Η διαστροφή της ελεύθερης επιλογής

24grammata.com/ Πολιτικός Λόγος

γράφει ο  Στέλιος Μοίρας1

Η δημοκρατία, ως ένας φαντασιακός θεσμός αλλά και ως μια ιστορική προσπάθεια παρουσιάζει πάντα την ροπή να καταλύεται, κι αυτό διότι μόλις αποκτήσει κάποια από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που της αποδίδονται, η φυσική συνέχεια είναι αυτά να φθαρούν, να διαστρεβλωθούν και τέλος να αμφισβητηθούν από τους ίδιους τους αντιπροσώπους της, πιο συχνά ακόμη και από τους υπερασπιστές της. Το κυρίαρχο στοιχείο της (τουλάχιστον αυτό για το οποίο κυρίως διαφημίζεται) είναι η ελευθερία του πολίτη να επιλέγει για την αντιπροσώπευση του, για τα δικαιώματα του, για την κοινωνική ισορροπία της κοινότητας και του κράτους(και όχι του Κράτους)  μέσα από θεσμούς όπως οι εκλογές ή η διαμαρτυρία και αν και τοποθετούμε τα παραπάνω σαν γενικεύσεις κατά βάθος ξέρουμε πώς αποτελούν τον πυρήνα αυτού για το οποίο ο άνθρωπος ανακάλυψε και συνεχίζει να φαντασιώνεται τη δημοκρατία: η ελευθερία.
Ο συγκεκριμένος όρος όπως κάθε άλλος μπορεί να έχει διττή σημασία, ταυτόχρονα μπορεί να αποτελεί επίφαση ακόμη και να χρησιμοποιείται καθαρά βερμπαλιστικά προς χάριν μιας ιδέας και της επιβολής αυτής σε ένα πλήθος. Ακριβώς εκεί κρύβεται η αδυναμία της ως όρος και η διαστροφή της. Οι λέξεις όμως είναι κάτι νεκρό συνήθως αν δεν αποδοθούν από κάποιο υποκείμενο και η διαστροφή την οποία θίξαμε ανήκει στο υποκείμενο και μόνο: τον άνθρωπο.
Από το 1800 και μετά τα χαρακτηριστικά της πόλης, του κράτους, της δημοκρατίας, και του ήθους που συναντούνται στην περιγραφή του αρχαίου κόσμου όπως αυτόν της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, σταδιακά οπισθοχωρούν φέρνοντας στο προσκήνιο «αντικειμενιστικές», όπως περιέγραψε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, θεωρίες όπως αυτές του Μαρξ που αρχίζουν να κινούνται γύρω από όρους οικονομίας, παραγοντικών δυνάμεων και συσχετισμών, παραγωγικών σχέσεων, τάξεων, θέτοντας ορθώς μια γεωγραφία του Νέου Κόσμου και των ρόλων που καλούνταν πια να έχουν οι πολίτες μέσα σε αυτόν τον εκβιομηχανοποιημένο καμβά. Προχωρώντας σε μια ανατομική περιγραφή και ανάπτυξη(ή αλλιώς διαχωρισμού) των πολιτών σε κατηγορίες αρχίζει η αυτόματη εγγραφή τους σε τάξεις και άρα σε πεπρωμένα κάτι που περνά πλέον στη συλλογική συνείδηση και δείχνει να διαμορφώνει στους τελευταίους αιώνες(ή και αγώνες) τη στάση που συνεχίζουν να κρατούν οι τάξεις. Ένα χαρακτηριστικό αυτής της «γεωλογικής» διαμόρφωσης, όμοια με εδαφικά στρώματα, θα λέγαμε πώς είναι η παραίτηση του υποκειμένου από την πολιτική φιλοσοφία, την επιδίωξη ενός εσωτερικού ήθους, την κριτική σκέψη πάνω στην ελευθερία όχι ως δικαίωμα(κάτι το οποίο είναι αυτονόητο) αλλά ως κατάσταση. Σε μια αντιστροφή του γνωστού παραμυθιού με τον βασιλιά που τελικά ήταν γυμνός αλλά περπατούσε νομίζοντας ότι ήταν ντυμένος, εδώ και αιώνες οι πολίτες φέρονται σαν να ξέρει ο βασιλιάς πολύ καλά ότι είναι γυμνός αλλά αυτοί δεν δίνουν σημασία πραγματικά επειδή έχουν αποδεχτεί έτσι κι αλλιώς τη θέση του. Κάποιος είναι βασιλιάς μόνο αν το βλέπουμε ως τέτοιον.
