Μελέτη στην ποίηση του Ιωσήφ Βεντούρα

24grammata.com- σύγχρονοι λογοτέχνες και το ένθετο εάν

«ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΟΡΟ.

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΚΡΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ ΒΕΝΤΟΥΡΑ»

γράφειο Απόστολος Θηβαίος

Πολιτικός, βιωματικός, με την έννοια της διάθεσης να αναπαραχθεί μες στα όρια της προσωπικής δημιουργίας το εξειδικευμένο, ανθρώπινο δράμα, κρυπτικός, ο Βεντούρας αναπαράγει κωδικοποιημένα μοτίβα ποιητικής έκφρασης, παραμένοντας αυτοβιογραφικός. Ειδικότερα για τούτη την τελευταία ιδιότητα, οφείλουμε να επισημάνουμε πως αποδίδεται με την αυθαιρεσία που συνεπάγεται κάθε κριτική δοκιμή εμπρός στο συντελεσμένο έργο, κάθε απόπειρα ετούτο να προσεγγιστεί και να αποδειχτεί ο βαθμός μιας συλλογικότερης δυναμικής. Ο ποιητής Ιωσήφ Βεντούρας συμπυκνώνει στο έργο του όλες ετούτες τις ιδιότητες, πλουτίζοντας ένα έργο στοχαστικό, μεταφραστικό και επίκαιρο στο υλικό και τα μέσα του, αν αναλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίο τιμά ο ποιητής ετούτο τον εκφραστικό χώρο αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τη λειτουργία του διαδικτυακού, ποιητικού περιοδικού «Poeticanet.» Στη δοκιμή μας θα αποπειραθούμε να αποκωδικοποιήσουμε τις ειδικές σημάνσεις με τις οποίες προικίζεται το έργο του Χανιώτη δημιουργού Ιωσήφ Βεντούρα. Ας μας συγχωρεθούν, λοιπόν συμπερασματικές κατευθύνσεις και προσεγγίσεις, οι οποίες ίσως να στηρίζονται σε μια επιχειρηματολογία ελλιπή.
Στον ποιητή αποδίδονται ως σήμερα,  πέντε ποιητικές συλλογές, καθώς και η συμμετοχή σε συλλογικότερα έργα και σημαντικές, ανθολογικές εργασίες.  «Υγρός Κύκλος», «Αριθμητική μια ανάμνησης», «Τάναϊς», «Σχόλια σε μαύρο» και «Κυκλώνιο», εκδόσεις από το 1997, ως και το 2009 αντίστοιχα. Αναμένεται με ενδιαφέρον η προσεχής έκδοση ποιημάτων «Το παιχνίδι» των εκδόσεων «Λάλον Ύδωρ.» Στο έργο του Βεντούρα σημαντική θέση κατέχει και η ανθολόγηση των Εβραίων ποιητών του Μεσαίωνα, μια εργασία η οποία όχι μόνο αποκαλύπτει έναν άγνωστο, λογοτεχνικό τομέα προς το ελληνικό κοινό, αλλά και παραχωρεί δικαιωματικά στον ποιητή την ιδιότητα του εισηγητή μιας  ποίησης φορέα.  Οφείλουμε σε τούτο το σημείο και πριν προχωρήσουμε σε περισσότερες ποιητικές εκτιμήσεις, να αντικρίσουμε με σεβασμό και ενδιαφέρον το σημαντικό αυτό πόνημα των εκδόσεων Νεφέλη, με το οποίο ο Ιωσήφ Βεντούρας εισάγει το ελληνικό κοινό σε έναν άγνωστο και ανεξερεύνητο χώρο.
