«ν+1», σχόλιο στο μυθιστόρημα του Άρη Αλεξάνδρου, «Το Κιβώτιο»

24grammata.com / εάν

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

δείτε και το αφιέρωμα του 24grammata.com στον Άρη Αλεξάνδρου κλικ εδώ,

Στο μυθιστόρημα «Το κιβώτιο» ο Άρης Αλεξάνδρου, με ύφος υπαινικτικά αυτοβιογραφικό, μαρτυρικό, σημειώνει. «…μα τώρα εγώ δεν έχω κύβους, έχω μόνο θρύψαλα, χαλάσματα του πολέμου, της κατοχής, του εμφυλίου πολέμου και το κυριότερο, δεν έχω μπροστά μου την εικόνα που πρέπει να συναρμολογήσω, με δυο λόγια με ζέψατε βέβαια εσείς στο μαγγανοπήγαδο και ιδρωκοπάω πατώντας και ξαναπατώντας στα χνάρια μου στον ίδιο κύκλο, μα το νερό δεν το αντλώ για σας μονάχα, πίνω και εγώ και ας είναι θολό και ας μου κάθεται σαν πέτρα στο στομάχι.» Με τούτο το μικρό απόσπασμα από το αιρετικό, για τα ορθόδοξα, τεχνικά δεδομένα της ελληνικής βιβλιογραφίας μυθιστόρημα, διαπράττουμε μια απόπειρα,- έχουν προηγηθεί σημαντικές αναλύσεις, απόλυτα κατατοπιστικές του έργου-, προκειμένου να καταστεί αντιληπτό πως τούτο το έργο, πέρα από τα φιλολογικά είδη και τις πιθανές αποκλίσεις του, παραμένει μία εξομολόγηση, μία προσωπική μαρτυρία, μία αλληγορική ανασύσταση του παρελθόντος, όπως βιώθηκε ακραία και βίαια από τον σπουδαίο λογοτέχνη Άρη Αλεξάνδρου. Κατά κόσμον Αριστοτέλη Βασιλειάδη.
Ο Άρης Αλεξάνδρου γεννήθηκε στη ρωσική πόλη Λένιγκραντ το 1922, μια κομβική χρονιά για το νεότερο ελληνισμό. Ο πατέρας του ήταν Έλληνας και η μητέρα του Ρωσίδα. Κατά τα πρώτα έτη της ζωής του ζει στην Ελλάδα, όπου και γνωρίζει τις πολιτικές ακρότητες εκείνης της ταραχώδους εποχής. Συνεχείς διωγμοί, εξορίες, φυλακίσεις συνθέτουν το σκηνικό της ζωής για τον Έλληνα ποιητή, μεταφραστή και διηγηματογράφο Άρη Αλεξάνδρου. Θα καταφύγει στο Παρίσι, όπου και θα βιώσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Μια διαρκής κοινωνική και πολιτική απομόνωση συνέθεσε την ατμόσφαιρα μες στην οποία έζησε και δημιούργησε ο Αλεξάνδρου. Εμπλούτισε την ελληνική λογοτεχνία με σπουδαίες μεταφράσεις Ρώσων δημιουργών, ενώ η ποίησή του στάθηκε πάντοτε πολιτική, κριτική και προσωπική, συνδυάζοντας τούτα τα τρία χαρακτηριστικά προκειμένου να αντλήσει το υλικό της για τις φωτισμένες, υπερρεαλιστικές στιγμές της. Η επιρροή του Ρίτσου στην ποιητική του Αλεξάνδρου ανιχνεύεται ξεκάθαρα, καθώς και εκείνο το αίσθημα της απογοήτευσης και της κατάρρευσης, όπως προέκυψε πραγματικό και αναπόδραστο για όλους τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Μιλούμε για εκείνο το ίδιο αίσθημα που επέβαλε μια κριτική στροφή στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, μια ροπή εσωτερικότερη πραγματωμένη ολότελα στις εν συνόλω ποιητικές δημιουργίες από το 1960 και έπειτα. «Το Κιβώτιο» για το οποίο θα αποπειραθούμε να σχολιάσουμε κάποιες πλευρές του αποτελεί ένα ξεχωριστό δείγμα της ικανότητας του δημιουργού να αποτυπώσει τις εντάσεις και τις διαψεύσεις μιας ολόκληρης εποχής, εμποτισμένης από ένα πιστό δογματισμό και μια επιβαλλόμενη ορθοδοξία. Ο Άρης Αλεξάνδρου, κατέληξε στην ηλικία των 56 χρόνων, στο Παρίσι το 1978, λησμονημένος από τους λογοτεχνικούς κύκλους και τις πολιτιστικές επιτροπές, εκείνες των «περί γραμμάτων και τεχνών.»