Ταυτόχρονα με την σημασιολογία των τάξεων και τον λεπτομερή σχηματισμό των χαρακτηριστικών τους από τους λόγιους αντιπροσώπους που κάθε μία απέκτησε, συντελείται ίσως ένα σημαντικό λάθος που συχνά βρίσκει ορκισμένους εχθρούς στον κομμουνισμό. Με την περιγραφή ή καλύτερα τη διχοτόμηση του κόσμου σε καπιταλιστικό και κομμουνιστικό ή σε έχοντες και μη καταλήγει ο άνθρωπος να απεκδυθεί της ατομικής του επιλογής προβάλλοντας τα δεινά του κάθε φορά σε κάτι εξωτερικό και αόριστο, αυτό το οποίο συχνά αποκαλούμε το σύστημα, θυμίζοντας έτσι κάτι απλοϊκές ρήσεις περί θανάτου που κάποιοι περιγράφουν όπως «τον πήρε ο Θεός μαζί του». Με αυτόν τον τρόπο αποπροσωποποιείται η ατομική ευθύνη και όλα ξεκινούν να αποδίδονται παρανοϊκά σε κάποιον Άλλο, στον καπιταλισμό, στην τηλεόραση, στο χρήμα κ.α., λέξεις που απλώς γεμίζουν κάθε φορά με το υλικό που τους αποδίδει όμως ένα υποκείμενο. Έτσι από απλά εννοιολογικά δοχεία οι λέξεις μοιάζουν να αποκτούν μια οντότητα που συντηρεί τις διαχωριστικές γραμμές ενώ βοηθά να απενοχοποιείται όποιος τις χρησιμοποιεί.
Τα υποκείμενα πίσω από την εξουσία σίγουρα έχουν αρκετή γνώση των όρων και των εννοιών στους οποίους οι κατώτερες τάξεις συνήθως παγιδεύονται. Επίσης κατέχουν και ένα άλλο όπλο. Αυτό του κομφορμισμού, μιας μηδενιστικής και κυνικής στάσης που χρησιμεύει στην εύκολη μετάβαση πολλών σε βαθμίδες. Στο σημείο όμως που έχουν φτάσει σήμερα τα πράγματα και που κάθε άνθρωπος αν και μπορεί να μην δύναται να περιγράψει θεωρητικά τους παράγοντες που συντελούν στην καταστροφή του τουλάχιστον τους βιώνει πρακτικά στην καθημερινότητα, δεν έχει κάποια χρησιμότητα να ασχοληθούμε με την κατηγορία των εξουσιαστών και των εχόντων αφού αυτοί πάντα υιοθετούν μια προβλέψιμη στάση. Το απρόβλεπτο και το αντανακλαστικό ανήκει στις κατώτερες τάξεις, στους μη έχοντες που άγονται και φέρονται κατά καιρούς πάντα όμως δαιμονοποιώντας την έλλειψη των Άλλων να καλύψουν τις ανάγκες τους. Θα πρέπει να σταθούμε εξειδικευμένα πια στην διαστροφή της ελευθερίας που αποκτήθηκε με αγώνες από τους ίδιους τους καταπιεσμένους δίνοντας την άδεια κυριολεκτικά στο σχηματισμό της έννοιας του Νεότερου Κράτους όπου το άτομο κατέχει όλα τα δικαιώματα εκτός από αυτά από τα οποία παραιτήθηκε υπέρ του Κράτους2. Σε αυτό το Νεότερο Κράτος λοιπόν σκοπός είναι η διασφάλιση των ιδιωτικών απολαύσεων, αποκαλώντας ελευθερία τις προσφερόμενες από τους θεσμούς εγγυήσεις αυτών των απολαύσεων#. Η παραπάνω έννοια του Νεότερου ή αλλιώς Σύγχρονου Κράτους είναι η περιγραφή της κύριας ταυτότητας που έχει η σχέση(καλύτερα η εξάρτηση) των μη εχόντων από τους έχοντες και που δημιούργησε εδώ και αιώνες, μα κυρίως την τελευταία 40ετία, την ψευδαίσθηση της ταξικής εξίσωσης, των ίσων ευκαιριών ενώ στην πραγματικότητα συντελούσε υπόγεια στην γιγάντωση της εξάρτησης. Με τον ίδιο τρόπο που η εργατική (ή και μικροαστική) τάξη χρησιμοποιούσε τον όρο της ελευθερίας(στη διεκδίκηση ίσων ευκαιριών και υλικών) η άρχουσα τάξη χρησιμοποιούσε τη δική της (στην διεκδίκηση μέσων ελέγχου των κρατών και της οικονομίας) κάνοντας χρήση του σημαίνοντος που έδιναν οι κατώτερες τάξεις σε αυτήν.
