«ΝΥΧΤΑ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ»

24grammata.com- ιστορικά ταξίδια

«ΝΥΧΤΑ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ»
Στη μνήμη των ωραιοθήρων

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Κανείς δεν την αναγνώρισε. Έτσι όπως είχε τα μαλλιά της βρεγμένα, ριγμένα στους ώμους τα μαλλιά της, γκρίζα, χιονισμένα μαλλιά, κανείς δεν την γνώρισε. Μόνο την κοιτούσαν με ενδιαφέρον και θαυμασμό γιατί έμοιαζε βγαλμένη από μια άλλη εποχή και ήταν αγνώριστη, πάει να πει κανείς δεν κατείχε την παραμικρή ιδέα για τον τόπο, το γένος και την εστία της. Εκείνη, με τα μαύρα της ρούχα, περπάτησε και χτυπούσαν τα σκουριασμένα στολίδια της και είχε ένα φεγγάρι κρεμασμένο γύρω στο λαιμό της και έκλαιγε και έδειχνε σαν χαμένη, έβαζε τα χέρια στο στόμα της εμπρός και ούρλιαζε πνιχτά, σαν πουλί που σπαράζει. Κάθε τόσο πετούσαν μέσα από την πλάτη της κάτι πελώρια, παραδείσια πουλιά και όλα τα αγρίμια κατέβηκαν από τις πλαγιές και τη ζύγωσαν και τη μύρισαν και ήρθαν και στοιβάχτηκαν στα πόδια της και εξημερώθηκαν. Όλα του τόπου τα αγρίμια κατέβηκαν και ήρθαν και κάθησαν πλάι της, όπως οι άγγελοι στις αγιογραφίες των ανατολικών εκκλησιών που περιβάλλουν τους ιερομάρτυρες με τις ψηλόλιγνες μορφές, τις υπερβολικές αρθρώσεις, τους μανδύες ενός χονδρού κόκκινου χρώματος. Περπάτησε στην αγορά. Τέτοια ώρα μονάχα οι μέθυσοι και οι τρελοί γυρνούν. Πλεγμένα τα φύκια κάτω χαμηλά στο φουστάνι της και εκείνη να ανεβαίνει στον παλιό ναό που τον ρίξαν και σηκώσαν εκεί ξένου λημέρι. Και όλο βάδιζε και πλάι της, πίσω, εμπρός της άνοιγαν λάκκοι και φαίνονταν μέσα οστά ζώων, σιαγόνες σκύλων και νεανικά, γυμνά κρανία. Και έκλαιγε η δόλια και έσκιζε τα φορέματά της και σκόρπαγε τα στολίδια της, κάτι αρχαίες σκουριές, ανείδωτες, καθώς τα φρέσκα της Κνωσού, όσο παρέμεναν βαθιά κάτω από τα χώματα. Η μορφή της, είπαν, μοσχοβολούσε κήπο νυχτερινό, η μορφή της είπαν που θόλωνε και τρεμόπαιζε, καθώς τα απωλεσθέντα μες στα νερά. Στάθηκε κάτω από την αρχαία, ερρειπωμένη λάμπα στην είσοδο της στοάς Λούλη. Πρόφερε λέξεις χριστιανικές και ελληνικές και εβραϊκές, λες και γνώριζε ολόκληρη την ιστορία του τόπου και ολόκληρη τη γενιά που χάθηκε μες στην αγριοσύνη της. Ύστερα συνέχισε, βάδιζε και δεν φοβόταν τα ανήμερα πουλιά που ξεχύνονταν από τις χαράδρες,  δεν φοβόταν τις μνήμες, τα μάτια της πάψαν να είναι πια βρώμικοι φεγγίτες, μέσα βαθιά κρύβονταν ήλιοι και το παράπονο του σκοτωμένου. Χάραμα και ανέμιζαν τα μαλλιά της, ανήμερα της απελευθερώσεως. Επέστρεφε, παραπατώντας μες στην αγορά, κλαίγοντας για τη γριά βάγια, για τον έρωτα, τον άντρα, το παιδί και το λησμονημένο σπίτι της. Τώρα η όψη της φάνταζε μορφής περασμένης που κρατεί μια έγνοια για τούτο τον κόσμο. Πρωί, πριν σηκωθεί ο ήλιος έφτασε στο χείλος της λίμνης. Είδε πέρα που σηκώνονταν Κένταυροι μέσα από τα νερά οι νυχτερινοί λυκοθηράρχες και την εγύρευαν. Έπειτα έβρεξε το πρόσωπο και τα χέρια της και ασπρίσαν τα νερά και όταν σήμαναν οι καμπάνες, ομοβροντίες χριστιανικές για τη λευτερωμένη πόλη, είπαν, ψαράδες που κείτονταν  στα ανοιχτά, στιλπνότατες ρωπογραφίες μες στο λευκό των αρχαίων ληκύθων, είπαν εκείνοι λοιπόν πως μια γυναίκα καταβυθίστηκε χάραμα μες στην Παμβώτιδα λίμνη και εσειόταν ολόκληρη με τα βραχιόλια και τη σκουριά της και πνιγόταν την ώρα που λευτερωνόταν η πόλη των Ιωαννίνων. Δεν υπήρξε ποτέ σώμα πνιγμένου ανασυρμένο από τα νερά, είπαν οι ψαράδες, δεν υπήρχαν ποτέ είπαν, σκλαβωμένα Γιάννενα. Μονάχα μια εποχή αδικίας που απαιτεί να γίνεις χελιδόνι και να πετάξεις πάνω από τις σκιές, να μαχαιρωθείς δίχως να σε πάρουν δάκρυα και εύκολες συγκινήσεις ή δειλίες. Η Φροσύνη, λένε, κρατεί ψηλά τα Γιάννενα και είναι οι λύπες της τα παράξενα, ορμητικά κύματα που σαστίζουν τους ανθρώπους του απόμερου οικισμού Παμφιθέα. Πάνω από εκατό, τώρα χρόνια.