Η ποίηση της Τζένης Μαστοράκη. Μια δοκική.

εάν (ένθετο του 24grammata.com)

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος

 

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.comκλικ εδώ

«ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ»
Η ποιητική γενιά του 1970 προσδιορίζεται ως εκείνη που αρθρώνει το λόγο της στις αρχές της δεκαετίας. Οι ποιητές της γενιάς του 1970, θα μπορούσαν να αποτελέσουν την ποιητική, συλλογική φωνή του μεταπολέμου, της περιόδου δηλαδή εκείνης που εκτείνεται χρονικά πέρα από το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου ίσαμε τις μέρες μας. Η ποίηση των γνησιότερων εκπροσώπων της γενιάς χαρακτηρίζεται από μία στροφή προς την εσωτερικότητα. Με άλλα λόγια, έπειτα από τόσες πολιτικές απογοητεύσεις, βαθύτατες και οριστικές ιδεολογικές διαψεύσεις, η νέα, ποιητική φωνή στρέφεται προς την ατομικότητα, περιφρονώντας οριστικά και αμετάκλητα πια τα ιδεολογήματα των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, τα οποία τόσο στοίχισαν σε ανθρώπινο κεφάλαιο και εθνική περηφάνεια. Η ποίηση, κουβαλώντας την κληρονομιά ενός πλούσιου και γόνιμου λόγου, μεταβάλλει την προοπτική της προς τους ενδότερους, ψυχικούς χώρους. Θα μπορούσαμε δηλαδή να ορίσουμε τούτη την περίοδο ως ένα αποφασιστικό βήμα μεταστροφής του ποιητικού περιεχομένου προς ατομικότερες αναζητήσεις. Τούτη η εγκατάλειψη της συλλογικότητας δεν συνεπάγεται τον κατακερματισμό του λόγου κατευθύνσεις ασύνδετες και ασυμβίβαστες. Ποιητές, όπως ο Γιώργος Χρονάς, ο Μιχάλης Γκανάς, ο Γιώργος Μαρκόπουλος συντάσσουν ένα λόγο ποιητικό, αποκλειστικά στηριγμένο στα προσωπικά βιώματα και τις νέες ανησυχίες. Οι ποιητές της γενιά του ΄70 μοιάζουν να αποτελούν μία συνεπή εξέλιξη της υπερρεαλιστικής θεώρησης, με μια όμως, σαφή διαβάθμιση της ουσιαστικότερης προσδοκίας της. Η νέα ποίηση, βασισμένη σε ψυχολογικά κριτήρια, επιστρατεύσει ένα μοντέλο συμβολισμού, μια υπαινικτική, καλλιτεχνική πρακτική, η οποία αγγίζει πια τα όρια του μοντερνισμού. Πρόκειται για έναν λόγο με σαφή οικονομία, ο οποίος εμποτίζεται με τους προσωπικούς, ποιητικούς κώδικες των δημιουργών, για να συντονιστεί τελικά ως μια ποίηση ελεύθερη, με σαφώς ασθενέστρη σύνδεση απέναντι στο παρελθόν. Με τον καιρό ο μοντερνισμός, επιβάλλει τις  θέσεις του και τα ποιητικά έργα καλούμενος να συμμορφωθεί θεματολογικά και τεχνικά σε μια νέα πράξη πραγμάτων. Τα πρόσωπα, τα πράγματα, οι καταστάσεις, αστικοποιούνται, η πόλη συνιστά το βασικό πεδίο αναφοράς. Με τους παρίες της, του ανθρώπους που έχουν βιώσει την καταστρεπτική μανία του ανθρώπου, την αλλοίωση της μνήμης, το νέο, αστικό «πεδίο βολής», συνιστά το μόνο χώρο μες στον οποίο είναι δυνατόν να ευδοκιμήσει τούτη η ποίηση, μια ποίηση κλειστού χώρου με διάφανο συσχετισμό προς  τις νέες, οριακές καταστάσεις, εκείνες τις οποίες υποψιάζονται οι εκπρόσωποι ενός άλλου, ποιητικού ήθους. Διαπιστώνοντας γενικά μερικά από τα πιο καίρια στοιχεία, δεν μπορεί να λησμονήσει κανείς το γεγονός πως τούτη η ποίηση δεν αντλεί μόνο διαφορετικές, αδοκίμαστες θεματικές, μα την ίδια στιγμή ανασύρει νέα μέτρα, βασίζει τη λειτουργία της σε έναν αλλιώτικο ρυθμό, σε μια ολοφάνερη απουσία του μέτρου, την οποία θα σπεύσει να υποκαταστήσει  ένα συλλογικό, γενικό αίσθημα. Η αρχαία, ελληνική ποίηση, η περίοδος του ελληνικού ρομαντισμού, η λυρικότητα και η πεισιθάνατη αισθητική των δεκαετιών του μεσοπολέμου, παραχωρούν τη θέση τους σε μια αμεσότερη ποίηση, η οποία τολμά να στραφεί, καθώς είπαμε προς το ποιητικό «εγώ», μια κατεύθυνση τολμηρή για τα προηγούμενα χρόνια. Η στροφή προς την παράδοση, όπως διαπιστώθηκε σε παλαιότερες περιόδους, αντικαθίσταται τούτη την ώρα από το πλησίασμα προς τη λαϊκή πραγματικότητα, με μια πρωτόγνωρη τρυφερότητα, σαν τάχα να υφίσταται διάφανη η πρόθεση να αποκατασταθεί η περιφρόνηση του βασικού, αστικού πυρήνα.
Θα μπορούσαμε, δηλαδή να πούμε, συνοψίζοντας τα πιο ουσιώδη χαρακτηριστικά της γενιάς του 70, πως σε τούτο το χρονικό όριο έχουμε να κάνουμε με την απόπειρα της οριστικής διαμόρφωσης ενός ποιητικού υλικού, το οποίο διατηρεί ακόμη μεγαλύτερη αμεσότητα με την καθημερινότητα. Η ποίηση εγκαταλείπει το στείρο ακαδημαϊσμό, η νέα φωνή συνθέτει το αίσθημα του Καρυωτάκη και του Λαπαθιώτη, με τη βιομηχανική ένταση και την επιτάχυνση της πραγματικότητας. Εμπρός σε όλα τούτα, οι ποιητές του μεταπολέμου, καθώς τους ονομάσαμε με μια αυθαίρετη, ίσως εκλογή, εντοπίζουν εκ νέου τις καλλιτεχνικές τους συγγένειες, εκτιμώντας τους πιο μοντέρνους από τους ποιητές της γενιάς του 30, όπως τον Τάκη Σινόπουλο και τον Μίλτο Σαχτούρη. Σε αυτούς παρατηρείται, όχι μόνο μια ισχυρή σύνδεση με το μοντερνισμό, συνέπεια ενός προηγμένου ήδη υπερρεαλιστικού μοντέλου, μα την ίδια στιγμή, ανιχνεύονται τα αισθητικά και αισθηματικά πρότυπα στα οποία επιθυμεί να ενταχθεί ο νέος ποιητικός λόγος. Ο εσωτερισμός των δύο ποιητών που προαναφέραμε, η αστική τους ποίηση, ο αφαιρετικός λόγος, η επιθετική εικονοποιία στην οποία επιδίδονται, μοιάζουν να συνιστούν οικείο υλικό για εκείνους τους δημιουργούς που τράφησαν με το παλαιό, ποιητικό δόγμα και δίνουν τώρα, εν μέσω υπέροχων τοκετών το νέο θαύμα.
