«ΔΙΧΩΣ ΤΕΙΧΗ» 9η Νοεμβρίου 1989, Βερολίνο

24grammata.com /

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος

Οι άντρες του φυλακίου καπνίζουν φτηνά, ανατολικά τσιγάρα. Πίνουν σκληρά ποτά που τους θερμαίνουν τα στομάχια. Πίσω τους υψώνεται περήφανη η πύλη. Στις οξύτατες γωνιές του σχήματός της ακουμπά το μισό φεγγάρι. Σε όλη την πόλη θλιμμένα αγόρια πριονίζουν τα όνειρά τους πάνω στην κορδέλα του. Κίτρινο, άρρωστο το φετινό φεγγάρι. Οι γηραιότεροι λέν πως ετούτος ο χειμώνας θα είναι δύσκολος. Οι στρατιώτες στέκουν γύρω από το φυλάκιο, μιλούν και σκύβουν το κεφάλι όταν θυμούνται εκείνη. Μια γριά γυναίκα που ερχόταν εδώ και χρόνια κοντά στη σκοπιά και περίμενε με τις ώρες. Ένας ηλικιωμένος άνδρας, με φτηνά, βαριά ρούχα πλησίαζε μες στους καπνούς του υγραερίου. Έσφιγγε γερά τα αγκαθωτά σύρματα. Κάθε νύχτα τα ίδια σπαρμένα αίματα. Και δεν μιλούσαν εκείνοι οι δυο άνθρωποι, και δεν μιλούσαν μόνο κοιτάζονταν με τρυφερότητα και έφευγαν βουρκωμένοι με όλη τη λύπη τους φορτωμένη στους ώμους. Είχε μέρες να φανεί εκείνη η γυναίκα, με τα κομψά, τα κατάμαυρα ρούχα. Αργότερα, είδαν που την περίμενε ο άνδρας και του γνεψαν πως εκείνη δεν φάνηκε και έπειτα ο άνδρας, με όλα του τα χρόνια και όλη του τη λύπη έπεσε σκοτωμένος εμπρός από την πύλη. Τον πήραν οι εργάτες που συντηρούσαν μονάχα αργά τα βράδια τις φυσικές φθορές της πέτρας. Τούτος ο κόσμος με τις μοίρες και το θάνατό του δεν χωρίζεται. Οι στρατιώτες πολύ τη λυπήθηκαν εκείνη τη γυναίκα, γιατί ένιωσαν που υπάρχουν αγιάτρευτα πράγματα να μας ενώνουν, όπως οι έρωτες και τα χωρισμένα σώματα και σιχάθηκαν που κρατούσαν τον κόσμο μακριά από την ελπίδα. Και κάπνιζαν τα φτηνά, ανατολικά τσιγάρα και έπεφτε ένα χιόνι βαρύ στα μαλλιά των κοριτσιών και ήταν γκρίζα, τραχιά τα χρόνια εκείνα.

Χίλια παιδιά με σπασμένα φτερά στις πλάτες πλησιάζουν τώρα το σημείο ελέγχου. Φορούν στενά, φθαρμένα ρούχα, έχουν υψωμένες τις γροθιές τους, χτυπούν τον αέρα και έχουν στο βλέμμα τους πολύ φως. Τα παιδιά πλησιάζουν το φυλάκιο. Είναι πρωί, έχουν αποκαλυφθεί πια τα ψηλά, εργατικά κτίσματα, οι απέραντες γέφυρες που κρύβονται μες στη νύχτα και ο κόσμος τότε χαρακτηρίζεται από μια απίστευτη ενότητα. Τα παιδιά φωνάζουν συνθήματα, θυμίζουν ζωές μαχαιρωμένες που πόνεσαν μα δεν πνίγηκαν σε δάκρυα και μάταιες, τέτοιες λύπες. Σήμερα κανείς δεν εργάζεται στις μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις. Σήμερα κανείς δεν κρατά τα λάβαρα των συνδικάτων. Σήμερα ένα άγριο ποτάμι ανθρωπιάς κατεβαίνει με ορμή στην πόλη. Οι φύλακες πετούν τα πηλήκια τους ψηλά στον αέρα, κλαίνε και αγκαλιάζονται και ρίχνουν τα τείχη γιατί είναι κρίμα μεγάλο να χωρίζει κανείς τους ανθρώπους. Σήμερα βρήκαμε την ψυχή που γυρεύαμε λοιπόν. Οι εργάτες από τα κόκκινα χωράφια της Οκλαχόμα, τα διψασμένα παιδιά που περπατούσαν με τις πλάτες στους τοίχους, ξεπροβάλλουν μέσα από τα σύρματα, τις κλεισμένες πόρτες, αψηφούν τις επίμονες, σιδερένιες βροχές, τις πράσινες διαγραμμίσεις. Τα παιδιά από την Αθήνα, το Βερολίνο, το Βελιγράδι, την ευλαβική Ιερουσαλήμ γκρεμίζουν τα τείχη, γράφουν συνθήματα με τα νύχια και ολόκληρος ο κόσμος αρπάζει φωτιά. Εμπρός στα τεράστια χάσματα, εμείς θα ορθώνουμε τις αδιάσειστες, ανώνυμες γέφυρες. Υποσχόμαστε.