Εντυπώσεις από την ποίηση της Αλίκης Ψαχούλα.

24grammata.com/σύγχρονοι λογοτέχνες

διαβάστε το βιβλίο της Αλίκης Ψαχούλα κλικ εδώ

«Η ΣΚΙΑ ΠΟΥ ΖΥΓΙΑΖΕΙ»
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

«Όλη νύχτα γυρεύαν την Αλίκη. Ρωτήσανε τους περαστικούς, υπέδειξαν τη φωτογραφία της, τρέξανε στα νυχτερινά μαγαζιά της περιοχής. Μες σε εκκωφαντικές μουσικές ρώτησαν με αγωνία για την τύχη της. Σταθήκανε στο δρόμο και φωνάξανε το όνομά της. Μάταια. Εμείς που γνωρίζαμε τις φυσικές ροπές της δεν δυσκολευτήκαμε καθόλου. Κοιτάξαμε αρχικά στις στέγες, η Αλίκη βλέπετε συνηθίζει να αγαπά τους ανεμοδείκτες και τους παλιούς ορίζοντες. Δεν είναι λίγες οι φορές που θα την δείτε, αν βέβαια κοιτάξετε ψηλά, να διαγράφει εκείνες τις φρενήρεις τροχιές, δίχως τις σκόπιμες κινήσεις της ζωής. Έπειτα περπατήσαμε κατά μήκος της θάλασσας, μιλώ για τις πολύ σκοτεινές ακτές που παραμένουν απόκρημνες και μόνον άνθρωποι όπως η Αλίκη προσεγγίζουν. Αργά τις νύχτες πολύ μακριά από τους θορύβους του μεγάλου πριονιστηρίου, άνθρωποι όπως εκείνη, άνθρωποι με λυμένα πάθη και γλώσσα λυμένη που τίποτε λογικό και δικαιολογημένο δεν επιθυμούν, φτάνουν ανεπαίσθητα από το βάθος της θαλάσσης, καθώς οι ξαφνικοί, προσεισμικοί κυμματισμοί. Ύστερα στέκουν στις ακτές ως το χάραμα, ανάβουν φωτιές και έτσι εμείς μπορούμε να γνωρίζουνε την ύπαρξή τους και αν είμαστε τυχεροί μπορούμε ακόμα να θυμηθούμε κάτι παλαιά πράγματα, όπως μια αυλή, τον παλιό, θερρινό κινηματογράφο, τη γριά ταξιθέτρια, το βαθύ πηγάδι, το ατύχημα του υπευθύνου του σιδηροδρόμου, ένα ερωτευμένο ζευγάρι που ερωτοτροπούσε όλη νύχτα στο ισόγειο μιας οικοδομής. Μπορούμε ακόμη να θυμηθούμε, αν όχι την Αλίκη, τη θέληση πριν το θάρρος, το φριχτό μαντήλι που κινούν οι νεκροί όταν χωρίζονται για πάντα. Τέλως πάντων, εμείς ανακαλύψαμε την Αλίκη. Τη βρήκαμε δακρυσμένη, μας εμπιστεύθηκε μια θέα παράξενη, ένας τάφος πίσω από τα μάτια της έχασκε. Εμείς την αρνηθήκαμε ετούτη την ξέθωρη, την κίτρινη, ιαπωνέζικη βεντάλια που μας αποσπούσε τον ορίζοντα και τη χαιρετήσαμε εγκάρδια. Χτίσαμε με άμμο δυο πελώρια, μυθολογικά λιοντάρια που έμοιαζαν με φθαρμένα και μια κλίμακα μικρή, σμιλέψαμε αναπαραστάσεις του θεού Πανός και των νυμφών του, βαλμένες σε βάθρα, στη βάση της σύνθεσης χαράξαμε την όψη ενός κραυγαλέου, εκτεθειμένου παιδιού, που από μακριά θύμιζε κάτι πολύ θλιμμένο. Έπειτα σταθήκαμε σε απόσταση, καθώς η Αλίκη πήρε να ρίχνει μπουκάλια στο πέλαγο, γιατί ετούτα τα ποιήματα, μας φώναξε επιβάλλεται να ζεσταθούν, να ζήσουν.»