Δημιουργώντας έτσι μια ψευδή υγιή εξάρτηση(του πραγματιστή μα καλοπληρωτή εργοδότη με τον εργαζόμενο, του ψυχρού αλλά εξυπηρετικού τραπεζίτη με τον φερέλπιδο δανειολήπτη) φτάσαμε στο σημείο όπου οι κατώτερες τάξεις μπροστά στην Αποκάλυψη του χειριστικού εξουσιαστή πίσω από τον τραπεζίτη, τον υπουργό, τον εργοδότη στέκονται μαρμαρωμένες και αδύναμες να κατευθύνουν την οργή τους, την απορία τους προς κάποια κατεύθυνση αφού τόσο καιρό δεν χρειάζονταν κάποιες εσωτερικές νοητικές διεργασίες ούτε χρειάστηκε να αντιδράσουν πραγματικά απέναντι σε κάτι, μιας και κάθε μεγάλη οικονομική μεταβολή παρουσιαζόταν ως σκάνδαλο, ως μια στιγμιαία προσωπική ενοχή ενός και μόνο προσώπου, του αποδιοπομπαίου τράγου που χρειάζεται η κοινωνία(και η οικονομία) για να εκλογικεύσει τις μεθόδους της.
Σε αυτό το σημείο είναι που επανεισάγεται η έννοια της ελευθερίας αφού κάποια στιγμή το μουδιασμένο αλλά τουλάχιστον εκνευρισμένο πλήθος ζητάει εκλογές, μια από τις πιο προβληματικές επιφάσεις δημοκρατίας. Για λίγο καιρό το πλήθος, το έθνος έχει τη δυνατότητα να στοχάζεται, να σκέπτεται, να προβληματίζεται επαναφέροντας τη διαλεκτική και τη ρητορεία σαν έναν ξεχασμένο παιδικό έρωτα που του προκαλεί ερεθισμό και την υπόσχεση μιας επιλογής. Η ρευστότητα όμως και η ετοιμότητα που επιδεικνύει το πλήθος αρχίζει να εμφανίζεται και στις μεθόδους των εξουσιαστών και των αντιπροσώπων τους. Έτσι κάνοντας χρήση της υπενθύμισης ότι η ελευθερία είναι πάνω από όλα μια μετά-μοντέρνα εξάρτηση, σπεύδουν να εξισώσουν τις ευθύνες και τους ρόλους(μαζί τα φάγαμε, το δημόσιο φταίει) ενώ κάποια στιγμή λίγο πριν τις κάλπες, στην κορύφωση της ερωτικής πράξης με την ελευθερία μας, όλα παγώνουν και τίθεται από τους εξουσιαστές η ελευθερία της επιλογής, που όπως περιγράφει ο Ζίζεκ  είναι σα να λένε: «…έχεις την ελευθερία να επιλέξεις, υπό τον όρο όμως ότι θα επιλέξεις το σωστό. Έχεις, παραδείγματος χάριν, την ελευθερία να επιλέξεις αν θα υπογράψεις ή όχι τον όρκο, αλλά υπό τον όρο ότι θα επιλέξεις σωστά, δηλαδή ότι θα τον υπογράψεις»2. Με το που ειπωθεί ή υπονοηθεί η παραπάνω συνθήκη μέσα από μια καλά οργανωμένη προπαγάνδα τίθεται στον καταπιεζόμενο το κύριο δίλημμα που φέρνει τελικά τον μεγαλύτερο προβληματισμό πάνω στην ελευθερία: ο καταπιεζόμενος κατανοεί πως δε μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτήν αλλά ταυτόχρονα τη φοβάται. Έτσι από τη μία πλευρά έχουν αυτό που θέλει ο εαυτός τους και από τη άλλη έχουν τον καταπιεστή του οποίου τη συνείδηση έχουν εσωτερικεύσει3 επιτυγχάνοντας έτσι αυτό που θα περιγράφαμε ως «ταύτιση με τον επιτιθέμενο». Ξαφνικά οι καταπιεστές οπλίζουν ακόμη περισσότερο τη ρητορική τους διανθίζοντας την με τρομοκρατικά επίθετα, τολμώντας ακόμη και να προσδώσουν στην κρίση και τις συνθήκες ιατρικούς όρους5 όπως «η κρίση θα εξαπλωθεί σαν ιός», «ο ασθενής βρίσκεται στο χειρουργικό κρεβάτι», «η κοινωνία αργοπεθαίνει» ή «θέλετε τον θάνατο του έθνους» εγκαλώντας έτσι τον καταπιεζόμενο να «συμμαχήσει» μαζί του, να δει πώς ο αληθινός εχθρός δεν είναι η έλλειψη ελευθερίας αλλά οι συνέπειες που θα φέρει αυτή άμα την διεκδικήσουν πατώντας πάνω στο φόβο πώς ο καταπιεζόμενος θα χάσει έστω αυτά τα λίγα που πιστεύει ότι του ανήκουν, που τον άφησε να κατέχει ο καταπιεστής.