Η κριτική σαφώς και δεν έχει κατορθώσει να διαμορφώσει μια συνολική εικόνα, μία εκτίμηση του ποιητικού έργου της γενιάς του 70. Ίσως διότι ακόμα και η κριτική της περιόδου κλονίζεται, καθίσταται λιγότερο ασαφής και πολιτική, ενώ αθροίζει στο αξιακό της σύστημα νέα κριτήρια, τολμηρές θεωρήσεις της λογοτεχνικής δημιουργίας του παρελθόντος, η οποία τώρα ερμηνεύεται με νέα μέτρα και σταθμά. Υφίσταται πάντοτε ένα όριο, στο μετεωρισμό της ποιητικής του 1970. Όμως τούτο το άλμα, το αναγκαίο προκειμένου να εξελιχθεί το φαινόμενο της ποίησης στον τόπο μας παρουσιάζει το ενδιαφέρον της σύνθεσης, της πρότασης, της καινοτομίας και ίσως ετούτα να το καθιστούν γοητευτικό και βαθύ. Η αισθητική της ανατροπής, η οποία κυριάρχησε στους κυριότερους εκπροσώπους της συγκεκριμένης ποιητικής γενιάς, παραχώρησε γρήγορα τη θέση της σε μια ποιητική ωριμότητα, ικανή να πραγματοποιήσει τις επιδιωκόμενες ενδοσκοπήσεις.  Η πολιτική της αλλαγής, η αγόρευση της Αριστεράς, ως μια εγγυητική δύναμη για τη νέα εποχή, χαρακτηρίστηκαν γρήγορα από μια παταγώδη αποτυχία, περισσότερο αισθητή στις μέρες μας όσο ποτέ. Τούτο δε, οφείλουμε να συμπληρώσουμε συνιστά ίσως και το μόνο συνδετικό στοιχείο, ένα είδος, ποιητικού κοινού παρονομαστή, ο οποίος χαρακτήρισε τις ποιητικές περιόδους στον τόπο μας. Πεζολογία, προφορικότητα, ένταξη της καθομιλουμένης στην ποιητική λειτουργία και παραίτηση από την επισημότητα ενός αναίσθητου, γλωσσικού οργάνου, ένας λόγος που επιτίθεται και επιχειρεί εκείνο το οποίο επισημαίνει ο Αριστηνός στη μελέτη του για τον Γ. Χειμωνά, μια προοπτική δηλαδή, η οποία αναφέρεται σε κάτι άλλο πέρα από την απλή επικοινωνία. Ετούτη ακριβώς η επισήμανση, του εύστοχου μελετητή, με αφορμή το έργο του Χειμωνά και το συσχετισμό του με τη σολωμική παράδοση, θα μας απασχολήσει εκ νέου σε τούτη τη δοκιμή μας, καθώς θα αποπειραθούμε να ανιχνεύσουμε τις πιθανές συγγένειες και τις αφετηρίες του έργου μιας σημαντικής εκπροσώπου της ποιητικής γενιάς του ΄70, της ποιήτριας και μεταφράστριας Τζένης Μαστοράκη.
Η Τζένη Μαστοράκη γεννήθηκε στην Αθήνα. Η ποιητική της παρουσία αναδεικνύεται για πρώτη φορά το 1971. Την επόμενη χρονιά εκδίδεται η πρώτη, ποιητική συλλογή της, με τίτλο «Διόδια», μία κατ΄ουσίαν διέλευση της ίδιας μέσα από τις πνευματικές αναζητήσεις της νεότητας. Ακολουθούν οι συλλογές «Το Σόϊ», το 1978, οι «Ιστορίες για τα βαθιά» το 1983, ενώ το 1989 δημοσιεύεται η τελευταία, ποιητική συλλογή της, «Με ένα στεφάνι φως», με την οποία η ποιήτρια επιβεβαιώνει μια δημιουργική συνέπεια, υψηλού επιπέδου. Οι μεταφράσεις της συνιστούν ακόμη ένα ενδιαφέρον στοιχείο της λογοτεχνικής της παρουσίας. Καταπιάνεται με κείμενα απαιτητικά, οι αποδόσεις της δεν αποτελούν μια απλή, μεταφραστική δοκιμή, μα μία ουσιώδη, πεζογραφική συνεισφορά στην εγχώρια λογοτεχνία. Σημειώνουμε σε τούτο το σημείο, πως είναι τέτοια η αποτελεσματικότητα της συγγραφέως στη γλωσσική οικειοποίηση του κειμένου, ώστε δεν θα ήταν άσκοπος πλεονασμός μια εξειδικευμένη αναφορά σε τούτη την πτυχή του έργου της Μαστοράκη.
Η ποιήτρια συνιστά, όχι αδίκως, τη σημαντικότερη εκπρόσωπο της λεγόμενης γενιάς του ’70, για την οποία προηγήθηκε ένα σύντομο σχόλιο. Η αγόρευσή της σε τούτη τη θέση, δεν συνιστά μια άκριτη φιλοφρόνηση. Κάθε άλλο. Ήδη από την πρώτη επαφή με την ποίηση της Τζένης Μαστοράκη, ο αναγνώστης διαισθάνεται πως πρόκειται για έργο με ποιότητα και αξία. Η νοηματική πυκνότητα των στίχων της, οι μεταβάσεις ανάμεσα στα πρόσωπα και το χρόνο, οι προσωπικές, βιωματικές αναφορές δεν συνεπάγονται μια ποίηση «εύκολη.» Δεν μιλούμε δηλαδή για ένα ποιητικό σύμπαν εύκολα ορατό και ανιχνεύσιμο, μα για μια προκλητική, ποιητική πραγματικότητα, με την έννοια της απαίτησης. Πολλοί και οφείλουμε να το σημειώσουμε σε τούτο το σημείο ίσως συγχέουν το χαρακτηριστικό της «ευκολίας» με την ιδιότητα του «εύληπτου» υλικού. Φροντίζουμε, λοιπόν να επισημάνουμε πως στην περίπτωση της Μαστοράκη, το ποιητικό δρώμενο ασκεί μια γοητεία, διακατέχεται από μια ταπεινοφροσύνη, μια ευλογημένη αμεσότητα, στοιχεία τα οποία καθιστούν το έργο ενδιαφέρον και αισθητικά αυθύπαρκτο. Θα πρέπει να κοπιάσει όμως κανείς για να μυηθεί στο σύμπαν της Μαστοράκη, για να εντοπίσει πιθανές συγγένειες, διακειμενικές αναφορές. Τα θέματα της ποίησης της Μαστοράκη δεν αποκαλύπτονται παρά μόνο αν ο αναγνώστης καθίσταται διαθέσιμος και ικανός φυσικά, προκειμένου να αποκρυπτογραφήσει τα σύμβολα και να διακρίνει την κατεύθυνση του υπονοούμενου λόγου. Η ποιητική εργασία της Μαστοράκη δεν συνιστά ποίηση υψηλή, εξαιτίας της ολοφάνερης συνθετότητάς της, μα γιατί τόσο οι θεματικές, όσο και ο λόγος της κατορθώνουν να δημιουργήσουν ένα σπουδαίο βάθος, μια παράλληλη προοπτική με την πραγματική. Επαφίεται στη διάθεση του αναγνώστη, στην επικοινωνιακή του ανάγκη, προκειμένου να εκτιμήσει και να κατανοήσει σε βάθος την ποίηση της δημιουργού, απαιτώντας συγχρόνως από εκείνον να  παραδεχτεί την εξαίρεση ετούτη, η οποία επιβεβαιώνει την υποψία εμπρός στην αναλογία μεταξύ του διαβαθμισμένου βαθμού δυσκολίας και της ποιότητας ενός έργου.
