«ΔΙΕΘΝΗΣ ΜΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΣΧΟΝΤΕΣ ΑΠΟ ΑΥΤΙΣΜΟ»

24grammata/ γνώμη

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
«εισήλθα μες στα ορύγματα
της ηρωίδος αφασίας»

Περνούσε ώρες μες στις σκοτεινές αίθουσες των βιβλιοθηκών. Μελετούσε συγγράμματα, βιογραφίες, καταχωρημένα συναξάρια βίων αγίων που παρεδόθησαν στην πίστη τους και καήκαν ή σφαγιάστηκαν με τρόπους ατιμωτικούς, δίχως καμιά συμπόνοια. Τις περισσότερες ώρες  στύλωνε το βλέμμα σε μια φωτογραφία ή σε ένα πρόσωπο, σε έναν πίνακα ζωγραφικό από εκείνους που κοσμούν τις διδακτορικές διατριβές, τις μονογραφίες, τα λευκώματα των ιδρυμάτων που πραγματεύονται την ένταση ενός χρωστήρα. Έπειτα αφηνόταν στη νυχτερινή αύρα, κοιτούσε με θαυμασμό τις καλοκαιρινές, κυρίως ώρες τους φωτισμούς, παρατημένους στολισμούς από εορταστικές περιόδους, πράγματα βιωμένα δηλαδή που λησμονήθηκαν και τώρα ανασύρονται με μια θλίψη νοσταλγική σε αντικείμενα και μεταλλικές κατασκευές των αρχών της οδοποιίας. Στεκόταν εκεί με τις ώρες, διαγράφοντας μια γνώριμη αιώρηση, μια ακολουθία αυστηρή, βυθισμένος σε ένα δόγμα, σε μια θρησκευτικότητα, όπως η μοναξιά, όπως η μοναξιά. Όταν επέστρεφε πια, έρμαιος στη βουλιμία και την έλξη της νύχτας, μνημόνευε αριθμητικές πράξεις, χρονολογίες γεννήσεως σπουδαίων ευεργετών του έθνους, οδούς της πόλεως της Αθηνών, παιδικά παιχνίδια με πολύχρωμα πρόσωπα από λείο, κατεργασμένο ξύλο. Θυμόταν και άλλα τέτοια πράγματα, επουσιώδη που οι άνθρωποι λησμονούν ή παρατούν, δίχως ετούτα να θρέφουν πια τις θρυλικές εμμονές τους. Είχε μια αυστηρότητα σε τούτη την ιεροτελεστία της μνήμης. Χαλάσματα βεβαίως, μα υπάρχουν άνθρωποι που αναζητούν τους χαμένους συγγενείς τους, όσους χάθηκαν σε μια φυσική καταστροφή κάτω από ερρείπια, όπως εκείνα της Κορίνθου, υπάρχουν άνθρωποι που  αντικρίζουν εδάφη πέρα από συνηθισμένους ορίζοντες, υπάρχουν τέλος κραυγές που απομένουν βουβές, μόνον το ύφος και το σχήμα του στόματος, επιτρέπει να καταστούν διακριτές αυτές οι κραυγές. Κομμένες ανάσες, βίαιες παύσεις, οι κραυγές ετούτες, καθώς τα ανοιχτά στόματα των πηγαδιών, άνθρωποι αιχμές μες στα μεσημέρια που γνωρίζουν τη φοβερή αιτία της λύπης μας. Μοιάζουν σαν τίποτα ετούτοι οι άνθρωποι, μοιάζουν με μύγες των αγορών, με φοβερές αδιαφορίες. Οι άνθρωποι αυτοί συχνά θα σπεύσουν κάποτε με ασύλληπτη ταχύτητα προς μία αναπάντεχη τροχιά, θα ριχτούν με την ορμή ενός βέλους μες στην πόλη, την ώρα που εμείς ανυποψίαστοι θα προσευχόμαστε για τα καινούρια οράματα. Οι άνθρωποι ετούτοι κατοικούν συνήθως σε πόλεις κάθετες, σε σπουδαία υψόμετρα, πολύ κοντά στο χιόνι του φεγγαριού.
Είχε στο πρόσωπό του μια λευκότητα. Έστεκε πάντοτε παράμερα από ήλιους και ανθρώπους, σχηματίζοντας επαναλαμβανόμενες πορείες, πίσω από τρόφιμους ψυχιατρείων και ισόβια παιδιά. Επανέλαβε τις επισκέψεις του στις βιβλιοθήκες επανειλημμένως, δίχως τίποτε να μεταβάλει στις συνήθειές του. Τώρα οι άνθρωποι τον χαιρετούν, σχεδόν τον θαυμάζουν γιατί ανήκει στην ευγενή τάξη εκείνων που διέσωσαν τη φαντασία τους, που παρέμειναν, σαν τους ποιητές, έξω από τον κόσμο των ανθρώπων. Οι υπόλοιποι εξαντλούνται καθημερινώς μες στην αυτιστική φιλαρέσκειά τους.