Σχόλιο για το έργο του Πικάσο, «Γκουέρνικα»

24grammata.com/ ζωγραφική

«ΤΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΦΩΣ»

Σχόλιο για το έργο του Πικάσο,

«Γκουέρνικα»

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Η μεταφορική δύναμη της τέχνης, δεν συνδέεται παρά με την ίδια την προσδοκώμενη μεταφυσικότητά της. Μιλούμε δηλαδή περί της ικανότητας της τέχνης να συστήνει τις υπόγειες αρθρώσεις, μέσω των οποίων η φιλόδοξη πρόθεση της πραγματικότητας, κοινωνεί τη μεταφυσική δυνατότητά της. Πέρα από την ποίηση, στην οποία ο στόχος συνιστά μια αυτοαναφορικότητα της ίδιας της καλλιτεχνικής φιλοδοξίας, ετούτο το στοιχείο, η υπέρβαση δηλαδή του πραγματικού και η αναγωγή του σε αξιακά σύμβολα και όρια πέρα και έξω από τα «ανθρώπινα», η καλλιτεχνική δημιουργία παρουσιάζει ως ατέλεια φυσική τούτη τη ροπή. Πάει να πει δηλαδή, πως κάθε δημιουργία, είτε κινητοποιείται λαμβάνοντας ως υλικό της την ιστορική δοξασία, είτε πάλι η αφετηρία της είναι ο μύθος ή μια εξω-ιστορική πηγή, φιλοδοξεί να ενσωματώσει στο σώμα της δημιουργίας παραδοσιακές αξίες ή να τονίσει τη φθορά και την απαξίωσή τους μες στην επίκαιρη πραγματικότητα.

Στην περίπτωση του χρωστήρα έχουμε να κάνουμε με κάτι σπουδαιότερο. Μια επίτευξη η οποία με δυσκολία πραγματώθηκε από κάθε άλλη τέχνη. Η γλώσσα της σιωπής, μια διέξοδος στο θάνατο της γλώσσας, ετούτο το στοιχείο ρεαλιστικοποιείται στη ζωγραφική τεχνική. Ένας πίνακας συμβολίζει και σηματοδοτεί το βίωμα ενός συναισθήματος ή μιας ιδέας, καθώς ο δημιουργός εγκαταλείπει τη δημιουργία για να αποκαλύψει τελικά, μία από τις εκβάσεις της.

Ο Πάμπλο Πικάσο, με το συγκλονιστικό πίνακά του, τη «Γκουέρνικα» παραχωρεί χώρο και γεωμετρία στο αλησμόνητο, πλαστικό αίσθημα. Εκείνο δηλαδή που διαμορφώνεται και καθορίζεται με ακρίβεια από τη λαϊκή εμπειρία. Ετούτη η τελευταία το σχηματοποιεί, λειαίνει τις γωνίες και θέτει τις προϋποθέσεις προκειμένου αυτό να αποκτήσει τη διαχρονικότητα και τη συμβολιστική δυναμική, οχήματα προκειμένου να εγκαθιδρυθεί μόνιμη και ακμαία η σήμανσή του.

Ο πίνακας αντλεί το οξύτατο περιεχόμενό του από το δραματικό γεγονός του βομβαρδισμού της ομώνυμης, ισπανικής πόλης. Ο ισπανικός εμφύλιος μαινόταν, όταν οι φρανκικές, συμμαχικές δυνάμεις επιφέρουν ένα τραγικό πλήγμα στις δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου. Με τη συμμετοχή των Ιταλών και Γερμανών αεροπόρων και με την αμέριστη και εφιαλτική συγκατάβαση του Φράνκο στην επιδιωκόμενη σφαγή των Ισπανών συμπατριωτών του, η καταστροφή της πόλης φαντάζει μη αντιστρέψιμη. Τις απογευματινές ώρες της 26ης Απριλίου του 1937 η Γκουέρνικα ισοπεδώνεται με τις απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό να ανέρχονται σε 1600 και πλέον άτομα. Οι πρόσφατες αιτιάσεις για μικρότερο αριθμό νεκρών και τραυματιών δεν μειώνει την αξία του γεγονότος και με σιγουριά δεν αναιρεί τη σήμανσή του ως την τραγικότερη, εμφύλια σύρραξη που γνώρισε η «Γηραιά ήπειρος.»

