ΣΥΝΤΟΜΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ «ΔΙΑΛΟΓΟ» ΤΟΥ Δ. ΣΟΛΩΜΟΥ.

24grammata.com/ιστορία της Λογοτεχνίας

Δείτε το αφιέρωμα του 24γραμματα στον Δ. Σολωμό κλικ εδώ

9 Φεβρουαρίου ημέρα μνήμης του θανάτου

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

«Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ»

Με τον όρο «γλώσσα» μπορούμε να συνοψίσουμε την κοινή, ιστορική συνείδηση, η οποία κοινωνείται μες στα εθνικά όρια ενός λαού. Η γλωσσική αυτή κοινοτυπία, η οποία μονάχη,-υφίστανται και άλλες μεμονωμένες εθνικές οριοθετήσεις-, μπορεί να εκφράσει την ψυχική, γενικότερα ενότητα ενός τόπου  ανασύρεται συχνά με την επίκληση του μεταβλητού της χαρακτήρα. Και λέγοντας μεταβλητό, νοούμε κάτι το ζωντανό που αλλάζει πηγές και μέσα και στοχεύσεις ανεξάρτητα, υποκύπτοντας στη μοίρα του μέσου και τη διαμόρφωσή της υπό τις συνθήκες τις χρήσης του. Στην ελληνική επικράτεια το μέσο αυτό κατέκτησε μια σπουδαία κορυφή, νεκρώθηκε, έπειτα πάλι σάλεψε για να αναδυθεί ως κρίκος συνδετικός των ρημαγμένων Ελλήνων, θέτοντας μαζί με την πίστη τις δυο βασικές προϋποθέσεις για τη διεκδίκηση μιας κρατικής οντότητας. Στις μέρες μας το μέσον της γλώσσας φαίνεται να ολοκληρώνει ακόμη έναν βιολογικό κύκλο, δίχως με ασφάλεια να μπορούμε να πούμε πως η τάδε ή η δείνα κατεύθυνση θα συνδράμει ή θα αποδεκατίσει τους αποσαθρωμένους, συνδετικούς κρίκους μιας οριακά ανεπτυγμένης γλώσσας, με την προοπτική να παραμένει μονήρης, ασύμβατη και στενά συνδεμένη με την προγονική λαλιά, όπως μιλήθηκε και ήκμασε την περίοδο του αρχαίου, οικουμενικού πνεύματος.
Μες σε αυτήν την πολυδαίδαλη διαδρομή ελάχιστοι ήταν εκείνοι που συνέβαλαν με τη χρήση της γλώσσας, ώστε η τελευταία να διατηρήσει ένα δεσμό ακόμη σπουδαιότερο και από την προγονική και κατά γενική ομολογία βαρύτατη κληρονομιά της. Η διαμάχη των αρχών του προηγούμενου αιώνα, ανάμεσα στη δημοτική, καθομιλουμένη επιλογή και την άλλη, την τόσο ακαδημαϊκή και την άκαμπτη, την τραχύτατη, υβριδική γλώσσα συνιστά τη μόνη μέριμνα που λήφθηκε από όσους καταπιάστηκαν με τη φροντίδα της. Με δεδομένη την πηγαία τάση του ελληνικού στοιχείου προς το μύθο και τον εμπλουτισμό του, με άλλα λόγια λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός πως ο Έλληνας στάθηκε πάντοτε ένας «homo narrans» μπορούμε να εννοήσουμε σε όλη της την έκταση τη φυσική ροπή προς την επιβολή ενός γλωσσικού μέσου, συμβατού με την προφορικότητα, ελαστικό αρκετά ως προς την κανονιστική του διάσταση, έτσι ώστε να μπορεί να συνιστά υλικό διαχειρίσιμο από τον απλό λαό, με την ανύπαρκτη, μορφωτική ενασχόληση, αλλά με τη βαθύτατη σοφία της εμπειρίας, όπως μας διδάχτηκε από τις μυθολογικές