Λίγα λόγια για τα «τραγούδια» του Κώστα Ριτσώνη

ριτσωνης 24γραμματαΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΕΝΟΣ ’’ΦΙΛΟΥ’’

γράφει ο ο Απόστολος Θηβαίος

Η συλλογή διακόπτει τη στιχουργική της ροή, εντάσσοντας μες στο σώμα των ποιημάτων, τα ωραία, λαϊκά, χονδροειδή σχέδια. Πρόκειται περί σκίτσων, κατάλληλα επανδρωμένων με μια ελληνική αισθητική, καθώς εκείνη του ζωγράφου Φασιανού. Μουσικά όργανα, λουλάδες, κορίτσι και αγόρια ενδεδυμένα με τη λαϊκή, απλή αμφίεση της εποχής, ίσως η πόλη της Θεσσαλονίκης με τα αναρίθμητα πλεούμενα, τρυφερά, ολοζώντανα καράβια καμωμένα με μολύβι που κρατιούνται με κόπο μες στα νερά. Η προσέγγιση του Ριτσώνη επιδιώκει μία ανταπόκριση, μια διασύνδεση ανάμεσα στο στίχο, τη θεματική και το όραμα του έρωτα, όπως αναπαρίσταται μες στα τραγούδια. Διότι αν θέλουμε να προβούμε σε έναν πρώτο ισχυρισμό, μιλώντας για τις ομοιοκατάληκτες συνθέσεις του Ριτσώνη, δεν μπορούμε παρά να τις χαρακτηρίσουμε ως τραγουδιστικές συνθέσεις, με σαφή αναφορά στο κοινό αίσθημα του έρωτα, βιωμένο μες στη δυστυχία, την ξενιτιά, το φθόνο, την προδοσία. Οι συνθέσεις απελευθερώνουν, δίχως αμφιβολία μια γνήσια ανθρωπιά, περιβαλλόμενη πάντα τις οικείες τοπογραφίες του έρωτα. Η περίπτωση της ποιητικής του Ριτσώνη αποκαλύπτει μία γραφίδα, εμποτισμένη με την ευλογημένη απλότητα και τον ταπεινό, λαϊκό ρυθμό που ενισχύει τη μνήμη και τη διάσωση, μέσα από την υπερβολή της συναισθηματικής φόρτισης. Η εύθυμη ειρωνεία της στιχουργικής του Κώστα Ριτσώνη ανταποκρίνεται, στην κοινή, καλλιτεχνική γραμμή, όπως ετούτη διαμορφώθηκε μέσα από τη ροπή προς μια ανθρωπινότερη και περισσότερο ψυχική, ποιητική εκφορά. Ο Τσαρούχης, ο Φασιανός καθώς ήδη επισημάναμε, ο «ζεϊμπέκης» Μάνος Χατζιδάκις, ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη, τα σπαραχτικά, μεσοπολεμικά ερείπια σχηματοποιούν τις αισθητικές συνιστώσες της ποιητικής του Ριτσώνη, είτε ο τελευταίος τις λαμβάνει υπόψη είτε πάλι συγκρατεί την σκηνογραφία τους, ως το ρεαλιστικό περιβάλλον του σύγχρονου, αστικού ελληνισμού.
