Η αυτοκριτική ενός οθωμανού και η αυτοπροσωπογραφία «ενός Έλληνα», του Μακρυγιάννη

πύλια 24γραμματαjpg24grammata.com/ελλάδα 1821- 1864

ΜΑΡΘΑ ΠΥΛΙΑ

«Τα σπίτια των ραγιάδων της Ρούμελης τα έκαναν φωλιές τους οι κουκουβάγιες και τα κοράκια». Το χειρόγραφο ενός οθωμανού μοραΐτη για το τέλος της αυτοκρατορίας, και η αρχή του μύθου του Μακρυγιάννη στις Δοκιμές του Σεφέρη.
Μέσα στον ενθουσιασμό των εορτασμών της 25ης Μαρτίου και της δαιμονοποίησης του αντίπαλου, παρέμεινε αθέατη μέχρι σήμερα η αυστηρή κριτική οθωμανών αξιωματούχων απέναντι στη δική τους διοίκηση, που ήδη από το τέλος του 18ου αιώνα ένιωθε τους σπασμούς της επερχόμενης διάλυσης. Αποτυχημένες προσπάθειες μεταρρύθμισης, αιματηρές στάσεις, δολοφονικές ίντριγκες, τραγική πολιτική και οικονομική αστάθεια, ακόμη πιο τραγική καταχρέωση των φορολογούμενων, αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας, χυδαίοι χρηματισμοί, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά του κλίματος της ύστερης εποχής της οθωμανικής αυτοκρατορίας, εκείνης που οδήγησε στην πτώση της. Με πληγωμένο γόητρο και με επιχείρημα τις αρχές της μουσουλμανικής δικαιοσύνης, τίμιοι οθωμανοί αξιωματούχοι καταγγέλλουν τις καταχρήσεις, υποστηρίζουν το δίκιο του «φτωχού ραγιά», και «προφητεύουν» το τέλος.
Ο Γιώργος Σεφέρης, σε ένα από τα πιο διάσημα κείμενα της νεοελληνικής γραμματείας -αυτό που επέβαλε στο πανελλήνιο τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη-, παραθέτει ένα σχετικό απόσπασμα: Είναι ο λόγος ενός οθωμανού Μπέη στην Άρτα, δοσμένος με την απλοϊκή, τραχιά γλώσσα του Μακρυγιάννη. Όμως, αυτό το παράθεμα δεν γνώρισε την καθολική διάδοση των υπόλοιπων. Ίσως επειδή, όπως γράφει ο Άλκης Αγγέλου, «κατά κανόνα γενικό, οι λόγοι πείθουν εκείνους που είναι από πριν σύμφωνοι με τα λεγόμενα».
– «Πασάδες και μπέηδες, θα χαθούμε! Θα χαθούμε! …Ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με το Μόσκοβο, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντζέζο. Αδικήσαμε το ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε. Και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε ντουφέκι. Κι ο Σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται∙ τον γελάνε εκείνοι που τον τρογυρίζουν», (Δοκιμές, τ. 1ος, 7η έκδοση, Αθήνα, 1999, σ. 257).
Δεν είναι του παρόντος να επεκταθώ στο απομνημόνευμα του Μακρυγιάννη. Όμως, επειδή αναζητώντας τον απόηχο της αυτοκριτικής των οθωμανών στα νεοελληνικά κείμενα ξανασυνάντησα τον «Έλληνα Μακρυγιάννη» του Σεφέρη, οφείλω να πω ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια άλλη προσφυή κατασκευή της νεοελληνικής ιστορικής μνήμης. Ο Σεφέρης, στην Αίγυπτο του ’42, παρέδωσε στον νεοέλληνα διά του Μακρυγιάννη μια ωραιοποιημένη, κυρίαρχη μέχρι και σήμερα, εικόνα του εαυτού του: αυτοδημιούργητος, αδικημένος, φτωχός, αγράμματος και γενναίος.