Τα άρτια και περιεκτικά, ιστορικά στοιχεία, με τα οποία εμπλουτίζεται η εισαγωγή του έργου, δεν συνιστούν απλά μια προλογική αναφορά, μα καλύτερα μια ουσιαστική πληροφόρηση, ικανή να αποκαλύψει τη δυναμική της εβραϊκής, μεσαιωνικής ποίησης, αλλά και τους παράγοντες εκείνους οι οποίοι συνέβαλαν ώστε να καταστεί απορροφητική εμπρός στα πολλαπλά ρεύματα και τις τάσεις της δυτικής ποίησης, όπως η τελευταία διαμορφώθηκε μες στην ιστορική πραγματικότητα. «Η εβραϊκή ποίηση στη Μεσόγειο παραμένει άγνωστη μέχρι σήμερα στο ελληνικό κοινό.Γραμμένη σε γλώσσα μη λατινογενή, εντάσσεται σε ένα διανοητικό περιβάλλον ανοίκειο στον Έλληνα αναγνώστη και αποτρεπτικό μιας εμβριθέστερης μελέτης». Εντούτοις και παρά το γεγονός της θαρραλέας και ουσιώδους ετούτης παρατήρησης, ο Βεντούρας τολμά να συχνωτίσει την εβραϊκή, ποιητική δημιουργία με τα δεδομένα του τόπου μας, επιδεικνύοντας ουσιαστικά μια ακόμη οδό πνευματικότητας. Στο σημείο αυτό και ακολουθώντας αυστηρά τις ολιγάριθμες υποσημειώσεις διαπιστώνει κανείς το διακριτικό τρόπο με τον οποίο ο ποιητής Βεντούρας θέτει τα  όρια της ποιητικής δημιουργίας, επισημαίνοντας πως με τον όρο «εβραϊκή» νοείται η ποίηση εκείνη η οποία είναι γραμμένη στην ιερή, κατά τους Εβραίους γλώσσα της Βίβλου. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να συμπεράνει από τη διατύπωση ετούτη πως ο συγγραφέας κοπιάζει να αποδώσει το σαφή χαρακτήρα της εν λόγω ποιητικής δημιουργίας, παραμένοντας ακριβής στις διατυπώσεις του και ελπίζοντας με τούτες να θέσει νέους προβληματισμούς και αφορμές για πιο εμπειριστατωμένες ή ειδικευμένες μελέτες, συγκεκριμένα περισσότερο γλωσσολογικές και ανθρωπολογικές. Ακόμη ένα χαρακτηριστικό, στο οποίο ο Βεντούρας αποδίδει ιδιαίτερη σημασία είναι η αναφορά στο γεωγραφικό χώρο μες στον οποίο αναπτύσσεται, ακμάζει και διασπείρεται τελικά η εβραϊκή ποίηση, διατηρώντας πάντοτε ένα βαθμό εντοπιότητας, σε επίπεδο πνευματικό και αισθητικό. Ο Βεντούρας κάνει λόγο για ένα «περιβάλλον ειρηνικής συνύπαρξης των Μουσουλμάνων, των Εβραίων και Χριστιανών, που διευκόλυνε την επικοινωνία τους και την αλληλεπίδρασή τους στα ζητήματα της τέχνης και της διανόησης.» Ειδικότερα, σε σχέση με την εισροή στοιχείων αραβικής προέλευσης στην εβραϊκή στιχουργική και θεματολογία ο συγγραφέας συμπληρώνει πως  «οι Εβραίοι θεωρούσαν ότι ο Ισλαμισμός ήταν πολύ πιο κοντά στον Ιουδαϊσμό και έτσι αφήνονταν με αρκετή ευκολία στην εξοικείωση με τους τρόπους ζωής της αραβικής κοινωνίας και του πολιτισμού της, που ασκούσε σημαντική επιρροή σε όλους τους λαούς των γειτονικών χωρών.» Με τούτον τον τρόπο ο Βεντούρας επιχειρηματολογεί και στηρίζει ιστορικά την εξελικτική πορεία της εβραϊκής ποίησης στον ευρωπαϊκό χώρο, ακολουθώντας ένα συνθετικό μοντέλο ερμηνείας του ιστορικού παρελθόντος και επιβεβαιώνοντας την ενότητα της τέχνης, πέρα και έξω από κάθε εθνική,  φυλετική και πολιτισμική διαφορά.  