Ομοιότητες και Διαφορές στα Προοίμια των Ιστορικών Έργων: η περίπτωση του Προκόπιου και της Άννας Κομνηνής

αννα κομνηνη 24γραμματα24grammata.com- Βυζάντιο

Προοίμια ιστορικών έργων: η περίπτωση του Προκόπιου και της Άννας Κομνηνής

του Κώστα Κυριάκη http://constantinoskyriakis.blogspot.gr/

Εισαγωγή
Οι βυζαντινοί ιστορικοί ασχολούνται στο έργο τους με μια σύντομη, συνήθως, χρονική περίοδο, η οποία δεν απέχει και πολύ από την εποχή τους.  Προέρχονται από υψηλές κοινωνικές τάξεις και έχουν λάβει επιμελημένη μόρφωση.  Συχνά κατέχουν πολιτικά ή στρατιωτικά αξιώματα στην αυτοκρατορική αυλή.  Ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό το παράδειγμα της κλασικής ιστοριογραφίας, τόσο ως προς τη γενική κατασκευή, δηλαδή την οικονομία και την έκθεση της ύλης, όσο και ως προς το γλωσσικό ιδίωμα.  Στα προοίμια των έργων τους εκθέτουν τις προγραμματικές τους θέσεις σχετικά με τη μέθοδο, την πρόθεση και την αξία της ιστορίας τους.

Προκόπιος.  Τα προοίμια των ιστορικών του έργων
Η εποχή της βασιλείας τού αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ (527-565) χαρακτηρίζεται ως μεταβατική περίοδος από την ειδωλολατρική αρχαιότητα στο χριστιανικό μεσαίωνα, επειδή αρχαία στοιχεία επιβιώνουν κοντά με τα νέα, βυζαντινά και χριστιανικά, που έχουν αρχίσει ήδη να διαμορφώνονται.[1] Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός
Οι συγγραφείς του 6ου αι. είναι χριστιανοί, σε αντίθεση με τους συγγραφείς του 4ου και 5ου αι., και οι περισσότεροι προέρχονται από την περιφέρεια της αυτοκρατορίας.  Εισρέουν, όμως, στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη και συγκεντρώνονται γύρω από τον αυτοκράτορα, που ενσαρκώνει με χαρακτηριστικό τρόπο τη βυζαντινή αυτοκρατορική ιδέα στην προσπάθειά του να ανασυστήσει την παλαιά ρωμαϊκή αυτοκρατορία.  Έτσι, η λογοτεχνία της περιόδου σχετίζεται, εν μέρει, με τον αυτοκράτορα και τις πράξεις του.[2] Δημιουργούνται (ή τελειοποιούνται) νέα λογοτεχνικά είδη, όπως το κοντάκιον και οι βίοι των αγίων, ενώ τα αρχαία είδη γνωρίζουν νέα άνθηση, όπως η ιστοριογραφία, η χρονογραφία, το επίγραμμα.  Στην ιστοριογραφία ξεχωρίζει ο Προκόπιος από την Καισάρεια της Παλαιστίνης (περ. 500- μετά το 562 μ.Χ.), ο οποίος θεωρείται ως «ο σημαντικότερος ιστορικός της περιόδου και γενικότερα όλης της βυζαντινής εποχής».[3] Ο Προκόπιος θεμελιώνει τη βυζαντινή ιστοριογραφία ως αφήγηση σύγχρονων ιστορικών γεγονότων, διοχετεύοντας φυσικά στο έργο του τη στερεή κλασική του μόρφωση.  Ο Προκόπιος, ρήτορας[4] και σχολαστικός (= νομικός), από το 527 εργάστηκε ως «ξύμβουλος, πάρεδρος και υπογραφεύς» στο επιτελείο του στρατηγού Βελισάριου, τον οποίο ακολούθησε στις εκστρατείες του κατά των Περσών στην Ασία (527-531, Ιστορίαι ή Υπέρ των πολέμων λόγοι, βιβλία 1-2), κατά των Βανδάλων στην Αφρική (533-536, Ιστορίαι ή Υπέρ των πολέμων λόγοι, βιβλία 3-4) και κατά των Γότθων στην Ιταλία (536-540, Ιστορίαι ή Υπέρ των πολέμων λόγοι, βιβλία 5-7), αντλώντας «αποχρών ποσόν γνώσεων πολιτικών, στρατιωτικών, γεωγραφικών και εθνογραφικών».[5]  Το στοιχείο της αυτοψίας και η προσωπική συμμετοχή στα γεγονότα καθώς επίσης και ότι ήταν σύμβουλος του στρατηγού Βελισάριου θα δώσει στον Προκόπιο την πρώτη ύλη για να συγγράψει την ιστορία του.[6] Στα προοίμια των έργων του: Υπέρ των πολέμων λόγοι και Ανέκδοτα, ο ιστορικός εκθέτει τις προγραμματικές του θέσεις σχετικά με τη μέθοδο, την πρόθεση και την αξία της ιστορίας του, διατυπώνοντας το βασικό του στόχο με σαφήνεια: την ανεύρεση της αλήθειας (ξυγγραφή δε αλήθειαν).  Είναι πρόδηλο πως ο ιστορικός εκφράζει την αρχή της αντικειμενικότητας[7], δηλαδή την αμεροληψία και την φιλαλήθεια, που κληρονόμησε από τους κλασικούς ιστοριογράφους.
