωγής. Μ΄ένα όμως παρόμοιο  χρώμα. Εκείνο το ερυθρό που ανάβει στα ποιήματα των Εμπειρίκου και  Καρούζου. Οι τρομερές δυνάμεις για τα ελάσματα και την καινούρια, βιομηχανική εποχή μας. Και εκείνο το κόκκινο που είναι ψυχή και λόγος κάποτε, ολάκερο με το σήμερα και το παρελθόν του, γόνιμο και τραγικό όπως η όμορφη Κασσάνδρα που αντίκρισα κάποτε επιληπτική και θρυλική στο σταθμό του Θησείου. Το κόκκινο πίσω από τα στόματα, μέσα βαθιά το κόκκινο έπειτα από το φιλί. Τέτοια είναι η καταγωγή της ποίησης. Προέρχεται από τόπους ερυθρούς με φωτιές, νύχτες, εκτελέσεις και πράγματα ψυχικά. Εκεί που δένονται οι άνθρωποι σαν σίδερα και τίποτε πια δεν μας αρμόζει από εκείνη τη μηχανική κούκλα του Βελμέρ. Το ερυθρό μιας αισθητικής και μιας ιστορίας και του συμπλέγματος που διαμόρφωσαν μες στους καιρούς. Οι στρόβιλοι, τα μανάρια, όσα παθαίνονται και δεν διδάσκονται είναι τα χνάρια που αφήνει πάνω στο χώμα το ποιητικό ντοκουμέντο των δύο ποιητών. Ετούτοι οι δυο άνθρωποι βαδίζουν πλάι πλάι, πέρα από χωρίσματα και τις κοινωνικές σηματοδοτήσεις. Είναι οι νέοι που απέμειναν στάχτες στους δρόμους της Πομπηίας, είναι οι χριστιανοί που αγαπιώνται και μισιούνται και τόσο πονούν μες σε ναούς και ξωκλήσια. Είναι οι Αμερικάνοι ιθαγενείς που βάφουν τα πρόσωπά τους και περπατούν στο Ναύπλιο και την οδό Φιλελλήνων. Μονάχα εκεί μπορεί κανείς να αντικρίσει τους δυο αιώνιους νέους, με τη φωτογραφική μεταφυσική του ο Καρούζος, πλάνητας από τους λίγους που φάνηκαν έξω απ΄τις αυλές μας και ο Εμπειρίκος, φτιαγμένος από άστυ και χώμα, ανεβαίνουν τους λόφους, σπάνε φεγγάρια και καταργούν τις λέξεις. Γεννούν ήχους και μυρωδιές,  τραγουδούν ανάμεσα σε νικήτες αιώνες μηχανών και επικρατούν, φθάνουν ως γόνιμα νερά στους κάμπους μας και μας σηκώνουν από τη γη, παρηγορούν την πιο αδύνατη επιθυμία μας. Θα ΄ταν σφάλμα μια τέτοια ποίηση, να σπαταλιέται μονάχα στο πεδίο του πολιτικού ή του κοινωνικού. Ο λόγος των δύο ποιητών είναι ανθρώπινος, έρρυθμος. Ή ακόμη καλύτερα, βαδίζει προς την αποσύνθεση, αναλογιζόμενος την ανεπάρκειά του στο μέγεθος του χρόνου και της ιστορίας. Πέρα από τον Μέγα Ανατολικό του Εμπειρίκου, ο οποίος εκτείνεται σε μια προοπτική, πρώτιστα ερωτική και ανθρωποκεντρική, οι δυο ποιητές συνθέτουν λευκώματα εντατικών στιγμογραφιών, οι στίχοι τους είναι καλέσματα, πομπές, φιλοδοξούν το αεικίνητο και το υπερβατικό, το συλλαμβάνουν στις πιο παράδοξες θέσεις. Η όψη του κοριτσιού στα πλάνα του Ανδρέα Εμπειρίκου με το πλαίσιο και στο βάθος τη γη, δίχως καμιά κατατομή αγγίζει τα όρια της ερήμωσης. Εκεί, στις πιο αχνές και επικίνδυνες περιοχές υφίσταται η ποίηση. Ένας μετασχηματισμός της πραγματικότητας. Μια προβολή πάντα του εσωτερικού εαυτού και του βάθους που κάποιες φορές ανοίγει οδούς. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Καρούζος κινούνται ανάμεσα στο φωτορεαλισμό και την πυκνότητα ενός υλικού που είναι βίωμα και αβαθής βυθός. Η τέχνη του κολάζ, ως ψυχικό μέσο στις πιο κορυφαίες στιγμές του. Τέτοιες ώστε δικαίως να μιλούμε σήμερα για μια ποίηση που υπερβαίνει τα κοινωνικά ιδεώδη. Η επαναστατικότητα που αντλείται από τη στιχουργική των δύο δημιουργών αρκεί για τον καταποντισμό του κόσμου. Επιβεβαιώνεται πάντα από μια επαναστατική, απαράμιλλη μορφή που άλλοτε συντάσσεται με το λόγο και άλλοτε πάλι τον αποδομεί, δίχως να μπορεί να περιγράψει την ηρωική αρετή, τον αδικαίωτο έρωτα, την προδοσία, την ανθρωπογραφία και τις γεωμετρίες του σχήματος της ιστορίας. Τη βυζαντινή μελαγχολία της επίκαιρης πια γνώσης και την δυναμική ιεροσύνη. Οι ερημίτες του Έσσε που ζουν από την ιερή σύνοψη είναι ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Καρούζος. Η δική τους σύνοψη είναι ανθρώπινη, γραμμένη από αυτό το υλικό που περιέχει η ζωή. Τίποτε το ηρωικό, μόνο επιδιώξεις του ανεκπλήρωτου και του απέραστου, όπως το προσδιόρισε ο Θωμάς Γκόρπας.
Ετούτοι οι αλήτες που χτίζουν γέφυρες με τα χέρια τους, ετούτοι οι μακρυσμένοι, πάντα φίλοι μας θέλουν να πάνε στον παράδεισο. Φιλοδοξούν το αναπόδεικτο. Πως υπάρχει κάτι περισσότερο από τους προαυλισμούς στον κόσμο και τις πολιτείες, κάτι που μπορεί πολύ να ξεπερνά τις απλές διεκπεραιώσεις της ζωής. Ερυθροί και άγριοι, όπως τοξότες αδάμαστοι από τα βουνά του Άτλαντα, γεννούν πάντα τα ποιήματα στο δρόμο και στην άκρια του φτερού, στήνουν τις σκηνογραφίες του δράματος, τις διαφυγές και τις υπερβάσεις. Μες στις σκηνές τους στήνονται τα οράματα. Εξαπολύονται οι μελλοντολογίες και οι μετάνοιες.
Το ερυθρό αναμιγνυόμενο με τ΄άνθρωπινο και τον ουρανό, δίνουν το ερωτικό. Μια λογική μεγάλου σχήματος.