Μπόρχες – Σαμπάτο. Περί ποιητών και τυφλών.

μπορχες σαμπατο 24γραμματαpng24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata κλικ εδώ

«ΤΟ ΤΥΦΛΟ ΣΗΜΕΙΟ»
Μπόρχες, Σαμπάτο. Περί ποιητών και τυφλών.

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Κατά το μέσον της νυκτός, ένας άνθρωπος βαδίζει στην οδό Πανεπιστημίου. Φορεί το λευκό, αδιάφορο πουκάμισο της Κυριακής. Είναι τυφλός ή πάλι ίσως είναι τόσο λυπημένος και πράος ώστε εχάθη για πάντα πια η ηλεκτρική εκείνη ένταση των ματιών του. Βαδίζει όμως πελώριος, μια άλλη μορφή του Πριάμου που με χαμένα ολότελα τα παιδιά του και τα τείχη, περπατεί μες στην αυλή μας, εμπρός από τα ελληνιστικά κτίρια και δίπλα, πίσω, μακριά του ο μεγάλος δρόμος που δεν λησμόνησε ποτέ του ποταμού τη χάρη. Τυφλέ, λυπημένε βασιλιά της οδού Πανεπιστημίου υπάρχει πάντα το αηδόνι μες στη νύχτα να τραγουδά και να παρηγορεί, πλεγμένο το αηδόνι μες στα κλαδιά, πάνω στα κτίσματα, σταχτί αηδόνι μες στο χρόνο της πόλης. Τυφλέ, αγαπημένε βασιλιά της οδού Πανεπιστημίου, κανείς δεν θα μοιραστεί το σκοτεινό σου παράπονο και είναι έτσι η μοίρα σου, σοφή και τραγική.
Ο ηλικιωμένος άνδρας μοιάζει με εκείνους τους δαμαστές των πουλιών που κατέχουν φωλιές και ελπίδες μες στα φιδίσια μαλλιά τους. Κάποτε οι άνθρωποι με τη χάρη των πουλιών θα σκοτωθούν, ίσως οι ληστές, ίσως πάλι τα αίματα που αλλάζουν ρεύμα και κίνηση και έτσι πνιγμένοι σκορπούν τα πουλιά από τα μαλλιά, τα μάτια και τα στόματα.Και έπειτα το κρύο που φτάνει ως απάνω στο στόμα και μες σε τούτους τους αθηναϊκούς καιρούς χιόνι και ασήμι στα μαλλιά σου βασιλιά Πρίαμε, ωραίε, τυφλέ ποιητή της άμμου, του καθρέφτη και των δώρων. Ως το πρωί που θα έχεις ανακαλυφθεί από τους πεζοπόρους σκαπανείς θα είναι το πουκάμισό σου αδειανό και ολόκληρος δοσμένος στο χρόνο και τις εποχές, καθώς πάντα επιθυμούσες ωραίε, τυφλέ βασιλιά. Ίσως αποδοθεί τιμητικά το όνομά σου στην οδό Πανεπιστημίου, ίσως μια τέτοια μεταβολή να σταθεί προτιμότερη και ενδεικτικότερη του κλίματος των Αθηνών. Ίσως πάλι ταπεινότερα κάποιος γλύπτης χαράξει ένα άγαλμα, ένα αδειανό σακάκι, ένα αδειανό καπέλο σε μια γωνιά των δρόμων, ένα ανθρώπινο σώμα που περπατεί με σκυμμένο το πρόσωπο γιατί πια μήτε τοπία, μήτε ορίζοντες, μονάχα το Ίλιον, η νεκρή Εκάβη, η άμοιρη Κασσάνδρα, οι καπνοί από την πόλη, τα μακρυσμένα καράβια των Ελλήνων, τα ανεμίζοντα μαλλιά σου, μορφή πατριαρχική των βιβλικών καταγραφών το προσωπείο σου. Έτσι χάνονται πάντα οι ποιητές με όλα τα ποιήματά τους γριές γυναίκες μαζεμένες γύρω από τις σωρούς  τους, να κλαίνε τα ορφανά ποιήματα και το πιο γερασμένο από όλα που τραγουδά τις όμορφες μέρες του 1899 και του 1929. Θα ανακοινωθεί δίχως άλλο η αγόρευση του νεκρού βασιλιά σε σύμβολο των εποχών, στον τυφλό άγιο που μαρτύρησε για την πίστη του χρόνου και έτσι με το λευκό πουκάμισο αναπαρίσταται