Σρέμπερ-Κάφκα

24grammata.com/ ιστορία της λογοτεχνίας

γράφει η Εύα Γαλατσάνου

« Είναι αλήθεια ότι κάθε φορά που κομματιαζόταν (…) το πρόσωπο μου στο τέλος έμενα με κάποιο κέρδος, δεν μπορώ να το αρνηθώ, κάποια ελευθερία πνευματική ανάπτυξη και βάθος αλλά μαζί τους ερχόταν και μια μεγαλωμένη μοναξιά, μια μεγαλύτερη παγωνιά αποκοπής και αποξενώσεως»
Χέρμαν Έσσε, Λύκος της Στέππας

Ο άνθρωπος καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του προσπαθεί να ορίσει τον εαυτό του σε σχέση με τις ανάγκες, τις επιθυμίες του, σε σχέση με τους άλλους και σε σχέση με τις συνθήκες στις οποίες ζει. Προσπαθεί για την ελευθερία της σκέψης και του πνεύματος, του αυτεξούσιου του, την ελεύθερη δόμηση του εαυτού του και της ιδιαίτερης προσωπικότητας. Ωστόσο, όταν πραγματοποιείται η σύγκρουση  της ανάγκης για ελευθερία με τις συνθήκες που είναι διαμορφωμένες με τέτοιον τρόπο ώστε να την περιορίζουν όπως οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες μέχρι ο τρόπος με τον οποίο έχουν δομηθεί οι σχέσεις με τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν, τότε το κομμάτιασμα του προσώπου είναι αναπόφευκτο αλλά εξαρτάται στην συνέχεια από τον καθένα πώς θα ξανασυνεννωθεί.  Διαβάζοντας το Γράμμα στον πατέρα του Φραντς Κάφκα και τις σημειώσεις του Σίγκμουντ Φρόυντ  για το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ντάνιελ Πολ Σρέμπερ, Τα απομνημονεύματα ενός νευροπαθούς, υπάρχουν ομοιότητες στον τρόπο με τον οποίο περιέγραφαν την καθοριστική τους σχέση με τον πατέρα τους και τον τρόπο με τον οποίο είχαν δομήσει το φαντασιακό τους με άξονα την πατρική μορφή περιορίζοντας την ελεύθερη ανάπτυξη τους. Ωστόσο, διαφέρει ο τρόπος επεξεργασίας του φόβου που τους ενέπνεε ο πατέρας τους. Από την μια πλευρά ο Σρέμπερ παθητικοποιείται δημιουργώντας ένα σύμπαν στο οποίο βρίσκεται δέσμιος ενώ ο Κάφκα προσπαθεί να περάσει από την σφαίρα του συναισθήματος στη σφαίρα της λογικής τον φόβο που έμαθε να νοιώθει για τον πατέρα του γράφοντας ένα γράμμα το οποίο τον βοηθάει να ξεκαθαρίσει μέσα του τι συμβαίνει διατηρώντας μια πιο ενεργητική στάση.

