«Έκαμα πατρίδα μου ό,τι με κοιτά πιο τρυφερά στα μάτια…»

πατριδα 24γραμματα24grammata.com/ αφιέρωμα 28η Οκτωβρίου 2013

Μ. Τασάκος

 

Διαβάστε, επίσης, το μυθιστόρημα του M. Τασάκου, “ο μέτριος βίος του Αλέξανδρου Βαλέτα” κλικ εδώ

(Άγνωστης πένας, απόσπασμα)
Ενσωματωμένη πλατυτέρα παιδεία, μια ζωή αφιερωμένη στον σχολαστικισμό του χάρτου και μνήμες παιδικές, θάπρεπε να δίδουν αυθόρμητη απάντηση σε ερωτήματα κοινότοπα. Μα όταν πρόσφατα θέλησα να επιστρέψω στα ειδύλλια της δύσκολης σχολικής ηλικίας, έπεσα πάνω στο Δροσίνειο (ρητορικό στην εποχή του) ερώτημα: «…πες μου, ποιος είναι ο τόπος σου και ποια πατρίδα έχεις;». Καταστράφηκε το αυτονόητο, θρυμματίστηκε το δεδομένο· κι απέμεινα να συλλογιέμαι πως φυσικά την περιβόητη ανάκαμψη μάταια την ψάχνουμε στους τραπεζικούς λογαριασμούς. Αργά μα σταθερά, δεκαετίες τώρα, εκείνο που έχει καμφθεί δεν είναι το εμπορικό δούναι και λαβείν, μα μια συνείδηση συλλογική, μια συναντίληψη στα αυτονόητα της πυξίδας, μια αγορά που μπορεί να καυγαδίζει, μα την ίδια ώρα μπορεί και μένει στην ουσία, στον λόγο, στην ιστορία – εκείνη με το ιώτα μικρό, εκείνη που γράψαν παππούδες και πατεράδες, όχι μόνο στα αλβανικά όρη, αλλά στην  καθημερινότητά τους με φιλοξενία, ανοχή και αλληλεγγύη· και άλλα, μικρά και μεγάλα, ηχηρά και άσημα.
Οι κάμποι, ο γαλανός ουρανός και τα όμορφα χωριουδάκια του Πολέμη και του Δροσίνη (μα μήπως και οι Καβάφειες Θερμοπύλες;), για πολλούς από εμάς, (ολίγον δεινόσαυρους, ολίγον θύματα κοινωνικής α-παιδείας και πολύ μπερδεμένους από παιδικάτα που πατούσαν σε δύο βάρκες), κατάντησαν σιχασιά για τα προδομένα και περιόρισαν το πατριδονόημα στα ελάχιστα τετραγωνικά του οικογενειακού τάφου. Συναντώ συχνά παλιούς φίλους, συμφοιτητές, μα όταν η κουβέντα πιάνει τα θέματα αυτά, τα βλέμματα ατονούν, σαν να βαριούνται, οι ώμοι προδίδουν μια παραίτηση. Σε κάτι όλοι συμφωνούν, μα μόνο ελπίδα δεν δίδει αυτή η συναίνεση: το αναζωπυρωμένο φασιστικό φαινόμενο, αλίμονο, δεν είναι ιδεολογία. Δεν είναι καν πολιτική. Είναι συμπεριφορά που σμιλεύτηκε για χρόνια, και τα υλικά του τα κουβαλήσαμε όλοι. Η σχεδόν.
Όταν η πολιτευόμενη εθνικοφροσύνη ταύτισε την πατρίδα με τα σύνορα, εμείς οι απέναντι, οι πονηροί, οι βλέποντες μακράν, καταφύγαμε σε παράδρομο εναλλακτικό. Απλώσαμε την έννοια της πατρίδας στα της ελληνικής παιδείας, στον ποιητικό λόγο (ακόμη και κείνων των καταραμένων ποιητών του 20, ιδιαίτερα εκείνων…), ακόμη και στις αρετές του ορθόδοξου ράσου που όργωνε τα πατρικά χωράφια.