στους κρυμμένους ναούς. Οι συνωμότες θα ανακουφιστούν γιατί η ποίηση συνιστούσε πάντοτε μια εν δυνάμει επανάσταση, σωσμένα τα πρόσωπα των Ιανών και τυφλός ο ποιητής όπως έμελλε από την παιδική του ηλικία, ένα αργόσυρτο, καλοκαιρινό λυκόφως, μια κατάσταση δίχως το τίποτε το δραματικό ή το συγκινητικό, μια τύφλωση οικογενειακή. Μες στη νύχτα σκοτώνεται ο ποιητής, μες στη νυχτα κραυγή και γέννα των αγαλμάτων, εκκωφαντικές εκρήξεις σε όλη την πόλη, κόκκινες, σωστικές φωτοβολίδες από εκείνους που στέκουν στους εξώστες, ορισμένοι τολμούν και ίσως έτσι τελικά να σώζεται ο κόσμος, δίχως συναγερμούς και ελπίδες, με τρόπους καταπληκτικούς και ωραίους τρόπους, με τα σώματα και την παρηγοριά από σταυρό ως σταυρό, ίσαμε τα τελευταία σύνορα και τις πύλες της ερήμου. Οι ωκεάνειες ανταποκρίσεις από τα μακρινά μέρη, τα έφηβα σώματα που σκοτώνουν και σκοτώνονται αθώα και ηρωικά και ας απομένει για μας η αίσθηση της ταπείνωσης, της υποκρισίας.
Την επόμενη μέρα πληροφορηθήκαμε το θάνατο του ποιητή, μόνο το ραβδί και μια ουσία που την απέδωσαν στα μάτια απέμεινε επί της οδού Πανεπιστημίου. Έπειτα αναρίθμητοι τυφλοί εγκατέλειψαν τα πόστα τους, ανταλάσσουν τα αργυρά τους με φιλιά και χρόνο και έτσι είναι ο κόσμος μας, λένε, με κατάμαυρα πανιά σεόλες τις πόρτες και οι θρήνοι στα εφιαλτικά μας πρόσωπα. Πάνε είκοσι σχεδόν χρόνια από τότε που πέθανε ο ποιητής, οι τοίχοι μας πνιγμένοι στη λέπρα και τη λησμονιά, οι θάλασσες με τη δίψα της θύελλας ακόμα. Ανάμεσα στους τυφλούς ο άνθρωπος του Σαββάτου, μόνος συνεχίζει την παράδοση, μες στους δρυμούς της Λα Μπόκα, ο άνθρωπος εκείνος  καταστρώνει τον κώδικα του μεγάλου ύπνου που δίδαξε ο νεκρός της οδού Πανεπιστημίου. Ο Ερνέστο, ο άνθρωπος του Σαββάτου, για τον οποίον θα σας μιλήσω, δεν είναι άλλος από τον τελευταίο λέοντα, έναν ίσκιο που σέρνεται αργά μες στους κάμπους, με ανεμίζουσα τη χαίτη του και στο πρόσωπο την αλήθεια και τους διδαγμένους ψιθύρους εκείνου που είπε πως στο τέρμα είναι η λησμονιά και πως ο ίδιος ήρθε νωρίς.
Ο Ερνέστο είναι ένα άνδρας προχωρημένη ωριμότητας. Αγαπά πολύ τους τυφλούς ανθρώπους και ξοδεύει όλα τα απογεύματά του καθισμένος στον εξώστη μιας παλιάς αγροικίας. Στο Παρατηρητήριο της αγροικίας ο Ερνέστο αντικρίζει πρώτος όποιον φανεί από το βάθος των δρόμων. Ο Ερνέστο αγαπά ακόμα πολύ μια κοπέλα που την λένε Αλεξάνδρα και η ίδια στέκει σαν αλεξικέραυνο στα πιο ψηλά σημεία της πόλης. Πιστεύει στα όνειρα, όπως ο τυφλός, νεκρός ποιητής, τρομάζει και γοητεύεται βαθιά από την εικόνα των δρυμών, οι ψίθυροι τους συχνά προφέρουν το όνομά του ή ένα άλλο όνομα, περισσότερο αστικό. Σπάνια μιλά για την παγκόσμια ιστορία, όμως η αισθητική του σέβεται ιδιαίτερα τον πάμφτωχο Βελισάριο, την Διδώ, τον Οδυσσέα, εκείνον που περιφέρεται ακόμα στις πιο απόκρημνες ακτές σαν σκυλί και το όνομά του ήταν πάντα