Η χρονογραφική ποίηση του Ριτσώνη συνιστά μια ειδολογική προσέγγιση. Πάει να πει, στην κατά το δυνατόν ενταγμένη ποιητική του μες στις ορισμένες εποχές ο δημιουργός διατηρεί έναν ορισμένο ρυθμό, θεματικής αλλά και τεχνικής φύσεως. Τα συνοικιακά, ποιμενικά δράματα, παραχωρούν τώρα τη θέση τους σε αστικές υποθέσεις, ενταγμένες μες στο περιβάλλον της νεοσύστατης και παλλόμενης πόλης. Το Ασβεστοχώρι, το Κορδελιό, η βαριά βιομηχανία που στήνει τις υψικαμίνους της στις μεγάλες πόλεις, οι έρωτες που εξαντλούνται, τα ναρκωτικά, οι «μάγκες» μιας άλλης, μεσοπολεμικής εποχής, το ρεμπέτικο με την απλή και πονεμένη στιχουργική του που εκφράζει τις οδύνες της καθημερινής ζωής, εμποτίζουν με την αδιαμφισβήτητη και πλέον ιστορική επιρροή τους τις δημιουργίες του Ριτσώνη. Πρόκειται περί ενός ιδιόμορφου, εντόπιου, μπαρόκ είδους, με σαφή την επιρροή του συμβολισμού, το ρεαλισμό της ανθρώπινης μαρτυρίας, τις οραματικές φιλοδοξίες, τη συναισθηματική υπερβολή, με την οποία τράφηκε ανέκαθεν η ελληνική, τραγική τέχνη. Και λέγοντας τραγική, δεν εννοούμε παρά τη βιασμένη, υπαρξιακή αναζήτηση του ανθρώπου μέσα από τα πρόσωπα και τις εμπειρίες μιας καθημερινής και εναγώνιας ζωής. Ο Ριτσώνης δεν επιδιώκει την εγκεφαλική ποίηση, ζητούμενό του δεν αποτελεί μια τέχνη με γνωρίσματα αιωνιότητας, αλλά μια λαϊκή, τρυφερή εξιστόρηση του ανθρώπινου βίου. Οφείλουμε να σημειώσου δε, στο σημείο αυτό, πως αναγνωρίζοντας τα ειδικά χαρακτηριστικά των ασμάτων του Κώστα Ριτσώνη διαπιστώνουμε ένα είδος εθνικής ενότητας, ένα κατακερματισμένο, ελληνικό κόσμο κλονισμένο μες στις ραγδαίες αλλαγές του αιώνα. Ο Ριτσώνης μεταγγίζει τα ποιοτικά στοιχεία του νεορεαλισμού μες στα ομοιοκατάληκτα, συναισθηματικά άσματα της βαθιάς ανθρωπιάς. Η προβολή ενός περιθωρίου, -εργασιακού, βιοτικού, συναισθηματικού-, η ανάδειξη των λαϊκών στρωμάτων που συνθέτουν πια το αστικό περιθώριο της νεοσύστατης, λούμπεν τάξης, φωτίζεται λαμπρά μες στα πλαίσια του προσωπικού μύθου, εκείνου που θα τελειώσει οριστικά με το θάνατο.
Αξίζει κανείς, να επισημάνει το στοιχείο της ελληνικότητας στην ποιητική του Ριτσώνη. Ήδη από τη δημώδη παράδοση κατέστη σαφές πως υφίστανται θέματα υψηλής δυναμικής, αποτυπωμένα ενσυνείδητα μες στην ανθρώπινη ψυχολογία. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας, ο αποκλεισμός από τη χαρά της ζωής, η μετανάστευση, εμπεριέχουν αφενός την ανθρωπιά και αφετέρου τις τραχιές οδύνες του ελληνικού αισθήματος. Η ποίηση του Κώστα Ριτσώνη αντικατοπτρίζει ένα παρελθόν, καταγραμμένο όχι πια με γνώμονα την ιστορική δοξασία ή τη σχεδόν ιστορική, αλλά με βάση ένα άλλο είδος μνήμης, με ερείσματα κοινωνικά, το οποίο