Το Υπέρ των πολέμων λόγοι εισάγεται με μια έκφραση πληροφοριακού χαρακτήρα.  Πρόκειται για μια λιτή τριτοπρόσωπη αυτοπαρουσίαση που παραπέμπει ευθέως στον Ηρόδοτο και στο Θουκυδίδη, με την οποία δηλώνεται το όνομα και η καταγωγή του ιστορικού και παρουσιάζεται το θέμα που σκοπεύει να αφηγηθεί.[8]  Στη συνέχεια επισημαίνεται εμφατικά ο διδακτικός χαρακτήρας της ιστορίας και η πρόθεση του ιστορικού: να διαφυλάξει στη μνήμη τα γεγονότα και τα επιτεύγματα των ανθρώπων, έτσι ώστε να λειτουργήσουν παραδειγματικά, είτε προς μίμηση είτε προς αποφυγή, για τις επόμενες γενιές, όταν κληθούν να αντιμετωπίσουν παρόμοιες καταστάσεις.
Το διδακτικό χαρακτήρα της ιστορίας, είναι φανερό, πως ο Προκόπιος αντλεί τόσο από τον Ηρόδοτο όσο και από το Θουκυδίδη και μάλιστα φτάνει να τους μιμείται ακόμη και υφολογικά.[9]  Τα γεγονότα που πραγματεύεται τα θεωρεί αξιοθαύμαστα και αξιομνημόνευτα, γεγονότα που υπερέχουν σε σχέση με τα προηγούμενά τους, και γι’ αυτό ο ιστορικός οφείλει να τα καταστήσει διαχρονικά.  Με ανάλογο τρόπο οι κλασικοί ιστορικοί υπερασπίστηκαν την αξία των γεγονότων που αφηγήθηκαν στα έργα τους.[10]  Ο Ηρόδοτος έγραψε για έργα «μεγάλα τε και θωμαστά», τα οποία δεν θα έπρεπε να σβήσουν άδοξα, ενώ ο Θουκυδίδης άρχισε τη συγγραφή της δικής του ιστορίας αμέσως από τα πρώτα γεγονότα του πολέμου των Πελοποννήσιων και των Αθηναίων, επειδή είχε σχηματίσει τη γνώμη πως «μέγαν τε έσεσθαι και αξιολογώτατον των προγεγενημένων».
Οι εμπειρίες του από τα πεδία των μαχών και η κίνησή του μέσα στον αναπεπταμένο χώρο της αυτοκρατορίας του έδωσαν τη δυνατότητα να συγγράψει ένα ιστορικό έργο που ερείδεται τόσο στην προσωπική του πείρα (είναι σύγχρονος και αυτόπτης ή αυτήκοος μάρτυρας των γεγονότων που περιγράφει)[11] όσο και στην επιτόπια έρευνα (λόγω του δημόσιου αξιώματος που κατείχε είχε πρόσβαση σε διάφορα κρατικά αρχεία και έγγραφα).[12]  Έτσι, το έργο που κατέλειπε έχει την αξία «ντοκουμέντου» για την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ , αφού περιέχει πολλά αυθεντικά στοιχεία και αξιόπιστες μαρτυρίες και πάντως όχι μόνο για τα πολεμικά γεγονότα.[13] Παράλληλα με τη διαδικασία της διακρίβωσης των πληροφοριών και των γεγονότων που περιγράφει, ο ιστορικός εκφράζει την αντίθεσή του στην πιθανότητα απόκρυψης, λόγω πιέσεων, της πραγματικότητας.  Έτσι, στα Ανέκδοτα δεν διστάζει να καταφερθεί ενάντια στο αυτοκρατορικό ζεύγος και στον Βελισάριο και στη σύζυγό του, προκειμένου να αποκαλύψει την παρασκηνιακή τους δράση και τις απόκρυφες πλευρές του χαρακτήρα τους, καθώς επίσης και τις ραδιουργίες και τα σκάνδαλα της αυτοκρατορικής αυλής, με σκοπό να αποτρέψει τις πιθανές παρεκτροπές των μελλοντικών τυράννων ή να παρηγορήσει όλους όσοι στο μέλλον θα βρεθούν σε δυσχερή θέση.
