Ο Χαλιμάς της Καρπάθου.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

γράφει  ο Μανώλης  Δημελλάς

Ξημέρωσε Κυριακή, μια ακόμη σκολιανή μέρα, έλα όμως που δεν προδίδει ο ψεύτης ήλιος και τα στοιχειά της φύσης, δεν μολογούν τη μοίρα των ανθρώπων, και εσύ, φτωχός και λίγος, δεν μπορείς να προβλέψεις, ούτε καν να φανταστείς, τα τραγικά μελλούμενα.

«Που κάεται και πιο καλά γυρεύει, ο πειρασμός του κώλου του, κουκία του μαγειρεύει», λένε με νόημα οι ζωντανοί προγόνοι, αλλά σάμπως τους ακούει και κανείς άνθρωπος.

Ο Μανωλής ξύπνησε με κέφια στις Εξήλες, άνθρωπος φιλότιμος και γλετζές, είχε όμως να ταϊσει 6-7 στόματα, αφού η γυναίκα του, που δεν σήκωνε πολλά, περίμενε να γεμίσει η τσανάκα με φαί, για να ψωμοχορτάσουν τα παιδιά τους.

Έφυγε χαράματα για τον Αφιάρτη, μέσα στο φαρδύ ψαροκόκκαλο σακάκι, εκείνο που είχε φέρει από την Βηρυτό, στο τελευταίο του ταξίδι, είχε κρυμμένο ένα δυναμίτη, με κοντό- κοντό το φυτίλι, ήταν έτοιμος να κατέβει στο Μαύρο Αυλάκι για να τον ανάψει.

Βιαζόταν να τρυγήσει τη θάλασσα ο Μανωλής, τον περιμέναν βλέπεις οι φίλοι στο καφενείο, δεν είναι που είχε παρατημένη μια παρτίδα μπιλότας, είναι που δεν τους αποτελείωσε την ιστορία, για τα μεροκάματα στο Λίβανο. Στη χώρα που κατέληξε με τα ναύλα πληρωμένα από τον παπά-Νικόλα, έτσι από χτίστης, που πελεκούσε  πωριά, τη καρπάθικη πέτρα, έγινε λέει, στα γρήγορα επιστάτης στη Βηρυτό, και δούλευε δίχως διακοπή, όλο το εικοσιτετράωρο, όλες τις ημέρες, ασταμάτητα, μέσα στα μεγάλα έργα, βαθειά στην κάψα της ερήμου.

Μάλιστα για να τα καταφέρει, κοιμόταν μια με το αριστερό μάτι του ανοιχτό, και μια με το δεξί, έτσι έλεγε, πως παρακολουθούσε πάντα τους εργάτες και δεν του ξέφευγε καμιά φάλτσα σκατοδουλειά.

Αυτός ήταν ο «Χαλιμάς της Καρπάθου», όλοι τον ήξερα για την υπερβολή στις ιστορίες του, αλλά κυρίως για τον τρόπο που τις συνταίριαζε και τις έκαμε να μοιάζουν τόσο αληθινές, που όλοι αναρωτιόντουσαν και στο τέλος, έψαχναν να βρουν, να ξεχωρίσουν το γλυκό του ψέμμα, από την πεζή, στεγνή και καμιά φορά αδιάφορη αλήθεια.

Κατέβηκε βιαστικά πάνω στα βράχια, άναψε ένα τσιγάρο και κοίταξε πονηρά τριγύρω, ψυχή δεν πέρναγε από το Μαύρο Αυλάκι, σκέφτηκε πως μπορεί να είχε κανένα κρυμμένο σφάνταμα, άλλα ήξερε κι αυτό, πως να το κανονίσει, έτσι έβγαλε τον δυναμίτη, τον άναψε κι έκαμε να το πετάξει στην θάλασσα, ενώ χαμογελούσε στα ανυποψίαστα ψάρια, που τα έβλεπε μπόλικα και ολοκούαρα, από τη στεριά. Λίγο καθυστέρησε και όλα γύρισαν σε άλλη διάσταση και εποχή για τον Μανωλή, τον Χαλιμά της Καρπάθου.

Ο δυναμίτης έσκασε στο χέρι του, αντί για ψάρια έκοψε το δεξί χέρι, από τον αγκώνα και το πέταξε στα απορημένα ψάρια, που αντί να γίνουν τροφή, τρόμαξαν, μα καλοδέχτηκαν το περίεργο δώρο.

Σάστισε στην  αρχή, όμως με το άλλο χέρι, το ζερβό, έδεσε όπως-όπως, το κομμένο και μέσα στο αίμα, γύρισε τρέχοντας προς το χωριό, στο δρόμο τον μάζεψαν και το μετέφεραν στο γιατρό, που έδεσε και σουλούπωσε τον κουλοχέρι, πια, Χαλιμά.