Ήδη λοιπόν από την εισαγωγή καθίσταται κατανοητό πως σκοπός του Βεντούρα είναι να αποκαλύψει την κοινή, πολιτισμική καταγωγή της εβραϊκής ποίησης, ερμηνεύοντας τούτη την επισήμανση ακριβώς ως ένα υποστηρικτικό επιχείρημα για την πνευματική παραχώρηση μιας «βιβλικής» ποίησης στο συνολικό, ευρωπαϊκό, ποιητικό «σώμα».  Ειδική αναφορά δε, μιλώντας περί του βαθμού αλληλεπίδρασης της εβραϊκής λογοτεχνίας με εκείνη του δυτικού κόσμου, ο Βεντούρας πραγματοποιεί σχετικά με την επίδραση του βιβλικού λόγου στη βυζαντινή υμνογραφία και την ελληνική ποίηση. «Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάπτυξη της εβραϊκής ποίησης στα Βαλκάνια την εποχή του Βυζαντίου», σημειώνει ο Ιωσήφ Βεντούρας. «Οι Εβραίοι των Βαλκανίων που ήταν γνωστοί ως Ρωμανιότες κρατούσαν στα χέρια τους το μεγαλύτερο μέρος του εξαγωγικού εμπορίου του Βυζαντίου. Κυρίως εμπορικές οι μεγάλες κοινότητες της Κωνσταντινούπολης, της Θεσσαλονίκης και της Κορίνθου ζούσαν σε ένα καθεστώς σχετικής ελευθερίας…Στην Κρήτη περί τα τέλη της βυζαντινής και κατά τη διάρκεια της ενετικής περιόδου αναπτύχθηκε πλούσια εβραϊκή πολιτιστική και θρησκευτική ζωή.»
Η θεματολογία της εβραϊκής ποίησης, όπως επισημαίνει ο Βεντούρας βασίστηκε σε ανθρωποκεντρικότερα ζητήματα, όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η ματαιότητα των εγκοσμίων, η ελπίδα και η πίστη για τη θεία σωτηρία, ο αντίθετος πόλος της θεϊκής στήριξης εμπρός στο φάσμα της διαφθοράς και της αμαρτίας. Με άλλα λόγια μπορούμε να συμπεράνουμε πως η ποίηση των Εβραίων συνδέει την εξέλιξή της με τον ίδιο τον άνθρωπο της εποχής, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως η θεματολογία παραμένει η ίδια ακόμα και στην τελική φάση εξέλιξης της μεσαιωνικής εβραϊκής ποίησης.Έχοντας αναπτύξει μια λαμπρή σφαιρικότητα, με σταθμούς, οι οποίοι επηρέασαν την ανάπτυξή της, η ποίηση των Εβραίων εξελίχθηκε σε κάθε σημείο εκτοπισμού τους, όπως την Ανδαλουσία, την περιοχή της Οξιτανίας, στη Νότια Γαλλία, στα Βαλκάνια και τη Βόρεια Αφρική.
Καθώς κανείς μελετά τα μεταφρασμένα ποιήματα της ανθολογίας του Ιωσήφ Βεντούρα δεν θα μπορούσε να διατυπώσει μια ολοκληρωμένη κριτική περί του μεταφρασθέντος υλικού. Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη και τις επισημάνσεις του ίδιου του μεταφραστή οφείλουμε να διακρίνουμε τα επιλεγμένα ποιήματα για την ανθρωπιά, το βάθος, τις κωδικές αναφορές τους στη βιβλική παράδοση, άλλοτε τον ερωτισμό, τη σταθερή ευθυγράμμιση με την παραδοσιακή θεματολογία της εντόπιας, ποιητικής δημιουργίας. Οι συμβολιστικές αναφορές  αυτών των ποιημάτων, είναι ταυτόχρονα μια αναγωγή επί του φυσικού κόσμου, στοιχεία του οποίου επιστρατεύουν.  Αναγνωρίζεται μες στην ποιητική δειγματοληψία του Βεντούρα ο παρακλητικός, ταπεινός χαρακτήρας εμπρός στο μονοθεϊστικό μοντέλο του κόσμου. Μιλούμε για μια διακριτική, βασισμένη στα πρότυπα της ιουδαϊκής υμνολογίας, διδασκαλίας, θεώρησης κοσμικής, η οποία ανερχόμενη εκ του πιο ταπεινού επιπέδου, στοχεύει στην αναγνώριση του θεϊκού στοιχείου. Μια σαφής, ανιούσα πορεία από τα επίγεια προς τα υψηλά και τα ιδανικά, να ποια είναι η πορεία που διαγράφουν οι μεταφράσεις του Βεντούρα.