Μα τι αυταπάτη! Εκεί που ακουμπήσαμε για την εναλλακτική της πατρίδος έννοια, εκεί χτύπησε και ο εγκέλαδος και κατεδάφισε τον κόσμο της σιγουριάς και μιας ηλίθιας αυταρέσκειας. Η ελληνική παιδεία έγινε υπόθεση μιας ταμπουρωμένης μειοψηφίας, κάτι σαν του Γάλλους του Cambronne μπροστά στα αγγλικά κανόνια, δευτερόλεπτα πριν το merde· η ποίηση, α! η ποίηση τράπηκε νωρίς σε φυγή, από συνειδήσεις και ράφια βιβλιοπωλείων· και το ράσο απέκτησε στρας κι ανέβηκε τα σκαλιά της αρχιεπισκοπής.
Κάθε επέτειος έχει μια παράτα και έναν στόμφο που αναιρεί το νόημά της, κάτι σαν εκείνο το φοινικόπουλο που έψαχνε το νόημα της 21ης Απριλίου σε σχολειά και στρατώνες πάνω από ένα μικρόφωνο οικτρά βραχνιασμένο. Αντί για παρελάσεις και μνήμη από πλαστικό, θα προτιμούσα το Δίστομο να είχε κρατήσει την μνήμη του στην κάλπη· ο νεοέλληνας μάγκας να μην έχει ενσωματώσει την βία και την αργκό του περιθωρίου στην άχρωμη ζωή του· και τα σχολειά να μην βγάζουν κεφάλια χλωμά και αποστειρωμένα (ή παραιτημένα πρόωρα), σαν δείγματα αρωμάτων χωρίς την μεθυστική essence τους.
Μου είναι αδιάφορες οι παρελάσεις, τα παιδικά ποιηματάκια, (ίδια εδώ και πενήντα χρόνια), τα άρματα που βγαίνουν δεν βγαίνουν στην εξέδρα κι ο ξύλινος λόγος των επισήμων – ιδιότητα που μυρίζει φορμόλη εδώ και έτη πολλά. Την πατρίδα ορώ και αντικρίζω στον περαστικό που δεν πετά τα σκουπίδια στον δρόμο· στην αλληλεγγύη που θυσιάζει το σαββατιάτικο shopping αντί πινακίου φακής στον γέροντα των πολυϊατρείων· στον μαθητή που ονειρεύεται με ποίηση· στον πολιτικό που αποθνήσκει πένης· στους γείτονες που αγαπούν τα βιβλιοπωλεία και σέβονται τους πνευματικούς τους· και σε πνευματικούς που σέβονται την ευφυΐα τους και τολμούν να πουν τα αυτονόητα.
Κατά σύμπτωση στον οικογενειακό τάφο αναπαύεται συγγενής, πεσών στο έπος. Κοιτάζω κατά διαστήματα την τελευταία πριν το βόλι φωτογραφία – στητός μέσα στη στολή, ζωντανός όσο ποτέ, με μιαν Άνοιξη στα μάτια που δεν πρόλαβε να ανθίσει. Αν ζούσε σήμερα, θάπαιρνε μια κουτσουρεμένη σύνταξη για τα υπέρ πατρίδος δρώμενα. Ίσως και να τον έσερναν νοσοκόμες μπροστά από την Βουλή, την ώρα που η θεία Βασιλεία θα νοσταλγούσε την φωνή του Στέα, στιβαρώς περιγράφουσα τα δακρύβρεχτα.
Δεν βαριέσαι. Ίσως καλύτερα, εκεί στην πλαγιά των ορέων, κάτω από μανδύα λευκό. Και άσπιλο. Με τη σιγουριά πως δεν έφυγε επί ματαίω…

Μ.Τασάκος, 2013
[email protected]
tasakosm.wordpress.com