Πιο συγκεκριμένα, ο Ντάνιελ Πολ Σρέμπερ, Πρόεδρος του Εφετείου της Δρέσδης, το 1903 εκδίδει ένα κείμενο το οποίο ονομάζει Τα απομνημονεύματα ενός νευρασθενούς με αυτοβιογραφικό χαρακτήρα πάνω στο οποίο το 1911 ο Φρόυντ δημοσιεύει τις παρατηρήσεις του πάνω στην περίπτωση Σρέμπερ. Γεννιέται το 1842 και έχει άλλα τέσσερα αδέλφια εκ των οποίων ο μεγάλος αδελφός του και η δεύτερη αδελφή του υποφέρουν επίσης από ψυχικές διαταραχές ενώ ο αδελφός του αυτοκτονεί το 1877. Ο πατέρας του είναι γνωστός για τα παιδαγωγικά οράματα σχετικά με την γυμναστική και την υγιεινή του σώματος. Ο Σρέμπερ διηγείται στο βιβλίο του ότι ο πρώτος εγκλεισμός του ξεκινά το 1884, διαρκεί για 6 μήνες λόγω της αποτυχίας του στις βουλευτικές εκλογές όπου κατεβαίνει ως υποψήφιος με τους Εθνοφιλελεύθερους. Ο δεύτερος εγκλεισμός συμβαίνει μεταξύ 1893 και 1903 λόγω του διορισμού του ως Προέδρου στο Εφετείο της Δρέσδης και τέλος το 1907 μπαίνει ξανά στο άσυλο και μένει μέχρι το 1911 χρονιά όπου πεθαίνει.  Ο Φραντς Κάφκα το 1919 γράφει το Γράμμα στον πατέρα το οποίο παραδίδει στην μητέρα του η οποία αποσιωπά την ύπαρξη του. Το Γράμμα στον πατέρα μαζί με άλλα έργα του Κάφκα δημοσιεύονται μετά τον θάνατο του, παρά την θέληση του από τον φίλο του Μαξ Μπροντ. Γεννιέται το 1883 στην Πράγα και είναι ο πρωτότοκος γιος από τα έξι παιδιά του εβραίου έμπορου Χέρμαν Κάφκα. Ο πατέρας του χάρη στην εργατικότητά του από μικρέμπορος σε ένα χωριό της Βοημίας έγινε ένας σημαντικός επιχειρηματίας στην Πράγα. Θέλει να δει τον γιο του πετυχημένο για αυτό τον στέλνει σε γερμανικό δημοτικό, λύκειο και στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου του Φερδινάνδου της Πράγας.  Ο Κάφκα σπούδασε τελικά νομικά μέχρι το 1907 και ύστερα δούλεψε σε ασφαλιστική εταιρεία. Θεωρούσε ότι ο γάμος θα ήταν μια «απόπειρα σωτηρίας» και ανεξαρτησίας του. Ωστόσο, όλες τις αποτυχημένες προσπάθειες του για να το πετύχει τις αποδίδει στην άγνοια του πατέρα του , στην ελλιπή ενθάρρυνση και στην μειωτική του συμπεριφορά προς τον Κάφκα. Η υγεία του Κάφκα υπήρξε από τα παιδικά του χρόνια εύθραυστη και σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής του πραγματοποίησε θεραπείες σε σανατόρια. Το 1924 περνάει τις τελευταίες εβδομάδες του σε σανατόριο όπου πεθαίνει την ίδια χρονιά.
Ο Σρέμπερ και ο Κάφκα έχουν την ανάγκη να εκφράσουν την συναισθηματική κατάσταση τους μέσω του γραπτού λόγου. Ο Σρέμπερ μεταφέρει μέσω του γραπτού του τον ασφυκτικά κλειστό φανταστικό κόσμο στον οποίο ζει ενώ στο γράμμα του ο Κάφκα προσπαθεί να καταγράψει την λογική διαδικασία που ακολουθεί για να από- μυθοποιήσει τον πατέρα του, ωστόσο, υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στα δύο πρόσωπα σχετικά με τον τρόπο που αντιλαμβανόντουσαν το πρόσωπο του πατέρα τους. Η ισχύς του πατέρα τους είναι πολύ σημαντική στην ζωή τους σε σημείο που δεν μπορούν να την χειριστούν. Η μορφή του πατέρα του Κάφκα ήταν μεγάλη και η σκιά του βαριά με αποτέλεσμα να γίνεται αποδέκτης μιας δύναμης που θα μπορούσε να τον εξαφανίσει. Δεν ήταν μια ισότιμη σχέση στην οποία υπήρχε διάλογος και από κοινού αλληλεπίδραση παιδιού-πατέρα. «Θα ήμουν ευτυχής να σε είχα φίλο, αφεντικό, θείο (…). Αλλά σαν πατέρας ήσουν πολύ δυνατός για εμένα (…). Ήταν μοιραίο να υποστώ μόνος τους πρώτους θυμούς σου, οι οποίοι με βρήκαν τελείως ανίσχυρο». Αντίστοιχα, και ο Σρέμπερ είχε μια πολύ δυναμική παρουσία του πατέρα στη ζωή του, στην οποία οφείλεται η δημιουργία ενός με ακρίβεια δομημένου παρανοϊκού σύμπαντος που χαρακτηρίζεται από τον τρόμο που ασκεί ο θεός πάνω του αλλά και της λατρείας που νοιώθει για αυτόν. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, ο πατέρας του Σρέμπερ ήταν γιατρός που επηρέασε με τις προσπάθειες του για αρμονική εκπαίδευση της νεολαίας και είχε εκείνα τα χαρακτηριστικά για να θεοποιηθεί στην μνήμη του γιου του. Η παιδική στάση του αγοριού απέναντι στον πατέρα του είναι ο ίδιος συνδυασμός λατρευτικής υποταγής και εξέγερσης που συναντάμε στην σχέση του Σρέμπερ προς τον θεό.