Όσον αφορά στο ύφος και στη γλώσσα των κειμένων του Προκόπιου σημειώνεται πως αυτά είναι γραμμένα σε γλώσσα αττικίζουσα.  Μεταφέρει συχνά αυτούσιους λεκτικούς και φραστικούς τύπους από τα έργα των κλασικών, χρησιμοποιεί περιφράσεις και συχνά θυσιάζει την ακρίβεια του νοήματος, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιείται πολύπλοκη σύνταξη με λανθασμένο τρόπο.  Ωστόσο, το ύφος του χαρακτηρίζεται σαφές, εναργές και νευρώδες.[14]

Ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στα προοίμια του Προκόπιου και της Άννας Κομνηνής
Η εποχή της δυναστείας των Κομνηνών (1081-1204) προσλαμβάνει, σχολιάζει και ερμηνεύει την αρχαία λογοτεχνία, καλλιεργώντας εντατικά τα αρχαία είδη, αλλά συγχρόνως αναπτύσσει και τη δημώδη λογοτεχνία.  Πρόκειται για μια περίοδο αντιφάσεων και αναζητήσεων, όπου η ατομική εμπειρία τίθεται στο επίκεντρο της κριτικής και της αμφισβήτησης.  Το είδος της ιστοριογραφίας φτάνει σε νέα ακμή με το έργο της «εξαιρετικά μορφωμένης και φιλόδοξης πριγκίπισσας Άννας Κομνηνής (1083-1153/4)».[15] Η Άννα Κομνηνή
Στην Αλεξιάδα, δηλαδή στην ιστορία των πολέμων του Αλέξιου Α’ του Κομνηνού (1081-1118), η Άννα Κομνηνή, ακολουθώντας τα κλασικά πρότυπα, εκθέτει τις προθέσεις της σχετικά με τη συγγραφή της ιστορίας κατά τρόπο ανάλογο με τον Προκόπιο από την Καισάρεια.  Επισημαίνοντας αρχικά το στόχο της ιστορίας της, που είναι η διάσωση από τη λήθη των σημαντικών γεγονότων, προβαίνει στην παρουσίαση της ταυτότητάς της με ιδιαίτερα εγκωμιαστική διάθεση, πράγμα που τη διαφοροποιεί από τις λιτές και συνήθως τριτοπρόσωπες αυτοπαρουσιάσεις των κλασικών ιστοριογράφων.[16]  Αντικείμενο του έργου της είναι η αφήγηση της ιστορίας του πατέρα της Αλέξη Κομνηνού.[17]  Σκοπός της δεν είναι η εξύμνηση αλλά η αντικειμενική παρουσίαση των γεγονότων[18], χωρίς να αποκρύψει στοιχεία που πιθανόν να θίξουν πρόσωπα, ακόμη και οικεία.[19]  Ως πηγές του έργου, εκτός από την προσωπική της πείρα, χρησιμοποιήθηκαν, οι αφηγήσεις του πατέρα, της μητέρας, του συζύγου της και άλλων βυζαντινών προσωπικοτήτων, καθώς επίσης επίσημα έγγραφα του αρχείου του παλατιού.  Αξιοποίησε πληροφορίες από αφηγήσεις διαφόρων προσωπικοτήτων της Δύσης καθώς και έργα βυζαντινών ιστορικών, όπως του συζύγου της Νικηφόρου Βρυέννιου[20], του Μιχαήλ Ψελλού, του Μιχαήλ Ατταλειάτη κ.ά.
