ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ: Ο Γ. Σεφέρης και το Τ. Σίνοπουλος.

σεφερηςpg24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Ο Γ. Σεφέρης και το Τ. Σινόπουλος. Κοσμολογικοί

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Κανείς δεν γύρεψε ξανά την Ελένη. Όταν έφυγαν τα καράβια το όνομά της σβήστηκε. Σκιά αγαλμάτων μες στο απόγευμα η όψη της Ελένης. Τώρα γεννά με ρίγη το πρώτο της παιδί, μακριά από τη Σπάρτη. Η Ελένη μες στο ποταμίσιο σπίτι, βαθιά στα δάση. Τίποτε δεν απέμεινε από εκείνη. Μόνο το ρούχο της το αδειανό, μόνο η αγάπη της η άδεια. Εκείνοι που πρόσμεναν τόσα χρόνια στους λιμένες, ποτέ δεν θα αντικρίσουν την Ελένη. Η ενοχή της δεν τους δελεάζει, σφαγμένο πρόσωπο η Ελένη, η τυφλή Κυβέλη των ουρανών. Θα γεράσει λοιπόν, μες στο παράπηγμα, μακριά από τους ελληνικούς κάμπους, με τη μνήμη του Αλέξανδρου, με τη μοίρα της Ιούς που γίνεται ψάρι και χύνεται στις θάλασσες σαν ήπειρος.
Είναι μια βιομηχανική περιοχή στα ανοιχτά της πόλης. Ένας καινούριος οικισμός, αναρριχητικός στα σύνορα. Με τις τσίγκινες στέγες και τα τσίγκινα δρεπάνια καρφωμένα στη σκεπή. Έπαψε το φως, σωριασμένη στο πάτωμα και το παιδί που απόψε πεθαίνει. Μια ησυχία ονειρεύεται όπως στα περιβόλια τις πολύ βραδινές ώρες. Η Ελένη που κλαίει μες στο σκοτάδι, η Ελένη με τα πληγιασμένα μάτια, τα ακατοίκητα παράθυρα. Πέρα πελώρια τα πλοία που μετεωρίζονται στα νερά και οι υψικάμινοι με τα αεροπορικά τους φώτα. Αμαζόνα η Ελένη, βιβλική γερνά και φλέγεται πέρα στους προμαχώνες, βιώνοντας το γένος της.
Δεν φαντάστηκε τη μοίρα του Αίαντα.Πως έφταιξε για τον χαμό του Έκτορα και του Αχιλλέα, δεν θα μάθει ποτέ. Με το νεκρό της παιδί και το παρμένο ασκί, χάθηκε η Ελένη μες στα σπλάχνα του κόσμου. Όπως εκείνος ο τρελός άνδρας με την καρφωμένη καρδιά ανάμεσα στ΄αρχαία. Μήτε για τον Τεύκρο η Ελένη θα μάθει. Πως διώχτηκε από την Σαλαμίνα και άλλη γενιά ξεκίνησε κοντά στης Αλικαρνασού τις πηγές. Έζησε και αγάπησε και πέθανε θα πουν. Ίσως τάφηκε με όλες τις τιμές Ελένη, στην νεκρόπολη με τους κτιστούς, βασιλικούς τάφους, τους ηνίοχους, τους κούρους. Η ελληνική ανατομία, με  σπασμένα τα χέρια της. Έπειτα από αιώνες στο φως.
Όμως το αδειανό σου πουκάμισο Ελένη, τότε και τώρα θα είναι μια ακίνητη σημαία. Το όνομά σου θα΄ναι πάντα σκιά. Και εσύ λιωμένο ασήμι, μια δυνατότητα Ελένη. Χαμένη πάντα μες στα αναθήματα και τις θνητές, τέλειες ώρες. Τ΄όνομά σου μες στους θορύβους και τους αιώνες.