Όλα τα παραπάνω μπορεί να αποτελούν ένα υποτυπώδες ψυχογράφημα του καταπιεστή, του συστήματος όπως περιγράψαμε πρωτύτερα. Μα πάλι όμως στέκονται περισσότερο στη στάση της εξουσίας και στην ευθύνη που αυτή έχει, καταφέρνοντας πάλι να παρουσιάσουν τον καταπιεζόμενο ως θύμα, ως  μια κοινωνία που είναι ανήμπορη να αντιδράσει και που δε τις δίδονται αληθινές ευκαιρίες. Κάθε συνθήκη όμως πρέπει να εξετάζεται τη στιγμή που λαμβάνει το  σχηματισμό της και όχι περιμένοντας τον  ιστορικό υλισμό να την κρίνει και να την περιγράψει κι αυτό γιατί όλα γίνονται τη στιγμή που η ιστορία συμβαίνει, και όχι τη στιγμή που γράφεται, άρα τα υποκείμενα της έχουν την ιστορική ευθύνη των πράξεων και αποφάσεων τους. Η εργατική τάξη(ένα μόρφωμα που πια εμπεριέχει την νέο-αφιχθείσα μεσαία τάξη αλλά και ψήγματα της μεγάλο- αστικής τάξης) αυτή τη στιγμή έχει ιστορική ευθύνη και φαίνεται ανίκανη να στοχαστεί πάνω στα δικά της ελλείμματα, πάνω στον μικρό-αστισμό που τελικά τη χαρακτηρίζει, σε μια προσπάθεια να συντηρήσει τη ψευδαίσθηση πώς όσο κακοί ή ανίκανοι είναι οι εξουσιαστές, έχουν κοινό σκοπό με αυτούς: την σωτηρία της χώρας, την ίαση της κρίσης, το τέλος των δεινών. Υπάρχει η πιθανότητα ελάχιστοι να ψήφισαν συνειδητά τους καταπιεστές και το χειρότερο εντοπίζεται στην ανικανότητα των υπολοίπων να διαλέξουν την ελευθερία, να αδράξουν για πρώτη φορά στην μεταπολιτευτική Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη την αληθινή ελευθερία, την ελευθερία που δεν αποτελεί συνώνυμο της καπιταλιστικής επιβίωσης αλλά της αυτοπραγμάτωσης και του εσωτερικού ήθους. Αυτή η επιλογή είναι ένα λάθος που πρέπει πια να πάψει να αποδίδεται μόνο στην έλλειψη παιδείας, στην ημιμάθεια και στον φόβο του καταπιεστή αφαιρώντας πάλι από την εργατική τάξη την αξιοπρέπεια του σκέπτεσθαι και πρέπει να στραφεί πάνω στον φόβο του ίδιου του καταπιεζόμενου για μια έρημο που θα πρέπει αυτός πια να αποφασίζει όχι μόνο για εκείνον αλλά και για τους άλλους. Το να αναγάγουμε τη τάση μιας κοινωνίας να επιτρέπει για άλλη μια φορά τον φασισμό και τη βία ως μέσο ανακούφισης απέναντι στη βία που η ίδια δέχεται είναι τουλάχιστον εκλογίκευση και υπέρ-απλούστευση.
Αποκάλυψη Τώρα… για όλους.
σημειώσεις
1  Κοινωνικός Λειτουργός
2  Κορνήλιος Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα, ΤΟΜΟΣ Β’, Η πόλις και οι νόμοι, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ, Αθήνα 2008
3 Ο.π.
4  Slavoj Zisek, Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας, ΕΚΔΟΣΕΙΣ SCRIPTA, Αθήνα 2006
5  Ανδρέας Ζωγράφου, Κοινωνική Εργασία με Κοινότητα, θεωρία-πράξη-προβληματισμοί, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΥΠΩΘΥΤΩ, Αθήνα 2002
6  Susan Sontag, Η Νόσος ως Μεταφορά, το AIDS και οι μεταφορές του, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΥΨΙΛΟΝ, Αθήνα 1993