Η διαφορά ανάμεσα στους ιστορικούς που άκμασαν κατά τον 6ο και 7ο αι. και των ιστορικών του 11ου μέχρι του 15ου αι. βρίσκεται στη γλώσσα.  Οι πρώτοι, όσο και αν είναι μιμητές του ύφους των κλασικών ιστορικών, βρίσκονται ακόμη κοντά στη γλώσσα του αρχαίου κόσμου.  Αντίθετα, οι ιστορικοί του 11ου και των επόμενων αιώνων σπουδάζουν την αρχαία ελληνική ως ξένη γλώσσα.  Την εποχή αυτή η ζωντανή δημώδη γλώσσα είχε απομακρυνθεί μορφολογικά, λεξιλογικά και συντακτικά από την αρχαία ελληνική, έτσι ώστε η χρήση της να μοιάζει «τεχνητή» και ακατάληπτη, χωρίς ιδιαίτερη προπαίδεια.[21] Η αφήγηση της Άννας Κομνηνής προβάλλει μια ιδιαίτερη μορφή καλλιεργημένου και περίτεχνου αττικίζοντος λόγου.  Η ανώτερη εκπαίδευση και η πολύπλευρη μόρφωσή της, της επέτρεψαν να χρησιμοποιεί με αρκετή ευχέρεια φραστικά σχήματα, λέξεις της κλασικής γραμματείας, τεχνικούς όρους καθώς και εκφράσεις της καθημερινής γλώσσας, συνθέτοντάς τα σε ένα αρμονικό σύνολο.  Το ύφος της προσιδιάζει περισσότερο σε λογοτεχνικό κείμενο, καθώς διαφαίνεται με ευκρίνεια η πρόθεσή της να προκαλέσει συγκίνηση, μέσα από ζωντανές περιγραφές και θρηνητικά ξεσπάσματα.[22] Γενικά, τα προοίμια των έργων του Προκοπίου και της Άννας Κομνηνής απηχούν τις ίδιες απόψεις για τη μέθοδο, την πρόθεση και την αξία της ιστορίας, αλλά διαφέρουν ως προς τον τρόπο με τον οποίο τις εκφράζουν.  Ο Προκόπιος αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο διδακτικό χαρακτήρα της ιστορίας, που τη θεωρεί πηγή γνώσης και διδάγματος.  Η Άννα Κομνηνή αποβλέπει κυρίως στο μνημειακό χαρακτήρα της ιστορίας, δίνοντας έναν τόνο απομνημονεύματος στο έργο της, καθώς ασχολείται με τη διάσωση αξιομνημόνευτων στιγμών και με την καταγραφή αξιοθαύμαστων πράξεων σημαντικών ανθρώπων.[23]  Η διαφορά αυτή οφείλεται κυρίως στο γενικότερο πνεύμα της εποχής στην οποία έζησε καθένας από τους δυο ιστορικούς.
Ο Προκόπιος, ιστορικός της πρώιμης βυζαντινής περιόδου, ζει στο μεταίχμιο της ύστερης αρχαιότητας και ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τους κανόνες συγγραφής της κλασικής γραμματείας.  Πέρα από τα γλωσσικά και εκφραστικά στοιχεία που υιοθετεί και τις θέσεις του σε σχέση με την αντικειμενικότητα της διήγησης, αναπτύσσει μια κριτική διάθεση των γεγονότων και έτσι εναρμονίζεται με το γενικότερο σύστημα της σκέψης των κλασικών, οι οποίοι αποσυνδέοντας την ιστορία από τον μύθο[24], απέδιδαν την εξέλιξη του ιστορικού γίγνεσθαι στον παράγοντα της τύχης.  Με την έκφραση «τύχη τις», άλλοτε αναφέρονται στις περιπτώσεις της θεϊκής παρέμβασης και άλλοτε σε μια αφηρημένη φιλοσοφική – μηχανιστική διάσταση.[25] Η Άννα Κομνηνή, ακολουθώντας το πνεύμα των ιστορικών της μεσοβυζαντινής περιόδου, θεωρεί ότι στην εξέλιξη της ιστορίας δεν παρεμβαίνει μόνο το υπερβατικό στοιχείο με τη μορφή της θείας πρόνοιας, αλλά αναγνωρίζει και έναν καθοριστικό ρόλο στη μεσολάβηση της ατομικής εμπειρίας.[26]  Οι χαρακτήρες και οι συμπεριφορές των ανθρώπων, ιδιαίτερα όσων κατέχουν υψηλές θέσεις στην κοινωνική πυραμίδα, έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν ή και να κατευθύνουν τη ροή των γεγονότων.  Η Άννα Κομνηνή εκφράζει μέσα από το έργο της την εποχή της, εποχή αναγέννησης τού ενδιαφέροντος για την κλασική γραμματεία.  Ο φιλοσοφικός στοχασμός αρχίζει να κινείται ανάμεσα στο πνεύμα του ανθρωπισμού και του μυστικισμού[27], συνιστώντας ένα πλαίσιο διαλεκτικής συνύπαρξης που προσανατολίζεται στην αναζήτηση του σκοπού και της αξίας της ανθρώπινης ζωής.
Μια ακόμη διαφορά ανάμεσα στον Προκόπιο και στην Άννα Κομνηνή μπορεί να ανιχνευτεί στην αντίληψη της «κοσμικής γεωγραφίας» που έχει ο καθένας τους.  Ο Προκόπιος διανθίζει την ιστορία του με εθνογραφικές λεπτομέρειες για μακρινούς λαούς και μεθοδολογικά ακολουθεί τον Αππιανό στη διάταξη της ύλης του, που είναι τοπική.[28]  Αντίθετα, η Άννα Κομνηνή έχει μια αόριστη γνώση της γεωγραφίας και αποφεύγει τις χρονολογίες.  Ο κόσμος της αυτοκρατορίας γι’ αυτή περιστρέφεται γύρω από την Κων/πολη και το ανάκτορο.