Η τροχιοδρόμηση συνιστά εκείνη τη σταθερή πορεία πριν την υψηλή πτήση. Μιλούμε για αεροπορικές συνήθειες, μα κάπως έτσι άρχονται οι πορείες προτού εκπληρωθούν στις πολύ ψηλές κορφές, στα χάη. Στην περίπτωση της ποιήτριας Αλίκης Ψαχούλα ετούτη η προετοιμασία, η συντήρηση επί του εδάφους πραγματοποιείται με επιμέλεια, προτούν πραγματοποιηθούν  οι ελεύθερες διελεύσεις από τα πεδία της μνήμης. Διότι η ποιήτρια ενσαρκώνει εκείνη την αξιωματική θέση που θέλει τη γλώσσα της μνήμης να συνιστά δίχως αμφιβολία, την πρώτη γλώσσα της ποίησης. Διαθέτει όλη εκείνη τη θεωρητική ψυχραιμία, όλη την εμπειρία της ατομικής μυθιστορίας, ώστε με ήπιο και νηφάλιο τρόπο να διαθέσει το απαραίτητο υλικό προκειμένου να σχηματοποιηθεί το ποιητικό σώμα. Ακολουθώντας μια διαδρομή καταβύθισης, η Αλίκη Ψαχούλα αποκαλύπτει τη χωρική της μνήμη. Πάει να πει, δηλαδή πως για την ίδια ο παλαιός χρόνος μοιάζει να έχει διαμορφωθεί σε μία τοπογραφία σκόρπιων περιοχών, με συμβολικές αναφορές. Ετούτος ο χρόνος, ο ποιητικός διαφέρει σαφώς από την αντικειμενική του αντιστοιχία. Διαθέτει όμως τον αισθηματικό πλούτο, την επάρκεια εκείνη προκειμένου το πρόσωπο να ερμηνευτεί και να ερμηνευθεί. Η Αλίκη με την ποιητική της δυναμική, με την ικανότητα της εκφοράς της κατορθώνει να αναπαραστήσει μια ατομική μυθιστορία, απαλλαγμένη από τη σκλαβιά των γεγονότων, επικεντρωμένη στην προβολή και την ανάδειξη των αισθηματικών μεγεθών, εκείνων των δεικτών της έντασης, οι οποίοι μόνο ως μια εντύπωση, πειστική βεβαίως, μπορούν να σταθούν της κινηματογραφικής, συνειδησιακής ροής.
Ετούτη η αναπαραγωγή του προσωπικού, βιωμένου χρόνου, ως χώρου και τοπίου, δεν θα μπορούσε να σηματοδοτηθεί με τρόπο διαφορετικό από εκείνον με τον οποίον τιτλοφορείται η συλλογή της Αλίκης Ψαχούλα. Επικεντρωνόμαστε στις θεότητες εκείνες που υποδέχτηκαν κάποτε τη θεά Αφροδίτη, στις ίδιες που συνόδεψαν την Περσεφόνη από τον Άδη στο φως. Η αναφορά της Ψαχούλα στις «Ωρες» διαθέτει όλη μια προσωπική, συμβολοποιημένη ένταση, η θηλυκότητά τους ενσαρκώνεται σε τούτη, ακριβώς την αναδρομή μα και στην προσωπική, κυρίως αναγωγή.