Ο πατέρας του Κάφκα και του Σρέμπερ ακολουθούσαν συγκεκριμένες παιδαγωγικές μεθόδους στο μεγάλωμα των γιων τους γεγονός που αναγνωρίζεται από τον κάθε γιο είτε άμεσα είτε έμμεσα. Ο Κάφκα στο γράμμα που απευθύνει στον πατέρα του, καταγράφει ένα ολόκληρο σύστημα παιδαγωγικής μεθόδου παραδεχόμενος την επίπτωση που είχε στην ζωή του. « τα στοιχεία της παιδαγωγικής σου μεθόδου(…) στοιχεία ρητορικής δεινότητας ήταν πάντα βρισιές, απειλές, ειρωνείες, γέλιο σαρδόνιο…» αλλά και « έτρεφες μοναδική εμπιστοσύνη στην ειρωνεία σαν παιδαγωγικό μέσο(…)» Επίσης, καταγράφει την έμμεση βία που του ασκούσε «  Είναι επίσης αλήθεια ότι ποτέ δεν με χτύπησες σοβαρά. Όμως οι κραυγές, το κατακόκκινο πρόσωπο σου, ο βιαστικός τρόπος που έβγαζες την ζώνη σου(…) ήταν σχεδόν χειρότερα χτυπήματα». Ομοίως, ο Σρέμπερ έχει εσωτερικεύσει τις αυστηρές μεθόδους που ακολούθησε ο πατέρας του στον μεγάλωμα του, γεγονός που φαίνεται εμμέσως στο παρανοϊκό του σύμπαν στο οποίο ο πατέρας του θεοποιείται και γίνεται ένας τιμωρός θεός που είναι υπεύθυνος για τα βάσανα που έχει υποστεί καθώς είναι θέληση του θεού στο σύμπαν του, να μεταμορφωθεί σε γυναίκα και να φέρει στον κόσμο τον μεσσία. Όπως αναφέρει ο Φρόυντ η πιο φοβερή απειλή του πατέρα, ο ευνουχισμός, έχει δανείσει το υλικό στην φαντασίωση της μεταμόρφωσης του σε γυναίκα.

Ο Κάφκα και ο Σρέμπερ ζούσαν σε ένα κόσμο αισθήσεων, σχέσεων, σκέψεων· τα ερεθίσματα αυτά ,όμως, ακριβώς επειδή ήταν ισχυρά λόγω της δυναμικής παρουσίας του πατέρα τους, τους ώθησαν να δημιουργήσουν έναν άλλον κόσμο, μία ουτοπία στην οποία ο μεν κράτησε αντιστάσεις και δεν βυθίστηκε σε αυτήν ενώ ο άλλος βυθίστηκε εξ’ ολοκλήρου.  Ο Κάφκα στο γράμματα του αναφέρεται σε αυτόν τον κόσμο «…ο κόσμος ήταν μοιρασμένος σε τρία μέρη · στον πρώτο ζούσα εγώ, ο σκλάβος κάτω από νόμους που είχαν εφευρεθεί για εμένα και δεν μπορούσα χωρίς να ξέρω για ποιο λόγο να ανταποκριθώ σε αυτούς με συνέπεια· στο δεύτερο που ήταν απέραντα μακριά μου ζούσες εσύ, απασχολημένος με την διακυβέρνηση και τις διαταγές. Γινόσουν έξω φρενών όταν οι εντολές δεν εφαρμόζονταν. Τέλος, στο τρίτο μέρος ζούσαν οι υπόλοιποι άνθρωποι ευτυχισμένοι και ελεύθεροι από εντολές και υπακοή» ενώ συμπληρώνει ότι θα μπορούσε να ζήσει μόνο κάπου μακριά από τον πατέρα του « Συμβαίνει να φαντάζομαι ένα ξεδιπλωμένο χάρτη του κόσμου και εσένα ξαπλωμένο διαγώνια επάνω σε όλη την επιφάνεια. Και τότε έχω την εντύπωση πως οι μόνες χώρες όπου θα μπορούσα να ζήσω είναι όσες σου είναι απρόσιτες και εκείνες τις οποίες δεν καλύπτεις με το σώμα σου». Όσον αφορά τον Σρέμπερ δομεί με τα υλικά του κόσμου που έχει ζήσει ένα παρανοϊκό μηχανισμό, σκιαγραφεί την σχέση του με τον πατέρα του όπως ήταν στην πραγματικότητα μετουσιωμένη σε σύμβολα, προσωποποιήσεις και έντονα συναισθήματα. Στο σύμπαν του είναι ένας ξεχωριστός θνητός με τον οποίο ο θεός θέλει να έρθει σε επαφή μαζί του και του αναθέτει ένα σοβαρό σκοπό, να γεννήσει τον μεσσία. Η περίπτωση Σρέμπερ έχει αρχικά χαρακτήρα παραληρήματος καταδίωξης. Ο πρωταίτιος των διώξεων ήταν ο γιατρός που τον παρακολουθούσε, σε αυτόν μεταβιβάζει όλα τα έντονα συναισθήματα που ένοιωθε για τον πατέρα του. Αργότερα, όταν η σύγκρουση οξύνεται έρχεται η λύση της με την αντικατάσταση του γιατρού με τον θεό. Το αποτέλεσμα είναι ότι η απώλεια του ανδρισμού δεν είναι ντροπή, συμφωνεί με την παγκόσμια τάξη. Η σύγκρουση του υπερ-εγώ –το οποίο αποτελείται από την πολιτισμική συνείδηση και την έντονη παρουσία του νόμου στην συνείδηση του, αφού αποτελεί τον εκπρόσωπο του νόμου- και των επιθυμιών δηλαδή η προέλαση μιας ομοφυλοφιλικής λίμπιντο συμβιβάζονται, όπως αναφέρει ο Φρόυντ.
Η διαδικασία μεταμόρφωσης του Σρέμπερ σε γυναίκα είναι επώδυνη, μοιάζει να μπαίνει σε μια άλλη κατάσταση που χάνει την επαφή του με το βιωμένο σώμα του, τα φαντασιακά του νεύρα αλληλοπλέκονται με το σώμα του και δημιουργείται η αίσθηση ότι μεταμορφώνεται σε γυναίκα που υποδέχεται τα νεύρα του θεού-πατέρα με σκοπό να φέρει στον κόσμο τον μεσσία. Η κατάσταση αυτή είναι σαν να οπτικοποείται στον πίνακα του Μουνκ ο οποίος αναπαριστά την Παναγία. Μοιάζει να βρίσκεται σε μια κατάσταση έκστασης ενώ στην άκρη του κάδρου βρίσκεται ένα έμβρυο, ο μεσσίας που ωστόσο μοιάζει με νεκρό ον. Η αναπαραγωγή αυτή δεν φέρνει την ζωή αλλά αναπαράγει τον θάνατο των νεύρων και της ψυχής του Σρέμπερ.