Ως προς το μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου ενδιαφέρον παρουσιάζει η αδυναμία κατάταξής του σε κάποιο συγκεκριμένο, λογοτεχνικό είδος. Η δομή του έργου έρχεται να εισάγει στον ελληνικό, λογοτεχνικό χώρο εκείνη την αναλυτική μνήμη, με την οποία προίκισε το έργο του ο Μαρσέλ Προυστ. Γλωσσολογικά, ο συγγραφέας επιστρατεύει τον απρόσωπο, δογματικό λόγο, ένα είδος ανακριτικής ομολογίας με την οποία δοκιμάζει να συνθλίψει το δογματικό εξορθολογισμένο  λόγο του οικείου, αριστερού, πολιτικού χώρου. Με μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, πλήρη εντάσεως και κινητικότητας, ο Αλεξάνδρου εισάγει τον αναγνώστη, όχι μόνο στην υπόθεση του έργου μα και στην ψυχολογική του ατμόσφαιρα. Μια αναπαράσταση των πολιτικών χαρακτηριστικών ενός δογματικού, πολιτικού χώρου, οι κενές και αδιάφορες πρακτικές της καθοδήγησης και της χειραφέτησης, τα ψυχολογικά όρια μιας πνευματικής επιβολής, το ιδιάζον ύφος ενός ηρωικού μυθιστορήματος, μες στο οποίο τίποτε το ηρωικό και ανθρώπινο δεν ευσταθεί, πλην της ολόψυχης αφοσίωσης ενός ανθρώπου στο σκοπό τον ίδιο, στην αγνότητα και τη φερεγγυότητά του. «Το Κιβώτιο» συνιστά ένα πολιτικό ψυχογράφημα, μία μαρτυρία ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο η πολιτική σκέψη μεταβάλλεται σε δράση και έπειτα σε δόγμα, για να εξαντληθεί κάποτε και να εκτονωθεί αντιμέτωπη με την πιο βαθιά ανθρωπιά. Ετούτη η πολιτική διάσταση του έργου συνιστά μία προσωπική επιδίωξη του ίδιου του συγγραφέα, εκπορευόμενη μέσα από το ατομικό βίωμα. Η αφοσίωση ενός ανθρώπου απέναντι στη σοσιαλιστική ουτοπία, όπως προβλήθηκε ως επιδίωξη από την παλαιά αριστερά, η υποτίμηση της ανθρώπινης ζωής, η βαναυσότητα με την οποία εκείνη θεωρείται αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της μηνυματικής του «Κιβωτίου.» Η κρυπτική και υπαινικτική διάσταση του έργου, το μυστηριώδες φορτίο του μεταλλικού κιβωτίου, η απόκρυψη του σκοπού, η αδυναμία της αμφισβήτησης εμπρός στην αρχή, η άκριτη μεθοδικότητα με την οποία επιβάλλεται ο σκοπός και τα μέσα, η ανθρώπινη ψυχολογία που κλονίζεται, τα σκοτεινά πρόσωπα του έργου με τους αδιάφανους σκοπούς, οι κλεισμένες πόρτες, τα παράθυρα που σφραγίζονται με σάκους αμμώδεις, οι μισές λέξεις γραμμένες στους τοίχους, όλα ετούτα προσθέτουν στην ένταση την αναγκαία διαβάθμιση. Ο αφηγητής, ο ίδιος ο συγγραφέας στην περίπτωση αυτή, εξιστορεί τα γεγονότα ανακτώντας κάθε τόσο την προσωπική μνήμη, μεταγγίζοντας ότι σώζεται από εκείνη μες στο παρόν και το ιδιότυπο αυτό καθεστώς ανελευθερίας, το οποίο επιβάλλει η εποχή και οι πολιτικές.  Οι διαψευσμένες προσδοκίες, οι οποίες άλλοτε κατείχαν την αίγλη ερειπωμένων μνημείων, όπως στην περίπτωση του Τάσου Λειβαδίτη, εδώ αποκτούν και ενσαρκώνουν την όψη μιας αποκρουστικής σήψης. Ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του έργου του Αλεξάνδρου, όπως υπονοείται με την απαγορευμένη θέα, την απαίσια συνήθεια του κυανισμού, τους ν+1 θανάτους, ως διασφαλίσεις μιας περιττής μυστικότητας, συγκρούεται ευθέως με την απάνθρωπη, ιδεολογική επιδίωξη, με την επιβολή ενός δόγματος, απομακρυσμένου και ενάντιου προς τον ίδιο το πρόσωπο. Ετούτο το όραμα θα ακυρωθεί, ετούτη η διάψευση θα επέλθει. Μια θεωρία που δεν συνιστά οδηγό, καθώς λέει ο Νικηφόρος Βρεττάκος για την πράξη, με ένα κιβώτιο παραγεμισμένο με σωρούς ανθρώπινες, ταγμένες στη στείρα υπεράσπιση ενός δόγματος.