Το ποιητικό έργο της Μαστοράκη, την περίοδο κατά την οποία εκτίθεται στο κοινό μπορούμε να πούμε ότι διαμορφώνεται υπό το αμυδρό, πνευματικό φως μιας περιόδου εθνικού απομονωτισμού, όπως αποτέλεσε η επταετής δικτατορία των συνταγματαρχών. Με παραστάσεις ανάλογες, με προσωπικές μαρτυρίες για τις ασφυκτικές περιθωριοποιήσεις κοινωνικών μειοψηφιών, η Τζένη Μαστοράκη ενηλικιώνεται στη συλλογή της «Διόδια», επιδεικνύοντας μια εξαιρετική, αξιολογική ικανότητα εμπρός στην εποχή και τους ανθρώπους της. Η αναφορά στο α’ ενικό πρόσωπο, το εξομολογητικό ύφος της ποιήτριας, η ελλιπής σκηνοθεσία που υπολείπεται εμφανώς απέναντι στην αποκαλυπτόμενη , προσωπική ιδεολογία, επιβεβαιώνουν εκείνο που ισχυρίζεται στον περιεκτικό, όσο και εξαιρετικό του σχολιασμό ο ποιητής Γιάννης Ευθυμιάδης.Πρόκειται δηλαδή για μια προσπάθεια ταξινόμησης, αυτοπροσδιορισμού, καθορισμού δηλαδή όχι μόνο των ποιητικών μέσων αλλά και της ιδεολογικής βάσης, επί της οποίας η Μαστοράκη θα στηρίξει το λόγο  της. Η ίδια η ποιήτρια οφείλει να αναμετρηθεί με τις αγωνίες, τους μύθους της, τα αναχώματα της ποιητικής δυναμικής της. Και τούτο το κατορθώνει με επιτυχία η Μαστοράκη στην πρώτη της συλλογή με τον ενδεικτικό τίτλο «Διόδια.» Με όχημα τη διάθεση να διαμορφώσει το σύμπαν της και να αυτοκαθοριστεί η Μαστοράκη θα σταθεί αποφθεγματική, άλλοτε πάλι οργισμένη, «εφηβική», καθώς πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Ευθυμιάδης στις επισημάνσεις του. Χρειάζεται προφανώς ετούτη η σύγκρουση, η αναμέτρηση αυτή καθίσταται αναπόφευκτη, καθώς μόνο με τούτο τον τρόπο μπορεί κανείς να περιγράψει με ευκρίνεια το μύθο του. Τούτος ο αποκλειστικός τρόπος είναι ο μόνος προκειμένου η ποιήτρια να απελευθερώσει όλες τις δυνάμεις της και απρόσκοπτα πια να δοθεί, με τη δέουσα ευλάβεια και οικονομία στο ποητικό λειτούργημα. Σαφώς και η Μαστοράκη μας επιδεικνύει δείγματα της πυκνότητας, με την οποία θα προικίσει αργότερα τις μετέπειτα εργασίες της. Ταυτόχρονα όμως μας προσφέρει μια εικόνα του κόσμου, διόλου παραμορφωμένη, μα διαμορφωμένη θα λέγαμε υπό το πρίσμα ενός ικανού παρατηρητή, με ένστικτό και ευαισθησία, χαρακτηριστικά τα οποία θα εκθέσει απλόχερα στις επόμενες, ποιητικές εργασίες της.  Η πολιτική της ιδεολογία δεν περιχαρακώνεται, δεν τίθεται ανάμεσα σε «συμπληγάδες», μα αναγνωρίζει ως κέντρο της συλλογιστικής της το σύγχρονο άνθρωπο, τον ίδιο που έχει βιώσει τόσες κρίσιμες, ιστορικές στιγμές και κουβαλά τούτη τη γνώση, τη μεταδίδει, όχι για να αποφευχθούν λάθη παρόμοια, ιστορικά, μα για να εμπεδώνεται θαρρείς, ο χαρακτήρας ετούτη της φυλής. Η διαφάνεια των «Διοδίων» είναι σχεδόν αφοπλιστική, συμπερασματική ικανά, ώστε να κυριαρχήσει ως έκπληξη, μια και ο φορέας τούτης της ποίησης δεν είναι παρά ένας άνθρωπος νέος, πολλές φορές λόγω θέσης και ηλικίας,ανήμπορος να εκτιμήσει τα φαινόμενα ετούτου του κόσμου. Μα δεν ισχύει αυτό για την Τζένη Μαστοράκη, καθώς τόσο το συγκεκριμένο ύφος, όσο και τα θέματά της ποίησής της  αποδεικνύουν ξεκάθαρα πως η ποιήτρια συντάσσει ένα λόγο αποφασιστικό, με όλη τη σιγουριά μιας βέβαιης εκτίμησης.
Η εισαγωγική συλλογή της Τζένης Μαστοράκη συνιστά κάτι παραπάνω από μια ένδειξη για εκείνο, το οποίο πρόκειται να ακολουθήσει με τις επόμενες εργασίες της. Το «Σόϊ», αποτελεί την πρώτη, επιτυχή απόπειρα της Μαστοράκη να διαμορφώσει ένα ολοκληρωμένο σύμπαν, δομημένο από τα προσωπικά, βιωματικά υλικά. Η συλλογή του 1978, επανεκδιδόμενη το 1990, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από τον τίτλο του εισαγωγικού ποιήματος της συλλογής. Πρόκειται δηλαδή για την «Περίληψη» ενός βίου, δοσμένου μέσα από τα πράγματα και τα πρόσωπα σύμβολα. Ετούτα δηλαδή χρησιμοποιεί η Μαστοράκη προκειμένου να εντάξει τον αναγνώστη στο προσωπικό της σύμπαν. Μια πραγματικότητα οικεία, κοινή, ένα πρότυπο θαρρείς ελληνικό, ικανό να προκαλέσει την αισθηματική πληρότητα που επιδιώκει η Μαστοράκη, καθώς εύκολα πραγματοποιούνται οι αναγωγές με την ατμόσφαιρα και το ήθος μιας βιωμένης εποχής. Τα πρόσωπα τα οποία εγκαλεί η ποιήτρια, συνιστούν μορφές οικείες, χαρακτηριστικές της ελληνικής οικογένειας, τέτοια η δυναμική τους, η εγκαλούμενη από αυτές νοσταλγία, ώστε να μπορούμε να μιλούμε για ένα είδος συμβολοποίησης των ανθρώπων στην ποίηση της Μαστοράκη. Μια συνήθεια δηλαδή, η οποία αποδεικνύει ένα διαχρονικό στοιχείο της ποίησής της, πέρα από την επιβλητική αποστασιοποίηση από το θέμα ή το τραγούδι. Μιλούμε δηλαδή για μια θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στην εικονοποιία και την αισθηματική πληρότητα του λόγου,στοιχεία τα οποία συνδράμουν  στη διαμόρφωση της επιδιωκόμενης, διαισθητικής έκλαμψης, με μέσα οικονομίας. Τέτοια η δυναμική της Μαστοράκη, ώστε να μπορούμε να μιλούμε για μία δημιουργό, η πληρότητα της οποίας επιτυγχάνεται με μέσα απλά, λιτά, οικεία. Μια ολόκληρη παράδοση διέρχεται από την πεζολογική ποίηση της Μαστοράκη, μια παράδοση που υφίσταται καταγεγραμμένη μόνο μες στην προφορικότητα σύγχρονων, λαΪκων εθίμων, συνηθειών απόλυτα ταυτισμένων με κορυφαίες στιγμές της ανθρώπινης ζωής, όπως η γέννηση και ο θάνατος.  Μες στα ποιητικά κείμενα της Μαστοράκη αποκαλύπτονται ξαφνικά, ως εκπλήξεις μαρτυρίες από τη διαχρονική όψη του ανθρώπου. «Άνοιξα τα μάτια, τους είδα, όλους δικέφαλους και φοβήθηκα» σημειώνει η ποιήτρια για να αποσαφηνιστεί πια ξεκάθαρα το απόσταγμα μιας ενσυνείδητης παρατήρησης. Η νεαρή Μαστοράκη διαπιστώνει πως δεν θα βρει ποτέ, μήτε στις βυζαντινές μορφές της μνήμης της εκείνο που ονειρεύτηκε, το στοιχείο εκείνο, το οποίο της τάχθηκε. Τη βασική προσφορά ετούτου του κόσμου, τη στοργή δεν θα τη βρει ποτέ, καθώς προικίστηκε με εκείνο που βαραίνει τους ποιητές, όσους ζουν με τα πάθη και τα αισθήματά τους λυμμένα. Και δεν είνα άλλο από την αλήθεια, όπως φέγγει μες στα πράγματα και τους ανθρώπους. Με άλλα λόγια η Μαστοράκη διατυπώνει ένα μυστικό, συγκαλυμμένο λόγο. Μόνον εκείνος που αφήνεται με όλη του την ευαισθησία ανοιχτός σε τούτες τις εικόνες, μπορεί να εννοήσει την αγωνιώδη νοσταλγία του κοριτσιού, της γυναίκας πια που κρατεί από έναν τόπο, όμοιο με το δικό μου και το δικό σου.
Μια υποψία για το σύγχρονο, το δυτικό καιρό μας αφήνεται να στάξει μέσα από τα κείμενα της Μαστοράκη. Η νέα πραγματικότητα, αυτή που δεν χωρά πια τις μνήμες των «γαλάζιων φυλαχτών της Τήνου, των εργόχειρων και των σπασμένων γυαλιών»,ανοίγεται ως προοπτική εμπρός στο βλέμμα της ποιήτριας. Και είναι καταλυτική η ατμόσφαιρά του και επιβλητική, ετούτος ο καιρός που δεν ανέχεται τη μνήμη και την παράδοση και επιταχύνει σε πείσμα της βαθιάς μας επιθυμίας. Η ποίηση της Μαστοράκη συνιστά πάντοτε μια προσωπική στιχουργική. Μα δεν θα λείψουν οι στιγμές, κατά τις οποίες η ίδια ενδύεται με όλη της τη χάρη κοινωνικές προεκτάσεις και η ποίησή της εμπεριέχει δυναμικά, σχόλια στοχευμένα προς την κοινωνική πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφώθηκε με ταχύτητα, δίχως τη δυνατότητα μιας αντίδρασης, μιας ανάσχεσης της επιταχυνόμενης μεταστροφής, καθώς σηματοδοτείται η μετάβαση προς τη νέα εποχή, το απόσταγμα της οποίας σήμερα διανύουμε, όντας πια σε θέση να εκτιμήσουμε τις ολέθριες συνέπειες από την αποστασιοποίηση σε σχέση με ένα αναγνωρισμένο, δοκιμασμένο αξιακό σύστημα.