Η ιδέα του θανάτου δεν θα μπορούσε να μην συνιστά υλικό των συμπεριλαμβανόμενων στην ανθολογία ποιητικών πονημάτων, συνοψίζοντας μια υπέρτατη λατρεία απέναντι στην ωραιότητα της ζωής και του φυσικού κόσμου. Την ίδια στιγμή η αποδημία από τούτον τον κόσμο φανερώνει την ομορφιά, το μεγαλείο της φυσικής πραγματικότητας, τον άνθρωπο, ο οποίος την ύστατη ώρα απεκδύνεται τη σάρκα και προστίθεται ως πνεύμα στον κόσμο τον ίδιο. Πρόκειται για τη βίωση της ανθρώπινης τελειότητας, η οποία συνοψίζεται στην έννοια της πνευματικότητας.
Ψηλαφώντας τα συνθετικά στοιχεία της εβραϊκής ποίησης, οφείλουμε να παρατηρήσουμε το στοιχείο ενός κλιμακούμενου ερωτισμού, ανάλογου με εκείνον ο οποίος πολλές φορές απαντάται στην παλατινή ανθολογία. Σε τούτο το σημείο, ας αναλογιστούμε πως το στοιχείο αυτό θέλησε να αναδείξει ο Βεντούρας με τις δημιουργίες τις οποίες παραθέτει στην ανθολογία. Πρόκειται, λοιπόν για έναν ερωτισμό σαφώς σαρκικό, ψυχικό, με αφετηρία βεβαίως πάντοτε τη θέαση του έρωτα ως μια υψηλή ιδέα. Εξανθρωπισμένος, ταπεινός, στα όρια της ανθρώπινης συνείδησης αποκαλύπτεται τούτος ο ερωτισμός, αποκτά ανθρώπινες διαστάσεις και ανάλογα μεγέθη, τοποθετείται με άλλα λόγια στο επίπεδο του ανθρώπινου βιώματος, σε ένα επίπεδο, διάφανα ερωτικό, ομοφυλλοφυλικό ή διάφορο. Πέρα όμως από την ουδετερότητα του ερωτικού υποκειμένου, όπως διαπιστώνεται στην ποίηση των Εβραίων δημιουργών, τεχνητή ή συγκαλυμμένη, επιχειρείται να αναδειχτεί τελικά ο έρωτας, ως μια ιδεατή, επικρατούσα αξία.
Διατυπωμένος με μια διάθεση λυρική, ο ερωτισμός της εβραϊκής ποίησης, συνιστά ταυτόχρονα μια ένδειξη του τρόπου με τον οποίο εκτιμήθηκε ο έρωτας, ενώ αποτελεί την ίδια στιγμή ένα σχόλιο κοινωνικής υφής για την υψηλή κοινωνία της μεσαιωνικής  περιόδου στις περιοχές δημιουργικής έντασης. Η τύχη, ο έρωτας, το πεπρωμένο, ο θάνατος θέτονται λοιπόν υπό το πρίσμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, φανερώνοντας μια ποίηση κοινωνική, με υπόβαθρο ιδεολογικό και ανάλογη σήμανση. Ο ποιητικός λόγος καλύπτει τομείς της ανθρώπινης ζωής και προβληματισμούς αιώνια συντηρημένους από την ανθρώπινη αδυναμία και ματαιοδοξία. Και όλα τούτα δίχως να απουσιάζει το χιουμοριστικό στοιχείο από το περιεχόμενο και την ποιητική ατμόσφαιρα. Ένα είδος δηλαδή αστεϊσμού, το οποίο κατοχυρώνεται ως γνωμικό στην ανθρώπινη συνείδηση. Με άλλα λόγια, καθίσταται κατανοητό και ίσως θα μπορούσε από τον εμβριθή μελετητή να αποκρυσταλλωθεί πληρέστερα, το γεγονός πως