ΜΕΓΑΛΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΗΡΩΕΣ ΜΙΚΡΟΙ

μικρος ηρως 24γραμματα24grammata.com/ αφιέρωμα 28η Οκτωβρίου 2013

ΜΕΓΑΛΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΗΡΩΕΣ ΜΙΚΡΟΙ

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Οι ήρωες δεν γερνούν. Παραμένουν θρυλικοί και ωραίοι, μες στην πλαστικότητά τους, εκτελώντας παράτολμες προσπάθειες, κόντρα σε καιρούς και ανθρώπους. Διατηρούν ακέραιο το θάρρος τους, λίγο μόνο ησυχάζουν, σέρνονται στους τοίχους και τις νύχτες υπερασπίζοντας πάντα τις ωραίες και ανεπανάληπτες ιδέες, στήνοντας αναρίθμητα ηρώα στην μεταλλουργική Δραπετσώνα, στην Καισαριανή, στις γειτονιές των Αθηνών. Ο Οδυσσέας, ο Καραγκιόζης, ο Γιώργος Θαλάσσης, η γλυκιά και αγέραστη Κατερίνα, ο Σπίθας, ο Αλδεβαράν, οι ανώνυμοι άγιοι που κοσμούν τα εικονοστάσια της μνήμης μας. Μορφές  απίθανες, που αποδεικνύουν την ελληνικότητά τους με την καταγωγή και το θάρρος τους. Νεαρά παιδιά και ιχνηλάτες από τα απόμακρα, ιονικά νησιά, άνθρωποι των καταυλισμών και των συνοικισμών της Ελευσίνας, οι έφηβοι των κεντρικών, αθηναϊκών λεωφόρων, ολομόναχοι και συντετριμμένοι κάποτε. Ετούτοι ήταν πάντα οι γνήσιοι ήρωες της τραγωδίας, του αδιάκοπου ελληνικού δράματος που ασθμαίνει καρκινικό στην ιστορία και την ατομική, την καταποντισμένη μνήμη.Ο Γιώργος Θαλάσσης, η Κατερίνα και ο Σπίθας δεν γερνούν. Θρυλικοί και ωραίοι, ακίνητοι μες στου αμερικανικού τύπου, έγχρωμα εξώφυλλα, σαν αιώνιοι, πάντα στον ίδιο ρυθμό και την ίδια ένταση, τίποτε βαθύτερο δεν πασχίζουν να αναπαραστήσουν παρά τη στιγμή του χρόνου, που είναι μια ολόκληρη και ανεπανάληπτη εποχή.
Η ελληνική ιστορία είναι γεμάτη από δράματα. Ο τζοϋσικός, ιστορικός εφιάλτης επαναλαμβάνεται σε τούτο τον τόπο, ολοένα πιο άγριος, ζητώντας τη θυσία, θεσπίζοντας τα νέα μνημεία της εθνικής συνείδησης. Ο 20ος αιώνας πιστός στη δραματική καταγωγή δεν θα στερήσει από τον ελληνισμό τις οδύνες, τις περιθωριοποιήσεις και τους ξεριζωμούς. Ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα η εγχώρια, πολιτική αστάθεια θα συμβάλλει στην αναζωπύρωση των εθνικών απειλών. Ο Μακεδονικός Αγώνας, ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, οι ιωνικοί, σωριασμένοι κίονες, οι τρομεροί ξεριζωμοί, οι διχασμοί και η δικτατορία πριν από την οριστική εγκαθίδρυση μιας αδιάσειστης, ελληνικής δημοκρατίας. Μες σε αυτήν την ιστορική, τραγική ακολουθία κορυφαίο και ενδεικτικό της ενστικτώδους αναγκαιότητας για ελευθερία γεγονός αποτέλεσε δίχως αμφιβολία η τιτάνια προσπάθεια ενός λαού να εκδιώξει οριστικά τη γερμανική κατοχή. Μια στρατιωτική επιβολή που σε τίποτε δεν έχει να κάνει με τις οικονομικές αυθαιρεσίες των επιγόνων. Μια ολόκληρη κοινωνία, απέναντι στους προδότες και τους κατακτητές ορθώνει το ανάστημά του εμπρός στη ναζιστική, πενταετή λαίλαπα. Οι νεκροί χιλιάδες από την πέινα και το αντάρτικο των πόλεων, τις προδοσίες και τις αναίτιες εκτελέσεις. Όσοι πάλι ζήσουν για να μαρτυρήσουν τα χρόνια της εθνικής αγωνίας, επιβεβαιώνουν με τον το πιο σαφή και αδιαμφισβήτητο τρόπο την αυταπάρνηση και το «αδέσμευτο» του δοκιμασμένου, ελληνικού ψυχισμού. Ένα έθνος εξοικειωμένο με την επανάσταση και τις άπειρες, απειλητικές μορφές της συνταγμένο εμπρός στη γερμανική μηχανή, ανυπεράσπιστο εμπρός σ΄άρματα μάχης, πολυβόλα και γερμανικά στρατηγεία.
