H «YΠEPBAΣH» THΣ IΣTOPIAΣ ΣTO EPΓO TOY OΔYΣΣEA EΛYTH

24grammata.com/ Ελύτης
MAPIA XATZHΓIAKOYMH

(A) O XPONOΣ TΩN ΠPAΓMATΩN KAI O XPONOΣ THΣ ΠOIHΣHΣ:

H «YΠEPBAΣH» THΣ IΣTOPIAΣ   ΣTO EPΓO TOY OΔYΣΣEA EΛYTH
ΠPOΛOΓOΣ

H επιλογή του θέματος της εργασίας αυτής οφείλεται στο γεγονός ότι το έργο του Eλύτη χαρακτηρίζει όχι μόνον η ποιότητα της ποίησής του, αλλά και η στοχαστική διάθεση με την οποία αντιλαμβάνεται τα «ασήμαντα» πράγματα και τα σημαντικά προβλήματα του κόσμου. H ευαισθησία του βλέμματός του στην αντιμετώπιση του ανθρώπου και όσων τον περιβάλλουν. Eιδικότερα, η ερμηνευτική κατανόηση του τρόπου με τον οποίο ο Eλύτης αντιλαμβάνεται την «υπέρβαση» της ιστορίας αποσκοπεί ν’ αναδείξει το πολύτροπο πλέγμα των απόψεών του για το παρόν, το πολιτισμικό παρελθόν και το όραμα ενός «δεύτερου και τρίτου κόσμου».

Στη διαδικασία εκπόνησης αυτής της διατριβής επιβλέπων ήταν ο καθηγητής κ. Aλέξης Πολίτης, τον οποίο ευχαριστώ για το ειλικρινές ενδιαφέρον του και τις εύστοχες πάντα επισημάνσεις του. Eυχαριστώ επίσης τους καθηγητές, μέλη της τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής, κ. Aθανάσιο Mαρκόπουλο και κ. Σταμάτη N. Φιλιππίδη για τις πολύ σημαντικές παρατηρήσεις τους. Tον καθηγητή κ. Nάσο Bαγενά για την «άτυπη» αλλά ουσιαστική παρέμβασή του με καίριες υποδείξεις.

Oφείλω ευχαριστίες επίσης στον κ. Δημήτρη Δασκαλόπουλο για τις βιβλιογραφικού χαρακτήρα πληροφορίες και στον κ. Δημήτρη Γόντικα για τη δυνατότητα που μου έδωσε να έχω πρόσβαση σε αρχειακές πηγές στο Πανεπιστήμιο του Princeton.

Tέλος στον Παναγιώτη Nούτσο ανταποδίδω την αμέριστη συμπαράστασή του, με αυτό το «Δώρο ασημένιο ποίημα».
MAPIA XATZHΓIAKOYMH

EIΣAΓΩΓH

H διατριβή αυτή θέτει ως στόχο τη διερεύνηση και την ερμηνευτική κατανόηση των ιδεών του Oδυσσέα Eλύτη, στο πεζό και ποιητικό του έργο, που  αφορούν στην «υπέρβαση» της ιστορίας.

α) H θέση του προβλήματος,Δηλαδή η υπόθεση εργασίας, για την τεκμηρίωση της οποίας εκπονήθηκε η  παρούσα διατριβή, έχει ως εξής: στο συνολικό έργο του Eλύτη υπόκειται μια ορισμένη αντίληψη για την «υπέρβαση» της ιστορίας που έχει καθοριστική λειτουργία στη συγκρότηση του ιδεολογικού ορίζοντα της ποίησης και της ποιητικής του. Πιο συγκεκριμένα, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει το παρελθόν, συλλαμβάνει το παρόν και στοχάζεται το μέλλον αποτελεί κύρια συνιστώσα στη διαμόρφωση του ιδεολογικού προσανατολισμού που διαχέει στο έργο του ο ποιητής.

Eπιβάλλεται να αποσαφηνισθεί από την αρχή τι νέο κομίζει η παρούσα διατριβή και μάλιστα στο πλαίσιο μιας τόσο πλούσιας βιβλιογραφίας.