εγκιβωτίζει όλες τις αναγκαίες συνθήκες προκειμένου να αποτυπωθεί ως αισθητικό φαινόμενο ή πάλι ως υφολογική απόκλιση η κοινωνική θεώρηση μιας ολόκληρης εποχής. Η ποίηση επιβεβαιώνει το χαρακτήρα της και τελικά ενσωματώνει μια πιστή αναπαραγωγή της πραγματικότητας, δίχως η προσέγγισή της να στέκει αξιωματική για το μέλλον ή πάλι κριτική και συμπερασματική για το παρελθόν. Η στοχοθέτηση του ποιητή αποβλέπει σε μια υπενθύμιση της αιώνιας, «ιερής πείνας.» Εκείνης που αέναα παρακολουθεί και συνεπάγεται την εξάντληση της ύλης, τη μόνιμη και τραγική περιπλάνηση της ανθρώπινης ύπαρξης, ώσπου να αγγίξει το σημείο της καταστροφής και της συντριβής και έτσι μεταμορφωμένη να εισάγει στην καλλιτεχνική διατύπωση τα ήθη και τα μεγέθη. Ο Φώτος Πολίτης επισημαίνει, σε μια άλλη προσέγγιση ετούτης της αισθητικής πως το απόθεμα της τραγικότητας μες στην τέχνη δεν μπορεί να προκύψει αν δεν συλληφθεί συντριμμένος πια και ανήμπορος ο τραγικός άνθρωπος, ολότελα δοσμένος και συνθηκολογημένος απόλυτα με το μοιραίο του βίο. Ετούτο το τελευταίο στοιχείο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως κυκλώνει ολόκληρο το ποιητικό έργο του Ριτσώνη, δίχως να μειώνεται καθόλου από την ειρωνεία, τον πικρό, διακριτικό αστεϊσμό που υδατογραφεί πολλά από τα ρυθμικά του τραγούδια.
Ο Ριτσώνης επιλέγει έναν δημιουργικό δρόμο, ανάλογο και αντίστοιχο με την ποιητική σχολή που ευδοκίμησε στην ελληνική τέχνη. Μιλούμε για μια αισθητική, ευτυχώς προσδιορισμένη, όπως διαπιστώθηκε αποσπασματικά κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και κατοχυρώθηκε αργότερα, σε ποιητές όπως ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ανθρώπους δηλαδή με σαφή ροπή προς μια τέχνη λαϊκότερη, ικανή να εκφράσει με διαύγεια τα πάθη του τόπου και των ανθρώπων του. Προς τούτο σμίγεται η ιστορία με τον ερωτικό υποκειμενισμό, η βιοτική αναγκαιότητα με την ανεκπλήρωτη φιλοδοξία, το όνειρο με τη ναρκωτική καθημερινότητα της βιοπάλης. Είναι στα απομνημονεύματα του Ρωμαίου Αδριανού, όπως καταγράφηκαν από την Γιουρσενάρ, η επαρκέστατη αφορμή για τη σαφή και εξειδικευμένη ατμόσφαιρα των ασμάτων του Ριτσώνη. Πρόκειται για την ηρωική αρετή, το πρόσωπο που κοπιάζει να επιβιώσει τολμώντας μες στα ασφυκτικά πλαίσια της ζωής και έτσι κατορθώνει να κρατηθεί ζωντανό εμπρός στο θάνατο, στα γηρατειά, στον δίχως ανταπόκριση έρωτα, την προδομένη φιλία ή τη μετριότητα μιας ζωής λιγότερο πλατιάς από τα αρχικά, τα παλαιά μας σχέδια. Εμπρός σε όλα τούτα ο Ριτσώνης αποδεικνύεται δωρικός, αλύγιστος, τραγουδώντας το διαψευσμένο πια όραμα που δεν φέρει τα σημάδια της σήψεως, μα τη νοσταλγική μεγαλοπρέπεια των αρχαίων ερειπίων.
Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος, επισημαίνει ο Γάλλος στοχαστής Σαρτρ για να συμπληρωθεί ετούτο το αξίωμα από την εσωτερική εκείνη αγωνία, με την οποία διεκδικείται και επιδιώκεται η πραγματικότητα αυτή. Ετούτη την αισθητική απόκλιση, που δεν είναι νέα, μήτε προβλέπει δάφνες πρωτοπορίας δηλώνει η ποίηση του Κώστα Ριτσώνη. Όμως σε ένα δεύτερο επίπεδο, δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε τη σαφή και ακηλίδωτη πίστη του δημιουργού, στο βίωμα του ανθρώπινου πένθους, στην εκτίμησή του, στην καλλιτεχνική του επίδειξη, πάντοτε υπό το μέτρο του χρησμού, όπως επιζεί μες στις πιο συνηθισμένες διαστρωματώσεις της κοινωνίας. Έτσι διαμορφώνεται μία σηματοδοτική, ποιητική λειτουργία, μες στα πλαίσια της οποίας μπορούμε να διακρίνουμε μια νέα και εκσυγχρονισμένη λογοτεχνία, έναν ρεαλισμό, ο οποίος συνιστά μια ηθογραφία μοντέρνου, λαογραφικού τύπου, λογίζοντας ως τέτοιον την απεικόνιση της αισθητικής σε ένα επίπεδο διάφορο από εκείνο με το οποίο έχει ταυτιστεί η επιστήμη της μελέτης του παρελθόντος στην ακαδημαϊκή συνείδηση. Στην ελευθερία της αρχικής μας υποθέσεως στηρίζει ο Ριτσώνης τις μικρές μυθιστορίες του, σε μια απόπειρα, καθώς εκείνη του ποιητή Σαραντάρη, να καταστεί η ποίηση λόγος και ανικανοποίητο και ζήτημα σωματικό με όλες τις οδύνες του αποσαφηνισμένες μες στη στιχουργική διάταξη. Πρόκειται περί επιθυμιών, περί των αφετηριακών δηλαδή καταγωγών του μύθου, στην προσπάθειά του ετούτος να καταστεί συνολικός και στοχαστικός. Στη συγκίνηση, να σε τι προσβλέπει η ποίηση του Ριτσώνη, στο θεμελιακό δηλαδή σκοπό της δημοτικής, ελληνικής ποίησης, η οποία με την αγνότητά της και τα ομηρικά κληροδοτήματα, στέκει κοντύτερα στο συναίσθημα και άρα στο βαθύτερο και αδιατάραχτο σκοπό της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Είναι μια φυσική κλίση της ποιητικής λειτουργίας να αναπαραστήσει μια κάθετη κατατομή της ανθρώπινης αγωνίας και όχι μια έκτασή της μες στο χρόνο. Ο τελευταίος θα ενταχθεί και θα υπάρξει μόνο μες στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας.
Κάθε είδος τέχνης ωφελείται από ένα άλλο, μόνο αν εγκαταλείψει τον εγωισμό του, σχολιάζει ο καθηγητής Μερακλής στις λαογραφικές μελέτες του. Και είναι μια πλήρης εφαρμογή τούτου του ρητού, η ποιητική πρωτοβουλία του Κώστα Ριτσώνη, ο οποίος αφαιρεί από την τεχνική φύση της στιχουργικής, ώστε η τελευταία να χωρέσει μες στη μουσική σύνθεση και έτσι να καταστεί υλικό οικείο για το ίδιο το πρόσωπο. Η διαπίστωση αυτή αφορά ένα φυσικό καρπό του εθνικού δέντρου που βαστά και καρπίζει όλες τις ανθρώπινες, εθνικές αγωνίες, σχηματοποιώντας τις εποχές και τις ακμές του. Οι άνθρωποι έχουν τους ίδιους εχθρούς, την ίδια μοίρα με τα δημιουργήματα του λόγου. Πάει να πει, απειλούνται από τη φθορά, την υγρασία, τη φωτιά, το περιεχόμενό τους το ίδιο, σχολιάζει ο αυτόχειρας στοχαστής Γιώργος Μακρής. Ο Ριτσώνης με τα τραγούδια του κατορθώνει να περισώσει το περιεχόμενο και να συγκρατήσει ως σήμανση το είδος του ανθρώπου-αφορμή ετούτης της ποίησης καθώς και την αισθητική συγκυρία που τον έθρεψε ιστορικά και ψυχολογικά.
Σημειώνεται δε, τέλος, η ωραία φυσικότητα των λαϊκών τραγουδιών ενός «φίλου ποιητή.»