Αφιέρωμα στον Μίλτο Σαχτούρη

Μ. Σαχτούρης

24grammata.com/ ιστορία της λογοτεχνίας

Με αφορμή τη γενέθλιο ημέρα (29 Ιουλίου 1919) του ποιητή

Διαβάστε ακόμα στο 24grammata.com

  1. ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης εδώ
  2. ebook:  Μ. Σαχτούρης – Φάσματα ή Χαρά στον άλλο κόσμο (1958) εδώ
  3. H ταυτότητα ενός “τρελού λαγού”, του Απ. Θηβαίου εδώ
  4. Για τον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη,  του Απ. Θηβαίου  εδώ

ΝΑΥΜΑΧΙΕΣ
Για τον Μίλτο Σαχτούρη

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Ο ποιητής από την Ύδρα εθεάθη στην οδό της Φωκίωνος Νέγρη. Περπατούσε σκυφτός, λευκά χέρια ο ποιητής, φριχτή μοναξιά πάνω του πεσμένη σαν στάχτη. Αργά βάδιζε προς την οδό Δροσοπούλου, δεν υπήρχε ψυχή, μόνο αδέσποτα και ένας μοντέρνος Χριστός, με όλη την αγωνία της νέας χιλιετίας. Ο ποιητής χαιρέτησε, έγνεψε και χάθηκε μες στις μικρές οδούς, πίσω του η λησμονημένη, ένα κορίτσι με το όνομα Lynne, η Αγία, εργάτες των ορυχείων, οι σκοτεινοί άνθρωποι των αστεροσκοπείων που τόσα πολλά παρατήρησαν τόσα χρόνια. Όλοι αυτοί, λοιπόν βαδίζουν τους ανηφορικούς δρόμους της Κυψέλης, μιλούν με τρυφερότητα για τον Νίκο Καρούζο, τον Σκαλκώτα, εξετάζουν με ενδιαφέρον τις χρωματικές αποχρώσεις, παρατηρούν, καθώς οι οιωνοσκόποι το πέταγμα των πουλιών, νευρικά, εξαρθρωμένα πουλιά που σπαράζουν και καίγονται σε θεόρατα ύψη, κανείς δεν μιλά στον ποιητή, τέτοιες ώρες, πριν τη νέα χιλιετία ο ποιητής αγγίζει με τρυφερότητα, σαν επιστέγασμα τον χρόνο. Η λησμονημένη επισημαίνει πως αν απομακρυνθούν πολύ από τα οικεία εδάφη, τότε, υφίσταται με σιγουριά ένας πελώριος κίνδυνος, μπορεί δηλαδή να χαθούν οριστικά οι δεσμοί του ποιητή με το παρελθόν και μπορεί ακόμα να μην βρεθεί ξανά ο δρόμος της επιστροφής. Είναι τόσα τα συντρίμμια, πεσμένα σπίτια, αγαπημένα, προγονικά κάδρα μιας άλλης εποχής, βυθοί και κόκκινα αίματα, σαν του λαγού, όλη η πόλη που φλέγεται ετούτο το μεσημέρι στις εξωφρενικές θερμοκρασίες και ο ποιητής με τα μεγαλωμένα νύχια. Ετούτος ο ίδιος, λοιπόν στάθηκε πάντα η δυστυχία εκείνη που έγδερνε τις πόρτες, η δυστυχία που κάρφωνε με τα χέρια του ποιητή τις καρδιές των περαστικών, στα χέρια του ποιητή το κοχύλι της Ύδρας, το σφυρί του παιδιού, το μαχαίρι του και ό,τι απέμεινε τελικά από τους κομματιασμένους ουρανούς. Ο ποιητής, αρχιερατικός, άρρωστος και μόνος χύνεται μες στους ημεροδείκτες, πίσω του όλο εκείνο το πλήθος και όλες εκείνες οι μέρες και όλα τα φλεγόμενα πράγματα, ένα άλλο κορίτσι πνιγμένο στο μέσον του πεζοδρομίου και κανένα ποίημα, κανένα ποίημα, μόνο οι σταυροί από τις εκκλησίες καταμεσίς της ταραγμένης μας καρδιάς και ο ποιητής που κρυφακούει με λύπη το θρήνο της μαυροφορεμένης γυναίκας, ένα παιδί