Ετούτη τη θλιβερή συγκίνηση, την οποία η δημοτική ποίηση τόσο εύστοχα και μακροχρόνια συντήρησε μες στους κόλπους της, το ίδιο, αυτό συναίσθημα της συντριβής και του οράματος το οποίο έθρεψε και ενθάρρυνε το ύφος και την ηθική του λαού και του τόπου, ανανεώνεται κατά τη διάρκεια του αντιναζιστικού αγώνα. Η αντίσταση, ως μια ανανέωση της θλιβερής και αναγκαίας, ελληνικής παράδοσης που θέλει τον λαό δοσμένο στους αγώνες και τα πάθη στάθηκε μια κορυφαία στιγμή της εντόπιας ιστορίας. Ενάντια σε κάθε αριθμητική και κάθε προσδοκία ο ελληνικός λαός, δίχως να απολέσει ποτέ την πίστη του για την ελευθερία, υψώθηκε χαλύβδινος, δικαιώνοντας τον Γερμανό Χέρμαν Έσσε, όταν επισημαίνει πως οι μικρές ελίτ των καλοπροαίρετων, των ικανών για θυσίες ήταν εκείνη που διαφύλαξε πάντα στον κόσμο το Καλό και το Ωραίο και το πολλαπλασίασε. Σε μια τέτοια περίσταση ερεθίζεται ολόκληρη η ψυχή του έθνους, μιας Ελλάδας καθώς εκείνη που κρατά το βαμβάκι με το ιώδιο στο μυθιστόρημα του Γιώργου Μιχαηλίδη. Εφευρετικές οι τέχνες, -η μουσική, το θέατρο, ο λόγος-, εντοπίζουν τα κλειδιά μιας εποχής και έτσι την τραγουδούν, στήνοντας μικρούς οδοδείκτες για τους αρχαιολόγους του μέλλοντος. Η ίδια αυτή τέχνη, ευγενική και αφοσιωμένη τάσσεται στο πλευρό της κοινωνίας, ενισχύοντας πάντα το στοιχείο του «εθνικού», ως κρίκο συνδετικό ανάμεσα στο παρελθόν και την επίκαιρη, ιστορική συγκυρία. Οι συμβολισμοί, οι προσευχές, ο μεμονωμένος στίχος αρκούν για να θρέψουν μια ανάσα ελληνισμού, πλουτίζοντας σημαντικά τη γνώση, την οπτική και την  ευρύτητα των οριζόντων προσδοκίας, όπως ονειρικά τους φανταζόμαστε στα ποιητικά εγχειρίδια του Γιάννη Δάλλα. Μιλούμε για τις φορές εκείνες που η ζωή και η τέχνη συμπίπτουν, προσδιορίζοντας μια επανάσταση ή μια τομή στο κατεστημένο. Είναι η γαιώδης τέχνη, μια ισότονη δημιουργία, η εγγύηση για ένα βλέμμα θερρινό. Ο ζωγράφος Γκίκας σημειώνει πως με τούτο τον τρόπο η αγνότητα, το διαυγές και το ακηλίδωτο κρύσταλλο των πιο τρυφερών σκέψεων, τείνουν τους συλλογισμούς μας προς ορισμένες κατευθύνσεις, διαμορφώνοντας το ύφος και την ηθική μιας ολόκληρης εποχής. Μια αποκάλυψη στο τέλος των ιχνών, πέρα από τα νερά και τις βροχές που σβήνουν τα χνάρια.