η εβραϊκή ποίηση διαθέτει την απαραίτητη πνευματικότητα και την κοσμική ευρύτητα, που προαπαιτούνται προκειμένου να θεωρηθεί κοινωνική. Η προσωπική θυσία για την αποκάλυψη της αλήθειας, η θολή αποτύπωση του κόσμου στα πλαίσια της στόχευσης, -η φυσική ροπή της ποίησης-, η ωραιοποίηση του κόσμου και των συνθηκών του συνθέτουν την ποιητική σκοπιά για την απεικόνιση της κοσμικής μορφολογίας και της γέννησής της. Μια αναπαράσταση δυναμική, ακραία και επίκαιρη με την τόση καταφατικότητά της. Δεν θα υπερέβαλε κανείς αν διατύπωνε τον ισχυρισμό πως η εβραϊκή, ποιητική γλώσσα διαθέτει την ικανότητα, να διαμορφώσει μια επαρκή, κριτική στάση, όχι μόνον απέναντι στον κόσμο και τις γεωμετρίες του, μα και προς το είδωλό της το ίδιο. Η εβραϊκή ποίηση και οι μύστες της συνιστούν ένα είδος ομολογίας και αποκάλυψης, καθώς βεβαιώνουν την τραγικότητα όσων υποβάλλουν τα σέβη τους προς τη δημιουργία την ίδια. i«Ποιος τους σύγχρονούς του υμνεί και την αλήθεια στην ψυχή του κρύβει και προβληματίζεται;…Είναι ο ψεύτης ποιητής! Είμαι εγώ!»  Με μια τέτοια τόλμη θα πρέπει να αντικρίσουμε την εβραϊκή, ποιητική δημιουργία.
Η εβραϊκή ανθολογία παραμένει ένα έργο εισηγητικό και για τούτο κορυφαίο και εξίσου σημαντικό. Εντούτοις όμως, δοκιμάζοντας να σταθούμε κοντύτερα στο ποιητικό πρότυπο του Ιωσήφ Βεντούρα, οφείλουμε να αντικρίσουμε σε βάθος τις ποιητικές δημιουργίες των τελευταίων ετών, τα βιβλία του «Τάναϊς» και «Κυκλώνιο», μεταφρασμένα ήδη στην αγγλική γλώσσα και υπό έκδοση στις Η.Π.Α., τα οποία αποτυπώνουν με τρόπο σαφή τις δημιουργικές προθέσεις του ποιητή.
Ήδη από τον τίτλο, παρατηρώντας σε ένα πρώτο επίπεδο σήμανσης την ελεγεία «Ταναίς» του Βεντούρα, είμαστε υποχρεωμένοι να ερμηνεύσουμε τις πλέον προφανείς από τις σημάνσεις του έργου. Μνημονεύουμε λοιπόν την ομώνυμη πόλη στην περιοχή της Αζοφικής θάλασσας, θεωρούμενη ως σύνορο ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση των αρχαίων χρόνων. Ένα σύνορο πολιτισμικό, κοινωνικό, θρησκευτικό και κυρίως ηθικό, ένα όριο αρχετυπικό ανάμεσα σε δύο κόσμους, δύο αναπόδραστα αντιφατικούς και συγκρουόμενους κόσμους, παρά τη δάνεια, πολιτισμική τους σχέση. Παράλληλα, η ίδια εκείνη ονομασία αποδίδεται στο πλοίο με το οποίο οδηγήθηκαν στο θάνατο, καθώς μας πληροφορεί ο ίδιος ο Βεντούρας οι Εβραίοι της Κρήτης στα πλαίσια της εξοντωτικής, χιτλερικής πολιτικής. Είναι λοιπόν, επόμενο αν στηριχτούμε σε τούτη τη σήμανση να μπορούμε να θεωρήσουμε κατά κάποιον τρόπο ταγμένη την εν