Ορθοπεταλιές από μια τέχνη που κοιμάται.

24grammata.com/ γνώμες


γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά  στο24grammata.com κλικ εδώ

Το ποδήλατο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, δεν είναι παρά ένα όνειρο, σχέδια, γραμμές μολυβιού, πάνω σε κόλλες χαρτιών, αντίθετα, για όλους εμάς δεν είναι μύθος.
Αν και βουτηγμένοι στην βιαστική καθημερινότητα μας, δίχως ποδηλατοδρόμους και μακριά από ηθικοπλαστικές παραινέσεις πολιτικών και ειδικών επιστημόνων, καταφέραμε, να βάλουμε, κυρίως από ανάγκη, το ζωντανό δίτροχο στην ζωή μας.
Πόσοι διθύραμβοι δεν έχουν γραφτεί για το περίεργο μηχάνημα, αυτό που συνδέεται τόσο άμεσα με την καρδιά.
Πόσες λέξεις ποιητών και συγγραφέων δεν εμφύσησαν ψυχή, ακόμα και στόμα κάπου ανάμεσα στον κάθετο και τον οριζόντιο σωλήνα του. Ο Εμπειρίκος γράφει, «Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου»,  ένα ποδήλατο που λαμποκοπά και τρέχει, αυτό είναι δημιουργία.
Ελευθερία, μοναχά με τη δικιά μας εσωτερική ενέργεια, μια άλλη λέξη για το πάθος, το σκουλήκι που μας οδηγεί, είτε να βγάζουμε πεταλάροντας ανηφορίες, είτε να ζωντανεύουμε σε μια κόλλα χαρτί ολάκερο τον κόσμο.
Να λοιπόν που έγινε και εδώ το βήμα, από την εποχή που πηγαίναμε για τσιγάρα και πιάναμε το βολάν, προχωρήσαμε και βγαίνουμε σε δρόμους καρμανιόλες, πεταλάρουμε και πάμε για βόλτα ή ακόμα και για τους πιο τυχερούς, όπως ένα σωρό κόσμο που συνάντησα σήμερα και τραβούσαν πετάλι για τη δουλειά τους, στο κέντρο της πόλης.
Η καθημερινότητα μας, είναι που θυμίζει έντονα την αξεπέραστη ταινία του Βιτόριο Ντε Σίκα, “κλέφτης Ποδηλάτων”,  που με το σενάριο του Λουίτζι Μπαρτολίνι αποθεώνεται το αυθεντικό, όσα και να πουν ή να γράψουν για την φτώχεια, για την γέννηση της εγκληματικότητας ή για την κατάντια, είναι σαν μικρές σιωπές μπροστά σε αυτό το αριστούργημα.
Από την πρώτη σεκάνς, στριμωγμένοι άνεργοι ψάχνουν απεγνωσμένα, για ένα μεροκάματο, τρομάζεις, βλέπεις ένα ζωντανό κομμάτι του σημερινού εαυτού μας.
Όμως είναι τόσο φτωχοντυμένοι και κακόμοιροι, ίσα-ίσα, καταφέρνεις και δεν χρεώνεσαι την ασπρόμαυρη εικόνα σαν μια αδιάντροπη προσωπική καταγραφή.
Ο πρωταγωνιστής, βρίσκει δουλειά, έπειτα από δύο χρόνια σκληρής ανεργίας, με προϋπόθεση ένα ποδήλατο για μεταφορικό μέσο.
Τη δεύτερη μέρα αφήνει τον μικρό ανήλικο γιο του, όχι στο σχολείο όπως θα περιμέναμε, μα στο βενζινάδικο που βγάζει ένα ξεροκόμματο και ξεκινά σαν αφισοκολλητής.
Αρπάζουν το ποδήλατο και ξεκινά ένα ατελείωτο ψάξιμο, στις φτωχογειτονιές γειτονιές της Ρώμης.
Απλά και ξεκάθαρα, δίχως περίεργες, ψεύτικες σκιές και παραφωτίσματα, οι ερασιτέχνες ηθοποιοί, αγγίζουν τις ψυχές των θεατών.
Μέσα στην θλίψη και την απέραντη απόγνωση ο Αντόνιο, ήρωας του Βιτόριο Ντε Σίκα,  στο τέλος θα γίνει και κλέφτης, αρπάζει ένα ξένο ποδήλατο, πλήθος ανθρώπων τον κυνηγά, ώσπου τελικά τον γραπώνουν και τον λιντσάρουν.
Ο ιδιοκτήτης θα τον αφήσει ελεύθερο και κάπου εκεί θα πέσουν οι τελευταίοι τίτλοι, με τον ήρωα να κρατά, σφιχτά από το χέρι, το γιό του Μπρούνο, να σπαράζει από το κλάμα.
Ο Ντε Σίκα, μας είπε δίχως φιοριτούρες πως γεννίεται ο εγκληματίας, πως κλαίει ένα παιδί, περιέγραψε την αληθινή απόγνωση και έβγαλε τις παρωπίδες από την τέχνη. Σε κάθε θέαση, ο “Κλέφτης ποδηλάτων” μας κατακτά, 63 ολόκληρα χρόνια, μετά από την πρώτη προβολή.
Έμπνευση σε χρόνια σκληρά και ανελέητα, μόλις που είχαμε βγει από τον δικό μας εμφύλιο σπαραγμό.
Πόσο περίεργα όμοιες φέρνουν οι εποχές και πόσο παράξενα μας καθοδηγούν οι ανάγκες.
Μοιάζουμε με μικρά παιδιά, άλλοτε τα πνίγει η πείνα και άλλοτε το κρύο, γεννούν αλλοπρόσαλλα συναισθήματα και τα κάνουμε τέρατα, αγάπης ή μίσους.
Εκεί που θέλεις, έχεις ανάγκη να βλέπεις κινήματα, όπως τον νεορεαλισμό, να αποκαλύπτει όλη τη γύμνια του συστήματος, εκεί είναι που περιμένεις, μάλλον μάταια, την τέχνη της εποχής, να βγει δυνατά προς τα έξω, να φωνάξει, να προκαλέσει με την ανατρεπτική στάση της.
Όπως ματώνει ο ποδηλάτης στο λιοπύρι μιας ανηφοριάς, έτσι θα περίμενες και τον καλλιτέχνη δημιουργό, ολόψυχα στρατευμένο, να παλεύει, με κόντρα άνεμο, στην καρδιά της δικιάς μας, πιο δύσκολης στιγμής.