Η παιδεία της Άννας Κομνηνής
Η Άννα Κομνηνή, στο προοίμιο της Αλεξιάδας, αυτοπαρουσιαζόμενη, αναφέρεται ιδιαίτερα τόσο στο μορφωτικό της επίπεδο όσο και στο ευρύτερο γνωστικό της πεδίο, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι δεν κατέχεται από διάθεση περιαυτολογίας, αλλά από διάθεση αναγνώρισης της θεϊκής εύνοιας που δέχτηκε ως «πορφύρας τιθήνημα τε και γέννημα».  Εξαιτίας, λοιπόν, της κοινωνικής της θέσης, παρότι ως γυναίκα θα μπορούσε να συναντήσει δυσκολίες και περιορισμούς στην προσπάθειά της να λάβει καθολική μόρφωση[29], η Άννα Κομνηνή δε στερήθηκε μια τέτοια δυνατότητα, αν και για να το πετύχει παράκουσε τη θέληση των γονιών της, πράγμα προβληματικό για μια κοινωνία όπου η υπακοή στους γονείς ήταν η πρώτιστη αρετή.[30] Η αναφορά της στην επιστημονική κατάρτιση που διέθετε την προσδιορίζει κοινωνικά ως μέλος μιας «ελίτ» αριστοκρατών, που απολάμβανε ιδιαίτερα προνόμια.  Τον 11ο αι. η τάξη των αριστοκρατών αντιπροσώπευε μια εξέχουσα κοινωνική ομάδα,[31] της οποίας ο τρόπος ζωής παρέπεμπε στον επικό κόσμο του Ομήρου.  Οι φεουδάρχες της επαρχίας, ανερχόμενοι στα ανώτερα αξιώματα, προώθησαν τα πρότυπα της ομηρικής κοινωνίας στη βάση της ενίσχυσης του στρατιωτικού χαρακτήρα της τάξης τους.[32]  Στο πνευματικό επίπεδο, η συγγραφή στρατιωτικών εγχειριδίων σε βάρος της λογοτεχνικής παραγωγής και των φιλοσοφικών πραγματειών ευνόησαν τις στρατιωτικές τάσεις της εποχής.
Η κοινωνία του 11ου αι. αντιμετώπιζε με ιδιαίτερα θετικό τρόπο την πνευματική καλλιέργεια και την ανώτερη μόρφωση ως εχέγγυα για μια επιτυχημένη σταδιοδρομία στην αυτοκρατορική διοίκηση και άρα μια καταξιωμένη κοινωνική ζωή.  Για την τάξη των αριστοκρατών αποτελούσαν ένα απαραίτητο εφόδιο, αφού προσδιόριζαν σε κάποιο βαθμό την ένταξη των ατόμων σε αυτή.  Η βασική εκπαίδευση[33] ήταν προσιτή στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, ενώ αντίθετα η ανώτερη διατηρούσε έναν προνομιακό χαρακτήρα και αφορούσε στα άτομα ευκατάστατων οικογενειών, αφού παρεχόταν κυρίως από ιδιωτικά εκπαιδευτήρια και απαιτούσε υψηλά δίδακτρα.  Έτσι, η Άννα Κομνηνή με τη μνεία της στην ανώτερη μόρφωσή της, υπαινίσσεται την αριστοκρατική της καταγωγή, επιδιώκοντας να καταστήσει περισσότερο αξιόλογα, αντικειμενικά και αξιόπιστα τα όσα περιγράφει.
Στην αντικειμενικότητα και στην αξιοπιστία αποσκοπούν επίσης οι αναφορές της στους Έλληνες κλασικούς.  Την περίοδο αυτή η ελληνική γραμματεία γνωρίζει μια καινούργια άνθιση.  Έτσι, τα ονόματα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα καθώς επίσης και η ευρυμάθειά της πιστοποιούν και αναδεικνύουν τη γνωστική της επάρκεια, τη ρητορικής της δεινότητα και τη σπουδαιότητα του έργου της.