«Το επόμενο πρωινό η Αλίκη περπατούσε στα νερά. Πλάι στο βράχο, περπατούσε στα νερά και πίσω, εμπρός, πλάι της νεαρά κορίτσια με αμμολίθινα μαλλιά που απλώνονταν στην εωθινή ανεμική και έτσι αποκτούσαν μια όψη ρομαντική και απόκοσμη. Εμείς γνέψαμε στην Αλίκη, εκείνη δεν μας απάντησε, τίποτε δεν μας είπε. Μόνο στάθηκε ακίνητη στα νερά και μας υπέδειξε τη μακρινή, πεδινή γη. Στάθηκε «αγέλαστος» και έπειτα περπατώντας στα νερά τράβηξε κατά την Ελευσίνα. Εμείς ακολουθήσαμε οδικώς, περνώντας αερογέφυρες και φραγμένες εκτάσεις, ώσπου φθάσαμε στο Θριάσιο Πεδίο. Εκεί εγκαταλείψαμε το σύγχρονο ρουχισμό μας και κατευθυνθήκαμε προς το ιερό. Η Αλίκη ήταν εκεί και τώρα δεν περπατούσε πάνω σε νερά. Γονατισμένη εμπρός στην είσοδο του σπηλαίου φρόντιζε εκείνο το κορίτσι που είχε χώματα μες στο στόμα και τα μαλλιά της ήταν άγριες ρίζες. Εμείς προσκυνήσαμε. Κάποιο κλαίγαν.»
‘Ενα έργο μας απασχολεί ως προς τη δυνατότητα τεκμηρίωσης του δημιουργικού παλμού της ζωής. Ο συσχετισμός αυτής της δόνησης με τον παροντικό ή τον παρελθοντικό χρόνο συνιστά μία οπτική, μία κλίση του εκτεθειμένου προσώπου. Η Αλίκη Ψαχούλα, στην περίπτωση των «Ωρών» κατορθώνει να απελευθερώσει ολόκληρο τον προσωπικό της μύθο, επιτυγχάνει με την ποιότητα της εικονογραφίας της να προσεγγίσει μία από τις ποικίλες, βαθιές ποιότητες  των λέξεων, στην προσπάθειά τους να αποκαλύψουν το σοβαρό, το τραγικό. Ο ποιητικός λόγος εντοπίζει μια αφετηρία στο μνημειώδες υλικό, χαρακτηρίζεται δηλαδή από μια αυτοαναφορικότητα , έναν εσωτερικό ρυθμό και ανάλογη θεματική. Ετούτη η εξειδίκευση, το υποκειμενικό αυτό δράμα, η Ψαχούλα κατορθώνει να το ανάγει σε αντικειμενικούς, αισθηματικούς όρους. Ακόμη πιο ενδιαφέρον το γεγονός πως ο μηχανισμός αυτός δεν ρυθμίζεται από μια υπερβατική ή ρομαντική αισθητική. Αντιθέτως, όλες οι στιχουργικές συνθέσεις της ποιήτριας, οι οποίες οφείλουμε να τονίσουμε ότι συνδέονται σε ένα εν προόδω, ποιητικό έργο  διαμορφώνουν τη δομή τους μέσω ρεαλιστικών αναφορών. Αντλώντας από τις τελευταίες, τελικά ανατρέπει το ρεαλιστικό, τροφοδοτικό σύμπαν και επιτρέπει την ανθρωποποίηση νεκρών ανθρώπων ή αντικειμένων. Η συμβολοποίησή τους συνίσταται ακριβώς σε τούτο το στοιχείο. Στη δυνατότητά τους δηλαδή να ανακτήσουν το χαρακτήρα του συμβόλου μέσα από μια προσωποποίηση, μηχανισμό, ο οποίος στοχεύει στη θαυμάσια ισορροπία των ποιητικών πονημάτων της ποιήτριας. Ετούτη η ισορροπία, η αρχόμενη εκ της ρεαλιστικής θεώρησης του κόσμου μπορεί να διακριθεί ως ένα από τα βασικά στοιχεία της ποιητικής των «Ωρών», δίχως να μειώνεται σε καμιά περίπτωση η υπερεαλιστική οπτική, στοιχεία ικανά ώστε να «μεταβληθεί ο ρυθμός του κόσμου.» και του παρελθόντος.
