«Ο ΚΕΜΑΛ ΚΑΙ ΟΙ ΛΥΚΟΙ». Εις μνήμην Μάνου Χατζιδάκι.

xatzjpg-150x15024grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

Διαβάστε ακόμα ένα μικρό αφιέρωμα 13 άρθρων για τον Μάνο Χατζιδάκι κλικ εδώ

«Ο ΚΕΜΑΛ ΚΑΙ ΟΙ ΛΥΚΟΙ»
Εις μνήμην Μάνου Χατζιδάκι.
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Δεν εκφράστηκε καμιά υποψία. Νωρίς το πρωί, ο νεαρός εκτελέστηκε στο απομακρυσμένο πεδίο βολής. Κατά ριπάς διέταξε ο αξιωματικός και ο νέος εντάχθηκε στις παλαιές δέλτους των συμβάντων, μια περίπτωση που κάποτε υπήρξε και τώρα χύνεται στα ποτάμια και θρέφει τα χώματα ο νέος εκείνος. Η σωρός του ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο της φυλακής. Κάποιος επισήμανε με ύφος, ετούτος σωφρονίστηκε, και οι άλλοι γέλασαν, έπειτα έκαψαν στην αυλή τα πράγματα του κελιού του. Πλήθος βιβλίων, ο «Μόμπυ Ντικ», ορισμένα παραμύθια των αδερφών Γκριμ, το «Μεγάλο Ζωολογικό Κήπο» του Κουβανού Γκιγιέν, κάποια εγχειρίδια της υπηρεσίας χαρτογραφήσεων, τις φωτογραφίες από το βουνό των αρωμάτων, ένα φτερό παγωνιού που ήταν πάντα μια αφορμή καλοτυχίας. Οι σωροί με τις στάχτες φορτώθηκαν στο  μικρό φορτηγό, έτσι τελειώνει η ζωή των ανθρώπων και η επιβίωση των πραγμάτων. Τώρα το κελί του χάσκει με το οδοντωτό στόμα του, τα εφιαλτικά σχέδια μιας παλιάς, τεράστιας μοναξιάς, τυχαία, γυναικεία ονόματα, από εκείνα που αγαπήθηκαν πολύ. Και έλαβαν ξανά τις θέσεις τους τα μυθικά, αρπακτικά όρνεα και πήραν να ξοδεύονται στους αιώνες οι εποχές, όλο ρωγμές η αφίσα της θείας Μέριλιν με τα πράσινα, βυθισμένα μάτια που ερεθίζει αιώνια τα κρατούμενα παιδιά..
Οι άνθρωποι των αγορών πληροφορήθηκαν το γεγονός από τις πρωινές φυλλάδες. Κάποιος δημοσιογράφος θεώρησε γοητευτική την υπόθεση του νεαρού Κεμάλ και έτσι αφιέρωσε το σαλόνι της εφημερίδας στο φριχτό τέλος του συντριμμένου Τρώα. Στέκονταν οι διαβάτες, προτού χαθούν μες στα στενά της πόλης, στέκονταν και κοιτούσαν τη φωτογραφία και έσταζαν τα σκοινιά καλοσύνη και έμοιαζε με εκείνα τα μεσημέρια των Μεγάλων Ημερών το πρωινό εκείνο. Μονάχα τα παιδιά δεν λυπήθηκαν για τον αδικοχαμένο Κεμάλ και έτρεχαν σαν πάντα μες στα στενά, χωρισμένα σε άδικους και δίκαιους. Και πήραν να συζητούν οι άνθρωποι την αιτία της εκτελέσεως, η επιμονή του νεαρού εκείνου ήταν η τρομερή αιτία του χαμού του. Πάει να πει του δόθηκε η ευκαιρία να ανασκευάσει την ομολογία του, να αρνηθεί τα μυθεύματα εκείνα που τον ήθελαν αποφασισμένο να διασώσει την ανθρωπιά. Όμως εκείνος επέμεινε, παρά τα βασανιστήρια, τα ηλεκτροσόκ, τις οδύνες εκείνος συνέχισε να επικαλείται τις μεγάλες ερήμους που απλώνονται στην αραβική γη για αμέτρητα μίλια και όλο μεταβάλλουν την όψη τους, έτσι που να μην διατηρείται ποτέ μια σταθερή τοπογραφία. Σαν από χρέος οι άνθρωποι περιεβλήθησαν το