Σχόλιο στο “Δημοκρατία χωρίς Δήμο; Νεοφιλελευθερισμός εναντίον Κοινωνίας” του Feinberg Joseph Grim

24grammata.com / εάν

γράφει ο Γιώργος Πρίμπας

Διαβάστε όλη την εργογραφία (άρθρα, επιφυλλίδες, επιμέλεια ebook) του Γιώργου Πρίμπα στο 24grammata.comκλικ εδώ

 

Το παρόν βιβλίο/ εργασία (“Δημοκρατία χωρίς Δήμο; Νεοφιλελευθερισμός εναντίον Κοινωνίας”  του Feinberg Joseph Grim – κυκλοφορεί σε μετάφραση Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου από τις εκδόσεις Έρασμος) αν και εστιάζεται κυρίως στην ερμηνεία των γεγονότων που προηγήθηκαν καθώς και αυτών που ακολούθησαν την, πολύ εύκολη όπως αποδείχτηκε, κατάρρευση των κομουνιστικών καθεστώτων, πριν 22-23 χρόνια, στην Ανατολική Ευρώπη εν τούτοις και όπως αναφαίνεται από τα κατωτέρω αποσπάσματα, αναδεικνύεται και σε ένα εξαιρετικό εργαλείο ερμηνείας των γεγονότων που συμβαίνουν σήμερα προσθέτοντας ταυτόχρονα και ιδέες δράσης ενάντια στην ισοπεδωτική νεοφιλελεύθερη λαίλαπα των αρχών του 21ου αιώνα.

[…] Οι μετά το 1989 νεοφιλελεύθεροι πραγματοποίησαν το σημαντικό επίτευγμα να πείσουν το κοινό να τους αναγνωρίσει, πάν’ απ’ όλα, ως «δημοκράτες». Ενώ οι πάντες σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα απαιτούσαν δημοκρατία, ως δημοκράτες αναφέρονταν συνήθως μόνο οι νεοφιλελεύθεροι. Στο τέλος-τέλος, μήπως αυτοί δεν είχαν περιβληθεί τον λαμπρό μανδύα των αγωνιστών κατά του αντιδημοκρατικού κομμουνισμού; Και  μήπως σ’ αυτούς δεν οφείλονταν κατά κύριο λόγο η δημιουργία ενός συστήματος που προστάτευε την ελευθερία της έκφρασης, την ελευθερία του συναθροίζεσθαι και την καθολική ψηφοφορία;
Εντούτοις πολύ γρήγορα έγινε φανερό ότι οι «δημοκράτες» ακριβώς ήταν εκείνοι που λιγότερο απ’ όλους έμειναν ικανοποιημένοι από τη δημοκρατία. Καθώς οι ριζοσπαστικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις τους έχασαν τη λαϊκή υποστήριξη, άρχισαν να λένε πως ο μέσος άνθρωπος δεν ήταν σε θέση να πάρει αποφάσεις ζωτικής οικονομικής και διαχειριστικής σημασίας. Αποκαλούσαν «λαϊκισμό» ή «δημαγωγία» το «να λένε οι πολιτικοί στον κόσμο αυτό που ήθελε ν’ ακούσει» και το να εφαρμόζουν μόνο πολιτικές που αποδεικνύονταν δημοφιλείς. Οι «δημοκράτες» δεν ήταν τόσο «ανεύθυνοι» ώστε να φοβούνται να πράξουν αυτό που ήταν «αναγκαίο» επειδή δεν θα άρεσε στον κόσμο. Χρησιμοποιώντας εκείνα τα μαζικά μέσα ενημέρωσης τα όποια έλεγχαν απολύτως, έκαναν τεράστιες προσπάθειες να πείσουν τον λαό να παραιτηθεί από το δικαίωμα του να κρίνει: τα πολύπλοκα ζητήματα, έλεγαν, πρέπει ν’ αφήνονται στην κρίση των ειδικών. οι «δημοκράτες» φαίνονταν να θέλουν να εξαφανιστεί ο δήμος.