λόγω, ποιητική συλλογή στη μνήμη, τη συλλογική συνείδηση, η οποία διαμορφώνεται και εμπλουτίζεται από γεγονότα τέτοιας εμβέλειας. Στην περίπτωση της ελεγείας «Ταναΐς» ο Βεντούρας μοιάζει να υπηρετεί ένα προσωπικό συναίσθημα, μια έκφραση κατανόησης και συναίσθησης του «τραγικού», όπως αυτό εκφράστηκε με το συμβάν της βύθισης του ατμόπλοιου. Ο ποιητής εισέρχεται στον κόσμο της απώλειας, συναισθάνεται και υποβάλλεται με τον πιο εμφατικό τρόπο στην οδύνη του χαμού των ανήλικων Εβραίων, όπως εκείνα ονοματίζονται, με τις ηλικίες τους στην εισαγωγή της σύνθεσης. Το «Τάναϊς» συνιστά ένα είδος προσκλητηρίου νεκρών, με τη συντελεσμένη απώλεια, τον άδικο χαμό, το σκληρό, ασφυκτικό θάνατο να συνταράζει και να συγκλονίζει τον ποιητή. Ο τελευταίος δηλώνει ένα είδος πνευματικής συμπαράστασης απέναντι στο εβραϊκό στοιχείο, τους ανθρώπους του ίδιου του γενέθλιου τόπου του. Η απώλεια, η γη που φιλοξενεί τα σώματα, ο μεσογειακός ετούτος θύλακας ιστορίας και ανθρώπινης μνήμης εκφράζει τη συντριβή και μόνον η άρνηση της λήθης μπορεί να επαναφέρει τις καταβυθισμένες μορφές.  Σε τούτο το σημείο εφαρμόζεται σε έναν πληρέστατο βαθμό εκείνο το οποίο ο Γιάννης Δάλλας επισημαίνει, με αφορμή την ιδεολογική ποίηση του Μανώλη Αναγνωστάκη. Δηλαδή ένας συγκερασμός ποιητικής υπαρξιακής και πολιτικής, ώστε να διαπιστώνεται με άλλα λόγια μια σύγκλιση ουσίας και τάσεων. Ο υπαρξιακός ποιητής καθίσταται πολιτικός και αντιστρόφως, μια περίπτωση δηλαδή, η οποία πραγματώνεται και στην ποιητική του Τάσου Λειβαδίτη, με άλλους τρόπους και με διαφορετικό βαθμό σαφήνειας.
Η περίπτωση της ελεγείας αυτής σηματοδοτεί μια εφαρμογή της τάσεως του εγωτισμού, μια κατά πρώτη έννοια αντιπαράθεση ανόμοιων και αταίριαστων στοιχείων μεταξύ τους, ένα πνεύμα δηλαδή το οποίο περισσότερο απομακρύνει τα πρόσωπα και τα πράγματα. Αντί να ενώνει τις καταστάσεις τις αποσυνθέτει, τις απομακρύνει κατά τα πρότυπα του Νίκου Μπακόλα και της υφολογικής προσέγγισης με την οποία προίκισε την ελληνική λογοτεχνία. Ένα ύφος δηλαδή, προσωπικής απολογίας, μια τάση διατυπωμένη από τον Βαντές ως μέθοδος και κατευθυντήρια γραμμή, νοηματική.  Το ζήτημα της μνήμης, ο επώδυνος χαρακτήρας του γεγονότος, που συγκρατείται μες στα όρια της κλονίζει το αίσθημα και την πνευματικότητα του Ιωσήφ Βεντούρα. Τα «δίχτυα», μια συμβολική αναφορά του πνευματικού αδιεξόδου, επιβεβαιώνει τη συντριμμένη πνευματικότητα του ποιητή, συγκρατώντας τον ίδιο μες στα όρια μιας φυσικής και ηθικής τύψης.