Ο θάνατος αποτελεί έναν από τους αξόνες της ποίησης της Μαστοράκη. Ετούτο θα το διαπιστώσουμε ακόμη πιο καθαρά, τη συνειδητή δηλαδή επιλογή της ποιήτριας να εντάξει ως θεματική και  να ασχοληθεί τόσο ενσυνείδητα με ένα ζήτημα ανθρώπινο και κορυφαίο. Αξίζει να παρατηρήσουμε πως τούτο το θέμα απουσιάζει ολότελα από την πρώτη συλλογή, τα «Διόδια.» Καλύτερα, θα μπορούσαμε να πούμε πως η αναφορά του στην πρώτη συλλογή υπονοείται, για να δηλωθεί με τρόπο ξεκάθαρο στις επόμενες συλλογές, όπως και στο «Σόϊ», τη συλλογή την οποία εξετάζουμε σε τούτο το σημείο του σχολιασμού μας. Σε τούτη τη συλλογή, λοιπόν δεν έχουμε να κάνουμε με μία αφετηρία προβληματισμού, μα με ένα υλικό σκηνοθετικής αξίας, ικανό να επιβάλει την αναγκαία υποβλητικότητα, με την οποία μπορεί κανείς να αντικρίσει το ζήτημα του θανάτου. Οι μορφές των νεκρών συγγενών, γυναικών και ανδρών, με όλη τη γραφικότητα και τα απαρχαιωμένα χαρακτηριστικά τους επανέρχονται στο φακό της Μαστοράκη, για να επαναφέρουν όχι μόνο την εποχή τους που τέλειωσε οριστικά, μα και να εκφράσουν μια διακριτική νοσταλγία, την οποία δεν τρέφουν παρά σπασμωδικές εικόνες, ψυχολογικές εντυπώσεις θα μπορούσαμε να τις ορίσουμε εκείνων των εξαντλημένων μορφών. Με το ύφος μιας λαϊκής εξιστόρησης, ενός χαριτωμένου περιστατικού, το οποίο συνδέεται με το τάδε ή το δείνα πρόσωπο της παιδικότητάς μας, η ποιήτρια, ανασύρει τη «θεία Πέρδικα»,ένα πρόσωπο συνώνυμο της ζωής και των απολαύσεών της. Η θλίψη για την απώλεια δεν καθίσταται δυσδιάκριτη, μα ανιχνεύεται, μόνο από τους συνειδητούς μύστες, όσους ανταποκρίνονται στη συναισθηματική έκθεση και την ως εκ τούτης, εξοικείωση. Με μια γλώσσα ταπεινή και πληθωρική στον ήχο και την υποβλητικότητα, με την προφορικότητά της τονισμένη κατάλληλα, μπορεί κανείς να συλλάβει σε όλη του τη λεπτότητα τη στοργική λύπη της ποιήτριας για τα ληθικά πρόσωπα.
Η συλλογή της Τζένης Μαστοράκη σχολιάσαμε ήδη πως κατέχει μία σημασία κοινωνική, συνιστά δηλαδή ένα διακριτικό, κοινωνικό σχόλιο, το οποίο σε ορισμένες στιγμές φαίνεται πως ενδιαφέρει περισσότερο την ποιήτρια, έναν άνθρωπο που βιώνει τη μεταδικτατορική Ελλάδα και διαπιστώνει την εξέλιξή της  με την αναγνωρισμένη σήμερα καπηλεία των αγώνων και των ονείρων. Μα τούτα τα συμπεράσματα συνιστούν απίθανες αυθαιρεσίες, εικασίες μόνο για την ποιητική λειτουργία της Τζένης Μαστοράκη. Η ποίησή της είναι αστική, το τοπίο της συνίσταται  ως τέτοιο, η εικονοποιία της δεν είναι απλά μιας τάξεως εικαστικής, μα μιας πρόθεσης ποιητικής, ειλικρινούς, να συνοψισθεί η ιστορία τούτου του τόπου μες στα όρια των πεζολογικών της αναφορών. Μιλούμε για την «Κάθοδο», το ποίημα της συλλογής «Σόϊ», με το οποίο θαρρείς και αποκαλύπτεται η, ας πούμε, «ελληνική» κατεύθυνση μες σε εκείνους τους καιρούς.  Με πόση οικονομία η Μαστοράκη εδώ εκτυλίσσει το ελληνικό δράμα του μεσοπολέμου, τη διαφυγή προς τα αστικά κέντρα, τη συναισθηματική φόρτιση, τη νοσταλγία για τις περιφρονημένες πατρίδες, την αγωνία, με την οποία οι άνθρωποι κόπιασαν να σταθούν στο ύψος των καιρών τους, τη λύπη για το όνειρο που συντηρήθηκε μόνο ως όνειρο ακυρωμένο. Η Μαστοράκη περιγράφει την ελληνική πραγματικότητα, τους θεσμούς της, την τρυφερότητα με την οποία η εκκλησία προσεγγίζει την ανθρώπινη δυστυχία, θαρρείς ετούτη να συνιστά μία αιτία παρέμβασης της θεϊκής της ιδιότητας. Τα μεγάλα και τα μικρά γεγονότα που λησμονήθηκαν, που συγχέονται μες στην αστική πραγματικότητα και τέλος δεν αποτελούν παρά μνημειώδεις γραφικότητες. Δίχως να καθίσταται δυνατή η σύλληψη της εποχής εκείνης, παρά μόνο με την εκτίμηση των εντυπώσεων, δεν θα αμφέβαλε κανείς πως τα ποιήματα της Τζένης Μαστοράκη συνιστούν δριμεία σχόλια και εικαστικές αναπαραστάσεις ενός παλαιού, δύσκολου και ελπιδοφόρου, τότε, καιρού.
Προτού εγκαταλείψουμε το «Σόϊ» στην ποιητική του αρτιότητα, σκόπιμο είναι να προβούμε σε μια αναγνώριση των συυγενειών της Μαστοράκη, των ιχνών δηλαδή που άφησαν μεμονωμένοι δημιουργοί της προηγούμενης περιόδου στην ποίηση των λογοτεχνών της δεκεατίας του ΄70. Ενδιαφέρουσα από τούτη τη σκοπιά, διαφαινόμενη στις ποιητικές συνθέσεις της Μαστοράκη, συνιστά η διακριτική ανταπόκριση με την ποίηση τόσο του Μανώλη Αναγνωστάκη, όσο και του Μίλτου Σαχτούρη αντίστοιχα. Μιλώντας για τον Αναγνωστάκη, ουσιαστικά κάνουμε αναφορά στον πιο αντιπροσωπευτικό, μαζί με τον Σινόπουλο ποιητή της συνειδητοποιημένης ήττας, της ακύρωσης δηλαδή των προοπτικών της μεταπολεμικής Ελλάδας. Δεν λησμονούμε τον Τάσο Λειβαδίτη, μα στους δυο προηγούμενους των αναφορών μας ενυπάρχουν πολλά από τα στοιχεία της ποιητικής της Μαστοράκη, ενώ και οι δύο διαχωρίστηκαν νοηματικά, σχεδόν κεντρικά από την πολιτική προσέγγιση του Λειβαδίτη, η οποία επίσης εξέπνευσε κατά τα χρόνια της ωριμότητάς του.