Ο Μουνκ εμπνέεται για την αναπαράσταση μορφών όπως του εμβρύου στην ζωγραφική του, σύμφωνα με τον αμερικανό ιστορικό τέχνης Robert Rosenblum από μια μούμια από το Πέρου.

Και στις δύο περιπτώσεις, η έννοια του νόμου είναι κυρίαρχη στην δημιουργία ενός σφιχτά δομημένου, στερεωμένο από πληθώρα νόμους εφιαλτικό κόσμο. Οι νόμοι φτιάχνονται ανεξάρτητα από τον Κάφκα και τον Σρέμπερ αλλά σχετίζονται άμεσα με αυτούς. Δεν έχουν δικαίωμα να τους ελέγξουν, έχουν μόνο την υποχρέωση να τους ακολουθούν πιστά. Με αυτόν τον τρόπο εξελίσσεται ένα παιχνίδι ενοχών που σχετίζεται με την πιθανή ανυπακοή τους και πάντα αυτοί θα είναι οι υπαίτιοι για το αν κάτι δεν εξελίσσεται σωστά. Η ευθύνη βαραίνει μόνο αυτούς, αυτοί θα πρέπει να λογοδοτήσουν στην –πατρική- εξουσία για την ανυπακοή τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι γύρω από τη σχέση πατέρα-γιου αυξάνεται ο ιστός του φόβου, η επικοινωνία γίνεται δυσπρόσιτη, οι δύο πλευρές αποξενώνονται και πορεύονται μοναχικά. Ο παραλήπτης των εντολών λαμβάνει αυτόματα μια θέση υπό του εντολέα, ανυψώνοντας τον σε δυσθεώρητα ύψη. Ο Κάφκα αναφέρει «Από την πολυθρόνα σου κυβερνούσες τον κόσμο. Μόνο η δική σου γνώμη ήταν σωστή, ενώ οποιαδήποτε άλλη ήταν ανόητη, υπερβολική, παράλογη» «…χτυπούσες δίχως να νοιάζεσαι για τίποτε. Δεν είχες οίκτο για κανένα, ούτε τη στιγμή που μιλούσες μήτε αργότερα. Μπροστά σου είμαστε απολύτως ανυπεράσπιστοι» Αντίστοιχα, ο Σρέμπερ στο σύμπαν που δημιουργεί, οι θεϊκές εντολές πρέπει να είναι απαράβατες. Μπορεί ο Σρέμπερ να διαμαρτύρεται και να παραπονιέται για τα βασανιστήρια που έχει υποστεί ,ωστόσο, υπακούει απόλυτα τις διαταγές για την μεταμόρφωση του σε γυναίκα όσο και ψυχοφθόρο αν είναι αυτό, η υποταγή του είναι πλήρης.
Τέλος, μεγάλη σημασία στο βίωμα της σχέσης πατέρα – γιου στον Κάφκα και στον Σρέμπερ έχει ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται και αισθάνονται το σώμα τους. Τα έντονα συναισθήματα μίσους και αγάπης, η καταπίεση, ο θυμός αλλά και η λύπη είναι συναισθηματικές καταστάσεις που εκφράζονταν και ήταν ταυτόχρονα υπαίτιες για τον τρόπο που ο Κάφκα και ο Σρέμπερ αναλαμβανόντουσαν το σώμα τους. Ο Κάφκα αναφέρει « Ήταν τότε που και μόνο η απλή θέα του σώματος σου με συνέθλιβε. Θυμάμαι ότι συχνά ξεντυνόμαστε στην ίδια καμπίνα. Εγώ ήμουν αδύνατος και καχεκτικός ενώ εσύ ήσουν ψηλός, δυνατός με φαρδιές πλάτες. Όσο βρισκόμουν μέσα στην καμπίνα, ένιωθα αξιοθρήνητος, όχι μόνο σε σύγκριση με εσένα αλλά και με τον κόσμο ολόκληρο εφόσον εσύ ήσουν το μέτρο κάθε πράγματος» Ωστόσο, δεν υπήρχαν μόνο αλλαγές στον τρόπο που εκλάμβανε το σώμα του αλλά είχε και μια σημαντική σωματοποιημένη αντίδραση, « ξέχασα να μιλώ» «Η απειλή δεν θέλω αντιρρήσεις μαζί με το υψωμένο χέρι σου θα μείνουν πάντα χαραγμένα στην μνήμη μου(…) Όταν ήμουν μπροστά σου τραύλιζα, έτρωγα τις λέξεις μου· ούτε αυτό δεν μπόρεσες να υποφέρεις, γι’ αυτό έπαψα να μιλώ στην αρχή από πείσμα, κατόπιν διότι όσο ήσουν παρών μου ήταν αδύνατο να σκεφτώ ή να μιλήσω». Το σώμα του Σρέμπερ γινόταν αντιληπτό σαν μια πληγή. Αισθανόταν ότι έχει πεθάνει και ότι άρχιζε να σαπίζει το σώμα του. Η αποσύνθεση του σώματος έχει ξεκινήσει και ήδη κάποια όργανα του απονεκρώνονται. Αυτό που σώζει τις λειτουργίες τους είναι τα νεύρα από τα οποία είναι φτιαγμένο το σώμα του. Στο περίτεχνο παρανοϊκό σύμπαν, οι άνθρωποι  αποτελούνται από νεύρα και σώμα, αντίθετα, ο θεός είναι εξαρχής μόνο νεύρο. Τα νεύρα του θεού είναι άπειρα, έχουν πολλές δυνατότητες και ονομάζονται ακτίνες. Αυτές οι ακτίνες εισχωρούν στο σώμα του και ο θεός απειλεί να τις αποτραβήξει αν δεν του προσφέρει την ηδονή. Μοιάζει να έχει υποστεί μια διάλυση στη συνοχή του σώματος του, οι ακτίνες έχουν περάσει στο σώμα του και σταδιακά είναι σαν να αποξενώνεται από αυτό. Στην ενότητα του σώματος και στον Κάφκα και στον Σρέμπερ εντοπίζεται το ζήτημα της αίσθησης της βρωμιάς και της καθαριότητας. Ο Κάφκα γράφει « εάν λοιπόν στον κόσμο είμαστε μόνο έμεις οι δύο, πράγμα που έτεινα να πιστεύω, η καθαρότητα του κόσμου θα αρχινούσε από σένα και η βρωμιά του θα τέλειωνε με εμένα (…) Αυτή η καταδίκη ήταν πραγματικά ακατανόητη και μόνο ένα πανάρχαιο αμάρτημα μαζί με την βαθύτερη περιφρόνηση σου θα μπορούσαν να μου την εξηγήσουν.» Αντίστοιχα, ο πατέρας του Σρέμπερ είχε μεγάλα οράματα για την καθαρότητα του σώματος τα οποία τα εφάρμοζε πάνω στα παιδιά του. Το βίωμα αυτό πέρασε και στον κόσμο του Σρέμπερ ο οποίος αναφέρεται στον καθαρισμό των νεύρων από τα οποία αποτελείται.