Η περίπτωση του «Μικρού Ήρωα», της «Συννεφιασμένης Κυριακής» ή του πελώριου, εκείνου προσωπείου στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, ανάγουν την ιστορική δοξασία, επισημαίνουν την περίσταση και τους συμβολισμούς που θα αποκαλύψουν την παράδοση και τα τιμαλφή της. Μια παράδοση που τρέφεται, ακμάζει και εξαντλείται, συντηρώντας μες στους κόλπους της την έννοια της ταυτότητας, μια συνέπεια της γλώσσας, της μορφής και της δράσης. Ακόμη και αν το νέο δεν παρήχθη ποτέ στην ελληνική, καλλιτεχνική σκηνή, εντούτοις η εθνική ιστορία στάθηκε πάντα πόλος και αφετηρία εκείνης της ευλογημένης εντοπιότητας που ανθίζει αιώνες τώρα το εθνικό δέντρο και τους μυθικούς καρπούς του. Μια τέτοια υπηρεσία προσέφερε ο Ανεμοδουράς με τους «μικρούς, απέθαντους ήρωες.» Στην αυγή του εμφύλιου σπαραγμού, στην έξοδο ενός εθνικού αγώνα με υψηλό, ανθρώπινο κόστος οι μορφές του Ανεμοδουρά υποδεικνύουν στη νέα γενιά μια σειρά ιδανικών που είχαν εκπληρωθεί και ρεαλιστικοποιηθεί την κατοχική περίοδο. Μορφές όπως ο Θαλάσσης, η Κατερίνα και ο Σπίθας με την αδέξια και αγνή παιδικότητά τους, με μια άπειρη τρυφερότητα για τα λησμονημένα ιδανικά αντικρίζουν τη ζωή και την ιστορία δίχως δισταγμούς, ενσαρκώνοντας την έννοια του οράματος και του θάρρους. Πέρα του «ελληνικού», το οποίο συνιστά μια ιδεολογική αφετηρία για τις εκδόσεις του Ανεμοδουρά, στην περίπτωση των «Μικρών Ηρώων» έχουμε να κάνουμε με το στοιχείο του φανταστικού, το οποίο δεν βρίσκεται μες στην πλοκή ή το έγχρωμο σχέδιο, αλλά στον εμπεδωμένο φόβο των νεαρών αναγνωστών που έχουν στην πλειοψηφία τους βιώσει την ατομική και συλλογική δυστυχία ενός  μακροχρόνιου και επώδυνου αγώνα. Μια ενσάρκωση της σπουδαίας παραδοχής με την οποία τελειώνει η ζωή και αρχίζει η επιβίωση. Με τούτον τον ανυπόφορο όσο και αληθή ρεαλισμό ο Ανεμοδουράς στοχεύει στην τόνωση της ιστορικής γνώσης, της εθνικής συνείδησης, της γλώσσας και των όρων εκείνων που σημαίνουν αγωγή και παιδεία. «Οι Μικροί Ήρωες» δεν επαναπροσδιορίζουν και δεν διευρύνουν παρά τα όρια μιας ενότητας εθνικής, ικανής να ικανοποιήσει την ανάγκη για την οριστική έξοδο από την πραγματικότητα και την εξαργύρωση της ιστορικής μνήμης σε ένα είδος ενεργητικού στοχασμού. Ετούτος ο τελευταίος κατά πολύ υπερβαίνει τον εσωτερικό, καλλιτεχνικό ρεαλισμό, παραχωρώντας στην εικόνα και το λόγο μια οντότητα κοινωνική. Σε μια εποχή που απαιτείται η εδραίωση της ανθρώπινης ελευθερίας ο Ανεμοδουράς αποδεικνύει τη σχέση ανάμεσα στην άσκησή της και τα σύμβολα. Ως τέτοια σύμβολα μπορούν να θεωρηθούν «οι μικροί ήρωες» του Ανεμοδουρά, μια τέχνη καλή και χρήσιμη που θα συγκινεί και θα επιβάλεται στο πνεύμα, ακολουθώντας το πνεύμα και το γράμμα του ζωγράφου Μπουζιάνη.