β) Kριτική επισκόπηση  της βιβλιογραφίας,Πράγματι   είναι ευτύχημα που στη διάθεση κάθε μελετητή του Eλύτη υπάρχουν δύο σημαντικά βιβλιο-γραφικά έργα-οδηγοί,[1] του Mario Vitti και του Δημήτρη Δασκαλόπουλου. Aπό την υπάρχουσα   βιβλιογραφία είναι αναγκαίο να υποδειχθεί ποιες μελέτες διασταυρώνονται και σε ποιο βαθμό με το θέμα που πραγματεύεται η παρούσα διατριβή. Kατ’ αρχήν οι μονογραφίες[2] –δεν σχολιάζονται εδώ όσες αποτελούνται από ήδη δημοσιευμένα άρθρα– που άπτονται της εργασίας μου σε επιμέρους θέματα, είναι κατά χρονολογική σειρά οι ακόλουθες: H διδακτορική διατριβή του Georgios Niketas: «The Axion Esti, of Odysseus Elytis» (1967), η οποία επιχειρεί μια πρώτη απόπειρα ανάλυσης του Άξιον εστί, στην Eισαγωγή, δίδει έμφαση στις πηγές και στη γλώσσα, ενώ το κύριο μέρος της συνιστά η μετάφραση του ποιήματος. H εργασία του Tάσου Λιγνάδη Tο Άξιον εστί (1971) προσφέρει μια χρήσιμη, κυρίως πραγματολογική, προσέγγιση του ποιήματος. Στη διατριβή της Λίνας Λυχναρά, H   μεταλογική των πραγμάτων: Oδυσσέας Eλύτης (1980), εξετάζεται η σχέση του ποιητή με τον αισθητό κόσμο στα έργα: Προσανατολισμοί, Άξιον εστί, Έξι και μία τύψεις για τον Oυρανό, Tο φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά.[3] H διερεύνηση του ιστορικού χρόνου, κυρίως στο Άξιον εστί, εμπίπτει στην προβληματική του θέματός μου, αν και δεν με βρίσκει σύμφωνη η προγραμματική θέση ότι το έργο του ποιητή υπόκειται απλώς σε «μια μυστική νομοτέλεια» (9). Tο βιβλίο του Δανιήλ Iακώβ, για την αρχαιογνωσία του Eλύτη (1983) διερευνά με αναλυτικό τρόπο την παρουσία της αρχαίας γραμματείας στο πεζό και το ποιητικό έργο του ποιητή. Eιδικότερα, το συμπέρασμα του συγγραφέα για την αρχαιογνωσία του Eλύτη, ότι δηλαδή ο ποιητής «αποτελεί μέλος μιας ενιαίας παράδοσης που φορέας της είναι η ελληνική γλώσσα στο σύνολό της από τον Όμηρο ώς τις μέρες μας»,[4]άπτεται του προβληματισμού του B2 κεφαλαίου της εργασίας μου.

Θεμελιώδες για τη μετέπειτα φιλολογική έρευνα είναι το βιβλίο του Mario Vitti (1984). Προσεγγίζει το έως τότε δημοσιευμένο ποιητικό έργο του Eλύτη, από τους Προσανατολισμούς ώς τον Mικρό Nαυτίλο, με επίκεντρο το Άξιον εστί. H οπτική της εργασίας του είναι αυτή του ιστορικού της λογοτεχνίας, με φανερή επίσης την ευαισθησία του για τη μορφή τού υπό μελέτη αντικειμένου. Διαπιστώνει στον πρόλογο ότι η «προοδευτική εισχώρηση της ιστορίας» στη θεματική του Eλύτη, με όλους τους «μηχανισμούς που κινητοποιούνται στο επίπεδο των εκφραστικών λύσεων», συνιστά μία από τις «πιο συναρπαστικές περιπέτειες της σύγχρονης ποίησης, σε ευρωπαϊκή κλίμακα» (12).[5] O Ξενοφών Kοκόλης στο βιβλίο του Για το Άξιον Eστί του Eλύτη (1984) επιχειρεί μια αναλυτική πραγματολογική-φιλολογική προσέγγιση του ποιήματος. Στη διατριβή της η Barbara Lekatsas (1985), στην οποία πραγματεύεται την πρόσληψη του υπερρεαλισμού από τους Έλληνες ποιητές του Mεσοπολέμου, αφιερώνει το τέταρτο κεφάλαιο στον Eλύτη, τόσο για την ποίηση όσο και για την ποιητική του, με ιδιαίτερη έμφαση στην οφειλή των Προσανατολισμώνστον Éluard. H διατριβή του Xρήστου Σαλταπήδα (1985), από την οποία προέκυψαν μικρότερες συναφείς δημοσιεύσεις του, αφορά στη σχέση του Eλύτη με τη γαλλική λογοτεχνία (Éluard, Jouve, Breton), από την εποχή που αυτός υπερασπίζεται τον υπερρεαλισμό και τον συνάπτει με την ιδέα της «ελληνικότητας» έως την υπέρβασή του ως τρόπου ποιητικής γραφής.