Ο ετοιμοθάνατος πολεμιστής, η μητέρα με το νεκρό παιδί, η γυναίκα με την όψη της κραυγής, το λογχισμένο άλογο, η ακλόνητη μορφή πλάι στη λάμπα, ο μαινόμενος ταύρος επάνω ακριβώς από τη μητέρα με το νεκρό παιδί. Ο πολεμιστής φέρει τη στάση της σταύρωσης. Όλα τα στοιχεία του πίνακα κινούνται σε ένα απροσδιόριστο περιβάλλον. Οι μορφές εντάσσονται σε ένα γεωμετρικό μοτίβο ακραίων και οξύτατων σχημάτων. Πρόκειται για ανθρώπους συντρίμμια, ανθρώπους με βιωμένα και οριστικά συναισθήματα, όπως η απόγνωση, ο τρόμος, η απελπισία, που χτίζεται πάντοτε επάνω στην απώλεια ενός ιδανικού πράγματος και είναι κινητήρια και αφετηριακή. Η γυναίκα με το νεκρό παιδί πραγματώνει την πιο ολέθρια απώλεια, εκείνη του μέλλοντος που στέκει πια νεκρό στην αγκαλιά του καιρού που έμελλε να το γεννήσει. Ο λαός όρθιος μα τραυματισμένος εκφωνεί μια παράκληση, ο λαός ο ίδιος που γέννησε τον μαχητή με το διαμελισμένο σώμα και την επιθανάτια πια προοπτική. Η κτηνώδης μορφή του ταύρου, θαρρείς βγαλμένη από τις προγονικές όψεις των ταύρων Άππεων, στη νεκρόπολη, κοντά στη Μέμφιδα επισημαίνει τη βία, το νωθρό και αδιάφορο βλέμμα της εμπρός σε αξίες, καθώς η ανθρωπιά και η ελπίδα.

Χρώματος άσπρου και μαύρου, ο πίνακας προβάλλει έναν κόσμο διαμελισμένο, κατακερματισμένο, με τον εμπρεσιονισμό να συνιστά μια ακατάληπτη πρακτική, καθώς ο κόσμος σκοτεινιάζει και έτσι καταργείται η ωραιότητα και η πιο βαθιά, εικαστική του αξία.Η « Γκουέρνικα» επιβεβαιώνει το τέλος του κόσμου, τα συντρίμμια του είναι αρκετά και ικανά να καθηλώσουν και να στιγματίσουν για πάντα τον πολιτισμό, εκείνη τη σιωπηρή συμφωνία ανάμεσα στις γενιές και τα έθνη. Φέγγει στην κορυφή της τριγωνικής γεωμετρίας, η οποία σχηματοποιεί το πλαίσιο του ζωγραφικού πίνακα. Η αισιοδοξία του δημιουργού δεν επιτρέπει την απώλεια ετούτου του συμβολικού φωτισμού. Στη θέασή του ο κόσμος εξαντλείται, όμως τούτο πάλι το ίδιο φως θα αποθεώνει τη στιγμή που μεγενθύνεται και μπορεί να σημαίνει πια για όλες τις εποχές και όλες τις κοινωνίες.

Η τέχνη του λόγου ζητά να αποσαφηνιστεί με τη γλώσσα η θέαση και η τελική εκτίμηση του κόσμου, επισημαίνει ο Χέμινγουαίη. Η ζωγραφική του Πικάσο απαιτεί τα σώματα, τα μάτια και το αίσθημα για να επιβιώσει και να μεταδώσει τελικά το στίγμα της. Πέρα από το βιολογικό λάθος της ανθρώπινης σκέψης που διατηρεί πάντοτε μια ροπή προς την καταστροφή, ο πίνακας του Ισπανού ζωγράφου αν και δεν μιλά με το κόκκινο, το ανθρώπινο αίμα, εντούτοις μοιάζει να επιβεβαιώνει μια ιδεολογική και εμπειρική ενότητα της τέχνης. Ο πολιτισμός, επισημαίνει ο ReneGirard, δομείται πάντοτε πάνω σε ένα πτώμα. Πίσω από τον ανθρώπινο μύθο υφίσταται πάντα η ανθρώπινη απώλεια. Ο Πικάσο ετούτο μοιάζει να αποστρέφεται στην καλλιτεχνική δημιουργία, το υμνητικό στίγμα για έναν πολιτισμό δηλαδή που δεν υπήρξε ποτέ ανθρωποκεντρικός και για τούτο άξιος. Καθώς οι Αργοναύτες φτάνει εκεί που οι άλλοι αρνήθηκαν και έτσι, αιρετικός, θρασύς και πολιτικά ανθρώπινος, μας θυμίζει τον δικό μας Νικηφόρο Βρεττάκο, όταν διαπιστώνει πως «η ιστορία γράφεται με ελάχιστο φως και πολύ αίμα.» Η «Γκουέρνικα» αναδεικνύει με το σχήμα και τον υπαινιγμό της κραυγής την αδράνεια της ιστορίας, την αποδοκιμάζει ως συνήθεια λανθάνουσα. Για τούτα, αλλά και για τη θλίψη ενός μαζικού φόνου, ο οποίος έκτοτε επαναλαμβάνεται ο πίνακας του Πικάσο παραμείνει θρυλικός και επίκαιρος.