Σχόλιο για το θεατρικό έργο της Ρένας Κατσάνη

 24grammata.com/ θέατρο

«ΜΕ ΑΓΑΠΗ, ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΑΥΚΗ»

Σχόλιο για το θεατρικό έργο της Ρένας Κατσάνη,

«Μεταφυσικές Αποστάσεις»

 για να διαβάσετε την τριλογία της Ρένας Κατσάνη κλικ εδώ

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Η αξία μιας διατύπωσης συνίσταται στην ανασυνθετική της δυναμική. Στην προοπτική δηλαδή της ίδιας της επισήμανσης να αναπροσαρμοστεί με βάση τα νέα κριτήρια, τις νέες εποχές, τις διαφορετικές αγωνίες γύρω από το σκοπό της τέχνης και τη ρεαλιστικοποίησή του. Ετούτη η δυναμική του λόγου, θα ενσαρκωθεί εκ νέου τον αξιωματικό της χαρακτήρα και θα αποδώσει, μέσω του πληθωρισμού της, τον διαχρονικά αξιωματικό χαρακτήρα της. Ο αδικοχαμένος αυτόχειρας Γεώργιος Μακρής στις επιστολικές του αυτοαναφορές περί της τέχνης και του ιδιώματός της σημειώνει για το μύθο πως «δεν συνιστά μια γραμμική, συμπερασματική ένδειξη…ο μύθος μπορεί», διαπιστώνει και μας αφήνει άφωνους με την αδιαμφισβήτητη στερεότητα της άρθρωσής του, «να δεχτεί μια ερμηνεία σύστοιχη με το φορέα που τον αναζωογονεί.»

Σύνθεση, επαναλαμβάνουμε σημαίνει μια επαγωγική χρήση των όρων και έτσι κατανοούμε με ευχέρεια πώς οι θεωρητικές απόψεις του Αλέξη Μινωτή για το θέατρο συναντούν και τροφοδοτούνται και ακμάζουν υπό τη σκέπη ενός γνήσιου και ακηλίδωτου υπερρεαλισμού. Ο στερνός ετούτος όρος ας συγκρατηθεί από τον αναγνώστη, καθώς στο έργο της Ρένας Κατσάνη κινούμαστε μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας και έτσι στοιχειώνεται ο κόσμος και ο άνθρωπος αποκαλύπτεται. Προτού προχωρήσουμε να επισημάνουμε λοιπόν, την πρόθεση της συγγραφέως να ακυρώσει το μοντερνισμό της σκηνοθετικής κυριαρχίας ο οποίος προβλέπει τον τελικό θάνατο του λόγου και τη σωματοποίηση του θεάτρου, στα πρότυπα της Ανατολής. Η Κατσάνη διεκδικεί εκ νέου την πρωτοκαθεδρία του λόγου, προτείνοντας μιαν άλλη θρησκευτικότητα, λιγότερη ξένη από τη θερινή, τραγική μας συνήθεια. Εκείνη του ανθρώπου, που περιέχει πάντοτε αγαθή και διαυγή τη μεταφυσική, ανθρώπινη διεκδίκηση.

Η πρόθεση της δημιουργού ευκρινής εξ αρχής. Οι «Μεταφυσικές Αποστάσεις», ως τίτλος επιμέρους σκηνών με σαφή και σχετική διάρθρωση μεταξύ τους, ετούτο ακριβώς το στόχο επιδιώκουν. Μια αναπαράσταση δηλαδή της πορείας του ανθρώπινου συναισθήματος προς την ίδια την πραγμάτωσή του. Η απουσία υποθετικών οδηγιών στην αναφορά των τεχνικών στοιχείων του έργου, δεν συνιστά μία έλλειψη. Διότι το έργο στο σύνολό του δεν βασίζει την εξάπλωση της πλοκής του σε ορισμένα, μυθικά στοιχεία. Αντιθέτως επαρκεί ο τίτλος και η κλιμακούμενη εξέλιξη των σκηνών, προκειμένου ο θεατής να διακρίνει την κατεύθυνση της έντασης και τελικά να αντιληφθεί το ψυχικό φορτίο της παράστασης. Ο λόγος διακρίνεται για την απλότητά του. Διόλου ποιητικός, μα καθημερινός, προφορικός, λόγος σκεπτόμενος με τις απαραίτητες αναλογίες αστεϊσμών και συμπερασματικών αναφορών. Έτσι ώστε τελικά μέσω της φαινομενικά μονοδιάστατης εκφοράς του να καταστεί ενδεικτικός της δημιουργικής πρόθεσης. Η Κατσάνη στηρίζει την απαιτούμενη ισορροπία του έργου, όχι στην αντίθεση ανάμεσα στο κοχλαστικό και το καθαρό, συνάρτηση οικεία στις φυσικά, δραματικές καταβολές του θεάτρου μας. Η ποθητή ισορροπία, στοιχείο το οποίο θα λάμψει στην αναπαραστατική διαδικασία προϋποθέτει τη μίξη της προφορικότητας με στοιχεία ψυχολογικά ή αλλιώς αισθηματικά, στοιχεία να εκπορεύονται από μια καταβύθιση στην ανθρώπινη ψυχολογία. Πρόκειται για μια αναμέτρηση μεταξύ ψυχής και λογικής, λογίζοντας την πρώτη ως το σκεύος των πιο εσωτερικών και αντιφατικών, ανθρώπινων διεκδικήσεων.