Αργά, μες στο χρόνο, η ιστορία της Ελένης θα αποκτήσει τη δυναμική ενός μύθου. Οι νεκροί υπερασπιστές της θνητοί και τραγικοί θα εννοήσουν τη μάταιη εκστρατεία, τους άδικους φόνους, το χαμό μες στα τείχη, τα ορφανά που απέμειναν στη Φρυγία για να πεθάνουν και ούρλιαζαν από καημό πάνω στο κύμα, όταν τα καράβια έφευγαν για πάντα. Τη φοβερή, πατρική μοίρα του Πριάμου θα αναλογιστούν, την ερωμένη κόρη του Κασσάνδρα που αρπάχθηκε από τον οίστρο, την Εκάβη δούλα στα σπίτια της Σπάρτης. Τον Ελπήνωρα θα συλλογιστούν βαθύτατα για το αδιάφορο τέλος του, τους τάφους κοντά στις θάλασσες δεν θα γυρέψουν ποτέ. Όλα τούτα τα αίματα πάνω στ΄αδειανό πουκάμισο της Ελένης δεν είναι παρά ό,τι απέμεινε από τον Ελπήνωρα, τα νεαρά αγόρια μουσικούς, τον σκυλεμένο Πάτροκλο.
Έτσι λοιπόν η Ελένη θα απομείνει μονάχα εκείνο το ακαθόριστο, καθολικό πλάσμα που δεν διαθέτει ζωή ή θάνατο, προσωποιώντας την αισθητική και ιδεολογική διατύπωση του Νάσου Βαγενά. Αναθέτοντας στα ποιητικά υποκείμενα την έννοια του συμβόλου, ο Βαγενάς θα αναγνωρίσει σ΄αυτά τα κύρια μέσα ώστε να επέλθει πλήρης και αδιαμφισβήτητη η ερμηνευτική πλήρωση και η συγκίνηση από το σώμα του έργου. Με τούτο τον τρόπο, ακολουθώντας το στόχο για τη λύτρωση και την παρηγοριά που επέρχεται μέσα από την επιμιξία μας με τους άλλους, αντικρίζουμε τους λησμονημένους νεκρούς της Φρυγίας, τον Ελπήνωρα στ΄ακρογιάλλια της Ωγυγγίας, την περισυλλογή του Τεύκρου. Είναι σταχτιά πρόσωπα, μες στο λιοπύρι οι νεκροί αποκτούν μια κερένια υφή. Η γεωμετρία τους είναι καταθλιπτική, η κατατομή τους φανερά διαρρηγμένη, έχοντας απωλέσει την πλαστικότητα, τη ζωηράδα τους. Είναι μονάχα πρόσωπα μες στα στιχουργικά πεδία του Γιώργου Σεφέρη, του Τάκη Σινόπουλου και τόσων άλλων. Δεν αποτελούν παρά σύμβολα της αδέξιας, ανθρώπινης ματαιοδοξίας που τόσο πολύ εστοίχισε. Πρόκειται σαφώς για μια τέχνη τραγική, πέρα από τις διαφορές στην προσέγγιση και τα ύφη. Μια τέχνη τραγική που θα μας συγκλονίζει και θα μας αφήνει πάντα έντρομους, τρέμοντες εμπρός στο εξωλογικό, ηδονολατρικό πάθος της αυτοκαταστροφής. Μες στην ποίηση των Σινόπουλου και Σεφέρη, κάτω από τις αναγγελμένες αλήθειες, στέκει διαχρονικό κάτι που εμείς νιώσαμε, κάτι που συγκλονίζει. Εκεί που πλέουν οι παλιές ψυχές, υψώνονται σαν σημαίες τώρα τα ιδεολογικά στιχουργήματα που αψηφούν τις επαναστάσεις και τ΄άλλα κωμειδύλια της ανθρώπινης δραστηριότητας. Είναι πρώτιστα κοσμολογικές οι συνέπειες των πράξεων της Ελένης. Έτσι αντίστοιχα ταπεινή, λαϊκή μορφή στέκει εκείνη του αδικοχαμένου Ελπήνωρα που μας συγκινεί για εκείνο που δεν βίωσε. Δίχως τις θρησκευτικότητες, χωρίς τη μεταφυσική όψη των πραγμάτων, οι ποιητές μας υποδεικνύουν την αισθητική του θανάτου, την ησυχία της τυφλότητας, τις αργές πλεύσεις πλάι στις ακτές του Αχέροντα. Το πάθος τους δεν κατέστρεψε τον κόσμο, όπως διατύπωσε πριν χρόνια η Νανά Ησαία. Τους ίδιους συνέτριψε. Τον έφηβο Ελπήνωρα, την Ελένη, τον διωγμένο Τεύκρο. Δεν πρόκειται για το μυστήριο της ανθρώπινης απόμονωσης, μα μονάχα για θάνατο. Είναι η τυφλότητα της πίκρας και των στοχασμών.