Μια ακροστοιχίδα στο ποίημα σηματοδοτεί τη μόνη αιτία παρηγοριάς και ανακούφισης, τη μόνη οδό εννόησης του κόσμου και των οδύνων του. «Αδάμ», αναφωνεί ο ποιητής και σχηματοποιεί το αρχετυπικό ετούτο μέγεθος, υπονοώντας την ίδια στιγμή τη μόνη οδό διαφυγής προς το αρχαίο, θεϊκό καταφύγιο. Με τη γεωμετρία της ποίησής του ο Βεντούρας προσδιορίζει τα στάδια της ανθρώπινης ωρίμανσης ενός κορυφαίου άλγους. Η αποτρόπαια εγκατάλειψη της πατρικής εστίας, ο δέσμιος άνθρωπος των παθών και των αμαρτημάτων, η ανάσα που συνιστά το κατάλοιπο της ξεπεσμένης ευλάβειας και τέλος το μόριο της αντοχής που τρέφεται με τον παλιό, ετούτο μύθο της παρηγοριάς και της αιτίας.  Η επαναφορά στο ιουδαϊκό, χριστιανικό μοντέλο συνιστά ένα είδος τομής εμπρός στο γένος και τις καταβολές της θλίψης του, εν προκειμένω του γεγονότος του πνιγμού των Εβραίων. Φαντάζει η προσφυγή του Βεντούρα, σαν την πίστη, σαν τη φωνή, εκείνη, η οποία ενυπάρχει μα κάποτε χάνεται από τον άνεμο-πόνο για να κερδηθεί έπειτα εκ νέου, από την κραυγή- πίστη. Στην περίπτωση του Ιωσήφ Βεντούρα ο θάνατος επιβάλεται του λόγου και ίσως ακριβώς σε ετούτο το γεγονός να αποδίδεται η ηθελημένη διαφοροποίηση στην εκφραστική λιτότητά του. Το αίνιγμα της απώλειας εξαργυρώνεται στον κρυπτικό λόγο, η ένταση του γεγονότος και της μνήμης διαχέεται μες στους εμβόλιμους στίχους, λεπτομερείς αναφορές και εικονοπλασίες προσωπικής μνήμης και παράδοσης. Η εικονογραφία είναι στατική, δηλαδή η νοηματική του Βεντούρα δεν ερμηνεύεται με καταστάσεις κινητικές, αλλά με μια σκηνοθετική ακινησία , αντίστοιχη με τη σιωπή και την ακινησία του ίδιου του επιθανάτιου γεγονότος. Θα μπορούσαμε, δε σε τούτο το σημείο να αντιπαραθέσουμε την ησυχία του πνιγμού όπως συνεπάγεται μες στην ποιητική του Βεντούρα με εκείνη την ησυχία της τυφλότητας όπως δηλώθηκε στη συλλογή του  Αφρικανού ποιητή iiΣουίνκα, με τα κοινά οράματα και τη διαμορφωμένη συνείδηση για την τραγικότητα του έθνους του.
Ο θάνατος στη συλλογή του Βεντούρα συνιστά την αναγωγή του προσώπου σε χώμα και θάλασσα, στοιχεία ενός κόσμου απόλυτα φυσικού. Ο θάνατος καθίσταται μια αντιστοιχία προς το στοιχείο της φθαρτότητας, της ολοκλήρωσης. Μνήμη είναι ένα ισοδύναμο της αναλλοίωτης ψυχής και ως τέτοια η τελευταία συντηρείται σε έναν χώρο-χρόνο, μες στον οποίο η αλληλουχία των γεγονότων αμβλύνεται για να καταλυθεί τελικά και ο χώρος ετούτος να ενσωματώσει σε όλη την έκτασή του την ίδια τη μνήμη. Σε τούτο τον πληθωρικό χώρο, τον οποίο μόνο η ποιητική δημιουργία μπορεί να καταστήσει ορατό και υπαρκτό φύεται η ψυχή και εξαντλείται η ύλη, μες στον ίδιο το φορέα της, όπως τέτοιος στέκει ο άνθρωπος.