Κανένας. Μα δεν μιλά για αυτά. Αφήνει διακριτικά στίγματα  περί όλων αυτών, πάει να πει υφίστανται υποψίες πως τον συναρπάζει πραγματικά ο βίος του τυφλού, νεκρού ποιητή της οδού Πανεπιστημίου. Στο Μπουένος Άιρες που ζει, έμαθε να αγαπά τον Κάρλος Γαρδέλ, το άγαλμά του κοσμεί την είσοδο μιας λαϊκής αγοράς στην πρωτεύουσα. Το ζήτημα του χρόνου, ότι απέμεινε από την Καρχηδόνα, τα πηγάδια με τα αίματα και τους πνιγμένους, τα σπαραγμένα σώματα, οι αγωνιστές της ειρήνης, οι μνημειώδεις ενταφιασμοί συναρπάζουν τον Ερνέστο και εκείνος δεν περιφρονεί ποτέ τη δυναμική ετούτων των πραγμάτων. Στο διάβολο ο χρόνος, σημασία κατέχουν μόνο οι εξομολογήσεις των ερώτων, το παλαιό Παλέρμο, τα άνεργα καράβια στο λιμάνι, οι απίστευτες μέρες στη Σέλβα Νέγκρα, οι μυστικές πόλεις της Παταγωνίας, η Σοζάνα Σόκα, η Ελβίρα δε Αλβεάρ, το κορίτσι που σκοτώθηκε νωρίς σε δυστύχημα πάνω από τον ουρανό της Ουρουγουάης. Ο Ερνέστο τρέφει έναν βαθύ σεβασμό για όσους χάθηκαν. Περιφρονεί την αιτία ή πάλι την αναφέρει μόνο με μια αίσθηση δευτερευόντως, συλλογίζεται μόνο πόσοι άνθρωποι τελειώνουν, ερμηνεύει τα σκόρπια χνάρια τους, όπως ο τυφλός ποιητής που κάποτε μίλησε για τον Φραγκίσκο Μπόρχες και τις εμφύλιες σφαίρες του 1874 ή πάλι τις σκανδιναβικές φατρίες και την κατάληψη της νήσου Αγγλίας. Ο Ερνέστο που κρατεί στα χέρια του την κεφαλή ενός αρχαίου νεκρού, ο Ερνέστο που μιλά σαν τυφλός για τον κόσμο, η φωνή του που ισορροπεί στο περβάζι του τάφου, τα κορίτσια που έγιναν πια κιονόκρανα και όρθιες πέτρες στα ορεινά της Κορίνθου, κοντά στην αρχαία πόλη.
Ο Ερνέστο και ο τυφλός ποιητής της οδού Πανεπιστημίου, της Γενεύης, της Κρήτης, του Μπουένος Άιρες αγαπούν και πονούν πολύ τους τυφλούς ανθρώπους, ακόμα τρέμουν τις τυφλές εποχές που θα έρθουν , ο Ερνέστο και ο τυφλός ποιητής που ακουμπούν τους αγκώνες τους στο τραπέζι του ονείρου. Οι δυο τους διαθέτουν μια απέραντη μνήμη, σπασμένη σε θραύσματα δύσκολα αποκαλύπτει την τόση της ευρύτητα η μνήμη εκείνη, σκόρπια τοπία, ο επιπλέων κόσμος, τα πελώρια κύματα, σήματα από ακραίους σταθμούς και λησμονημένους στρατιώτες. Ο Ερνέστο και ο Μπόρχες φέρουν μια κοινή καταγωγή. Πρόκειται για κάτι ρεαλιστικότερο εκείνου του θαυμαστού πραγματικού που έθεσε η λατινοαμερικάνικη σχολή, μια λοιπόν εκδοχή πλησιέστερη στο σκοπό της ερμηνείας του κεντρικού μυστικού της ζωής μας, καθώς λέει ο ίδιος ο Ερνέστο Σαμπάτο. Μες στα αστυνομικά χρονικά και την ιστορική καταγραφή οι δυο Αργεντίνοι ανακαλύπτουν τη σφοδρή τραγικότητα του ανθρώπου, εκείνη την ίδια που θρέφει τόσους αιώνες το δράμα των καιρών.Ο Μπόρχες είπε, είμαι αντίλαλος, λήθη, τίποτε, οι δυο τους εννόησαν πως καμιά τιμωρία δεν μας απειλεί περισσότερο από την υποψία της λησμονιάς που εννοούμε μες στη ζωή. Τέτοιο θάρρος και τέτοια θέληση χρειάζεται η τέχνη, τούτα είναι τα θαύματα μαζί και η Ιθάκη.