Το βίωμα του σώματος τους ως κάτι πληγωμένο, βρώμικο, «χτυπημένο» μοιάζει να οπτικοποιείται στον πίνακα του Leon Golub Fallen figure. Ο πίνακας δείχνει δύο αντρικές μορφές, την μία όρθια να χτυπάει την άλλη μορφή η οποία βρίσκεται πεσμένη κάτω. Σε αυτές τις μορφές δεν μπορείς να αναγνωρίσεις συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του προσώπου ή του δέρματος καθώς το μόνο που υπάρχει είναι μύες, διακρίνονται οι τένοντες και τα νεύρα. Φαίνεται σαν μια ανοιχτή πληγή από την οποία διακρίνεται το εσωτερικό του σώματος, οι μορφές μοιάζουν πασαλειμμένες με αίμα. Όλο το σώμα διατρέχεται από κόκκινες, μαύρες, καφέ ή άσπρες γραμμές που ομοιάζουν με τα νεύρα που αναφέρει ο Σρέμπερ και τις θεϊκές ακτίνες. Σε αυτήν την εικόνα κυριαρχεί η αγριότητα, μια καταστροφική βία, βάρβαρα ο όρθιος ανταγωνιστής χτυπά τον ήδη πεσμένο. Ο ένας αποσκοπεί στην ολοκληρωτική εξόντωση του άλλου, την απέκδυση του εαυτού του αφού αυτός ο εαυτός του είναι που προκαλεί αυτήν την βίαιη αντίδραση του άλλου.