Στο σχήμα της προσωπικότητας του Μακρυγιάννη, που με επιλεγμένα αποσπάσματα στοιχειοθετεί, αλλά και σε αυτό το ίδιο το απομνημόνευμα, δεν υπάρχει χώρος για την παρουσία του διαφορετικού και του «άλλου»· είτε πρόκειται για αλλοεθνή, είτε για διαφορετική γνώμη. Στο σχήμα του Σεφέρη λείπουν, ανάμεσα στις γραμμές που παραθέτει, εκείνες που μαρτυρούν την ενσωμάτωση του Μακρυγιάννη στο προεπαναστατικό καθεστώς εκμετάλλευσης του «φτωχού ραγιά»:
-«Γνωρίστηκα μ’ όλους αυτούς και με τους προεστούς των χωριών. Ζήτησα από αυτούς τους προεστούς και εμπόρους ένα δάνειον και με δάνεισαν πέντ’ έξι χιλιάδες γρόσια· είχα και εγώ ως τότε καπετάλι είκοσι τέσσερα γρόσια, τα προστοίχισα [δάνεισα] εις τους χωργιάτες και έπιασα βρώμη τον χειμώνα, να την λάβω εις τ’ αλώνια. Την πιάνω τέσσερα γρόσια το ξάι, την σύναξα εις τ’ αλώνια (και ήταν έλλειψη) και την πουλώ δεκάξι. Την άλλη χρονιά τον χειμώνα τα πιάνω αραποσίτι από έντεκα γρόσια το ξάι· το συνάζω εις τ’ αλώνια, το πουλώ εις την Άρτα τριάντα τρία. Ότ’ ήταν πανούκλα εις την Άρτα και ήταν έλλειψη το ψωμί. Τότε έφκιασα ντουφέκι ασημένιον, πιστιόλες και άρματα και ένα καντήλι καλό» ((Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, σχόλια Σπ. Ασδραχά, Αθήνα 1957, σ. 19, 20).
Μετά τα Ορλωφικά και πριν τη γαλλική επανάσταση, το 1785, ο Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντη, καλλιεργημένος αξιωματούχος του Μοριά, με τα δικά του φτωχά εργαλεία γράφει ένα ειλικρινές κείμενο για το χάλι της αυτοκρατορίας στην Πελοπόννησο: Περιγράφει τα Ορλωφικά, που τα έζησε, και καταγράφει τις απόψεις του για τις υποχρεώσεις της διοίκησης. Ως νομιμόφρων και θεοσεβούμενος, βλέπει, μέσα από το κάτοπτρο της ισλαμικής δικαιοσύνης, το τέλος της αυτοκρατορίας να πλησιάζει, αν και του διαφεύγει η ραγδαία ανάπτυξη που έφεραν στη Δύση οι ανακαλύψεις των νέων χωρών και η ανατολή του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού.
Περιχαρακωμένος στο απελπιστικά αύταρκες σύστημα της οθωμανικής νομιμότητας, στον κλειστό κόσμο της αυτοκρατορίας, υπερασπίζεται ένα παρελθόν ήδη νεκρό. Καταγγέλλει τη λεηλατική εισπρακτική πολιτική, ενώ αποδίδει εν μέρει, την αλυσίδα καταχρέωσης των αγροτών, στη χλιδή και την άφρονα υπερκατανάλωση των αρχόντων. Στηλιτεύει επανειλημμένα την «τυράγνια» και τη διαφθορά και κατηγορεί για καταχρήσεις τους τοπικούς άρχοντες, χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Το κοινό στοιχείο, ανάμεσα στον μοραΐτη Μπέη και τον Μακρυγιάννη είναι η αναγγελία του τέλους της αυτοκρατορίας. Το άλλο κοινό είναι ο τοκισμός και η καταχρέωση∙ μόνο που ο Μακρυγιάννης, στην οθωμανική Ρούμελη, δανειστής και ο ίδιος, καυχιέται για τα πολλαπλάσια κέρδη του. Τα παραθέματα από τον Πενάχ Εφέντη που ακολουθούν, όπως και αυτά από τον Μακρυγιάννη που προηγήθηκαν, για μια ακόμη φορά αποδεικνύουν πως η εικόνα που η νεοελληνική κυρίαρχη ιδεολογία έχει επιφυλάξει στον εαυτό της και τον «άλλο» είναι τραγικά αποσπασματική και παραποιημένη. Δηλαδή, δεν έχει ακόμα ξεχωρίσει τι αποκαθήλωσε με την επανάσταση και πώς το αντικατέστησε.
