“επάγγελμα συγγραφέας” κλειστό λόγω φόρων

Μετά- μοντέρνος ολοκληρωτισμός
γράφει ο Στέλιος Μοίρας

Μέσα στη γενικότερη αστάθεια και τον κατακερματισμό της όποιας κοινωνικής συνοχής υπάρχει το τελευταίο διάστημα, κινδύνεψε να αποσιωπηθεί ένα αρκετά σημαντικό κομμάτι «παράπλευρης απώλειας» των μέτρων που επιβάλλει αυτή τη στιγμή η «κυβέρνηση». Με μέθοδο σιωπηλή και χτυπώντας σε έναν τομέα όπου έτσι κι αλλιώς οι έλληνες πολίτες πάντα στέκονταν απέναντι με έναν κάποιο σνομπισμό και ρατσισμό, η κυβέρνηση επέλεξε να δράσει στοχευμένα με σκοπό την απάλειψη ενός συνεπή μέχρι σήμερα- και για αιώνες- εχθρού της: Της λογοτεχνίας και των δημιουργών της. Εμμέσως αποφασίστηκε η κατάργηση του συγγραφικού επαγγέλματος μέσα από την επιβολή ειδικού φόρου(χαράτσι) στους συγγραφείς, το οποίο θα ξεπερνά κατά πολύ τα κέρδη που αυτοί έχουν(όσοι έχουν).
Αυτή η απόφαση έρχεται λίγο καιρό μετά και την κατάργηση του ΕΚΕΒΙ  που παρόλη την κατακραυγή που ξεσήκωσε, συνέβηκε, απασχολώντας όπως πάντα μόνο τους ενδιαφερόμενους και όχι τους λήπτες αυτής της απόφασης, δηλαδή τους πολίτες.
Μέσα στο ειδικό καθεστώς που βρίσκεται η χώρα αυτή τη στιγμή ίσως ακουστεί σε πολλούς δευτερεύουσα αυτή η συνέπεια κι αυτό γιατί ποτέ η λογοτεχνία στην νεότερη Ελλάδα δεν αποτελούσε κομμάτι της καθημερινότητας των πολιτών, ποτέ ίσως κανείς στην πλειονότητα των απόψεων του δε θεώρησε τη συγγραφή επάγγελμα αλλά χόμπι.  Στα σχολεία η λογοτεχνία διδάσκεται με τρόπο μαθηματικό και τελείως επιστημολογικό ενώ παραδοσιακά το επάγγελμα αυτό έχει ταυτιστεί με την «ελαστικότητα» του ωραρίου και την ευκολία σε σύγκριση με τα περισσότερα πρακτικά επαγγέλματα. Στην σύγχρονη μεταπολιτευτική Ελλάδα όπου οι ταξικές «εξισώσεις» αποδέσμευσαν άπαντες από το στοχασμό πάνω σε ζητήματα ανισότητας ενώ μέσω της επιβολής του life style που ήρθε με την δεκαετία του 1990, οι τέχνες στην πλειονότητα τους(μουσική, λογοτεχνία, θέατρο, κινηματογράφος) σταμάτησαν να στοχάζονται πάνω σε αυτές της μεταβολές, οι δημιουργοί βρέθηκαν να συνδέονται με μια κακώς εννοούμενη ελίτ, με τους ίδιους να πάσχουν ταυτόχρονα από έναν αφελή φιλο-Ευρωπαϊσμό που τους απομόνωσε από την πραγματικότητα διαλέγοντας να γράφουν, να συνθέτουν και να ασχολούνται με  ζητήματα μέσα από μια υπέρμετρα αυτό-αναφορική και όχι κοινωνική θεματική. Για πολλούς οι κοινωνικές ανισότητες είχαν τελειώσει και είχε έρθει η ώρα για την «εσωτερική» μας αναζήτηση. Κάπως έτσι η λογοτεχνία συνέχισε στο περιθώριο κουβαλώντας τους μύθους της. Πέρα από το Ελληνικό μόρφωμα που έχει το ταλέντο αυτή η χώρα να μετατρέπει κάθε δημιουργικό κλάδο, η πραγματικότητα έχει να κάνει και με το γεγονός πώς πολλοί άνθρωποι ζούνε από αυτό το επάγγελμα, και αν όχι, μπορούσαν μέχρι σήμερα να έχουν το κίνητρο να δημιουργούν. Από τη συγγραφή δε ζούσε ποτέ κανείς αλλά έστω μπορούσε να διατηρεί τη φαντασίωση του και να παράγει κάτι που ο κάθε άνθρωπος χρησιμοποιεί, κρίνει και προτείνει με το δικό του τρόπο. Εν ολίγοις, αρεστοί ή όχι οι λογοτέχνες μπορούσαν να συντηρήσουν την απόλυτη ελευθερία: να κυκλοφορεί μια ιστορία από χέρι σε χέρι, από μυαλό σε μυαλό και να επιβιώνει ή να εξαφανίζεται.