αναφορές. Ένας, λοιπόν από εκείνους που σε ακόμη μία από τις κρίσιμες στιγμές του ελληνισμού, στάθηκε στο ύψος της περίστασης, λαμβάνοντας υπόψη τη μελλοντική αναγκαιότητα είναι ο Διονύσιος Σολωμός. Ο ποιητής, στον οποίο αποδίδεται το προσωνύμιο «εθνικός» μοιάζει να εκπληρώνει στο ακέραιο αυτή την τιμητική προσφώνηση, όχι μόνο διότι το έργο του συνέλαβε τις ρίζες και τα εστιακά βάθη της δοκιμασμένης, ανθρώπινης ψυχής, αλλά διότι υπερασπίστηκε, μαχόμενος το δικαίωμα να γράφει κανείς σε όποια γλώσσα επιθυμεί, ωθώντας τους «σοφολογιώτατους» του σολωμικού «Διαλόγου» να πειστούν για τη ματαιοδοξία μιας γλωσσικής διαμόρφωσης, επουδενεί καινούριας, αλλά μιας λαλιάς που αγνοεί το γερό δεσμό του λαού με την ιστορία και το μύθο της.
Επικαλεστήκαμε το σολωμικό «Διάλογο», όχι διότι το έργο ετούτο ενσαρκώνει με όλη του την πληρότητα το ιδεολογικό, κοινωνικό και ηθικό περιεχόμενο του Σολωμού. Η επιλογή μας, πάνω στην οποία στηρίζεται το αυθαίρετο ετούτο σχόλιο, βασίζεται στο γεγονός πως μες στη διαλλεκτική του Σολωμού μπορούν να αποκωδικοποιηθούν οι αντιμαχόμενες τάσεις μιας ολόκληρης εποχής. Είναι δυνατόν να μαρτυρήσει κανείς τις κομβικές κατευθύνσεις τις οποίες έλαβε η τέχνη του λόγου στην ελληνική επικράτια, ενώ την ίδια στιγμή, και παρά την προσδιοριστική ταύτιση «κοινωνικού» και «πολιτικού» στο «Διάλογο» δύναται κανείς να αποσαφηνίσει μια ευαίσθητη, πολιτική κατάσταση, μια πραγματικότητα η οποία έμελε να διχάσει αλλά και να οδηγήσει σε ακραίες, προσπάθειες εκτόνωσης. Ο Σολωμός προσωποποιεί στο έργο τις ευρωπαϊκές, παιδευτικές πρακτικές, τους τυχοδιωκτικούς πειραματισμούς, οι οποίοι επικράτησαν ως μια βασική επιρροή της δυτικής σκέψης. Η πολιτική διάσταση του «Διαλόγου» ξεπερνά ακόμη και τα εθνικά, ελληνικά όρια κυμαινόμενη σε μια πιο ευρεία απεικόνιση της αντιθετικής θέσης με την οποία προικίζει την ελληνική πλευρά η εξισορρόπηση μεταξύ της δυτικής και της ανατολικής καταγωγής της. Ετούτο βέβαια το τελευταίο θα συμβεί με τρόπο κρυπτικό, υπαινικτικό και δευτερεύον καθώς τον Σολωμό απασχολεί ξεκάθαρα το ζήτημα της γλώσσας, η αγωνία για την επιβολή μιας διαλέκτου η οποία θα μπορεί να μετουσιώσει σε γραφή και ομιλία την αγωνιώδη, λαϊκή ψυχή, μια αγνή, βγαλμένη από τους καπνούς του πολέμου ψυχή που καμιά σχέση δεν έχει με το λαϊκό κοσμοπολιτισμό ο οποίος προτάθηκε από τα μέσα του περασμένου αιώνα και έπειτα ως μια εκλεκτική συνειδητοποίηση  της δημοτικής ποίησης, του επαρχιακού χρωστήρα, των στολών και των εθνικών μορφών, σμιλευμένων κάτω από την πολύχρωμη και βυζαντινή παραλλαγή του Μυτιληνιού ζωγράφου Θεόφιλου. Η διατύπωση εκείνη που θέλει την τέχνη, ως μια δράση κατευθυνόμενη από τη συνείδηση, θα μπορούσε να εκφράσει με τη μέγιστη πληρότητα την αφορμή της σολωμικής θέσης. Ο ίδιος πολέμησε και αντιτάχθηκε με σθένος εμπρός σε μια νέα υποδούλωση, σε μια υποταγή του ελεύθερου πνεύματος στο στείρο ακαδημαϊσμό, την προσκόλησή του στη δυτική λογική.