«ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΛΗΣΜΟΣΥΝΗΣ» για τον Αργύρη Χιόνη

24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Ο Αργύρης Χιόνης εγκατέλειψε την επαρχιακή, ορεινή ησυχία κατά την ημέρα της Χριστού γεννήσεως. Μιλούμε για μια απόσταση δύο ετών. Τέτοιες απώλειες κορυφώνονται με το πέρασμα του χρόνου, το κύρος τους βαθαίνει και η σημασία τους οξύνεται και κορυφώνεται. Διότι είναι στην υφολογική τους προσέγγιση, στη σαφή διαφοροποίησή τους από τα λογοτεχνικά δρώμενα όπου και εντοπίζεται, έπειτα από το χαμό τους και μόνο, η ιδεολογική αξία, η καλλιτεχνική δυναμική. Οι νεότεροι, όσοι εξαιτίας του χρόνου μυηθήκαμε ετεροχρονισμένα στην ποιητική του Χιόνη, μαρτύρησαμε εκείνη την τρυφερή επιδίωξη, την ανάλογη με του Γιώργου Σαραντάρη. Μια πρόθεση διακρινόμενη μονάχα στους πιο αγνούς της δημιουργίας. Πρόκειται για τον κόπο εκείνο να μεταμορφωθεί η ποίηση σε μια μυθιστορία, να μεταγγιστούν δηλαδή η λιτότητα, το μέτρο, η ιδεολογία και το αίσθημα στη φόρμα και τον αγώνα της διηγήσεως.

Αφορμή για τούτη την παραπάνω προσέγγιση συνιστά ένα από τα στερνά έργα του Αργύρη Χιόνη. Μια πραγματεία «περί αγγέλων και δαιμόνων», μια αναπαράσταση σε επίπεδο ανθρώπινο, καθημερινό, ιστορικό θα λέγαμε της βασάνου εκείνης με την οποία προικίζονται ορισμένοι άνθρωποι. Πρόσωπα ταγμένα στην τέχνη τους, στη φυσική ροπή της ανθρώπινης μοχθηρίας ή πάλι ολότελα δοσμένα σε πάθη, χίμαιρες, παιχνίδια επικίνδυνα και υπαρξιακά. Μια εναλλαγή μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, προσωπικών εμπειριών και μιας δημιουργίας ποιητικής, ακραία επικαιροποιημένης, ως φορέα ιδεολογίας. Ακριβώς σε τούτο το τελευταίο σημείο οφείλουμε να σταθούμε περισσότερο και να τονίσουμε τον προφητικό τρόπο με τον οποίο ο ποιητής Αργύρης Χιόνης θεώρησε κάποτε την τραγική, ανθρώπινη εγκοσμιότητα. Στο τελευταίο διήγημα της εξαιρετικής ανθολογίας του, ο Χιόνης διοχετεύει μες στο λόγο του ολόκληρο τον κυνισμό της ανθρώπινης λύπης. Οι αμμώδεις περιοχές, τα διαψευσμένα, υπερπόντια ταξίδια, οι ρημαγμένοι βλαστοί των κόπων μας, η παιδική αθωότητα που στέρεψε και τώρα φαντάζει απόμακρη και στερημένη από ανθρωπιά, όλα τούτα συνιστούν ένα λόγο προσωπικό με συλλογικότερες αναγωγές. Ένα δείγμα της διηγηματογραφίας του ατομικού μας μύθου, που ακυρώνεται καθώς εγγίζουμε τη δειλινή, πυρετική ηδυπάθεια της Αντιόχειάς μας.

Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε με πλήθος εντυπώσεων για κάθε ένα από τα ξεχωριστά αφηγήματα της συλλογής του Αργύρη Χιόνη. Και έτσι να παρηγορήσουμε ή πάλι πια να σταθούμε με δέος εμπρός στις αγγελικές, μαρτυρικές μορφές και σε εκείνες τις άλλες που εξαντλούν το θάρρος και το βάθος της ανθρώπινης πηγής μας. Εντούτοις όμως, με μια αυθαιρεσία συνώνυμη της κριτικής θεώρησης θα σταθούμε με περισσότερο ενδιαφέρον σε ορισμένα από αυτά. Στην περίπτωση του «Κυριάκου Παναγιωτόπουλου» ο Χιόνης μοιάζει να μεταφέρει στο σοφό εμπειρισμό του ζωγράφου όλη εκείνη την οδύνη με την οποία ο τεχνίτης γυρεύει τα εκφραστικά του όρια, μεγενθύνοντας τους αβέβαιους κλονισμούς του. Την εμπειρία εκείνη περιγράφει, συνάμα ο Χιόνης να οριστεί και να καθοριστεί δίχως κανέναν περιορισμό ο όρος και η ευρύτητα μιας εντοπιότητας στην καλλιτεχνική δημιουργία. Η ανεύρεση της ελληνικότητας και των προσωπικών ορίων μες σε αυτήν την ανάρρηση, είναι που εξαντλούν τον δημιουργό, στρέφοντάς τον στο ανείπωτο, στο σημείο. Μες σε τούτο τη διαρρηγμένη σύμβαση, έτσι όπως την αποτυπώνει ο δημιουργός ενυπάρχει ολάκερη η αγωνία που μας καθιστά ελεύθερους. Η δυναμική του χρωστήρα ακολουθεί την ολέθρια μοίρα του λόγου και έρχεται η στιγμή που τούτα τα δυο μέσα, η τέχνη στο σύνολό της θα συνειδητοποιήσει μέσω των εφαρμοστών της πως άλλος δρόμος από το βίωμα ενός τερατώδους αδιεξόδου δεν υφίσταται.

Στο αυτοαναφορικό, καθώς φαίνεται διήγημα «Τότε που η Χίμαιρα…» ο Χιόνης με πόση τρυφερότητα, με στωικότητα και ωριμότητα ανθρώπινη πια, πέρα δηλαδή από τα μέτρα της τέχνης του, ομολογεί το απελπιστικό του όνειρο, την προσωπική ουτοπία που παραμένει απρόσιτη και μυστική και επικίνδυνη. Πρόκειται για εκείνη την παντοτινά, σταυρωμένη επιθυμία που αποδίδει ο αυτοκράτορας Ανδριανός στην εμμονή των απολαύσεων του, όπως αποδίδεται στη μεταφραστική αρτιότητα της Μαργαρίτας Γιουρσενάρ. Η εξομολόγηση του Χιόνη, απόδειξη θάρρους και πίστης, -τέτοια είναι άλλωστε η ποιητική γλώσσα, μια θρησκευτική πίστη, αλλιώς πώς θα μπορούσε να διεκδικεί μια αποκλειστικότητα εξοντωτική-, συνιστά την έκφραση ενός συναισθήματος, μιας υπερβατικής αρμονίας, η οποία μόνο να καταστεί αισθητή μπορεί, δίχως να είναι δυνατή η οποιαδήποτε περιγραφή ή ο ορισμός της. Η συμβολοποιημένη εξιστόρηση του Χιόνη επιτρέπει με σαφήνεια την αναγωγή στο προσωπικό. Και πρόκειται για διηγήματα σύμβολα, αληθινά, καθώς το νόημά τους είναι διάφανο και απεριόριστο, προφέροντας με τη γλώσσα των υπαινιγμών κάτι που δεν μπορεί να διατυπωθεί, που δεν βρίσκει την αντιστοιχία του σε λέξεις.Μιλούμε για μια διαδικασία οργανική, για ένα σύνολο, το οποίο υπερτερεί κατά πολύ από παραβολές και παρομοιώσεις και άλλα σχήματα εκφραστικά και φιλόδοξα. Η ποίηση του Χιόνη, εγκιβωτισμένη μες στον πεζό λόγο, συνιστά μια ταύτιση ηθικού και αισθητικού. Τούτη είναι πάντοτε μια αφετηρία, πάει να πει πως αρκεί για συμπερασματικές, θρυλικές διατυπώσεις.

Η Ηρώ Τσαρνά στη μελέτη της για τον Σαραντάρη διατυπώνει πως «η σχέση του ποιητή με την ιδέα θα πρέπει να είναι ειρωνικής τάξεως.» Ο κανόνας ετούτος επιβεβαιώνεται μες στην ανθρώπινη διηγηματογραφία του Αργύρη Χιόνη. Μα πέρα ακόμα και από τούτο, στην εργασία του επαληθεύεται η αστείρευτη εκείνη ιδιότητα, η τόσο ελληνική. Φυσικά, κάνουμε λόγο για τη μορφή ενός δυναμικού hommonarrans. Τα διήγηματα του Χιόνη συνιστούν ένα υλικό περιεχόμενο εντός της ροής μας. Εντός της ροής ενός αμίμητα ειλικρινούς δημιουργού.