Ωστόσο, ανάμεσα στα δύο πρόσωπα, τον Κάφκα και τον Σρέμπερ, υπάρχει μια σημαντική διαφορά και έχει σχέση με τον τρόπο ανάλυσης, επεξεργασίας και αντιμετώπισης του φόβου που τους προκαλεί ο πατέρας τους. Ο Σρέμπερ εσωτερικεύει όλη την καταπίεση και τον έλεγχο που του άσκησε ο πατέρας του από μικρή ηλικία. Προχωράει την ζωή του όμως κάποια στιγμή αυτή η συσσωρευμένη πίεση εκφράζεται μέσα από την δημιουργία ενός σύμπαντος από μετουσιωμένα υλικά της πραγματικότητας την οποία είχε βιώσει. Ο κόσμος που δημιουργεί κατακλύζεται από την εκτοπιστική μορφή του πατέρα-θεού οποίος κυριαρχεί ακόμα και μέσα στα ίδια τα νεύρα του σώματος του Σρέμπερ, τα ελέγχει και κινεί με τέτοιον τρόπο σαν χορδές. Το σώμα του το νοιώθει σάπιο, τα νεύρα σε αποσύνθεση, η διάλυση και ο κατακερματισμός της ψυχής του επεκτείνεται ως αίσθηση στο ανοίκειο του σώματος του. Ο θυμός για την πίεση που υπέστη από τον πατέρα του, δεν εκφράζεται σε αυτόν αλλά στον εαυτό του. Ενδοστρέφει τον θυμό του  και διαλύει τον ψυχισμό του. Το αποτέλεσμα είναι ότι τελικά ο πατέρας του δεν γίνεται αποδέκτης της κριτικής του γιου του, ενώ ο ίδιος ο Σρέμπερ δεν φεύγει ποτέ από την θέση του ενόχου, ακόμα και στο σύμπαν που δημιουργεί πρέπει να υποστεί την οδυνηρή μεταμόρφωση του σε γυναίκα γιατί αυτή είναι η επιταγή του θεού και αν δεν την ακολουθήσει θα τιμωρηθεί. Η κριτική που κάνει στον θεό-πατέρα δεν είναι δυνατή για να στεριώσει την αντίσταση του Σρέμπερ έναντι του χειμάρρου των θεϊκών επιταγών.
Αντίθετα, ο Κάφκα αποφασίζει να βρεθεί αντιμέτωπος και να καταπολεμήσει το άμορφο πρόσωπο του φόβου, μεταφέροντας τα κατακλυσμιαία συναισθήματα του στον χώρο της λογικής. Συντάσσει ένα γράμμα με το οποίο προσπαθεί να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις του μορφοποιώντας τες σε γραπτό λόγο « Αγαπημένε μου πατέρα, Πριν λίγο καιρό με ρώτησες γιατί ισχυρίζομαι ότι σε φοβάμαι. Όπως συνήθως, δεν είχα τι να απαντήσω κι επειδή απέναντι σου αισθάνομαι φόβο, η εξήγηση του οποίου εξαρτάται από άπειρες λεπτομέρειες, που αν τις ανέφερα προφορικά θα ήταν αδύνατο να διατηρηθεί η λογική συνοχή τους, προσπαθώ τώρα να σου απαντήσω με αυτό το γράμμα» Το γράμμα μπορεί να μην έφτασε στα χέρια του πατέρα του, επειδή το αποσιώπησε η μητέρα του Κάφκα, ωστόσο, η διαδικασία συγγραφής του παραμένει μια διαδικασία ενεργητική απέναντι στον φόβο, κατηγορεί τον πατέρα του για τον μονομερή τρόπο που αντιλαμβάνεται την σχέση πατέρα-γιου ρίχνοντας το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για « την ψυχρότητα, αποξένωση και την αχαριστία» στον Κάφκα « Μάλιστα, με κατηγορείς για όλα αυτά, λες και είμαι εγώ ο ένοχος, λες και μπορούσα έχοντας στην διαθεσή μου κάποιο πηδάλιο να οδηγήσω διαφορετικά την ζωή μου ενώ εσύ θεωρείς τον εαυτό σου τελείως αθώο (…)».

Έργο του John Hiliard  με τίτλο Cause of death? Η ίδια εικόνα αναδύεται σε τέσσερις διαφορετικούς τρόπους. Κάθε μία έχει έναν διαφορετικό τίτλο (θάνατος από αυτοκινητιστικό δυστύχημα-1-, θάνατος από πνιγμό-2-, θάνατος από πυρκαγιά-3-, θάνατος από πέσιμο-4-) προτείνοντας ταυτόχρονα τέσσερις διαφορετικές αφηγήσεις.
Η αντιστοιχία του υποτίθεται καθαρά οπτικού συμβάντος με την πραγματικότητα εξαρτάται από την θέση που βρίσκεται και την οπτική γωνία του φωτογράφου. Τίποτα δεν είναι απόλυτο στην ερμηνεία της πραγματικότητας, όπως ο Κάφκα αναφέρει και στο γράμμα του, οι αιτίες που η σχέση με τον πατέρα του δεν είναι μονομερείς αλλά εξαρτώνται από την οπτική γωνία που το βλέπει ο κάθε αφηγητής.