Άρχισε τότε να εμφανίζεται μια τεχνοκρατική ιδεολογία ακόμη πιο ακάθεκτη από εκείνη των σχεδιαστών της σοβιετικής περιόδου. Άλλα παρ’ όλ’ αυτά το καινούργιο καθεστώς συνέχιζε να στηρίζει τη νομιμοποιητική του βάση στη «δημοκρατία». Η δημοκρατία, συνεπώς, έπρεπε να μετατραπεί σε μια καθαρά τυπική υπόθεση όπου οι ψηφοφόροι θα εξέλεγαν ελεύθερα μεταξύ πολλών κομμάτων, εκ των οποίων κανένα δεν είχε τη δύναμη ν’ αλλάξει την πορεία της εθνικής προόδου. Κάθε κυβέρνηση εκλεγμένη κατ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσε λοιπόν να διεκδικήσει τη νομιμοποίηση της ακόμα και αν κάθε πράξη της συναντούσε την αντίθεση των ψηφοφόρων της. Από τη στιγμή που βρισκόταν στην εξουσία μπορούσε να υπακούει σε μια εξουσία υπεράνω του λάου ο όποιος την ψήφισε. Το νεοφιλελεύθερο ιδεώδες ήταν: απολύτως ελεύθερη δημοκρατία σε οτιδήποτε δεν έχει σημασία και αγοραία τεχνοκρατία σε οτιδήποτε έχει σημασία.
Αυτή ή παντελώς ελεύθερη δημοκρατία είναι βεβαίως ελεύθερη μόνο εάν περιορίσουμε την έννοια της δημοκρατίας στη στιγμή του εκλέγειν. Το άτομο έχει πλήρη ελευθερία να ελέγξει κάθε ψηφοδόχο. Άλλα το κάθε τι που συμβαίνει πριν και μετά τις εκλογές υπονομεύει αυτή την ελευθερία. Πριν τις εκλογές, το Χρήμα αγοράζει επιτυχημένες προεκλογικές εκστρατείες μετά τις εκλογές εξαγοράζει τους πολιτικούς που αναδείχτηκαν νικητές. Και μέσα στον εκλογικό θάλαμο η ψήφος μπορεί να είν’ «ελεύθερη» από εξαναγκασμούς αλλά είν’ επίσης ελεύθερη και από κάθε συλλογικότητα. Το άτομο εκεί μέσα είναι αποξενωμένο από όλα τ’ άλλα άτομα. Μέσα στον εκλογικό θάλαμο, μέσα στο ιερό της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ο δήμος έχει εξαφανιστεί. Το «τέλος της Ιστορίας» που διασαλπίστηκε από τον Φράνσις Φουκουγιάμα σημαίνει το τέλος ενός κόσμου που δημιουργήθηκε και αναδημιουργήθηκε από τον λαό. Στο τέλος της Ιστορίας δεν μπορεί να γίνει καμία σημαντική αλλαγή και η αγορά διαμεσολαβεί τα πάντα. Βρισκόμαστε ήδη πλησιέστερα παρά ποτέ άλλοτε στο ιδεώδες του παλαιού τεχνοκράτη σοσιαλιστή Σαιν-Σιμόν: σε μια κοινωνία που έχει μεταβεί «από τη διακυβέρνηση ανθρώπων στη διαχείριση πραγμάτων».
Το νεοφιλελεύθερο καθεστώς έχει βρει μια καλή συνταγή για να διατηρεί τη σταθερότητα ακόμη και όταν λειτουργεί αυτονομημένο από τον λαό του. Αλλά ταυτόχρονα είναι μια συνταγή επικίνδυνη διότι απογυμνώνει αυτά τα καθεστώτα από το βασικό μέσο για τη λαϊκή νομιμοποίηση που απολαμβάνουν οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες από τα τέλη του 18ου αιώνα: δηλαδή από τη δυνατότητα να ισχυρίζονται ότι ενσαρκώνουν τη βούληση «του λαού». Οι νεοφιλελεύθεροι «δημοκράτες» έχουν απορρίψει τον δήμο αλλά δεν έχουν τι να βάλουν στη θέση του.