Η αναφορά τέλος, του Βεντούρα σε όρους της εβραϊκής παράδοσης ενισχύει και αποδεικνύει το στοιχείο της εντοπιότητας της ποιητικής σύνθεσης, η οποία χαρακτηρίζεται από μία εν προόδω συλλογιστική της θλίψης. Και η διά των έργων συνέχεια αυτή βεβαιώνεται με το «Κυκλώνιο», την τελευταία από τις συλλογές του Ιωσήφ Βεντούρα. Ο ποιητής επανέρχεται, διατηρώντας και πάλι την επαφή του με τον μη αισθητό κόσμο, ο αινιγματικός χαρακτήρας των συνθέσεών του παραμένει ενώ πλέον βεβαιώνεται η εξωστρέφεια του ποιητή, μέσα από μια κωδικοποιημένη, εντούτοις εσωστρεφή ποιητική. Ο βιβλικός χαρακτήρας των συνθέσεως, η διασύνδεση με τις γραφές πιστοποιεται ήδη από αρχής της σύνθεσης με την παράθεση του εδαφίου από τον προφητικό λόγο, μαρτυρώντας τη στόχευση του ίδιου του έργου να αναδείξει σε ένα υπερβατικότερο επίπεδο την επώδυνη θυσία ενός ολόκληρου λαού, την αλόγιστη απώλεια στο βωμό μιας φριχτής εκδίωξης. Η μοναξιά της καταβύθισης στην ιστορική μνήμη, η μυθιστορία του έρωτα και της ζωής, της αφοσίωσης, ο δεσμός με το γένος και τον άνθρωπο συνιστούν στοιχεία τα οποία συναρπάζουν τον ποιητή. Δεν μιλούμε λοιπόν για μια απλή εντοπιότητα ή για ένα τροφοδοτικό, ποιητικό υλικό, μα για μια αισθητική, απόλυτα ολοκληρωμένη. Σε τούτο το σημείο, με αφετηρία την αισθητική προσέγγιση του έργου, βεβαιώνεται και η αυτο-αναφορικότητά του, μια ροπή διακριτή τόσο στο κείμενο όσο και στον δημιουργό τον ίδιο. Ο συλλογικός, απολογητικός χαρακτήρας της ποιητικής γραφής ενσαρκώνεται στο δράμα του εβραϊκού διωγμού, στην ιστορία την ίδια, η οποία εξελίσσεται, ως μια ιστορία θανάτου, ένα αποτέλεσμα της χημικής επίδρασης του κυκλωνίου,-ας μνημονευτεί σε τούτο το σημείο η έννοια της συλλογικής συνείδησης-, μια απορρόφηση του ατομικού μύθου και της ιστορίας μες στην τοξική έκταση του χρόνου. Η διαρκής μετάβαση από το ατομικό μύθο στη συλλογική μνήμη, η ατμόσφαιρα της συντελεσμένης οδύνης απασχολούν τον ποιητή και συνθέτουν το υλικό της επεξεργασίας του. Ετούτη η κλειστή διαδικασία της ποιητικής λειτουργίας στην περίπτωση του Βεντούρα ανάγεται σε μία διαμορφωμένη πνευματικότητα, υποβλητική.
Το έργο του Ιωσήφ Βεντούρα συνιστά ένα απλόχερο δόσιμο στον ιστορικό χρόνο και τη μνήμη. Μες στα πλαίσιά του βιώνεται ξανά το γεγονός του θανάτου και της ζωής, με άλλα λόγια μες στο έργο του ποιητή ο άνθρωπος προσφέρεται απλόχερα στις διαστάσεις του χρόνου, βιώνοντας ξανά το φαινόμενο του κόσμου, της εγκοσμιότητος. Στα πλαίσια της λαογραφίας υπερισχύει η άποψη πως κάθε είδος τέχνης ωφελείται από ένα άλλο, όταν μόνο  υποχωρήσει της ατομικότητός του. Στην περίπτωση της ποιητικής δημιουργίας του Βεντούρα, κατορθώνεται κάτι υψηλό. Πρόκειται για μια θαυμαστή ισορροπία, ανάμεσα στην ποίηση την ίδια, την ιστορική μνήμη και την αίσθηση, με την έννοια εκείνου του υψηλού, το οποίο καθίσταται αντιληπτό μόνο με όρους υπερβατικότερους. Ένα τέτοιο επίτευγμα δεν μπορεί παρά να προοικονομεί την αναγκαιότητα να ερμηνευτεί ακόμη πιο αναλυτικά και σε μεγαλύτερο ακόμη βάθος η σημειολογική ποίηση του Ιωσήφ Βεντούρα.