Στη διατριβή της η Άρτεμις Λεοντή (1991), με τον τίτλο Tοπογραφίες του ελληνισμού, επιμένει στον «τόπο» –με τη σημασία της «ουτοπίας» και συνάμα της «δυστοπίας»–, έχοντας ως κείμενα ανάλυσης την Kίχλη του Σεφέρη και το Άξιον εστί. Πρόθεσή της, σύμφωνα με τη δική της γενική διατύπωση, είναι να «κατανοήσει την ελληνική λογοτεχνία» στηριζόμενη στις «ιδέες περί του ελληνικού, του κλασσικού, του βαλκανικού ή του μεσογειακού και του σύγχρονου κόσμου» (13, 14). H διατριβή του Γιάννη Iωάννου (1991), με κύριο αντικείμενο τη σχέση του Eλύτη με το υπερρεαλιστικό κίνημα, φτάνει ώς τις «εκβολές του μύθου», δηλαδή στο Άξιον εστί, διερευνώντας τις σχέσεις της ποίησής του με τα ιστορικά γεγονότα της δεκαετίας του 1940.[6] Στη διατριβή του ο Evangelos Calotychos (1993), με αντικείμενο την ιδεολογία και τη μορφή της νεοελληνικής ποιητικής (1790-1960), αφιερώνει δύο κεφάλαια στο έργο του Eλύτη, με σημείο αναφοράς τον «εκδυτικισμό του εξωτικού» των Προσανατολισμών, μέσω του υπερρεαλισμού, και την ιδέα της «αποκαταστάσεως» του «υπερβατικού» Eλληνισμού στο Άξιον εστί. Eπίσης η Martha Klironomos (1993), στη διατριβή της με θέμα την ιδέα του Eλληνισμού στην ποίηση του Pound, του Yeats και του Eλύτη, πραγματεύεται τις αντιλήψεις του τελευταίου ως «αισθητικό και ηθικό ιδεώδες». Στη διατριβή της η Aναστασία Xριστοφίδου (1994) προβαίνει σε μια γλωσσολογική προσέγγιση της ποίησης του Eλύτη με επίκεντρο τον ποιητικό νεολογισμό και τις λειτουργίες του. Στη διατριβή της η Mαριλένα Πρωίμου-Eρηνάκη (1997) ενδιαφέρεται να δείξει τον ενιαίο τρόπο αντιμετώπισης από τον Eλύτη της «αθέατης πλευράς του κόσμου» και της «καθαρότητας του φωτός». Συμπεραίνει ότι κατά την πρώτη περίοδο (1935-1943) συντελείται η μετάβαση από τον υπερρεαλισμό στην «ελληνική φύση» και κατά τη δεύτερη περίοδο (1943-1959) η «σύνθεση» του «ελληνικού πνεύματος». Tέλος η διατριβή της Eλένης Kουτριάνου (1997), με διαφορετική οπτική γωνία, πραγματεύεται με ιδιαίτερη προσοχή τον τρόπο «ανάδυσης» της ποιητικής του Eλύτη ώς το 1960 και της «κρυστάλλωσής» της από το 1960 ώς το 1995. Δηλαδή διερευνά τις ιδέες του για το ρόλο του ποιητή, τη λειτουργία της ποίησης και το είδος της γραφής του. Eιδικότερα, το τέταρτο κεφάλαιο («Time and Myth», 171-218) συζητά ορισμένα σημεία που απασχολούν επιμέρους πτυχές της διατριβής μου.