Συμπεράσματα
Η παρουσίαση και συνεξέταση των προοιμίων δυο βυζαντινών ιστοριογράφων διαφορετικών εποχών φανέρωσε ομοιότητες και διαφορές.   Και οι δυο ανήκαν στην υψηλή κοινωνική τάξη του Βυζαντίου και είχαν λάβει φροντισμένη μόρφωση.  Πέρα όμως από τις βιογραφικές ομοιότητες παρατηρήθηκαν ομοιότητες τόσο ως προς την γενική κατασκευή και μεθοδολογία της ιστορίας τους όσο και ως προς το γλωσσικό ιδίωμα.   Ο Προκόπιος γράφει, κινούμενος μέσα στον αναπεπταμένο χώρο της αυτοκρατορίας, σύμφωνα με τους κανόνες συγγραφής ιστορίας των κλασικών ως σύγχρονος, αυτόπτης, και αυτήκοος μάρτυρας των γεγονότων που καταγράφει.  Πρόθεση του έργου του είναι η αναζήτηση της αλήθειας, που εξασφαλίζεται από την αντικειμενική έκθεση των γεγονότων.  Γι’ αυτόν η ιστορία έχει διδακτικό χαρακτήρα.  Το γλωσσικό του ιδίωμα  είναι ακόμη κοντά στη γλώσσα του αρχαίου κόσμου.  Η Άννα Κομνηνή θέτει και αυτή ως σκοπό της ιστορίας της την αντικειμενικότητα και την έκφραση της αλήθειας.  Ωστόσο, το έργο της έχει τη μορφή του απομνημονεύματος και είναι γραμμένο σε τεχνητή γλώσσα.  Γι’ αυτήν η ιστορία έχει μνημειακό χαρακτήρα.  Οι διαφορές που επισημάνθηκαν απηχούν τόσο στη διαφορετικότητα των εποχών, όσο και της ατομικής ιδιοσυγκρασίας των ιστορικών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αθ. Καμπύλης, «Διάγραμμα της βυζαντινής λογοτεχνίας», στο: Heinz-Guenther Nesselrath (Επιμ.), Εισαγωγή στην αρχαιογνωσία, τ. Α’ , Αρχαία Ελλάδα, Αθήνα: Παπαδήμας 2001.
Α. Καρπόζηλος, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, τ. Α’ (4ος – 7ος αι.), Αθήνα: Κανάκης 1997.
Κ. Νικολάου, Η θέση της γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία, Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν 2000.

M. Angold, Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204.  Μια πολιτική ιστορία, μτφρ. Ευ. Καργιανιώτη, Αθήνα: Παπαδήμας 1997.
H. Hunger, Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τ. Β’ , μτφ. Ι. Β. Αναστασίου, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1992.
A. P. Kazhdan – A. Wharton Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αι., μτφρ. Α. Παππάς, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1997.
K. Krumbacher, Ιστορία της βυζαντινής λογοτεχνίας, τ. β΄, Επιμ. Γ. Σωτηριάδης, Αθήνα: Πάπυρος 1940.
E.R.A. Sewter, «Εισαγωγή», στο: Α. Κομνηνή, Αλεξιάς, τ. Α’, βιβλία Α-Θ, μτφρ. Αλόη Σιδέρη, Αθήνα: Άγρα 1992.

[1] Βλ. K. Krumbacher, Ιστορία της βυζαντινής λογοτεχνίας, τ. β’, επιμ. Γ. Σωτηριάδης, Αθήνα: Πάπυρος 1940, σ. 231.
[2] Βλ. Αθ. Καμπύλης, «Διάγραμμα της βυζαντινής λογοτεχνίας», στο: Heinz-Guenther Nesselrath (επιμ.), Εισαγωγή στην αρχαιογνωσία, τ. Α’ , Αρχαία Ελλάδα, Αθήνα: Παπαδήμας 2001, σ. 329.
[3] Στο ίδιο, σ. 329.  Άλλοι ιστορικοί της εποχής του Ιουστινιανού Α’ είναι ο Αγαθίας από τη Μύρινα της Μ. Ασίας (536-582) που συνεχίζει τον Προκόπιο με το ημιτελές έργο του Ιστορίαι και ο Μένανδρος Προτίκτωρ (δεύτερο μισό του 6ου αι.) που στην Ιστορία του συνεχίζει και μιμείται τον Αγαθία.  Από τον Θεοφάνη Βυζάντιο και τον Ιωάννη Επιφανείας έχουν σωθεί μόνο αποσπάσματα.
[4] Για τον χαρακτηρισμό του ιστορικού ως ρήτορα βλ. Α. Καρπόζηλος, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφο, τ. Α’ (4ος – 7ος αι.), Αθήνα: Κανάκης 1997, σσ. 369-370.
[5] K. Krumbacher, ό.π., σ. 241.
[6] Πρβλ. ομοιότητες με τον Πολύβιο, τον ιστορικό που στέκεται στο μεταίχμιο από τους κλασικούς χρόνους στους ύστερους ελληνιστικούς.  Όπως και ο Προκόπιος υπήρξε σύμβουλος του Σκιπίωνα και αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας των πολιτικών και πολεμικών πράξεων που πραγματεύεται στο έργο του.