Οι διακεκομμένες, σκηνικές απεικονίσεις, εντείνουν το ρυθμό, τον υποδεικνύουν και τελικά προσδίδουν στη θεατρικότητα του έργου ένα στοιχείο κινηματογραφισμού. Μιλούμε δηλαδή για ένα θέατρο σύγχρονο, ανοίκειο στη θεματολογία του ίσως, λόγω της επιφανειακής εποχής μας ως πολιτιστική πραγματικότητα, αλλά ικανό να συνδυάζει τη διαλεκτική με την ταχύτητα της εικονικής εναλλαγής, όπως πραγματοποιείται στην κινηματογραφική λειτουργία. Ετούτος ο ρυθμός είναι νέος ολότελα και μας ενδιαφέρει αν αναλογιστούμε πως στον εκσυγχρονισμό της μουσικής ο νεωτεριστής Ταρκόφσκι, αναγνωρίζει στην ηλεκτρονική της εξέλιξη τη δυνατότητα να απορροφά τελικά τον ήχο και να τον μεταδίδει ως υδατογράφημα πίσω από άλλους ήχους, σαν την αδιάφορη και συνήθη, αναπνευστική λειτουργία. Μπορούμε δηλαδή να φανταστούμε το ρυθμό της Κατσάνη να εξελίσσεται σταθερά αμείωτος και ενάντιος στην κανονιστική και θετικιστική συνεισφορά του στο γνώριμο, ελληνικό θέατρο. Με το έργο της η Κατσάνη προσδίδει ένα άξιο υλικό σε τούτη ακριβώς την ωρίμανση του ελληνικού θεάτρου και την οριστική απεξάρτησή του από την κλασσική παράδοση. Ετούτη η τελευταία μπορεί να παραχωρήσει τη βάση για μια διαφορετική εκτίμηση της επικαιρότητας, με βάση τις υποθετικές, προλογικές επισημάνσεις μας. Η επικαιροποίηση του θεάτρου οφείλει να στρέψει εκ νέου δηλαδή το βλέμμα σε μια αναγνώριση, όχι πια των πραγμάτων και των φαινομένων, αλλά των ειδών τους των ίδιων. Ετούτο συνιστά μια στροφή προς την παράδοση, αναγκαία όχι λόγω μιας τεχνητής ενότητας, αλλά μιας διαδικασίας επανεκτίμησης σπουδαίων και αδιαμφισβήτητων αφετηριών.

Όταν ρωτήθηκε αρνήθηκε επιμόνως τα περί της ελληνικής ηθογραφίας, του βουκολισμού που μαίνεται στις θεματικές. Μάλιστα δεν διέψευσε ούτε εκείνους που αρνούνται το βαθύ ψυχολογισμό και απέδιδαν σε ρηχότητες την πάθηση του θεάτρου. Έπειτα από πολλές διαμάχες επέτρεψαν τελικά να υπάρχει μια θεατρική αναπαράσταση, προκειμένου να πεισθούν για το βέβαιο της εκτιμήσεώς τους. Έδωσαν μεγάλη σημασία στη μονοσήμαντη προοπτική, έπειτα λυπήθηκαν γιατί θυμήθηκαν τους πίνακες του Θεόφιλου που στέκουν επιφανειακοί και όμως τόση ανθρωπιά και τόσο μύθο κουβαλούν.Και τα περί προσκολλήσεως στη δυτική τεχνοτροπία και τους συμβολισμούς επλήγησαν ανεπανόρθωτα, διότι χρώμα περισσότερο ψυχικό και για τούτο ελληνικό, ισότονο και γαιώδες δεν υφίσταται. Ύστερα δόθηκαν με πάθος στο όνειρο και ανακάλεσαν εκείνες τις εποχές που χάραζαν απόκοσμες φιγούρες σε καμβάδες και λευκά φύλλα, λεπτού χαρτιού και νοστάλγησαν ακόμα και τους νεανικούς εκείνους εφιάλτες και τη βαθιά, δημιουργική μοναξιά και τον απρόσωπο καιρό που στέκει ακόμη ασχημάτιστη η φιλοδοξία και τα μέσα της. Πρόκειται για τους εφιάλτες που θέλουν τα σώματα αγάλματα, με επιδέσμους και πυκνότατους ιστούς πλάι σε ερείπια αναγεννησιακά και κλασσικά.

Η Ρένα Κατσάνη μας αποκαλύπτεται μέσα από τη γλώσσα, όχι από τα σώματα ή τις αισθήσεις. Ετούτο το καινούριο που λησμονήθηκε μες στη δυτικίζουσα πρωτοπορία, ετούτο που κοσμεί το ελληνικό θέατρο, ανακαλείται επίκαιρο, στον καθημερινό, χρησιμοποιούμενο λόγο των «Μεταφυσικών Αποστάσεων.» Τιμούμε την πρόθεσή της, γιατί έτσι ανθρώπινα διεκδικούμε την υπερβατικότητα μες στις επίκαιρες αγωνίες μας. Ο λόγος που νιώθεται και εννοείται και έτσι σηματοδοτεί τις προσωπικές, τις πιο κατακόρυφες στιγμές μας. Η εκφραστική πληρότητα της Ρένας Κατσάνη θα συναντήσει με σιγουριά την ποίηση.