Η συνείδηση του ορισμού συνιστά τη λαϊκή, την ταπεινή συνείδηση, την αίσθηση της ενότητας η οποία συγκροτείται από την κοινή θεώρηση της ζωής, του καταβολικού μύθου, της ουτοπικής επιδίωξης.
Ο αρχαίος χορός, πρώτος και τελευταίος εκφραστής του οποίου στέκει ο Διονύσιος Σολωμός, συμπυκνώνει, κατά τον Ουγκαρέτι το χρησμό, το μύθο, το λαό. Σε τούτο το αξιακό τρίπτυχο ο Σολωμός παραμένει βαθύτατα πιστός και συνεπής, περιορίζοντας την απόδοση του ελληνικού στη γλώσσα και παρακάμπτοντας την ευθεία, χριστιανική θεώρηση, μια θρησκευτικότητα δογματική, καθώς η ορθοδοξία του ανατολικού τύπου. Ο Σολωμός φαίνεται πως προοικονομεί εκείνο το οποίο έπειτα από χρόνια θα ανασύρει μες στην επιχειρηματολογία του «Ελεύθερου Πνεύματος» ο Γιώργος Θεοτοκάς, αναγνωρίζοντας πως «εμείς οι Έλληνες είμαστε ένα έθνος άθρησκο, μα δεν τολμούμε να το πούμε στους εαυτούς μας ή να το ομολογήσουμε.»  Ο Σολωμός υποπτεύεται το νέο κόσμο που γεννιέται, είναι σε θέση, επιβεβαιώνοντας την προφητική διάσταση του ρόλου του ποιητή, να διακρίνει τη νέα πραγματικότητα που θα ανυψωθεί ως φαινόμενο. Η κρίση του είναι στοχευμένη. Έτσι ερμηνεύονται τα πρόσωπα που τοποθετούνται στις άκρες του «Διαλόγου» ώς βασικοί φορείς μιας συγκεκριμένης πολιτικής και πνευματικής συγκυρίας με υψηλές απαιτήσεις. Ο ποιητής, με τον παιδευτικό και φιλολαϊκό του ρόλο, ο δυτικοτραφής «σοφολογιώτατος», ο «φίλος» που παραμένει σε μια διακριτική ουδετερότητα, συνοψίζοντας τη στάση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, όσων καπηλεύονται την ελληνική επανάσταση μα και εκείνους που στέκουν με θαυμασμό και μυστική συγκατάβαση στον ελληνικό αγώνα, για τη διαμόρφωση του κράτους και του πνεύματος. Η νέα εποχή απαιτεί μία γλώσσα- χειρονομία, ένα ηθικό και εθνικό κεφάλαιο, παρά τη ρηματική δυναμική μιας αποτελματωμένης γλώσσας.
Ο Σολωμός μπορεί να διακριθεί για πολλά. Η αμφισβήτηση του «εθνικού» του χαρακτήρα όμως συνιστά μια αμετροέπεια, ένα σφάλμα, μια υποβάθμιση της αυτοθυσίας με την οποία διαμορφώνει το λόγο και το έργο του. Το μοντέλο μιας σοσιαλιστικής λογοτεχνίας, -ας αντικρίσουμε τον όρο απαλλαγμένο από την πολιτική του διάσταση-, συνιστά στόχο ικανό και επαρκή προκειμένου να διακρίνουμε πέρα από κάθε αντίρρηση την ενεργό του στάση στις απαιτήσεις του έθνους που ορθώνει την κραυγή του για να περισώσει τις καταβολές του και να προετοιμάσει το έδαφος για τις νέες συγκινήσεις που μέλλονται.