[7] Για την αντικειμενικότητα στους βυζαντινούς ιστοριογράφους βλ. Κ. Krumbacher, ό.π., σ. 235.  Οι σχετικές αντιρρήσεις για την αντικειμενικότητα του Προκοπίου σε σχέση με την κοινωνική και πολιτική του θέση στο: H. Hunger, Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τ. Β’ , μτφ. Ι. Β. Αναστασίου, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1992, σσ. 83-84 και Α. Καρπόζηλος, ό.π., σ. 374 κ.ε..
[8] «Προκόπιος Καισαρεύς τους πολέμους ξυνέγραψεν, ους Ιουστινιανός ο Ρωμαίων βασιλεύς προς βαρβάρους διήνεγκε τους τε εώους και εσπερίους (…)», «Ηροδότου Αλικαρνησσέος ιστορίης απόδεξις ήδε (…)», «Θουκυδίδης Αθηναίος ξυνέγραψε τον πόλεμον των Πελοποννησίων και Αθηναίων (…)».
[9] «(…) ως μη έργα υπερμεγέθη ο μέγας αιών λόγου έρημα χειρωσάμενος τη τε λήθη αυτά καταπρόηται και παντάπασιν εξίτηλα θήται, ων περ την μνήμην αυτός ώετο μέγα τι έσεσθαι και ξυνοίσον ες τα μάλιστα τοις τε νυν ούσι και τοις εις το έπειτα γενησομένοις, ει ποτε και αύθις ο χρόνος εις ομοίαν τινά τους ανθρώπους ανάγκην διώθειτο (…)».
[10] «Και ες μεν ακρόασιν ίσως το μη μυθώδες αυτών ατερπέστερον φανείται όσοι δε βουλήσονται των τε γενομένων το σαφές σκοπείν και των μελλόντων ποτέ αύθις κατά το ανθρώπειον τοιούτων και παραπλησίων έσεσθαι, ωφέλιμα κρίνειν αυτά αρκούντως έξει.  Κτήμα τε ες αεί μάλλον ή αγώνισμα ες το παραχρήμα ακούειν ξύγκειται». (Θουκυδίδης, 1, 22, 4), «Ηροδότου Αλικαρνησσέος ιστορίης απόδεξις ήδε, ως μήτε τα γενόμενα εξ ανθρώπων τω χρόνω εξίτηλα γένηται, μήτε έργα μεγάλα τε και θωμαστά, τα μεν Έλλησι τα δε βαρβάροισι αποδεχθέντα, ακλεά γένηται, τα τε άλλα και δι’ ην αιτίην επολέμησαν αλλήλοισι». (Ηρόδοτος, Εισαγωγή).
[11] Μετά το 542 και την ανάκληση του Βελισάριου από το μέτωπο της Περσίας (βλ. Ιστορίαι ή Υπέρ των πολέμων λόγοι, βιβλία 1-2), «το στοιχείο της αυτοψίας και της προσωπικής συμμετοχής του ιστορικού στα γεγονότα μειώνεται αισθητά», στο: Α. Καρπόζηλος, ό.π., σ. 372.
[12] Η αξιοποίηση πρωτότυπων κειμένων, όπως έγγραφα και επιστολές, δε γίνεται απλά ως μίμηση του Θουκυδίδη αλλά ο ιστορικός ακολουθεί και τους διαδόχους του Ευσέβιου, δηλαδή εκκλησιαστικούς ιστορικούς της πρώιμης βυζαντινής εποχής.  Βλ. H. Hunger, ό.π., σ. 86 κ.ε. και Α. Καρπόζηλος, ό,π., σ. 381 (για την χρησιμοποίηση από τον ιστορικό των διαφόρων Τακτικών της εποχής του).
[13] Στην εξιστόρησή του ο Προκόπιος δεν παραλείπει σημαντικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη (π.χ. τα γεγονότα της Στάσης του Νίκα, το 532), ούτε και αποσιωπά τις ραδιουργίες και τα σκάνδαλα της αυτοκρατορικής αυλής.  Παράλληλα, στο έργο του έχει συγκεντρώσει και παρουσιάσει πολλά στοιχεία «εθνογραφικού» ενδιαφέροντος.
[14] Βλ. K. Krumbacher, ό.π., σ. 242 και Α. Καρπόζηλος, ό.π., σ. 381.
[15] Αθ. Καμπύλης, ό.π., σ. 340
[16] «Ταύτα δε διεγνωκυία εγώ Άννα, θυγάτηρ μεν των βασιλέων Αλεξίου και Ειρήνης, πορφύρας τιθήνημα τε και γέννημα, ου γραμμάτων ουκ άμοιρος, αλλά και το Ελληνίζειν ες άκρον εσπουδακυία και ρητορικής ουκ αμελετήτως έχουσα και τας Αριστοτελικάς τέχνας ευ αναλεξαμένη και τους Πλάτωνος διαλόγους και τον νουν από της τετρακτύος των μαθημάτων πυκάσασα(…)».