Πολλοί λίγοι άνθρωποι θα ήθελαν ποτέ να ζήσουν σε μια κοινωνία βασισμένη στον απόλυτο ατομικισμό και στην αποξένωση. Γι’ αυτό, στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, σαγηνεύουν τη λαϊκή φαντασία αντιφιλελεύθερες ιδεολογίες. Λαϊκιστές δημαγωγοί επιχειρούν να επανιδρύσουν τον δήμο που έχουν αφανίσει οι «δημοκράτες». Οι εθνικιστές αντικαθιστούν τον δήμο με το έθνος. Οι θρησκευόμενοι συντηρητικοί τον αντικαθιστούν με τη «θρησκευτική κοινότητα». Τα κρατικιστικά καθεστώτα που δημιουργούν θα μπορούσαν να συνεπάγονται μία περιορισμένη έστω δημοκρατική διαδικασία, αλλά ασκούν σημαντικό έλεγχο πάνω στην κοινωνία, την οποία κυβερνούν εν ονόματι «του λαού», που με τη σειρά του θα μπορούσε να τα στηρίξει. Τα νεοφιλελεύθερα καθεστώτα, αντίθετα, εγκαθιστούν σχετικά ελεύθερες δημοκρατικές διαδικασίες, οι όποιες όμως περιορίζονται σε μία ολοένα και πιο αποδυναμωμένη πολιτική σφαίρα. Έξω απ’ αυτή τη συρρικνούμενη σφαίρα της «πολιτικής» οι νεοφιλελεύθεροι ελάχιστη ανάγκη αισθάνονται να κερδίσουν τη λαϊκή υποστήριξη.
[…] Η αυτόνομη κοινωνική δραστηριότητα δεν ήταν σχετικά μεγάλη απειλή για τα τυπικά καπιταλιστικά καθεστώτα. Στον βαθμό που αυτή η δραστηριότητα δεν απαλλοτρίωνε το κεφάλαιο από τους καπιταλιστές, το σύστημα μπορούσε να την αντιμετωπίζει ως ευκαιρία μάλλον παρά ως απειλή. Ο καπιταλισμός πρέπει να αναπτύσσεται σταθερά και η αυτόνομη μη-καπιταλιστική δραστηριότητα έδινε στο σύστημα την ευκαιρία να επεκταθεί μεταβάλλοντας τις νέες δραστηριότητες σε εμπορεύματα, επεκτείνοντας τις σχέσεις της αγοράς στα νέα εμπορεύματα. Τα σοβιετικού τύπου καθεστώτα, αντιθέτως, έβλεπαν την αυτόνομη κοινωνική δραστηριότητα ως αναμφίβολη απειλή. Γι’ αυτά τα καθεστώτα η ανάπτυξη δεν ήταν τόσο σημαντική όσο η ολότητα, και η δραστηριότητα έξω απ’ αυτή την ολότητα αποτελούσε απειλή για την ενότητα τού συστήματος. Ταυτόχρονα όμως η σοβιετικού τύπου κοινωνία μπορούσε να παρέχει σημαντικό χώρο για διάφορα είδη δραστηριότητας, υπό την προϋπόθεση ότι έπρεπε να ενσωματώνονται (ή «να εντάσσονται τυπικά», κατά τον εγελιανό ορό) στο όλο σύστημα. Στον κλασικού τύπου καπιταλισμό, αντίθετα, κάθε δραστηριότητα που ενσωματώνεται στη λογική της αγοράς χάνει αμέσως τον διακριτό της χαρακτήρα («εντάσσεται πραγματικά»). Τούτο εξηγεί γιατί οι σοβιετικού τύπου κοινωνίες παρείχαν συνήθως στους πολίτες τους αυτό που ήθελαν – με ακραίο παράδειγμα την εργατική αυτοδιαχείριση στη Γιουγκοσλαβία – έστω κι αν οι πολίτες πολύ λίγο άμεσο έλεγχο είχαν πάνω στους ηγέτες τους: το σύστημα δεν μπορούσε ν’ αφήσει τη δυσαρέσκεια να διασπάσει την ενότητα του, αλλά μπορούσε να κάνει πολλές παραχωρήσεις εφόσον αυτές δεν έρχονταν σε αντίθεση με τη μονοπώληση της εξουσίας από το κόμμα. Αφού λοιπόν ο κλασικός καπιταλισμός δεν απειλούνταν να διασπαστεί, μπορούσε πιο εύκολα να αγνοεί τα αιτήματα των μη ωφελημένων απ’ αυτόν. Τούτο εξηγεί, επίσης, γιατί ορισμένα «αντισταλινικά» κοινωνικά κινήματα είχαν κάποια αποτελέσματα στη σοβιετική κοινωνία, ακόμα κι όταν φαίνονταν απομονωμένα και περιορισμένα αυστηρά στον χώρο δραστηριότητας τους ˙ και γιατί παρόμοια «αντιπολιτικά» κινήματα στις καπιταλιστικές χώρες (χίππις, πανκ, κ.λπ.) συνήθως αγνοούνταν ή ενσωματώνονταν χωρίς επικίνδυνες συνέπειες για το σύστημα.
