Ο εφτάψυχος μπαλουξής Παντέλος Νιοτής.

P5121431

24grammata.com/ γνώμη

γράφει  ο Μανώλης  Δημελλάς

Έτσι πολλοπά και μπόλικα, μέσα στη βαρκούλα τα ψάρια, κάναν τα αδέλφια να χαμογελούν, η χαρά τους ξεσκονούσε, πάνω στον αφρό της θάλασσας και με τον τελευταίο δυναμίτη θα απογέμιζαν πια το γέρικο σκαφάκι.

Έμεινε μόνος, ο δεκάχρονος Γιάννης να τη κουμαντάρει, με τα κουπιά που ήταν πιο μεγάλα από το μπόϊ του, ενώ οι άλλοι δυό,

ο Παντέλας και ο Δήμος, βγήκαν πάνω στο βράχο, δεν τους έβλεπαν από το λιμάνι, τα Πηγάδια, δεν ήθελαν να τους μυριστούν οι Ιταλοί, σκάρωσαν τη δουλειά με τακτική και μαεστρία, μεσημέριασε και τώρα στο τέλος, δεν θα τους έπαιρνε κανείς χαμπάρι.

Η θάλασσα πήρε, στρούφιξε λίγο το μικρό σκαρί προς την ακτή, ενώ ο πιτσιρίκος πάλευε, για να τη μαζέψει προς τα βράχια, είχαν σχεδόν τελειώσει με τον πασμό, είδαν που φανήκαν τα μεγάλα κομμάτια, αρπούσαν το μπαγιάτικο ψωμί και το καταπίναν πεινασμένα,

ο Παντέλης έκαμε νόημα στο Δήμο, σα να του έλεγε άντε τέλειωνε πια, θα φάνε και τις πέτρες και θα την κοπανήσουν.

Έβγαλε το μασούρι και το άναψε βιαστικά, όμως δεν πρόλαβε να το πετάξει μέσα στη θάλασσα, κοντό το φιτίλι, έκαμε το δυναμίτη να σκάσει μέσα στα χέρια του, σίγουρα η στιγμή ήταν του σατανά,

το άψυχο κορμάκι του έπεσε σα βαρύ σακί, μέσα στη θάλασσα, ο Δήμος σκοτώθηκε ακαριαία, ενώ ο Παντέλας ήταν παραδίπλα, άρπαξε στο πρόσωπο όλη την ενέργεια της έκρηξης, στις πρώτες στιγμές ένιωθε πως τυφλώθηκε, έχασε το φως του.

Ανέβασαν στη βάρκα το πτώμα του αδελφού τους και οι δυό ζωντανοί Νιοτήδες γύρισαν κλαμένοι και χεσμένοι από  φόβο, στο λιμάνι.

Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από το ξεκίνημα της δεκαετίας του ’30, εκείνα τα χρόνια  στο μικρό νησί, ήταν διαφορετικά, έγιναν οι απαραίτητες ανακρίσεις, όμως οι κατακτητές Ιταλοί, ήθελαν την ησυχία τους, έτσι σκέπασαν το μοιραίο λάθος και άφησαν τη φαμίλια του Ολυμπίτη, Μιαούλη της Καρπάθου, βουτηγμένη στο πένθος.

Έλεγε ο φιλόσοφος Σωκράτης, το πεπρωμένο κανείς δεν μπορεί να το αποφύγει, και ο Παντέλας λίγα χρόνια αργότερα, τον επιβεβαίωσε με τον πιο απίθανο τρόπο.

Όπως κάθε φορά, ήταν μέσα στο νερό, για ψάρεμα, στα Πηγάδια, πίσω από τα Οβρέϊκα, παρέα με τον Μενεδιάτη Νίκο Οικονομίδη, όταν ένα συμμαχικό αεροπλάνο βομβάρδιζε τις γύρω ακτές του λιμανιού.

Κοντά δέκα χρόνια από το προηγούμενο δυστήχημα, είχε ξεχάσει τη παρολίγο δικιά του τραγωδία, όταν οι δύο φίλοι τρομαγμένοι από της Εγγλέζικες μπόμπες, άρχισαν να τρέχουν από την ακτή προς τα βράχια, τα αεροπλάνα πετούσαν σε χαμηλό ύψος, δεν είχαν μπόμπες για άσκοπο ξόδεμα, ήθελαν να βλέπουν, να κυαλάρουν το στόχο και έπειτα να αφήνουν τα “δωράκια” τους.

Μια τέτοια βόμβα έσκασε δίπλα στα παιδιά, έκοψε το πόδι του Οικονομίδη, ενώ πήρε τον Παντελή στο στομάχι που το άνοιξε, ξεχύθηκαν έξω όλα τα σωθικά του. Μάζεψε ό,τι μπορούσε και κρατώντας σπλήνες, αντέρια και σηκώτια στα χέρια, αλλά και το φίλο με το κομμένο ποδάρι, στους ώμους, πήγαν κούτσα-κούτσα στο πρώτο Ιταλικό φυλάκιο.

Εκεί τους φόρτωσαν σε ένα τζίπ και τους μετέφεραν στο στρατιωτικό νοσοκομείο, ψηλά στην Βωλάδα. Ο γιατρός έκανε ότι μπορούσε, έβαλε ξάνα τα όργανα, μέσα στο σώμα του και τον έραψαν.

Δεν έδιναν πιθανότητες επιβίωσης, μετρούσε στιγμές το παληκάρι, έτσι έλεγαν με κατεβασμένα τα μάτια, στους γονείς και τα αδέλφια του. Είχαν και την ιστορία με την κουκουβάγια, όταν ήταν δύσκολα τα πράματα, έλεγαν πως αν σε τρείς ημέρες, φανεί καμμιά κουκουβάγια και λαλήσει, κλάφτα Χαράλαμπε.