Σε τούτο το σημείο θα επανέλθουμε στη μελέτη του Γιάννη Δάλλα, με την οποία ξεκινήσαμε την αναφορά μας στην ποίηση της Τζένης Μαστοράκη. Ο κριτικός επισημαίνει: «Από τις τρεις ποιητικές τάσεις, οι δύο, η πολιτική και η υπαρξιακή παρουσιάζονται απόλυτες και μεταξύ τους αντιμέτωπες ως ιδέες και ποιητικές φωνές στα πρώτα χρόνια του μεσοπολέμου. Με σημεία και ρηματική αναφορά τη μελλούμενη ευτυχία της ομάδας η μία και η άλλη την αγωνία του μεμονωμένου ατόμου. Δύο στρατόπεδα, ιδεολογικά και αισθητικά αντιμέτωπα. Αλλά στη δεκαετία του ’50 οι αντίπαλες ποιητικές συμπλησιάζονται. Βαθμιαία και ο ποιητής της πολιτείας θα βιώσει τη μεταπολεμική του περιπέτεια εσωτερικότερα, ως δράμα του προσώπου του και ο ποιητής της ύπαρξης εξάλλου θα ικριώσει την προσωπική του αγωνία, καθιστώντας την εμπράγματη στο δράμα των καιρών.» Ο Αναγνωστάκης τοποθετείται σε τούτο ακριβώς το σημείο, στην κατηγορία δηλαδή των ποιητών, οι οποίοι αντιλαμβάνονται πλήρως τη ματαίωση των προσδοκιών τους και έτσι αποφορτισμένοι πλήρως, καταθέτουν πια τη θλίψη τους για τις συνέπειες της ήττας. Τούτη την αισθητική της λύπης, λοιπόν θα ενστερνιστεί σε ορισμένες περιπτώσεις η Μαστοράκη, φανερώνοντας όχι μόνο την ατομική της αγωνία, αλλά και μια υπόγεια διασύνδεση, χρήσιμη για την ερμηνεία της, με την ποιητική πραγματικότητα μιας άλλης εποχής. Στον «Θανάση» φανερώνεται τούτο το στοιχείο έκδηλο, σαφές, η πολιτική θεώρηση της Μαστοράκη προκύπτει αβίαστα, καθώς αποσαφηνίζεται η προδοτική κατάληξη μιας ολόκληρης κοσμοθεωρίας,ακόμη σημαντικότερο μιας ουσιώδους ελπίδας. Με μια αντίστοιχη με του Αναγνωστάκη επιγραμματικότητα, με την ελλειπτικότητα και την αποσιώπηση η Μαστοράκη ταυτίζεται αισθητικά με τον ποιητή και φανερώνει δίχως περιστροφές μια κοινή, πολιτική συνείδηση, υιοθετώντας έναν λόγο απολογιστικό, που διατηρεί το σιωπηρό διάλογό του με την ιστορία και τα γεγονότα της. Η διατύπωση του Δάλλα αποτελεί μία ιδιαίτερα, καίρια επισήμανση, η οποία μας βοηθά αποφασιστικά προκειμένου να κατανοήσουμε σε όρους ψυχολογικούς την ποίηση της Αθηναίας δημιουργού. Μας προσφέρει με άλλα λόγια έναν τρόπο ερμηνείας του κώδικα, πάνω στον οποίο στηρίζει η Μαστοράκη το έργο της, είτε αυτός ενέχει διαστάσεις πολιτικές, είτε πάλι συγκροτεί επικοινωνιακή προέκταση, μια σιωπηρή, καταφατική ανταπόκριση με το παρελθόν που την έθρεψε. Εν προκειμένω με το ποιητικό έργο του Μανώλη Αναγνωστάκη. Θα μπορούσαμε λοιπόν να συμπεράνουμε, διόλου αυθαίρετα πως στις πρώτες συλλογές της Μαστοράκη ενυπάρχει η πρόθεση να διαμορφωθεί μια προσωπική φωνή από την ποιήτρια, ενώ την ίδια στιγμή υφίσταται διάφανη μια εξαιρετικά εύστοχη κριτική θεώρηση της πραγματικότητας, όπως εξελίχθηκε από την περίοδο μετά τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και ως τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και έπειτα, όταν δηλαδή αποκαθίσταται η δημοκρατική νομιμότητα στο εσωτερικό της χώρας, καθιστώντας πια οριστικό το τέλος της πολιτικής ποίησης όπως αποκρυσταλλώθηκε τα προηγούμενα χρόνια. Τα προσωπικά βιώματα, η ενδοσκοπική ροπή ως θεματική ανιχνεύεται μες στο έργο της Μαστοράκη, η οποία ως γνήσιος εκπρόσωπος της ποιητικής γενιάς του ΄70 εκφράζει τον εσωτερισμό, το βασικό στοιχείο με το οποίο αναγνωρίζεται το ποιητικό έργο των δημιουργών αυτής της καλλιτεχνικής περιόδου. Η ερμηνεία της ποιητικής λειτουργίας της Τζένης Μαστοράκη θα επιτευχθεί σε έναν οριστικότερο βαθμό με την επόμενη συλλογή της, τα ποιήματα που τιτλοφορήθηκαν «Με ένα στεφάνι φως», με το οποίο αποκωδικοποιείται και οριστικοποιείται ταυτόχρονα, η χρήση των ειδικών συμβόλων. Σε τούτη τη συλλογή μπορεί κανείς να παρατηρήσει τόσο τις φανερές, ποιητικές συγγένειες, όσο και εκείνες τις περιπτώσεις, με τις οποίες η Μαστοράκη διατηρεί μια διακριτική, υπόγεια σύνδεση. Οι θεματικές, το ύφος της ποίησης της Μαστοράκη καθορίζονται με ακρίβεια πια, επιτρέποντας στην κριτική να προσδιορίσει τις πιο εσωτερικές στοχεύσεις της και να την κατατάξει δικαίως στη θέση μιας από τις πιο σημαντικές ποιητικές φωνές της σύγχρονης, ελληνικής πραγματικότητας. Σε ετούτο, ακριβώς το ποιητικό υλικό, στο σύνολο δηλαδή των ποιημάτων,-πεζολογικών και πάλι αναφορών, στις οποίες κυριαρχεί η αίσθηση του υπονοούμενου-, τα οποία περιλαμβάνονται στο «Φως», τελευταία έκδοση της Μαστοράκη, θα στηριχτούμε προκειμένου, με την πρόθεση της επαρκούς ερμηνείας να καθορίσουμε επακριβώς τα βασικά χαρακτηριστικά μιας ολοκληρωμένης, πια, ποιητικής κορυφής.
Στην τελευταία συλλογή της η Τζένη Μαστοράκη αφήνει μικρές χαραμάδες, χνάρια για την αναγνώριση των ιδιαίτερων θεμάτων, με τα οποία καταπιάνεται η ποιητική της λειτουργία. Η χρησιμότητα μιας τέτοιας διαπίστωσης, μιας έρευνας ως προς τα πνευματικά ερείσματα δεν συνιστά απαραίτητα μία αναγκαία συνθήκη προκειμένου να εννοηθεί το έργο κάθε δημιουργού. Η ποιητική λειτουργία άλλωστε πολλές φορές αρκεί για να αναδειχτεί η καταβύθιση στα αισθητικά και αισθηματικά μοτίβα, με τα οποία προικίζεται η δημιουργία. Με άλλα λόγια, αρκεί να αισθανθεί κανείς το στίχο και τότε η ερμηνεία περισσεύει, καθίσταται μια δευτερεύουσα προοπτική, ένα ζήτημα ασήμαντο, καθώς το φαινόμενο της ποίησης μας αποκαλύπτει τα τοπία πίσω από τις κλειστές πόρτες της ψυχής μας και τούτο συνιστά μια πολυτέλεια, μια ανεπανάληπτη επάρκεια. Η αναλυτική προσέγγιση της ποίησης, εν προκειμένω της Μαστοράκη δεν πραγματοποιείται για να αποδοθούν τελικά ή να αρθούν τα εύσημα, να καταταχτεί μια ποίηση, ήδη αναγνωρισμένη για το βάθος και τη γλωσσική της δυναμική. Η αδόκιμη μελέτη, η κατά το δυνατόν λεπτομερής και προσεκτική κριτική θεώρηση της ποίησης της Τζένης Μαστοράκη πραγματοποιείται για να δοθεί η ευκαιρία, και να σταθεί ο αναγνώστης κοντύτερα σε τούτες τις δημιουργίες, να καθοριστεί δηλαδή με τη μεγαλύτερη, ικανή επάρκεια η αξία μιας λογοτεχνικής δημιουργίας. Προσεγγίζοντας την ποίηση ενός δημιουργού, ουσιαστικά εκπληρώνεται βαθύτερα και πιο ολοκληρωμένα, ο πρώτιστος, ίσως σκοπός της γραφής, η ανθρώπινη επικοινωνία. Από τούτη τη σκοπιά, δοκιμάζουμε να σταθούμε λοιπόν υπό το «φως» της ποιήτριας, να εξασφαλίσουμε και εμείς μια ευκαιρία δοκιμάζουμε προκειμένου να δεχθούμε τούτο το «στεφάνι», με το οποίο χρίζει η Μαστοράκη τους μύστες των ποιητικών της δρωμένων.