νεκρό, ένα πουλί σκοτωμένο, ένα τριζόνι στην άκρη του κόσμου, τώρα λοιπόν με βεβαιότητα δεν θα βρεθεί ποτέ λοιπόν το σπίτι του ποιητή. Η λησμονημένη τον παρηγορεί, φορεί το στρατιωτικό αμπέχονο, μες στα μάτια της οι δείκτες που έπαψαν, οι φωτιές στα δέντρα, οι παλαιοί επιτάφιοι, τα σκουριασμένα μαχαίρια που χτύπησαν στους τοίχους και έτσι γλιτώσαν οι καρδιές, έτσι σώπασαν οι πυρετικές φωνές μας, έτσι ήσυχες λοιπόν οι κραυγές. Η λησμονημένη που δείχνει στον ποιητή τον σκοτωμένο Ηλία, τον Ορέστη, τα ματωμένα ρούχα του Αγαμέμνονα, τον Αίγισθο, σπασμένα τζάμια στα παράθυρα από τις επαναστάσεις, τους πολέμους, τα μυδράλια και τους ξαφνικούς πυροβολισμούς. Σέρνει τη σωρό του ο ποιητής, μιλά ακαταπαύστως για τις διαρκείς ακμές, ζητεί συγχώρεση από τους ανθρώπους, αγκάθια μες στα βλέμματα και οι τρομερές ριπές των ανέμων του έτους 1940. Ύστερα τελέστηκαν και άλλοι φόνοι, ο ποιητής προφέρει τα ονόματα των πεσόντων, ονόματα καρφιά μες στα στόματα, η λησμονημένη, γύρω της οι πεταλούδες, σπάνιες, μαύρες πεταλούδες του μοναστηριού του Πόρου, η κατανόηση του ποιητή συνιστά ζήτημα αισθητικό, ο ποιητής μες στο μύθο, οι πλούσιοι φωτισμοί πάνω από το πρόσωπο του ποιητή, ο άγιος που βαδίζει μες στους μαύρους ήλιους. Όλοι γνωρίζουν το τραγούδι του φεγγαριού, όλοι γνωρίζουν τον ναύτη, όλοι αναγνωρίζουν τα χορτάρια πάνω στα χέρια του ποιητή, τα ερωτικά σώματα, κρατημένα σαν φεγγάρια από σύρματα και σχοινιά, σπασμένα φεγγάρια, παλιά σκηνικά άλλων παραστάσεων. Και ο ποιητής λοιπόν βαδίζει μες στα χρόνια, τα ναυτικά τραγούδια  για τις θύελλες και τις θάλασσες και σιγά σιγά το κρύο που έφτασε και είναι πνιγμένος ο ποιητής, η λησμονημένη χαιρετά από το βάθος της οδού Κεφαλληνίας, κατάκοπη, με λευκά γόνατα, πάντα ιερή και νεότατη, κάτω από διστακτικά φώτα, όπως οι άγιες των λατινικών χωρών. Όλα τα σπίτια πια κατέρρευσαν, πλούσιες σχεδίες που ρήμαξαν, τα παιδιά με το χρυσό δέρμα, τα παιδιά βορά στα  θηρία, τα παιδιά στα σύννεφα, τα παιδιά στους εξώστες, θαυμάζοντας τους ανεπανάληπτους βομβαρδισμούς, χαιρετώντας τον ποιητή που διαφεύγει πια του παρόντος και το πρόσωπό του πια μοιάζει με εκείνα τα αγάλματα ή τους ζωγραφικούς πίνακες της ναυτοσύνης. Τα παιδιά πίσω από τα δέντρα, τα παιδιά μες στις στέρνες, κατακλύζουν εκείνο τον τόπο που θα φτάσει σήμερα ο ποιητής και όλοι φιλούν τα χέρια του. Ο θάνατος φιλά, είπε τα χέρια του, ο ποιητής στην αγκαλιά του Ανδρέα Εμπειρίκου, σχηματίζοντας καταιγίδες που πάντα θα δίνουν τρομερά φαινόμενα, στίχους λεπίδες στα στόματα των ανυποψίαστων. Με αισθητικές υποψίες ένα άγνωστο πλήθος πασχίζει να ερμηνεύσει τον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη, πάντα περιβόλια στο πρόσωπό του και πάντα σαν παράξενο φυτό ήλιος.