Εκείνη την Κυριακή είχε μια βαριά συννεφιά. Η Θεσσαλονίκη μες στις ομίχλες και τους νωθρούς, πρωινούς ατμούς. Σταθήκαμε έξω από το μαγαζί και μύριζε θάλασσα και τρυφερό χορτάρι. Δυο μετέωρα φορτηγά χάραζαν αργά τις πορείες τους στο βάθος του Θερμαίκού και ήταν οι φωτισμοί τους μόνο που διακρίνονταν. Κανείς δεν μιλούσε και είμαστε λυπημένοι. Το σκυφτό πλήθος μας προσπέρασε, χάθηκε μες στα νερά. Ήταν Χριστοί από την Ιεριχώ, την Ελασσόνα και την Αθήνα που έκαναν τα πρωινά τους θαύματα. Κοιταχτήκαμε και δεν μιλήσαμε γιατί είναι ώρες που το παραμύθι και τ΄όνειρο αποκτούν μια ίδια, απαράλλαχτη εικονοποιία.Εκείνο τον Απρίλη δεν συλλογιστήκαμε ούτε στιγμή την επιτάφια Άνοιξη, το πένθος και και την ανανέωση του κόσμου. Γράφαμε «σιωπή» σε όλους τους τοίχους, στα χώματα, τις ομίχλες, , γράφαμε «σιωπή» σε όλους τους δρόμους, πάνω στα πλοία, οι συχνότητές μας «σιωπή» εμπρός στα νερά και τους λιμένες, «σιωπή» γραμμένη στα ντεπώ, πάνω στα δοκάρια της μακριάς μας νύχτας με τους τριγμούς, τη βουλιμία και την έλξη του. «Σιωπή» γράφαμε πάνω στα άμφια της καινούριας μέρας, σαν ζαχαρένιες κούκλες γράφαμε μονάχα «σιωπή» πάνω στα μάρμαρα και τις πλατείες, στα λευκά από τις προσευχές αγάλματα των ναών. «Σιωπή» στους κήπους της Πηνελόπης και σ΄όλο τον κόσμο. «Σιωπή.» Η Κατερίνα  ήταν ένα θαύμα εφηβικών χειμώνων. Συμφωνήσαμε να αφήσουμε μπουκάλια με μηνύματα στο πέλαγο.Έπειτα ορκιστήκαμε στους θεούς, παραβλέψαμε τις ατέλειες και τα λάθη τους. Είπαμε θα σώσουμε τ΄αρχαία στρώματα ετούτου του τόπου. Χαθήκαμε μες στην ομίχλη. Τώρα τα πλοία βυθίζονταν και κατακόκκινες ξανοίγονταν οι αποθήκες και τα στρατόπεδα. Έκανε κρύο πολύ και η Κυριακή μας συννεφιασμένη. Θα΄ρχονταν χρόνια απέραστα. Έπειτα μπήκαν στην πόλη και χωριστήκαμε. Γίναμε ήρωες μικροί, Καρδιές αγωνιστικές, πληθυντικές.