Οδ. Ελύτης: Θάνατος και Ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (ακολουθεί μετάφραση στην Αγγλική)

876Από την ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη « Τα ετεροθαλή »

Ι

Έτσι καθώς εστέκονταν ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μέσ’ στη λύπη του

Μακριά του κόσμου που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρδος Παραδείσου

Και σκληρός πιο κι απ’ την πέτρα που δεν τον είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ – κάποτε τα στραβά δόντια του άσπριζαν παράξενα

Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ’ τους ανθρώπους κι έβγανε απ’ όλους

Έναν που του χαμογελούσε τον Αληθινόν που ο χάρος δεν τον έπιανε

Πρόσεχε να προφέρει καθαρά τη λέξη θ ά λ α σ σ α έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια

Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο Θεός κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν’ ανεβαίνει

Νέος ακόμα είχε δει στους ώμους των μεγάλων τα χρυσά να λάμπουν και να φεύγουν

Και μια νύχτα θυμάται σ’ ώρα μεγάλης τρικυμίας βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο που θολώθη μα δεν έστερξε να του σταθεί

Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε

ΙΙ

Θε μου και τώρα τι Που ‘ χε με χίλιους να παλέψει

χώρια με τη μοναξιά του ποιος αυτός πού ’ξερε μ’ ένα λόγο του να δώσει ολάκερης της γης να ξεδιψάσει τι

Που όλα του τά ‘χαν πάρει Και τα πέδιλά του τα σταυροδετά και το τρικράνι του το μυτερό και το τειχιό που καβαλούσε κάθε απομεσήμερο να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό σα ζόρικο και πηδηχτό βαρκάκι

Και μια φούχτα λουίζα που την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός κοριτσιού μεσάνυχτα να το φιλήσει ( πώς κουρναλίζαν τα νερά του φεγγαριού στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ’ τη θάλασσα…)

Μεσημέρι από νύχτα Και μήτ’ ένας πλάι του Μονάχα οι λέξεις του οι πιστές πού’ σμιγαν όλα τους τα χρώματα ν’ αφήσουν μέσ’ στο χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως

Και αντίκρυ σ’ όλο των τειχών το μάκρος μυρμηκιά οι χυμένες μέσ’ στον γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του

«Μεσημέρι από νύχτα – όλ’ η ζωή μια λάμψη ! » φώναξε κι όρμησε μέσ’ στο σωρό σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη

Κι αμέσως ένιωσε ξεκινημένη από μακριά η στερνή χλομάδα να τον κυριεύει

ΙΙΙ

Τώρα καθώς του ήλιου η φτερωτή ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγορα οι αυλές βουτούσαν μέσα στον χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατακόκκινες απ’ τα γεράνια

Κι οι μικροί δροσεροί τρούλοι όμοια μέδουσες γαλάζιες έφταναν κάθε φορά και πιο ψηλά στ’ ασήμια που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας γι’ άλλων καιρών πιο μακρινών το εικόνισμα

Κόρες παρθένες φέγγοντας η αγκαλιά τους ένα θερινό ξημέρωμα φρέσκα βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών σταλάζοντας ιώδιο , τα κλωνάρια

Του’ φερναν Ενώ κάτω απ’ τα πόδια του άκουγε στη μεγάλη καταβόθρα να καταποντίζονται πλώρες μαύρων καραβιών τ’ αρχαία και καπνισμένα πλοία όθε με στυλωμένο μάτι ορθές ακόμη Θεομήτορες επιτιμούσανε

Αναποδογυρισμένα στις χωματερές αλόγατα σωρός τα χτίσματα μικρά μεγάλα θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μεσ’ στον αέρα

Πάντοτε με μια λέξη μεσ’ στα δόντια του άσπαστη κειτάμενος

Αυτός

ο τελευταίος Έλληνας !
1969.-
Odysseas Elytis

I

As he stood there erect before the Gate
and impregnable in his sorrow

Far from the world where his spirit sought
to bring Paradise to his measure
And harder even than stone
for no one had ever looked
on him tenderly–at times his crooked teeth
whitened strangely

And as he passed by with his gaze a little
beyond mankind and from them all
extracted One who smiled on him
The Real one
whom death could never seize

He took care to pronounce the word
sea clearly that all the dolphins
within might shine
And the desolation so great it might
contain all of God
and every water drop ascending steadfastly toward
the sun

As a young man he had gold glittering
and gleaming on the shoulders of the great
And one night
he remembers
during a great storm the neck of the sea
roared so it turned murky
but he would not submit to it

The world’s an oppressive place to live through
yet with a little pride it’s worth it.

II

Dear God what now
Who had to battle with thousands
and not only his loneliness
Who?
He who knew with a single word
how to slake the thirst of entire worlds
What?

From whom they taken everything
And his sandals with their crisscrossed
straps and his pointed trident
and the wall he mounted every afternoon
like an unruly and pitching boat
to hold the reigns against the water

And a handful of vervain
which he had rubbed against a girl’s cheek
at midnight
to kiss her
(how the waters of the moon gurled
on the stone steps three cliff-lengths
above the sea …)

Noon out if night
And not one person by his side
Only his faithful words that mingled
all their colors to leave in his mind
a lance of white light

And opposite
along the whole wall’s length
a host of heads poured in plaster
as far as his eye could see

“Noon out of night — all life a radiance!”
he shouted and rushed into the horde
dragging behind him an endless golden line

And at once he felt
the final pallor
overmastering him
as it hastened from afar.

III

Now
as the sun’s wheel turned more and more swiftly
the courtyards plunged into winter and once
again emerged red from the geranium

And the small cool domes
like blue medusae
reached each time into the silverwork
the wind so delicately worked as a painting
for other times more distant

Virgin maidens
their breasts glowing a summer dawn
brought him branches of fresh palm leaves
and those of the myrtle uprooted
from the depths of the sea

Dripping iodine
while under his feet he heard
the prows of black ships
sucked into the great whirlpool
the ancient and smoked sea-craft
from which still erect with riveted gaze
the Mothers of God stood rebuking

Horses overturned on dump-heads
a rabble of buildings large and small
debris and dust flaming in the air

And there lying prone
always with an unbroken word
between his teeth
Himself
the last of the Hellenes!