Προτού προβούμε σε οποιαδήποτε περεταίρω ερμηνεία της ποίησης της Μαστοράκη, σκόπινο είναι να διαπιστώσουμε τους κύριους, θεματικούς άξονες, με βάση τους οποίους αρθρώνεται ο λόγος της ποιήτριας. Η θρησκευτική διάσταση στο έργο της Μαστοράκη, το φως ως συστατικό στοιχείο ενός τοπίου αστικού, μα ταυτόχρονα ελληνικού, η διασύνδεση του ποιητικού λόγου με εκείνον που επέζησε μες στην προφορικότητα της δημοτικής μας ποίησης, με τα θέματα και την ατμόσφαιρα, ο θάνατος που δεν κατορθώνει να υπερνικήσει τη μνήμη, η σολωμική συνεισφορά στο έργο της. Τούτα συνιστούν μερικά από τα θέματα, με βάση τα οποία εκφέρεται ο ποιητικός λόγος της Τζένης Μαστοράκη. Ειδική αναφορά δε, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σε σχέση με μια διακριτική επιρροή του μετα-υπερρεαλιστικού Μίλτου Σαχτούρη, αλλά και του Τάκη Σινόπουλου, ο οποίος ανέπτυξε και εξέφρασε την ανθρώπινη θλίψη για τη βεβαιότητα του θανάτου, η οποία εκπληρώνεται. Μπορούμε λοιπόν, να διαπιστώσουμε πως υφίσταται μια ευρύτητα θεμάτων, με τα οποία εμπλουτίζεται η ποίηση της Μαστοράκη, ενώ και τεχνικά υπάρχει η αναγκαία, διακριτική και οικειοποιημένη διασύνδεση του έργου της με άλλα ποιητικά σύμπαντα. Σημειώνεται ότι η αισθητική η οποία υιοθετείται από την Μαστοράκη, δεν συνιστά μια τεχνική υφή, εκδηλωμένη στα σώματα των ποιημάτων, μα μία κοινή ιδεολογική βάση, ξεκάθαρα υπαρξιακή η οποία εκπορεύεται από το λόγο δύο εκ των σημαντικότερων, ποιητικών φωνών, οι οποίες διαχωρίστηκαν, συνιστώντας λαμπρές ατομικότητες, υπερβαίνοντας τις τάσεις και τα ποιοτικά κινήματα της εποχής τους, διαμορφώνοντας μια επιπλέον κατεύθυνση στην εκφραστική, ελληνική ποίηση του 20ου αιώνα. Αναζητώντας ένα σχήμα διπολικό, το οποίο θα συνοψίζει τις επιδιώξεις της ποιήτριας, ετούτο δεν είναι άλλο από εκείνο του έρωτα και του θανάτου, του δίκαιου ως μια ατομική συνείδηση εμπρός στην παγιωμένη αδικία του κόσμου. Με βάση τούτα, λοιπόν οφείλουμε να δοκιμάσουμε να απεικονίσουμε σε βάθος τις ανταποκρίσεις του ποιητικού έργου της Τζένης Μαστοράκη, απλά και μόνο για να συνεισφέρουμε στην εμπέδωση της θέσης της ανάμεσα στο σύνολο της ποιητικής δημιουργίας, όχι μόνο της περιόδου από το 1970 και έπειτα, μα και συνολικά της ποιητικής δυναμικής του προηγούμενου, ιδιαίτερα παραγωγικού αιώνα.

Μια πρώτη παρατήρηση για την τρίτη και τελευταία, ποιητική συλλογή της Τζένης Μαστοράκη συνιστά εκείνη, η οποία αναφέρεται στη σημασία του «φωτός» μες στο ποιητικό σύνολο. Ο όρος, αποδιδόμενος ήδη στον τίτλο του έργου εκφράζει τη ροπή της ποιήτριας να διεκδικήσει το φως, τη λάμψη, το είδος, εκείνο της εσωτερικής αλήθειας που αποτελεί μια διαρκή επιδίωξη του ποιητικού φαινομένου. Με τη ρητή, αυτή ομολογία η ποιήτρια προϊδεάζει για το ζητούμενο της ποιητικής ωρίμανσής της. Παρά την περιγραφική εμμονή της Μαστοράκη σε επιθανάτιες παραστάσεις, ο τίτλος πιστοποιεί την πρόθεσή της να αντιμετωπίσει διαφορετικά το φαινόμενο του θανάτου, εντοπίζοντας μες στα όριά του τη διαρκή διεκδίκηση του ατόμου για μια πνευματική ανάταση. Πρόκειται για την ανθρωποποίηση της νεκρής ύπαρξης, μες στη ρευστή και ζωντανή κατάσταση της μνήμης. Το σύμπαν της Μαστοράκη σχηματοποιείται με βάση τα ειδικά και ατομικά βιώματα του προσώπου. Με τούτο τον τρόπο, η μνήμη επιζεί παρά το οριστικό τέλος της σάρκας, δεν εξαντλείται και διατηρεί αμείωτη την κίνησή της, το ταξίδι της παραμένει μία σταθερά, ένα θέμα ποιητικής υπαρξιακής υφής, το οποίο θα αποτελέσει την ποιητική καταβολή του έργου. Ο άνθρωπος ως φως επιβιώνει. Η λύπη του θανάτου παρούσα σε όλη την έκταση των στιχουργημάτων, μα δοσμένη με μια σοφή πικρία, ικανή να μετριάσει τη μονιμότητα του θανάτου, την τρομερή του βεβαιότητα. Το φως, στην ποίηση της Μαστοράκη δεν αποτελεί μία ξεκάθαρη, διάφανη αναφορά. Παραμένει όμως εκείνο το καίριο χαρακτηριστικό της αγιότητας, εκείνη της ιδιότητας την οποία ενδύεται η μορφή κατά την αποδημία της. «Έκθαμβος», «αστροπλόοι», «άγριο φως.» Οι θάνατοι στην ποίηση της Μαστοράκη συμβαίνουν μες σε φως, άλλοτε άγριο, άλλοτε ευγενές. Όμως σε κάθε περίπτωση ετούτο το φως συνιστά έναν καταλύτη, μία απτή πραγματικότητα μες στην οποία λαμβάνει χώρα ο θάνατος. Η νύχτα, το γενικότερο κάθε φορά τοπίο εμπεριέχει το στοιχείο του φωτός, σε μια απόπειρα να λαμπρύνει το περιβάλλον μες στο οποίο συμβαίνει ο θάνατος.
Το στοιχείο του φωτός κυριαρχεί μες στο ποιητικό δρώμενο. Συμβολίζει τη διάσταση του θανάτου, η λάμψη αυτή αποτελεί τον οικείο χώρο μες στον οποίο συμβαίνει η οριστική απώλεια. Θα μπορούσαμε να πούμε πως εκφράζει μια ψυχολογική αναγκαιότητα της ποιήτριας να φωτίσει ένα τέτοιο γεγονός, κορυφαίο όσο και η ζωή. Και άλλοτε πάλι, δεν θα ήταν εικαστικά αδόκιμο, αν θεωρούσαμε την «ολόφωτη» ποίηση του θανάτου της Μαστοράκη, σαν ένα είδος σκηνοθετικής επιβολής, με την οποία η ίδια αντιμετωπίζει τη στιγμή του χαμού. Η ειδική θέση του νερού μες στην ποίηση της Τζένης Μαστοράκη, σε συνδυασμό με τις υποδεικνυόμενες από την ίδια προθέσεις και καταγωγές της μάς επιτρέπουν να συσχετίσουμε τα δημιουργήματά της με την αντίληψη του φωτός, με την οποία εμπλουτίζεται το σολωμικό έργο. Σε κάθε περίπτωση, το φως συνιστά μια φοβερή κορυφή. Αξίζει όμως τον κόπο να πραγματοποιηθεί σε τούτο το σημείο μια αποκωδικοποίηση της ποίησης της Μαστοράκη με τις δημιουργίες του Διονυσίου Σολωμού.
Στον «Κρητικό» του Διονυσίου Σολωμού διαπιστώνεται η σχέση της ποίησης του Επτανήσιου δημιουργού με το φως και τον θάνατο. Η Μαστοράκη αντιλαμβάνεται το φως ως μία απεικόνιση του θανάτου. Ετούτη η θεώρηση εντοπίζει ξεκάθαρα την καταγωγή της στο σολωμικό έργο, μες στο οποίο επισημαίνεται για πρώτη φορά,-και τούτο συνιστά στοιχείο σαφούς μοντερνισμού-, μια άλλη οπτική του θανάτου, εκείνη δηλαδή που θέλει τούτη τη θλιβερή στιγμή να αποκτά τη διάσταση ενός φωτεινού φαινομένου. Στην περίπτωση του έργου που προαναφέραμε, ο θάνατος, δεν ενδύεται τη φοβερή του όψη, μα διατηρεί όλα τα ευγενή χαρακτηριστικά της ωραιότητας.  Η «φεγγαροντυμένη» κόρη διατυπώνει τούτη την πρόθεση του ποιητή να διατυπώσει μια άλλη σκοπιά του επιθανάτιου γεγονότος, μια σκοπιά η οποία καθίσταται περισσότερο λαμπρή από το φυσικό και μεταφορικό ζόφο του θανάτου. Η ασαφής μορφή που εμφανίζεται στον «Κρητικό» δεν ενδιαφέρει για την ανθρώπινή της μορφή και την ερμηνεία αυτής, μα για την παράθεσή της ως ένα στοιχείο, το οποίο συγγενεύει και σχετίζεται άμεση με την έννοια του μεταφυσικού. Τούτη ακριβώς η διάσταση αποδίδεται και στο έργο της Μαστοράκη, κατά τρόπο τέτοιο ώστε να δικαιολογείται μια απόπειρα ερμηνεία του έργου της με βάση το σύμπαν του Επτανήσιου ποιητή. Το υπερφυσικό, το απόκοσμο, η φωτισμένη όψη του θανάτου, το υπερπραγματικό στοιχείο του θανάτου, το οποίο τείνει προς τη ζωή στην ένταση και τη δυναμική του συνοψίζει την ιδεολογική βάση πάνω στην οποία δομείται η ποίηση της Μαστοράκη. Μια ποίηση, η οποία επιθυμεί να ξεπεράσει το θάνατο, να του αποδώσει μια άλλη διάσταση, αντιθετική προς τα φυσικά χαρακτηριστικά του , όπως τα αντιλαμβάνεται η νεότερη, ελληνική ποίηση από τις αρχές του 20ου αιώνα και έπειτα.Η Μαστοράκη κινείται σε μια άλλη βάση, σχεδόν αντίρροπη προς την ποίηση του καιρού της, επιβεβαιώνοντας τόσο την καλλιτεχνική της καταγωγή, όσο και την πρωτοπορία του σολωμικού έργου, με το οποίο η έκφραση και η υπαρξιακή ιδεολογία αποκτά την κύρια αισθητική της, την κύρια έκφρασή της, σε επίπεδο συναισθήματος. Τούτο βέβαια, ταυτίζεται σε βαθμό απόλυτο και με τη διάθεση της γενιάς του ’70 να διαγράψει μια άλλη, ενδοσκοπική τροχιά στην ποιητική δημιουργία, μια κλίση προς ζητήματα εσωτερικής ή υπαρξιακής φύσεως, προς τα οποία η σολωμική ποίηση ταυτίζεται σε έναν βαθμό μεγαλύτερο, ερμηνεύοντας τον άνθρωπο από τις πιο εσωτερικές πτυχές του. Μνήμη, φως, θάνατος, υπερφυσικό. Τούτο συνιστά το τρίπτυχο πάνω στο οποίο δομείται η ποίηση του Διονυσίου Σολωμού, από την οποία και αντλεί την αισθητική της, κατά ένα μεγάλο βαθμό, η δημιουργία της Μαστοράκη. Θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε με αξιωματικό τρόπο, πως στην ποίηση της Μαστοράκη το φως συνιστά ένα φαινόμενο ψυχολογικό.