– «Τα σπίτια των ρεαγιάδων της Ρούμελης [η γη των Ρωμιών, δηλαδή το ευρωπαϊκό τμήμα της αυτοκρατορίας] τα έκαναν φωλιές τους οι κουκουβάγιες και τα κοράκια. Εάν τύχει και ξεσπάσει πόλεμος, δεν έχει απομείνει χάλι και δύναμη του ρεαγιά για να υπηρετήσει το Υψηλό Κράτος. Επίσης, οι τοκογλύφοι με υψηλό τοκογλυφικό τόκο και με ανατοκισμό έχουν καταστρέψει τους καζάδες και τα χωριά και σ’ αυτό το βαθμό έχουν καταστήσει τους ρεαγιάδες οφειλέτες, ώστε δεν έχουν τη δύναμη να εξοφλήσουν τα χρέη τους. Για να λυτρωθούν από την τυράγνια και τις καταπιέσεις των τυράννων, απ΄ όπου βρίσκουν άσπρα χρεώνονται αμέσως.[…] Να απειληθούν με υψηλό φερμάνι και τα μεμονωμένα άτομα στο χωριό και στον καζά για να μην δίνουν στους ρεαγιάδες δανεικά ούτε άσπρο. Αν έρθουν δικαστικές αποφάσεις και αιτήσεις των κατοίκων που θα λένε να δοθούν, να μην εισακουστούν, γιατί θα είναι δουλειά των τυράννων. Καθότι οι χώρες φεύγουν από το χέρι μας και δεν σφάλλω ποσώς στα φτωχά μου λόγια, αυτή είναι η πλήρης αλήθεια.
[…]Η εξήγηση στο τυχόν ερώτημα, κατά το οποίο πώς ενώ από τον περασμένο χρόνο όλοι οι ρεαγιάδες δραπετεύουν με τις οικογένειές τους και εφόσον δραπέτευσαν τόσοι ρεαγιάδες τα έσοδα των τζιζγιέ [κεφαλικός φόρος] δεν είναι λειψά, είναι πως οι τζιζγιεντάρηδες φόρτωσαν και θύμιασαν το έλλειμμα στους υπόλοιπους ρεαγιάδες που απέμειναν και θυμιάζοντάς τους μπορούν να τους παίρνουν τα άσπρα του τζιζγιέ, ώστε να μη φαίνεται το έλλειμμα, αλλά χρόνο με το χρόνο η σκλαβιά των ρεαγιάδων γίνεται μεγαλύτερη. Και ο ύψιστος βοηθός». [Νεοκλής Σαρρής, Προεπαναστατική Ελλάδα και Οσμανικό Κράτος, από το χειρόγραφο του Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντη του Μοραΐτη (1785), Αθήνα 1993, σ. 321, 322)] Κλείνοντας, θα πρέπει να σημειώσω, πως αν η τραγική συνθήκη της κατοχής δικαιολογεί, ίσως, συγκυριακά τους λόγους που είχε ο Σεφέρης για να προτείνει, με τη γνωστή ανάγνωσή του, τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, η μετέπειτα αποθέωση του κειμένου δεν έχει κανένα άλλοθι.