OLYMPUS DIGITAL CAMERAΤότε ξεκινά και ο γολγοθάς της ζωής του, η γυναίκα του παίρνει τα τέσσερα παιδιά τους φεύγει μόνιμα για την Αθήνα, τον εγκαταλείπει, μοναδική συντροφιά έχει τον μικρότερο γιό τους, τον Βασιλιό, ενώ η πρωτοκόρη Αναστασία, είχε δικό της μπαϊράκι και κανένας δεν τολμούσε να της μιλήσει, ενώ και ο μεγάλος, πρώτος γιός, ο Μιχάλης, από χρόνους παντρεμένος, δεν ανακατεύεται στον βίαιο χωρισμό των γονιών, που η ανέχεια και η μαύρη ώρα, έφερε τα πάνω-κάτω.

Ο Χαλιμάς είχε ένα κρυμμένο πιστόλι, έτσι έλεγε, και δεν το παρουσίαζε, ούτε το έδινε σε κανέναν, πρώτα ήθελε να παίξει δυό τουφεκιές του Αναστασσιού, της κόρης του, όπως συχνά επαναλάμβανε και έπειτα το προόριζε για τον Χάρη Σεβδαλή, που τον είχε «φάει» για να κάμει το όπλο δικό του.

Με τη γυναίκα του να έχει βγάλει διαβατήριο και να ταξιδεύει στην Ελλάδα, αφού η Κάρπαθος είναι ακόμη τμήμα της Ιταλίας, ο Χαλιμάς απομένει στο σταύλο στις Εξήλες, να παλεύει κουλός, με ένα χέρι, για να ζήσει μαζί με το παιδί, που μόλις μπήκε στην εφηβεία.

Ο πιτσιρίκος αλωνίζει, αμολυτός όπως είναι, μπλέκει με κακές  παρέες που τον μαθαίνουν να σουφρώνει, μαθαίνει στις μικροκλοπές, μόλις το στομάχι γουργουρίζει.

Είναι παι(δ)ϊ πράμα, και όλοι τον συχωρούν, μάλιστα έκαμε κι όνομα όλοι οι Μενεδιάτες τον φωνάζουν «ληστής του Χαλιμά» ενώ ο φίλος και συνεργός του είναι το «κουλούκι της Χριστίνας».

Ένα μεσημέρι συνάντησε τον Βασιλιό ο Γιάννης Κατωγυρίτης, ο κλεφτάκος ήταν φορτωμένος μανταρίνια και χαμογελαστός τα μοίραζε στους φίλους, διαλαλούσε μάλιστα πως είναι από το πιο καλό περβόλι του, ξανά η ιστορία γράφεται δίχως να μας λογαριάσει, το χωράφι που έκλεβε τα μανταρίνια ο πιτσιρίκος, έγινε τελικά δικό του, αφού ήταν της κόρης που πέρασε στεφάνι.

Έσερνε μέσα στο χωριό μια μεγάλη τσάντα, μόλις είχαν κάνει γιουρούσι, στο σπίτι στην πρώτη αξαέρφιτσα του, της Σοφία του Βαγγέλη, τον πρόλαβε η Σοφία και του φώναξε:

-δεν εντρέπεσε βρε να κλέβεις από του συγγενή σου το σπίτι;

και εκείνος της απάντησε με σιγουριά,

-από το ξένο σπίτι θα πάω;

Άιστα και φύγε γιατί θα σε πετρώσω, του φώναξε η Σοφία και εκείνος παράτησε τα κλοπιμαία και έκοφτε δρόμο.

Μοναχά ο πατέρας του, ο Χαλιμάς, είναι σκληρός και βάναυσος μαζί του.

Τον δένει με σκοινί, πίσω από το γάαρο, κάθε που θέλουν να κατέβουν στο χωριό, γιατί δεν αντέχει να τον κυνηγά στις στράτες,

ο μικρός που ήταν λέφτερη παντιέρα, όπως τον ελέγαν, ήταν και ο καλύτερος χορευτής, μέσα στα τρία χοροστάσια, που είχαν στις Μενετές.

Συνεχίζει λοιπόν να ξαφρίζει τα χωράφια και να τρυγά τα δέντρα, για να χορτάσει τη πείνα του, ενώ ο πατέρας, καλεσμένος στις απογεματινές αποσπερίες των γειτονικών σπιτιών, δεν σταματά, να περιγράφει με το ξεχωριστό ύφος, τα κατορθώματα του.

Στο σπίτι του παπά-Νικόλα, ήταν που του βάζαν σε ένα βαθύ πιάτο, κρασί και λάδι, τσουρίσαν και ψωμί, πάνω στα ξυλοκάρβουνα και το κάμανε παπάρα, μόλις έφαγε και ρούφηξε το λαδόκρασο, από το πιάτο, θελάμωσε γερά, έπιασε να τους παραστήσει την ιστορία με τον τεράστιο Ορφό που πάλεψε.

Ήταν στον Αφιάρτη, πέρα από τον Κάστελλο, που φούνταρε τον δυναμίτη και σα να είδε να ξαφρίζει η θάλασσα. Δεν έχασε στιγμή και έπεσε μέσα στο νερό, έπιασε το ψάρι, που αμέσως κατάλαβε πως πρόκειται για Ορφό και προσπαθούσε να το φέρει προς τα βράχια, να το τραβήξει πάνω.