Μια άλλη αντιστοιχία στην ποιητική δημιουργία, μια άλλη μορφή συγγένειας της Μαστοράκη, με την οποία θα καταπιαστούμε σε τούτο το αφιέρωμα, είναι εκείνη του Τάκη Σινόπουλου. Στη μελέτη του Κϊμωνα Φράϊερ, με τη θαυμάσια επιμέλεια των Νάσου Βαγενά και Θωμά Στραβέλη, διαπιστώνουμε ειπωμένα με τρόπο εξαίρετο εκείνα τα ασαφή χαρακτηριστικά, τα οποία χαρακτηρίζουν την επιδίωξη του ποιητικού φαινομένου της Μαστοράκη. Ο μελετητής σημειώνει, στο σχετικό κεφάλαιο για το φως του Σινόπουλου: «Διάκριση ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, τελικά, δεν υπάρχει, γιατί το φως είναι απλά η απουσία και το σκοτάδι, ο συνδυασμός όλων των χρωμάτων, μια συνεχής συγχώνευση των ιδιαιτέρων στοιχείων της μέρας και της νύχτας», της ζωής και του θανάτου, σημειώνουμε εμείς σε μια αυθαίρετη αντιστοιχία. Ο Φράϊερ συνεχίζει: «Οι σκιές», οι οριστικά «τελειωμένες» ψυχές, «δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς το φως που πηγάζει όχι μόνο από τον «ήλιο τον κατάμαυρο», αλλά και από όλα τα πράγματα, έμψυχα και άψυχα, ακόμα και τα πιο μαύρα.» Εντύπωση κατάλληλη προς εκείνη της Τζένης Μαστοράκη, δημιουργεί η επισήμανση του Φράϊερ, σύμφωνα με την οποία «το μεγάλο, μαύρο φως αποτελεί μια πένθιμη αντανάκλαση, η οποία ρίχνει το πέπλο της πάνω σε ένα τοπίο θανάτου.» Η μόνη διαφορά δεν είναι άλλη από το γεγονός πως στην ποίηση της Μαστοράκη το φως διατηρεί την ένταση και τη χρωματική του ευλογία, τη φυσική του διαφάνεια. Παραμένει όμως και κάτω υπό τούτο το πρίσμα, η καίρια αντανάκλαση πάνω στο γεγονός του θανάτου, φανερώνοντας κατ΄ουσίαν μια σχέση με την παράδοση πολύ σαφέστερη και ξεκάθαρη. Η Μαστοράκη κατορθώνει να εκπληρώσει, όπως και ο Σινόπουλος, εκείνο το οποίο επισήμανε ο Οδυσσέας Ελύτης. «Το καθήκον του ποιητή είναι να ρίχνει σταγόνες φως μες στο σκοτάδι.» Ο θάνατος, κατά κάποιον τρόπο προβάλεται μα και ακυρώνεται στην ποίηση και των δύο δημιουργών, επιβεβαιώνοντας μια σαφή σχέση ανάμεσα στις δύο, ποιητικές φωνές, μεταξύ των οποίων κυριαρχεί μεν το χάσμα των διαφορετικών βιωμάτων, μα παραμένει κοινή και επίκαιρη μια ορισμένη αισθητική, περί θανάτου, μια απόπειρα να φωτιστεί εκείνος και έτσι να καταργηθεί μες στη βέβαιη τελείωσή του.
Μια άλλη κοινή αναφορά ανάμεσα στον Σινόπουλο και την Μαστοράκη, ένα στοιχείο ενδεικτικό της σχέσης ανάμεσα στους δύο δημιουργούς, αποτελεί το κοινά, διατυπωμένο αίσθημα της μοναξιάς, όπως διαπιστώνεται στο ποιητικό έργο των δύο δημιουργών. Τόσο ο Τάκης Σινόπουλος όσο και η Αθηναία δημιουργός καταπιάνονται με το ζήτημα του θανάτου. Και δεν θα μπορούσε να μην αποτελεί πτυχή της αντίστοιχης διάθεσής τους μια επιθυμία να εκφράσουν το αίσθημα της μοναξιάς, της απαράμιλλης ησυχίας με τα οποία διαμορφώνεται η αισθητική του θανάτου. Δεν θα ήταν όμως αρκούντος πειστική η επισήμανσή μας αν δεν κοπιάζαμε να εντοπίσουμε σε τούτο το επιχείρημα μια αναγωγή κοινωνικού ενδιαφέροντος, προσεγγίζοντας έτσι μια σαφή πτυχή της συμβολιστικής διάθεσης με την οποία εκφράζεται το ποιητικό δρώμενο στους δύο δημιουργούς. Στο ομώνυμο κεφάλαιο «Μοναξιά» στο προαναφερθέν έργο του Κϊμωνα Φράϊερ, δίδεται μια διάσταση κοινωνικού ενδιαφέροντος στο ζήτημα της μοναξιάς, το οποίο χρίζει ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, μια και η γενιά της Μαστοράκη στρέφει ευθέως τα νώτα της προς τούτη την εφιαλτική διάσταση της μοναχικής διαβίωσης, ως μία αντανάκλαση ενός αστικού, μοντέρνου τρόπου ζωής, όπως καθορίζεται πια από τα σύγχρονα, αστικά πρότυπα. «Η μοναξιά», σημειώνει ο Φράϊερ, «για την οποία μιλάει ο Σινόπουλος δεν είναι μόνο η απαραίτητη μοναξιά κάθε συγγραφέα», ή εκείνη ενός βέβαιου θανάτου, στην προοπτική του οποίου βυθιζόμαστε πάντοτε με τη γυμνή ατομικότητά μας, «αλλά και η μεγαλύτερη μοναξιά όλων των ανθρώπων, που προέρχεται από την αδυναμία της ανθρώπινης επικοινωνίας σε παγκόσμια κλίμακα. Καθώς η φυσική επικοινωνία γίνεται με τα τηλέφωνα, τον τηλέγραφο, τους τεχνητούς δορυφόρους και τα υπερηχητικά αεροπλάνα, όλο και πιο εύκολη, η μοναξιά του ανθρώπου εντείνεται όλο και περισσότερο. Φαίνεται πως στην εποχή μας, όσο περισσότερο περιορίζεται ο φυσικός χώρος της επικοινωνίας, τόσο κατ΄αντίστροφη αναλογία πλαταίνει ο πνευματικός χώρος, όχι μόνο ανάμεσα σε άτομο με άτομο, αλλά και ανάμεσα στο άτομο και την ίδια την ταυτότητά του.» Μα ποιο άλλο γεγονός θα μπορούσε λοιπόν να κλονίσει την ανθρώπινη ταυτότητα, παρά εκείνη η οριστική της απώλεια, η βαθύτατη, οντολογική της κρίση; Και πάλι, με ποιον άλλο τρόπο, πέρα από τούτη τη μοναξιά, θα μπορούσε να επιτευχθεί η συναισθηματική επαφή με τον εαυτό μας, η ενδοσκοπική μας διάθεση πώς θα μπορούσε με άλλον τρόπο να ικανοποιηθεί, παρά με μια ενσυνείδητη απομόνωση, μία συνύπαρξη με την ανθρώπινη ψυχή μας, μια ανάδειξη των κορυφών της, μια βαθιά εννόηση, κατ’ επέκταση του φυσικού κόσμου, ως θεάτρου των πιο απάνθρωπων σκιών και ως χώρου, πάλι, μες στα όρια του οποίου μπορεί να εκτείνεται ουσιαστικά η ίδια μας η ύπαρξη; Η πρόθεση του γράφοντος δεν είναι να διατυπώσει στείρες, ρητορικότητες, δίχως καμιά δυναμική ανταπόκρισης. Σκοπός σημειώνουμε, πάντοτε αποτελεί η ανάδειξη όλων των πτυχών, μες στις οποίες χωρεί η ζωή και η ποίησή μας. Διότι μόνο τότε θα έχουμε αγγίξει κατά μέρος μόνο τη συναισθηματική και αισθητική ατμόσφαιρα ενός έργου, θα έχουμε εντοπίσει δηλαδή την ανθρώπινη ουσία και τον τρόπο με τον οποίο αυτή, δυναμική ή όχι, κατορθώνει να κλονίσει όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δράσης.Να μην λησμονηθεί πως μια τέτοια μοναξιά διατυπώνεται και κατορθώνεται μόνο από εκείνους που επιδιώκουν την ουσιαστική συνύπαρξη, τη ριζική επικοινωνία. Πάει να πει δηλαδή, πως μια αισθητική, όπως εκείνη του Σινόπουλου και της Μαστοράκη δεν μπορεί παρά να συνιστά μια τραγικότητα, ένα είδος εκκωφαντικής κραυγής απέναντι στην πολύβουη μα κατακερματισμένη πόλη των περιθωρίων και των ηθικών εκπτώσεων, σε επίπεδο κοινωνικό, άρα και πολιτικό. Μα ειδικά για τούτο το τελευταίο, το πολιτικό, ενδιαφέρον θα είχε να αντικρίσουμε τις διαστάσεις του σε ένα επί τούτου πλαίσιο.