Ο νεοφιλελευθερισμός έχει αρχίσει ν’ αλλάζει αυτή τη δυναμική, καθώς αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια να επεκταθεί η λογική της αγοράς ως τα έσχατα σύνορα της ζωής: ακόμα και το νερό και ο αέρας ιδιωτικοποιούνται. Οι αυτόνομοι πολιτικοί σήμερα ενδιαφέρονται λιγότερο για την ανακάλυψη και την κατοίκηση ανεκμετάλλευτων περιοχών του κόσμου και περισσότερο για τη διατήρηση ή την επανακατάκτηση της δημοκρατικής αυτονομίας εν όψει της άμεσης καπιταλιστικής επιδρομής. Τα νέα αυτόνομα κινήματα δεν αποτελούνται από σκαπανείς του καπιταλισμού αλλά από υπόδουλους που επαναστατούν εναντίον του. Ο νεοφιλελευθερισμός ισχυρίζεται ότι τα πάντα πρέπει να γίνονται διαμέσου της αγοράς, από ειδικούς της αγοράς. Τα νέα δημοκρατικά κινήματα δεν είναι ανάγκη να εναντιωθούν κραυγαλέα στον νεοφιλελευθερισμό ˙ η εναντίωσή τους αυτή εκφράζεται με τη μετριοπαθή υπόδειξη ότι ο λαός μπορεί από κοινού να διαχειριστεί την κοινωνία.
Αυτή ή μετριοπαθής διεκδίκηση είναι όμως ό,τι χωρίζει τα νέα δημοκρατικά κινήματα από τους νεοδεξιούς λαϊκισμούς πού επίσης αναδύονται τώρα. Οι δεξιόστροφοι λαϊκισμοί προσπαθούν να αναβιώσουν «τον λαό» ως ένα κλειστό, ομοιογενές και ευπειθές σύνολο. Αναβιώνουν ένα λαό στρέφοντας τον εναντίον ενός άλλου, ένα λαό εναντίον όλων των διαφορετικών ανθρώπων που εμπεριέχονται σ’ αυτόν, ένα λαό που δεν μπορεί να δει τον εαυτό του παρά μόνο στην εικόνα χαρισματικών ηγετών. Τα νέα δημοκρατικά κινήματα μπορούν να κάνουν αυτό που δεν μπορούν να κάνουν τα δεξιά: να αναβιώσουν τον λαό ως κοσμοπολίτικο, πολυσχιδές και αυτοκυβερνώμενο σώμα – ως μια συλλογή απεριόριστων αλλά συγκεκριμένων ομάδων ανθρώπων οι οποίοι από κοινού ξαναπαίρνουν τον κόσμο στα χέρια τους και αντιλαμβάνονται βαθμιαία ότι αυτό το εγχείρημα δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς τον ποιοτικό, επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας στο σύνολο της.
[…]