Όμως το ψάρι ζωντανό αντιστεκόταν, υπολόγισε πως ήταν κοντά στα 2 μέτρα και ζύγιζε πάνω από 15 οκάδες, το άτιμο δεν έλεγε να σοβαρευτεί και να ηρεμήσει.

Τότε ήταν που ο Χαλιμάς, είπε στο ψάρι, έλα Ορφέ στα συγκαλά σου κι είμαστε κι δυό στη θάλασσα.

Τελικά, εκείνο ηρέμησε και το έφερε πάνω, το έβαλε στη πλάτη και ξεκίνησε για το χωριό, μέχρι τα μισά του δρόμου το ψάρι είχε σκίσει και ματώσει, τόσο τις φτέρνες, όσο και τα πόδια του Μανωλή, αφού με την ουρά του δεν σταματούσε να τον κοπανά.

Όταν κάποτε έφτανε η ιστορία στο τέλος, δεν υπήρχε πια ψάρι, παρά ένα σακί με μαζεμένους Ασκολόμπρους, άγρια χόρτα, από τον Αφιάρτη, που γεμίσαν το τσουκάλι και την άδεια του κοιλιά.

Ασυγκράτητος συνέχιζε να πλέκει ιστορίες, ήρθε η σειρά για την κρυφή αγαπητικιά του, εκείνη που πήγαινε και τον έβρισκε στο σπίτι του, μα όταν εκείνη μοσχοπαντρεύτηκε, με έναν Αρκασιώτη, ο Χαλιμάς τους συνάντησε στο δρόμο και δεν έχανε ευκαιρία να επαναλαμβάνει την απίστευτη ιστορία, σαν είδε το μουλάρι του, από κοντά και κατά πρόσωπο,τον άντρα της πρώην φίλης του, εσκιάχτει και τρόμαξε, τόσο πολύ από την ασκήμια του, που τον επέταξε κάτω, και πήρε δρόμο σαστισμένο για τα βουνά.

Μια άλλη φορά, στα κάτω καφενεία, οι φίλοι, του κάμαν παρατήρηση, δεν είχε απομείνει κουμπί στο πανωφόρι του, και εκείνος απολογήθηκε λέγοντας πως ενώ έφερε δύο οκάες μιάλες φόλες (κουμπιά), από τη Βηρυτό, ήταν η γυναίκα του, η Κατσιανούενα, όπως την έλεγε, που δεν κράτησε μήτε μια φόλα, για την ώρα της ανάγκης, μόνο τις μοίρασε στο χωριό, όπως ακριβώς έκανε και με τα ξύλα, τις τράαες, του μεγάλου σπιτιού, που έφερνε κάθε χειμώνα, ο Χαλιμάς για να το σκεπάσει, μα η γυναίκα του τα χάριζε, δίχως δεύτερη σκέψη στους συγχωριανούς της, που τα είχαν ανάγκη.

Τα χρόνια πέρναγαν και τότε, σαν τρεχάμενο, δροσερό νερό πηγής, μα ήταν αλλιώς καμωμένοι οι ανθρώποι, με το λίγο, πέρναγαν τη ζωή και είχαν ειλικρίνια και καθάρια μάτια.

Ο Χαλιμάς  είχε δυό-τρία σκαμνιά και ένα χαμηλό τραπέζι, αυτή ήταν όλη κι όλη, η περιουσία του, έζησε μέσα στην μοναξιά και λειψός όπως ήταν αρρώστησε, από μια βαριά πληγή, στο πέλμα τον ποδιού του, δεκαπέντε μέρες ο γιατρός των Μενετών, Βασίλης Σακελλαρίδης, έκανε πλύσεις και το καθάριζε, όμως εκείνο, σάπιο και χαλασμένο, έκαμε την δουλειά του.

Ο Μανωλής Γεραπετρίτης έσβησε στην αυγή που θα πέρναγαν τα δωδεκάνησα στην Ελλάδα, με τους Εγγλέζους να διοικούν τον τόπο, δεν πρόλαβε να γίνει ούτε επίσημα Έλληνας.

Γεννημένος γύρω στο 1900, ήταν το τρίτο παιδί, άκληρος, ένας τρούτσος, δεν είχε ελπίδα για ζωή, αν δεν γινόταν μετανάστης.

Αλλά και σαν μέτοικος, η τύχη δεν στάθηκε κοντά του, έμεινε στην μνήμη για τις ιστορίες του, ήξερε να υφαίνει  την αλήθεια με το ψέμμα, και ενώ όλοι ξεχώριζαν την υπερβολή, απολάμβαναν τα ζωντανά παραμύθια του.

Ο Χαλιμάς και ο Βασιλιός, «η καλαθού και να αυτό», όπως έλεγε τον γιό του, είναι πια ένας μύθος που αργοσβήνει, απομένει στο μυαλό των μεγαλυτέρων, ενώ οι μικρότεροι, προσπερνούν θρύλους, που τριγυρνούν σαν φαντάσματα στα μετόχια των Μενετών.