Ο Κάφκα αναγνωρίζει την ισορροπία των ευθυνών « Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτό που είμαι τώρα οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην δική σου επίδραση. Θα ήταν υπερβολικό·( και ρέπω προς την υπερβολή)» Ωστόσο, τονίζει ότι « η φύση μου δεν διέθετε τις απαραίτητες αντίρροπες δυνάμεις που εσύ κατέχεις» και « Αλλά ακόμη μια φορά, κοιτάζοντας πολύ προσεκτικά τα γεγονότα, αποφεύγω να διακηρύξω ότι είσαι ο μοναδικός υπεύθυνος γι’ αυτό που έχω γίνει. Μάλλον επιδείνωσες ότι ήμουν και η επιδείνωση ήταν πολύ μεγάλη, εξαιτίας της υπεροχής καθώς και της χρήσης όλης της δύναμης σου επάνω μου.»  Αποτυπώνει στο γράμμα του την αμέριστη δύναμη που είχε ο πατέρας του σε σημείο που έμοιαζε να τον εκμηδενίζει «Από όλες τις απόψεις εσύ ήσουν παντοδύναμος: ποια σημασία θα μπορούσε να έχει για σένα η συμπόνοια ή ακόμα και η βοηθειά μας; Θα όφειλες να τις περιφρονείς, όπως περιφρονούσες τόσο συχνά εμάς τους ίδιους.» Το αποτέλεσμα ήταν ότι  « Έτσι κανείς μεταβαλλόταν σε σκυθρωπό, απρόσεκτο, ανυπάκουο παιδί, που σκεπτόταν αποκλειστικά την φυγή- κυρίως την φυγή προς τα μέσα.» Ταυτόχρονα, ο τρόπος που του φερόταν ο πατέρας του καλλιεργούσε και μεγέθυνε το αίσθημα ενοχοποίησης στον Κάφκα « Η κορύφωση του δράματος ήταν, όταν δήλωνες επίσημα ότι ενώ μου άξιζε ξύλο, το γλίτωνα χάρη στην μεγαλοψυχία σου. Τότε η ένοχη συνείδηση ξαναγεννιόταν μέσα μου» Το γεγονός ότι ο πατέρας του είχε δουλέψει και είχε καταφέρει να πετύχει στον τομέα του είχε διπλή όψη στην σχέση του με τα παιδιά του, από τη μία μπορούσε να τους προσφέρει από την άλλη ο τρόπος που το έκανε είχε ως αποτέλεσμα να εξυψώνει την πράξη του και ταυτόχρονα να τοποθετεί σε μια θέση εξάρτησης τα παιδιά του « Ό,τι μου πρόσφερες μπορούσα να το απολαύσω μόνο μέσα στον εξευτελισμό, την κούραση και την αδυναμία, μόνο μέσα στην ένοχη συνείδηση. Γι’ αυτό σου έδειχνα την ευγνωμοσύνη μου με τρόπους ζητιάνου και όχι με τις πράξεις μου.» Τους παρουσίαζε το παράδειγμα του και ότι έπρεπε να το ακολουθήσουν ενώ ταυτόχρονα δεν τους ενθάρρυνε για να το κάνουν αυτό. Με αυτόν τρόπο η εξαρτητική σχέση γινόταν όλο και πιο έντονη «Έτσι, ενώ από τη μία μεριά, με το δικό σου παράδειγμα και τις διηγήσεις σου, που μας έκαναν να σκύβουμε το κεφάλι ντροπιασμένοι, μας εξωθούσες να σε μιμηθούμε, από την άλλη, απαγόρευες αυστηρά κάτι τέτοιο» και αυτό συνέβαινε γιατί « για να πετύχει κάποιος κάτι ανάλογο, θα έπρεπε καταρχήν να προσφύγει στην βία και την ανατρεπτική δράση (…). Όμως κάτι τέτοιο δεν το επιθυμούσες καθόλου. Ήταν αυτό ακριβώς που εσύ αποκαλούσες αχαριστία, υπερβολή, ανυπακοή, προδοσία, τρέλα.»  Αυτό που χρειαζόταν και το γράφει μέσα στο γράμμα του ο Κάφκα ήταν μία εμψύχωση για να προχωρήσει « Είχα ανάγκη από μια μικρή ενθάρρυνση. Από ελάχιστη λεπτότητα. Χρειαζόμουν να μου ανοίξουν λίγο τον δρόμο, αλλά εσύ μου τον έκλεινες εμφορούμενος βέβαια από τη αξιέπαινη πίστη, ότι έπρεπε να πάρω κάποιον άλλο, διαφορετικό.» Έχει σχέση με αυτό που αναφέρει ο Άγγλος ψυχαναλυτής D.W. Winnicott ως υποστηρικτικό περιβάλλον. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον το άτομο προχωρά από τη απόλυτη εξάρτηση σε μια σχετική ανεξαρτησία κι έπειτα προς την ανεξαρτησία. Η μετάβαση αυτή γίνεται με την υποστήριξη του περιβάλλοντος και όχι τον απόλυτο και ολοκληρωτικό έλεγχο του αναπτυσσόμενου ατόμου.