Eκτός από τις προαναφερθείσες μονογραφίες, σημαντική είναι η επιλογή ελληνικών κριτικών κειμένων για το έργο του Eλύτη που κυκλοφόρησε με την επιμέλεια του Mario Vitti (1999). Aπό τις ενδιαφέρουσες μελέτες που περιλαμβάνονται σ’ αυτόν τον τόμο θα αναφερθώ επιλεκτικά σ’ αυτές που άπτονται περισσότερο της δικής μου προβληματικής. Πρωτίστως με αφορμή τα δύο κείμενα του Δ. Mαρωνίτη, που αναδημοσιεύονται σ’ αυτό τον τόμο, θα ήθελα ν’ αναφερθώ στο πολύ σημαντικό για τις ελυτικές σπουδές βιβλίο του Όροι του Λυρισμού στον Oδυσσέα Eλύτη (1980). Oι διεισδυτικές παρατηρήσεις του συγγραφέα για το Άξιον εστί, ήδη από το 1965 στις Eποχές, οι καινοτόμες απόψεις του για τον τύπο του «εθνικού ποιητή», οι θέσεις του για τη σχέση ποίησης και ιστορίας λειτουργούσαν ενισχυτικά στην πραγμάτευση του θέματός μου. Eπισημαίνω επίσης το κείμενο του Γ. Σαββίδη: «“Άξιον εστί” το ποίημα του Eλύτη» (1960) που αντιμετωπίζει κυρίως το Άξιον εστί, αλλά δευτερευόντως και τα άλλα έργα της περιόδου 1945-1960. O A. Aργυρίου συμμετέχει σ’ αυτόν τον τόμο με δύο κείμενα. Στο πρώτο (1958), αναδημοσιευμένο από το βιβλίο του Διαδοχικές αναγνώσεις ελλήνων υπερρεαλιστών (1985), προβαίνει στην κριτική προσέγγιση των ποιημάτων του Eλύτη από τους Προσανατολισμούς ώς την Kαλωσύνη στις λυκοποριές και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ο Eλύτης συνετέλεσε αποφασιστικά στο να γίνει η παλιά ποιητική αντίληψη οριστικά, και αμετάκλητα, παρελθόν». Ένα τμήμα του βιβλίου αυτού περιλαμβάνει και άλλες σημαντικές μελέτες του Aργυρίου όπου εξετάζεται κυρίως η σχέση της ποίησης του Eλύτη με τον υπερρεαλισμό. Tο δεύτερο κείμενο (1991) του Aργυρίου, αναδημοσιευμένο από το βιβλίο του Aνοιχτοί σχολιασμοί στην ποίηση του Oδυσσέα Eλύτη (1998), αναλύει το Hμερολόγιο ενός αθέατου Aπριλίου και συμπεραίνει ότι ο Eλύτης δημιουργεί μια «μυθολογία», με τα «υλικά δεδομένα της ανάγνωσης της Iστορίας και των “πραγμάτων” που την κατοίκησαν». Tα ανθολογούμενα κείμενα επίσης των A. Kαραντώνη, Π. Θασίτη, N. Bαγενά, Tζίνας Πολίτη, Ξ. Kοκόλη, A. Mπελεζίνη, Π. Mπουκάλα, K. Παπαγεωργίου, Δ. Kαψάλη αξιοποιούνται στα οικεία σημεία της διατριβής.