πένθος και επένδυσαν τις προσόψεις των σπιτιών και των καταστημάτων με κατάμαυρα πανιά. Και η ρωγμή στις καρδιές σηκώθηκε και ανέβηκε ίσαμε τα μάτια, ένα μεγάλο ρήγμα ανάμεσα στα μάτια, τα βλέμματα ακίνητα σαν σημαίες που πάγωσαν μες στο αργό βάδισμα του μήνα Φεβρουαρίου. Μάλιστα απεφασίσθη η τέλεση ολονυκτίων προσευχών στους περισσότερους ναούς των Αθηνών για να συγχωρεθούν κάποτε ετούτες οι αμαρτίες. Διαβάστηκαν λόγοι, μίλησαν κοινωνιστές, διατυπώθηκαν θεολογικά σχόλια πάνω στον άδικο θάνατο, θεωρήθηκαν εκ νέου τα όρια και η μεγαλοπρέπεια του ανθρωπισμού, εξαντλήθηκε διά παντός το μίσος. Ο Χριστός σκοτώθηκε ξανά, ετούτη τη φορά μες στα ιδρύματα και τις τρώγλες του σωφρονισμού.
Ύστερα όλοι λυπημένοι σπεύσανε στο μνήμα του Κεμάλ και αναρωτήθηκαν για την επιγραφή στη μαρμάρινη στήλη. Χαράκτηκαν κληματίδες, σκηνές από ποιμενικά δράματα με πουλιά και δακρυχόες, ένα ομολογουμένως σύνθετο σχέδιο με ζωντάνια και εξαιρετική τεχνοτροπία. Αναγράφηκε και η χρονολογία του πένθους και μεταφέρθηκε ολίγη άμμος από την Αραβία. Παραμερίστηκαν για πάντα οι Θεοί, οριστικά οι Θεοί περιφρονήθηκαν εμπρός στο  θάνατο και τώρα ο άνθρωπος μες στη φύση του μπορεί να ερμηνεύσει και να ερμηνευτεί. Μπορεί λοιπόν να λυπηθεί μόνος και απερίσπαστος.
Ο Κεμάλ εθεάθη στους δρόμους των Αθηνών. Ήταν ρακένδυτος, με κάτωχρο πρόσωπο, όλο δηλητήριο το φως μέσα από τα μάτια και η ανάσα του που μυρίζει πανικό και πείνα. Και έτσι με το στρατιωτικό του αμπέχονο βαδίζει στην οδό Πατησίων και πίσω του το πλήθος με τα δόντια βαθιά μες στα μάτια, αρπαγμένο το πρόσωπο, φιδίσια μαλλιά και οι αποστεωμένοι βεδουίνοι με πλεγμένα, νεκρά πουλιά πάνω στα κιούρτα, έτσι σκοτώθηκε ο Κεμάλ λοιπόν, σαν αγριοπούλι πιασμένο στα λαμπερά μας δόντια. Ο Κεμάλ που μιλά μια γλώσσα μεγαλύτερη και ανθρωπινότερη ακόμα και από εκείνη του Αιγαίου που έτσι λατρέψαμε, Κεμάλ τα μάτια σου ήταν πάντα νωπά σκοτάδια στις ωραίες, αταξίδευτες εξοχές. Κεμάλ τώρα το πρόσωπό σου κοσμεί τα λαϊκά μαγαζιά, τα σπίτια και τους ναούς που πλήθυναν γιατί προστέθηκε μια ακόμα αμαρτία. Κεμάλ, οι άνθρωποι και η τέχνη θα σταθεί στο πλευρό σου, άλλο δρόμο δεν έχει πια. Εμείς θα αγαπήσουμε πολύ τον τόπο σου, την περηφάνια, τα αγρίμια, τα παραδείσια πτηνά που φιλούσαν κάποτε τα χέρια σου Κεμάλ. Θα υπάρχεις για πάντα λοιπόν, πληγή ανοικτή Κεμάλ στα πιο απίθανα σημεία της νύχτας και της ψυχής μας. Λοιπόν, καληνύχτα Κεμάλ.
Πάνε χρόνια από τότε που κοιμήθηκε ο Κεμάλ και ο κόσμος συρρέει να μαρτυρήσει τη μυρωδιά του καταπράσινου κήπου και οι φωνές τους σπάνε, σπαραγμένα τριζόνια οι φωνές εμπρός στον άδικο θάνατο. Στον ναό δεν εισέρχεται κανείς πια. Ειπώθηκε πως κάτω από τα σωσμένα φρέσκα ο κόσμος αλλάζει Κεμάλ. Ευτυχισμένες στον αιώνα οι σπασμένες μας καρδιές.