Αντίθετα ο φίλος του, Νίκος Οικονομίδης, με ένα πόδι λιγότερο, έδειχνε να τη βγάζει, να πηγαίνει όλο και καλύτερα.

Την επομένη το βράδυ ο Οικονομίδης ξεψύχησε, ενώ ο Παντέλας έπαιρνε τα πάνω του και ετοιμαζόταν για να επιστρέψει στο λιμάνι.

Σε εκείνο τον βομβαρδισμό η οικογένεια του Νιωτή δεν έχασε τον  Παντέλα, θρήνησε όμως δυό άλλα παιδιά της, ο πιο μικρός, ο στερνός γιός τους, δεν πρόλαβε να τρέξει, για να χωθεί μέσα στο υπόγειο και μια αδέσποτη βόμβα, έσκασε παραδίπλα και τον άφησε στον τόπο, ενώ η μεγάλη, παντρεμένη, κόρη τους, έτρεξε κοντά μήπως μπορέσει να σώσει το παιδί , με το ξαναπέρασμα του πολεμικού αεροσκάφους την γάζωσε το πολυβόλο, έπεσε και αυτή, νεκρή, δίπλα στο μικρό αδελφό της.

Ακόμη μια, ο Παντέλας, κοψοχόλιασε τον Άγιο του, αυτή τη φορά,

η τρίτη, είχε μόλις απελευθερωθεί το νησί, χειμώνας του 1944, οι Εγγλέζοι κάνανε το κουμάντο και είχαν μέσα στο λιμάνι πολεμικό βαπόρι και ξεφόρτωναν πυρομαχικά με τους Ινδούς βαστάζους τους αλλά και τους μπαλουξήδες, που έτρεξαν για ένα μεροκάματο. Το γλεντοκόπι ενός γάμου, στα Πηγάδια, είχε αποτρέψει αρκετούς από τους άντρες, για να κατέβουν για βοήθεια, όμως ο Παντέλας ήταν στο μοιραίο ξεφόρτωμα.

Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος, έπειτα πήραν μπροστά όλμοι και χειροβομβίδες,  κορμιά, πτώματα γέμισε όλο το λιμάνι, αλλά και σε αυτό, το μεγάλο ατύχημα, ο Παντέλας ήταν από τους λίγους που την γλύτωσε και μάλιστα χωρίς κάνενα τραύμα. Ένας εφτάψυχος γάτος, δεν ήθελε να πεθάνει από εκρηκτικά και δυναμίτες,

με κανένα τρόπο δεν έδινε, δεν παρέδινε την ψυχή του.

Έφυγε από τον τόπο, ξενητεύτηκε πάνω στο κυνηγητό του μεροκάματου, όμως δεν μπορούσε να αρνηθεί τη θάλασσα.

Ο λοστρόμος, ο Παντέλας, έτσι τον εξέραν στον Μπεραία, που λεβέντης και γερό ποτήρι, όπως ήταν, δεν άφηνε περιθώρια για παράτερες κουβέντες.

Έπινε μα δεν ήταν για να ξεχάσει, δεν άφησε παραπονενένα, αδέλφια και γονείς, που πάντα τους γέμιζε με πεσκέσια, από τα ταξίδια του.

Δοκίμασε γάμους και στεφάνια στο νησί, μα δεν περπάτησε η ιστορία, χώρισε δίχως κρότο και φασαρία, δεν ήταν ταιριαστό ζευγάρι και ένιωθε να πνίγεται και να χάνει τις στιγμές του.

Ταξίδεψε μέχρι την Αμερική, στη Νέα Υερσέη, όμως δεν μπόρεσε να αλλάξει τη ζωή του. Νέα ξεκινήματα, μακριά από τη θάλασσα ήταν από την αρχή πνιγμένα. Ο Παντέλας έμοιαζε με τον θαλασσινό, εκείνον που έχει το ιώδιο πιο πολύ ανάγκη, από το οξυγόνο και ξανά μπάρκα και μακρυνά ταξίδια, μόνο που τώρα η νέα Μυτηληνιά γυναίκα του, έδειχνε να βάζει σε οικογενειακά δεδομένα τη ζωή του.

Οι μοίρες αλλιώς είχαν απλώσει τα χαρτιά του, στο τέλος βρέθηκε μονάχος στο νησί, να περνά σιωπηλά τον υπόλοιπο καιρό του.

Παλήκαρος, με θαλασσινό μεζέ και λίγο κρασί άνοιγε καρδιά και μοίραζε συναίσθημα, διάλεγες και έπαιρνες κάθε καλωσύνη.

Ο Παντέλας Νιωτής που άντεξε μπόμπες και δυναμίτες, έσβησε αθόρυβα, δίχως βοές και κρότους, πήρε, έσυρε μαζί του, μια διαφορετική εποχή, περισσότερο καθαρή και αντρίκια.

Κάθε που σκέφτονται και μελετούν τον θρύλο, μπερδεύουν την αλήθεια με το μύθο, τους βλέπει, τους παρακολουθεί, ο αδελφός του, ο τελευταίος από τη φαμίλια εκείνης της εποχής, ο Γιάννης Νιοτής, άλλη απίστευτη ιστορία, και γελά φωναχτά, τέτοιοι μύθοι όσα χρόνια κι αν περάσουν, πάντα θα στέκουν ζωντανοί πάνω στο αλμυρό κύμα του χρόνου, άλλοι ανθρώποι, ζωντανοί…