Μια διαπίστωση, ειδικού ενδιαφέροντος, αναγνωσμένη μες στο ιδεολογικό υδατογράφημα με το οποίο στιγματίζει το έργο της η ποιήτρια, συνιστά εκείνη της θρησκευτικής διάστασης με την οποία ενισχύεται, ως περιεχόμενο. Η χριστιανική ανακολουθία καθίσταται εύκολα αντιληπτή μες στα ποιητικά κεφάλαια. Μιλούμε για μια αναντιστοιχία ανάμεσα στο ευαγγελικό μήνυμα της μεταθάνατου ζωής και σε εκείνο, το οποίο βιώνουν οι νεκροί της Μαστοράκη. Άνθρωποι χαμένοι μες σε υδάτινα περιβάλλοντα, δεν βιώνουν πια ως συνειδήσεις την ευλογημένη συνέχεια, την οποία έταξαν οι προφητείες και έθεσε ως βάση της ο θεσμός της εκκλησίας, μα παραμένουν έρμαιοι της μοίρας τους, ανίκανοι να ξεπεράσουν την τραυματική εμπειρία του θανάτου, την επώδυνη μνήμη του. Ο θάνατος στο έργο της Μαστοράκη κατέχει το χαρακτηριστικό της επανάληψης, της συνεχούς τελέσεως. «Και γυρνούν σαν σκοτοδίνη, περιτρέχοντας τους ίδιους τόπους», επισημαίνει η ποιήτρια, αποδεικνύοντας την εφιαλτική διάσταση, η οποία καθορίζει την οπτική των ανθρώπων. Η μνήμη διατηρεί την παρουσία της, ένας καταλύτης, μια μορφή νοσταλγίας, μια διάχυτη μνήμη καθίοταται πια μη διαχειρίσιμη για τον κόσμο των ανθρώπων. Το αίσθημα συνιστά το μόνο αντιστάθμισμα σε τούτη την αντιχριστιανική πραγματικότητα, η οποία κυρίως δεν κατέχει τούτη την ιδιότητα, παρά εκφράζεται με ένα είδος περιφρόνησης ή αδιαφορίας εμπρός στην εκκλησιαστική διδαχή του επέκεινα της ζωής, σε τούτο το είδος της διδασκαλίας, η οποία ελάχιστα μπορεί να στερεωθεί σε παρόμοιες, αυθαίρετες συνειδήσεις.

Η ποίηση της Μαστοράκη διατηρεί μια βαθιά συγγένεια με τη δημοτική ποίηση. Η πιο ζωντανή και η διαρκώς ακμαία, ποιητική παραγωγή του λαού μας ανέπτυξε ένα ορισμένο ύφος, ανέδειξε μια συγκεκριμένη, νοηματική χροιά, τέτοια ώστε η προσέγγιση των   χαρακτηριστικών αυτών να επιτρέπει στους σύγχρονους δημιουργούς να επηρεάζονται από τούτη τη λαϊκή πολυφωνία και να δανείζονται δομικά υλικά του ύφους τους. Στην περίπτωση της Τζένης Μαστοράκη ετούτη η σήμανση διαφαίνεται με μια σαφή καθαρότητα. Πρόκειται δηλαδή για ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της μεθόδου με την οποία καθορίζει την ποιητική φωνή της. Δεν είναι μόνο ο τόνος εκείνο το στοιχείο το οποίο προδίδει τη λαϊκή καταγωγή της ποιητικής της Μαστοράκη. Η μεταφυσική θεώρηση των πραγμάτων, το ανθρώπινο, ψυχικό θάρρος απέναντι στην προοπτική του θανάτου, η ανθρώπινη χροιά, η αίσθηση μιας αέναης, σωματικής υπόστασης για τους ανθρώπους και τα πράγματα, η γαλήνια εκτίμηση των εν ζωή ηδονών και καταστάσεων συνιστούν κεφαλαιώδη τμήματα της ποιητικής θεματολογίας της Μαστοράκη. Θα μπορούσαμε τέλος να ισχυριστούμε πως το πρωταρχικό στοιχείο, με το οποίο η ποίηση της Αθηναίας δημιουργού συστήνεται στον ελληνικό Παρνασσό, είναι μια αίσθηση, ένας βαθύς, υπόκοφως αντίλαλος που μας δονεί και μας συγκλονίζει, δίχως να είμαστε πάντοτε σε θέση, απαίδευτοι καθώς στεκόμαστε εμπρός στην ποιητική δημιουργία να ανιχνεύσουμε το ειδικό βάρος. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια ποιητική παράδοση, την οποία φέρουμε και διακρίνουμε έτσι, εξοικειωμένοι καθώς είμαστε με το συγκεκριμένο ύφος, σε δημιουργίες, όπως της Μαστοράκη, όπου και υφίσταται σαφής η εθνική τούτη αισθητική και υφολογική καταγωγή.
«Ένα τρυφερό κορίτσι, ντυμένο με γαλάζια, ναυτικά ρούχα και ένα καπέλο που έχει μια κορδέλα, χρώματος κοραλλί με το όνομα ενός πλοίου πολεμικού πλεγμένο. Και το κορίτσι μοιάζει και είναι τρυφερότατο και παραμένει σιωπηλό, καθώς αρμόζει στις κοπέλες μιας κάποιας καταγωγής που οι άλλοι αγνοούν, πως αργά τα βράδια κλαίνε σιωπηρά, πως διαλέγουν τα όμορφα αγόρια, πως βαδίζουν αργά και αποφασιστικά, όπως οι ήρωες των αρχαίων δραμάτων. Δεν γνωρίζουν πως τέτοια κορίτσια γράφουν ποιήματα για εκείνους που πνίγηκαν, για εκλάμψεις και ζητήματα παράξενα, όπως ο έρωτας. Ετούτα τα κορίτσια με τα παραπλανητικά, παιδικά τους ρούχα δεν επιτρέπουν σε κανέναν να υποπτευθεί πως γνωρίζουν για τη σκοπιμότητα και την ευκαιρία που κρύβει πάντοτε ο φόβος.» Ας επιτραπεί τούτη η αυθαιρεσία. Ας ληφθεί δε, επιπροσθέτως, ως μια προσωπογραφία της ποιήτριας Τζένης Μαστοράκη. Πρόκειται για την όψη της, εκείνη που αποκαλύπτεται εν μέσω υποκειμενικών απόψεων, εν μέσω ανυποψίαστων εκλάμψεων, όπως εκείνες που διεγείρονται από την ποιητική της δημιουργία.