Το 1970 ο Ερνέστο Σάμπατο συμμετείχε με προεξάρχουσα δράση στο κίνημα δράσης για τους αφανισθέντες επί δικτατορίας στη Λατινική Αμερική. Ο Ζοζέ Σαραμαγκού ήταν από τους λίγους που αντιτάχθηκε σε παρανοϊκά κρεσέντα του Φιντέλ Κάστρο ή στην Καθολική εκκλησία της χώρας του. Επίσης επί χούντας στην Ελλάδα, ο Καμπανέλης έγραψε «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» ένα έργο ορόσημο στην αντιδικτατορική δράση ενώ εξαιτίας ενός και μόνο βιβλίου του(Γόμορρα) ο Ρομπέρτο Σαβιάνο έστρεψε τα φώτα στα εγκλήματα της Μαφίας αναγκάζοντας τη κυβέρνηση να λάβει άμεσα μέτρα, με κίνδυνο την ίδια τη ζωή του συγγραφέα. Τις πιο πολλές φορές ένα συγγραφέας μιλάει με το έργο του, κι αυτό είναι μια βραδυφλεγής διαδικασία η οποία δύσκολα στέκεται στην επιφάνεια της καθημερινότητας, παραμένει όμως παρόλα αυτά ένα από τα πιο κυνηγημένα επαγγέλματα και δαιμονοποιημένα μόνο και μόνο επειδή δρα σε έναν χώρο καθαρά ατομικό και μοναχικό.
Πέραν των ευθυνών που έχουν οι ίδιοι οι συγγραφείς για την απομόνωση τους αλλά και οι εκδοτικοί οίκοι που αντί να επενδύσουν στο εγχώριο δυναμικό επέλεξαν να έχουν κυρίως εισαγόμενους συγγραφείς ή να αφήσουν τον περισσότερο χώρο για καθαρά «γυναικεία λογοτεχνία», πρέπει να αναλογιστούμε πάνω σε αυτή την απόφαση της κυβέρνησης και του ολοκληρωτικού συστήματος που αυτή εξυπηρετεί.
Η Οργουελική μέθοδος που αναπτύσσει εδώ και 3 χρόνια έχει συγκεκριμένους τρόπους απέκδυσης του πολίτη από βασικές ανάγκες όπως αυτή της αυτοπραγμάτωσης, που δεν είναι άλλη από τον στοχασμό, την επαφή με την τέχνη, την έμπνευση, την αυτοανάλυση. Οι κυβερνώντες αυτή τη στιγμή στοχεύουν στο να απομείνει ένα και μόνο κίνητρο στον πολίτη: η επιβίωση και η γνώση του φόβου που έχει ο κόσμος αυτή τη στιγμή. Με επιθετικό τρόπο τα πάντα πρέπει να σταματήσουν τη δημιουργική τους πορεία και ο κόσμος(ο φτωχός εννοείται) να κολλήσει σε μια παθητική στάση όπου σημασία έχει η τροφή(ούτε καν το κέρδος) και περισσότερο το άγχος της τροφής. Όλα ξεκίνησαν σταδιακά από τη λογοκρισία εκπομπών και απόψεων(βλ. πρωινή ενημέρωση στη ΝΕΤ), από την εξάλειψη σπουδαίων εκπομπών μέσω της κρατικής τηλεόρασης(ΕΞΑΝΤΑΣ, ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ) φτάνοντας τώρα σε μια μετα-μοντέρνα εκδοχή του ολοκληρωτισμού όπου τα βιβλία δεν καίγονται αλλά ίσως σταματήσουν να παράγονται. Έτσι θα υπάρξει μόνο ένας εκλεπτυσμένος χώρος για τους συγγραφείς που θα μπορούν να πληρώσουν το χαράτσι κι αυτό γιατί το αντικείμενο γραφής τους θα είναι εμπορικό. Ταυτόχρονα επιτελείται παράλληλο έγκλημα αφού με το φόβο αυτής της ιδιόμορφης φορολογίας, κάθε άνθρωπος που θέλει να συγγράψει και να εκδοθεί, θα αναγκαστεί να το κάνει άτυπα(μέσω δικής του διαχείρισης) ή δε θα το κάνει καθόλου μοιράζοντας το έργο του μόνο σε δικούς του ανθρώπους.
Κανείς δε ξέρει το κατά πόσο ο εν δυνάμει ή εν ενεργεία αναγνώστης μπορεί στα αλήθεια να προσμετρήσει αυτή την εξέλιξη ή και να δράσει με κάποιο τρόπο, είναι χρήσιμο όμως να καταλάβουμε πώς αυτή η εξουσία έχει αρχίσει και χτυπά μεθοδικά κάθε ελεύθερο χώρο, και ως ελεύθερο χώρο εννοούμε πια το μυαλό, τη σκέψη, την πρωτοβουλία.
Πια χτυπάνε στη ρίζα, και το κακό είναι ότι αυτές τις μεθόδους τους τις είχαν ήδη προβλέψει και περιγράψει κάποιοι συγγραφείς όπως ο Όργουελ, ο Χάξλεϋ και άλλοι πολλοί πριν χρόνια.