Η καλλιτεχνική δημιουργία,όπως επισημαίνει ο Αλέξης Μινωτής στη δοκιμιογραφία του, δεν υπόκειται στην οριζόντια έκταση του χρόνου, αλλά σε μια κάθετη εξέλιξή της, σε μια μεταφυσική ερμηνεία δηλαδή του κόσμου και του ανθρώπινου βάθους. Άλλωστε ήδη με την αναφορά μας στην ποιότητα του χρόνου- χώρου στην ποίηση της Ψαχούλα, εννοήσαμε τη μεταβολή του παράγοντα, μες στη δυναμική του οποίου υφίσταται η αποκάλυψη της εσωτερικής αλήθειας. Η ποίηση της Αλίκης δεν μπορεί αλλιώτικα να ιδωθεί. Το τραγικό στοιχείο, η σκιά του έρωτα, καθώς καλύπτει ολόκληρη την ποιητική λειτουργία , ακόμη και αν ξεκινά από την υποκειμενικότητα, εντούτοις αντικειμενοποιεί το συμβολισμό της, επιφέρωντας πια τη διέγερση για την ίδια τη συλλογικότητα.
Στην ποίηση του Νίκου Καρούζου, σε τούτο το λόγο της ανθρώπινης θρησκευτικότητας, ο ποιητής μας αποκαλύπτει την οδύνη του, εκείνη που αφορά «όλων των εσωτερικών αναζητήσεων το ανυπολόγιστο ζήσιμο.» Διότι τέτοια της αρμόζει να είναι η ποίηση. Ένα δεύτερο βίωμα, μια διαδικασία συνειδητοποίησης, με αντοχή στο μέλλον και ένα διαρκώς, ζωντανό δεσμό τόσο με το ατομικό όσο και με το συλλογικό παρελθόν.Η ποίηση συνιστά ένα σκληρό, σχεδόν τραγικό και για τούτο τόσο ελληνικό τρόπο εμπέδωσης όλων των ενσαρκωμένων συναισθημάτων. Η Ψαχούλα παραμένει απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τούτη τη λειτουργία της τέχνης. Η επανειλημμένη παρουσία της ρηγματώνει την προσωπική μυθιστορία φανερώνοντας μια συνέπεια στην προσπάθεια διαμόρφωσης της αίσθησης. Η ποιητική της Αλίκης, συνιστά ένα από εκείνα τα έργα που θέλησαν να είναι σπαραχτικά, με μοναδικό ισοδύναμό τους μια εκκωφαντική σιωπή.
«Επειδή την αγαπούσαμε την Αλίκη, σταθήκαμε στο πλευρό της, καθώς έλουζε την Περσεφόνη. Έπειτα όλοι εξεπλάγησαν. Στην πλάτη της διέθετε δυό λευκά φτερά, κρυμμένα επιμελώς. Επιβιβάστηκε αργά τη νύχτα στο υπεραστικό λεωφορείο, εγκατέλειψε το συνοικισμό, εμείς γυρίσαμε στις δουλειές μας συντριμμένοι. Η Αλίκη τώρα διασταυρώνεται με τις γρήγορες τροχιές των τραμ, φαντάζει περαστική έξω από τις βιτρίνες των μπαρ της πόλεως των Αθηνών, ανήκει με βεβαιότητα στους αθωότερους των ανθρώπων.»
Ο ζωγράφος Μπουζιάνης τονίζει πως «κακή τέχνη είναι εκείνη που δεν συγκινεί και δεν επιβάλλεται στο πνεύμα.» Σε μια εποχή δίχως ποιητικότητα, ασταθή που μονάχα μια τέτοια τέχνη μπορεί να γεννά, δίχως την παραμικρή, δημιουργική σκοπιμότητα, η περίπτωση της Αλίκης Ψαχούλα συνιστά μια εξαίρεση. Το παρελθόν για την ίδια δεν διαθέτει την αποκρουστική όψη της σήψης, μα στέκει περήφανο, καθώς τα μνημειώδη ερείπια των ακυρωμένων προσδοκιών μας. Η εκφορά της ίσως μπορεί στο μέλλον να μας οδηγήσει στις μακρινές θεωρίες  που υπόσχονται οι «Ώρες.» Τέτοια με άλλα λόγια είναι η πίστη μας για την εξαιρετική ποιήτρια Αλίκη Ψαχούλα.