 

Δαγκωματιές Ι, έργο του Vladimir Velickovic. Σε ένα πλαίσιο στο οποίο δεν μπορείς νααναγνωρίσεις καμία σταθερά, κυριαρχεί η άβυσσος ενώ υπάρχουν ανθρώπινες μορφές σπαρμένες και χτυπημένες. Τα κορμιά μοιάζουν με σπαράγματα που έχει καταφάει ο φόβος. Η κεντρική μορφή, παρ’ όλες τις πληγές και τις συνεχόμενες δαγκωματιές που δέχεται τρέχει, με ορμή και με μια κατεύθυνση που έχει ξεκαθαρίσει ότι θέλει μάλλον προς την λύτρωση του σε αντίθεση με τις υπόλοιπες μορφές που εμφανίζονται διαλυμένες να αιωρούνται με άγνωστη κατεύθυνση.

Η επεξεργασία του φόβου είναι διαφορετική στα δύο πρόσωπα, ο Κάφκα τον αφήνει να το κυριεύσει, μετά αρχίζει να αναγνωρίζει τα χαρακτηριστικά του- ποιες είναι οι αιτίες, ποιος τον προκαλεί, ποιά είναι η συμμετοχή του στη δημιουργία του τρομακτικού προσωπείου του πατέρα του- ύστερα τα καταγράφει με αποτέλεσμα να έχει την δυνατότητα κάθε φορά που τον κυριαρχεί να τον αναγνωρίζει και να έχει την δυνατότητα να τον χειριστεί, μοιάζει με αυτό που περιγράφει το ποίημα του Φρανκ Χερμπερτ:
Δεν πρέπει να φοβάμαι
ο φόβος είναι ο φονιάς του νου
ο φόβος είναι ο μικρός θάνατος
που φέρνει την ολοκληρωτική
εξόντωση. Θα αντιμετωπίσω
κατάματα τον φόβο μου
θα τον αφήσω να περάσει από μέσα μου.    Και όταν θα φύγει, θα στρέψω
το εσωτερικό μου βλέμμα για να δω
τον δρόμο απ’ όπου πέρασε.
Εκεί όπου θα περάσει ο φόβος
δεν θα υπάρχει τίποτα.
Μόνο εγώ θα βρίσκομαι εκεί.
Frank Herbert

Η μάχη με τον φόβο απομυθοποιεί και την δύναμη του. Όσο ο φόβος δεν εκλογικεύεται, δεν φεύγει από την σφαίρα του συναισθήματος για να εισχωρήσει στο χώρο της σκέψης, είναι ελεύθερος να ορίζει τα όρια της ζωής του ανθρώπου. Ο άνθρωπος πρέπει να αναγνωρίσει τον φόβο του και να σταθεί απέναντι του διότι αλλιώς συνηθίζει να ζει με αυτόν και με τους ανθρώπους που τον προκαλούν με αποτέλεσμα πολλές φορές σε ακραίες περιπτώσεις να μην μπορεί να ζήσει χωρίς τον φόβο και τους δαίμονες της ζωής του.  Όπως αναφέρει ο Μάνος Χατζηδάκης: «Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά.»

Πηγές:
·    Ingo Borges, Talitha Breidenstein u.a., GEGENWARTS-KUNST 1945-HEUTE IM STÄDEL MUSEUM, Hatje Cantz Verlag, Frankfurt, 2012
·    Ulrich Bischoff, ΕΝΤΒΑΡΝΤ ΜΟΥΝΚ 1863-1944, μετάφραση Παναγιώτα Ψαθά, Taschen/Γνώση, Köln, 2004
·    David Campany, ART AND PHOTOGRAPHY, Phaidon, London, 2003
·    D.W. Winnicott, Φόβος κατάρρευσης, πρόλογος-μετάφραση Πάνος Αλούπης, ΑΓΡΑ, Αθήνα, 2010
·    Σοφία Καζάκη, Αναστασία Μακρίδου, Andre Velter, VLADIMIR VELICKOVIC ΈΡΓΑ 1988-1996, ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ, Θεσσαλονίκη, 1997
·    Φραντς Κάφκα, Γράμμα στον πατέρα, μετάφραση Φαίδων Καλαμάρας, Νεφέλη, Αθήνα, 1987
·    Πέπη Ρηγοπούλου, Ο τρελλός πρόεδρος και η γυναικεία ηδονή, Παράνοια, Μύθος, Τέχνη, Τόπος, Αθήνα, 2008
·    Σίγκμουντ Φρόϋντ, Τρία ιστορικά ασθενείας, Ο Ράττενμαν – Ο πρόεδρος Σρέμπερ- Ο Βόλφσμαν, μετάφραση Λευτέρης Αναγνώστου, Επίκουρος, Αθήνα, 1995