[17] Το έργο, εκτός από τον πρόλογο, διαιρείται σε 15 βιβλία που εκτείνονται χρονικά από το 1069-1118.  Ο χρόνος που μεσολάβησε από τα γεγονότα μέχρι τη συγγραφή του έργου δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ιστορική αμεροληψία και αντικειμενικότητα της Άννας Κομνηνής κατά την περιγραφή των γεγονότων στα οποία πρωταγωνιστής ήταν ο πατέρας της.
[18] Βλ. την κριτική για την αξιοπιστία της Άννας Κομνηνής που ασκεί ο Κ. Krumbacher, στο: Κ. Krumbacher, ό.π., σσ. 282-283.
[19] «Όταν γαρ τις το της ιστορίας ήθος αναλαμβάνη, επιλαθέσθαι χρη ευνοίας και μίσους και πολλάκις κοσμείν τους εχθρούς τοις μεγίστοις επαίνοις, όταν αι πράξοις απαιτώσι τούτο, πολλάκις δε ελέγχειν τους αναγκαιοτάτους, όταν αι των επιτηδευμάτων αμαρτίαι τουθ’ υποδεικνύωσι».
[20] Η Άννα Κομνηνή συνεχίζει την Ύλη ιστορίας, το ημιτελές ιστορικό έργο του συζύγου της, που πραγματεύεται το διάστημα 1070-1079.  Η Αλεξιάς συνεχίζεται με τη σειρά της από την Επιτομή του Ιωάννη Κίνναμου, που πραγματεύεται την περίοδο 1118-1176.
[21] Βλ. K. Krumbacher, ό.π., σσ. 231-232 ( για το λεκτικό της Αλεξιάδας, σ. 283).
[22] Βλ. E.R.A. Sewter, «Εισαγωγή», στο: Α. Κομνηνή, Αλεξιάς, τ. Α’, βιβλία Α-Θ, μτφρ. Αλόη Σιδέρη, Αθήνα: Άγρα 1992, σ. 20.
[23] «(…)βούλομαι δια τήσδε μου της γραφής τας πράξεις αφηγήσασθαι τουμού πατρός ουκ αξίας σιγή παραδοθήναι ουδέ τω ρεύματι του χρόνου παρασυρήναι καθάπερ εις πέλαγος αμνημοσύνης(…) ως αν μη πράγμα τηλικούτον τοις έπειτα γενησομένοις καταλειφθείη αμάρτυρον, επεί και τα μέγιστα των έργων, ει μη πως άρα δια των λόγων φυλαχθείη και τη μνήμη παραδοθείη, τω της σιωπής αποσβέννυται σκότω.  Ην γαρ ο εμός πατήρ, ως αυτά τα πράγματα έδειξεν, επιστάμενος άρχειν και υπείκειν, ες όσον χρη, τοις άρχουσιν».
[24] Βλ. H. Hunger, ό.π., σσ. 84-85.
[25] Για την τύχη στον Προκόπιο βλ. H. Hunger, ό.π. σσ. 88-89 και Α. Καρπόζηλος, ό.π., σσ. 384-385
[26] Βλ. M. Angold, Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204.  Μια πολιτική ιστορία, μτφρ. Ευ. Καργιανιώτη, Αθήνα: Παπαδήμας 1997, σσ. 191-192
[27] Στο ίδιο, σσ. 184-191.
[28] Βλ. K. Krumbacher, ό.π., σ. 237.
[29] Βλ. A. P. Kazhdan – A. Wharton Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αι., μτφρ. Α. Παππάς, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1997, σ. 163 κ.ε.
[30] Βλ. Κ. Νικολάου, Η θέση της γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία, Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν 2000, σ. 44.
[31] Οι γυναίκες της αριστοκρατίας κατείχαν ένα σημαντικό τμήμα της έγγειας ιδιοκτησίας που αποτελούσε την οικονομική βάση αυτής της τάξης και αφ’ ετέρου είχαν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν ευγενή καταγωγή στους απογόνους τους.
[32] Άλλωστε, ο τίτλος Αλεξιάς, προδίδει τις ομηρικές τάσεις της βυζαντινής φεουδαρχικής αριστοκρατίας, στο : H. Hunger, ό.π., σ. 230 και 235.
[33] Για την βασική εκπαίδευση στο Βυζάντιο του 11ου αι. βλ. M. Angold, ό.π., σ. 170 κ.ε. και Κ. Νικολάου, ό.π., σ. 39 κ.ε.