Μία από τις ιδιομορφίες του έργου συνιστά ο τρόπος με τον οποίο ο Αλεξάνδρου ασκεί την προσωπική κριτική του. Δίχως δικαιολογίες, χωρίς ερείσματα ψυχολογικών ανεπαρκειών ή άλλα τέτοια, εξομολογείται απερίφραστα την ανθρώπινη συνενοχή του. Ο οιδιπόδειος μύθος επιστρατεύεται σε τούτο το σημείο για να στηριχτεί και να αναδειχθεί η ανθρώπινη αδυναμία. Ένας τρόπος να εκτιμηθεί λοιπόν το μερίδιο της ευθύνης του απέναντι στη διαμορφωμένη πραγματικότητα. Ένας τρόπος να στοιχειοθετηθούν οι κατηγορίες, πάντοτε επί προσωπικού. Ένα είδος προσωπικής αποτίμησης της στάσης του ίδιου του δημιουργού, ετούτο μαρτυρεί η καταληκτική έκβαση του έργου. Μία κατ΄αντιστοιχία αποδοχή της προσωπικής ήττας, ως συνέπεια μιας μεγαλύτερης και καθολικότερης αποτυχίας. Το ανθρώπινο θάρρος, η διορατικότητα, η πίστη στην προσωπική αλήθεια και την ατομική ηθική θα μπορούσε να διασφαλίσει τον ίδιο τον δημιουργό από τούτο το βίωμα μιας φριχτής αποτυχίας. Διαπιστώνεται λοιπόν, εκείνη η σύγκλιση ουσίας και πράξης, η οποία τόσο εύστοχα απεδώθη από τον Δάλλα στους ποιητές της περιόδου του Αλεξάνδρου, οι οποίοι δήλωσαν πίστη στο όραμα για να ακυρωθούν όμως έπειτα με πρωτοφανή αγριότητα. Το σκηνικό δράμα όπως αποδίδεται από τον Άρη Αλεξάνδρου μπορεί να απεικονίσει το προσωπικό δράμα του ίδιου του δημιουργού, έναν μυθικό κλονισμό, μια έκβαση ρεαλιστική, καθώς συναισθηματικό και ηθικό ταυτίζονται, μια επιβεβαίωση των αρχαίων, τραγικών ποιητών, οι οποίοι τόσο εύστοχα διέκριναν τις ανθρώπινες αδυναμίες, τη ροπή να αποδίδονται στο πεπρωμένο τα φοβερά μας πάθη. Η σπειροειδής εξέλιξη του έργου, η διαρκής καταβύθιση του προσώπου στο υλικό της μνήμης, η ολοένα και πιο ευκρινής αναπαράσταση των γεγονότων, ετούτη η κεντρομόλος δύναμη που μας οδηγεί προς τους ενδότερους χώρους, δεν θα μπορούσε παρά να ολοκληρώνεται με μια πηγαία, ατομική κριτική, μια αναπόφευκτη διαπίστωση, διυλισμένη μες στις ατέλειωτες ροπές και σκεπτικισμούς.
Το διήγημα του Αλεξάνδρου είναι βέβαιο πως θα παραμείνει σε ξεχωριστή θέση μες στην ελληνική βιβλιογραφία. Η σύμπτωση έργου και βίου, ως προς την απογοήτευση και την πολιτική απομόνωση,  συνιστά ακόμη ένα χαρακτηριστικό, ένα προσόν θα μπορούσαμε να πούμε του «Κιβωτίου.» Ο Roy, επισημαίνει στην αναφορά του για τον Σταντάλ, πως είναι αξιοσημείωτο «να σταματάς να συνθέτεις ένα έργο για να βιώσεις μία από τις εκβάσεις που σου προτείνει.» Στην περίπτωση του Άρη Αλεξάνδρου, λοιπόν διαπιστώνεται ένα ανεπανάληπτο φαινόμενο. Πρόκειται για εκείνη την περίπτωση, κατά την οποία ένας δημιουργός παύει να βιώνει την ένταση του βίου του για να τη μεταδώσει με όλο της τον ηλεκτρισμό και τις ψυχολογικές σημάνσεις στο ίδιο του έργο του.