Aπό τα αφιερώματα επισημαίνω μόνον όσα εμπεριέχουν κείμενα που αντιμετωπίζουν επιμέρους πτυχές θεμάτων της εργασίας μου. Όπως τα αφιερώματα του Books Abroad (1975), με τη συνέντευξη στον Ivar Ivask και τα κείμενα των E. Keeley και K. Friar, των Aιολικών Γραμμάτων (1978) με κείμενα του A. Δεκαβάλλε και άλλων, του Xάρτη (1986) με κείμενα της Paola Maria Minucci, του Δ. Δημηρούλη και άλλων. Aκόμη τα αφιερώματα των περιοδικών H Λέξη (1991), με κείμενα του Θ. Δασκαρόλη και του K. Malkoff, και Eντευκτήριο (1993), με κείμενα της Tζίνας Πολίτη, του B. Bαρίκα και άλλων. Mνημονεύω επίσης τον τόμο του συνεδρίου (1994) που επιμελήθηκε ο Eρ. Kαψωμένος με τίτλο Oδυσσέας Eλύτης: O ποιητής και οι ελληνικές πολιτισμικές αξίες (2000). Aπό τις ανακοινώσεις αυτές ορισμένες έχουν σχέση με μερικότερα θέματα της εργασίας μου (Eρ. Kαψωμένος, Σ. Iλίνσκαγια, Π. Nούτσος). Tέλος σημειώνω το πρόσφατο βιβλίο με τίτλο Δεκαέξι κείμενα για το Άξιον εστί(2001), όπου η συμβολή του Θ. Παπαγγελή εμπίπτει περισσότερο στην προβληματική σημείων αυτής της διατριβής.

γ) Για μια νέα ερευνητική   πρόταση, Mετά τη βιβλιογραφική επισκόπηση κρίνεται σκόπιμο να αποσαφηνισθεί η οπτική γωνία με την οποία θα συγκροτηθεί η ερευνητική πρόταση της παρούσας   διατριβής. Eπιβάλλεται να ορισθεί τί είναι η ιστορία σε συνδυασμό με το τί θα μπορούσε να σημαίνει «υπέρβαση» της ιστορίας. Tο περιεχόμενο της ιστορίας ορίζεται με  ποικίλους τρόπους που σχετίζονται με την εποχή κατά την οποία διατυπώνεται μια θέση για την ιστορία καθώς και με τη θεωρητική σχολή που τη διατυπώνει. Όπως επισημαίνει ο Braudel, μετά το 1929, μέσω του περιοδικού Annales του Lucien Febvre και του Marc Bloch, αμφισβητείται η ιστορία των γεγονότων που χαρακτηρίζει τη γραμμική αντίληψη της ιστορίας. Tο ενδιαφέρον της ιστορίας στρέφεται στα «επαναλαμβανόμενα γεγονότα εξίσου με τα ξεχωριστά, και στις συνειδητές πραγματικότητες εξίσου με τις μη-συνειδητές». Έτσι η ιστορία διευρύνεται προς τις άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες επιδιώκοντας να καταστεί «μια σφαιρική, αν ήταν δυνατόν, επιστήμη του ανθρώπου». O Braudel λοιπόν συμφωνώντας με την άποψη του Lucien Febvre ότι η ιστορία είναι «επιστήμη του παρελθόντος, επιστήμη του παρόντος», ορίζει την ιστορία ως «μία διαλεκτική της διάρκειας· μ’ αυτήν, χάρι σ’ αυτήν, γίνεται μελέτη του κοινωνικού, ολόκληρου του κοινωνικού, επομένως του παρελθόντος, καθώς επίσης και του παρόντος, αφού τα δυο τους είναι αξεχώριστα».[7]H παραδοχή αυτή υπονοεί ότι η ιστορία αναφέρεται ταυτόχρονα στο παρελθόν και στο παρόν και ότι στην παραδοσιακή της εκδοχή την αφορούν τα «γεγονότα» του «βραχέος χρόνου», ενώ ως ιστορία της «μακράς διάρκειας» πραγματεύεται τα κοινωνικά φαινόμενα στο σύνολό τους. Γενικώς, με τις επισημάνσεις αυτές δεν οριοθετείται απλώς η επιστημονική γνώση της ιστορίας, αλλά πρωτίστως το αντικείμενό της.

Θα μπορούσε έτσι να τεθεί το ερώτημα τί σημαίνει «αίσθηση της ιστορίας» στο έργο όχι βέβαια ενός ιστορικού, που η απάντηση θα ήταν ίσως πρόδηλη[8] και δεν ενδιαφέρει την παρούσα διατριβή, αλλά στο έργο ενός συγγραφέα γενικά και ειδικότερα ενός ποιητή. Συχνά οι ποιητές αισθάνονται την ανάγκη να εξηγήσουν, σε εξομολογητικά κείμενα (συνεντεύξεις, ημερολογιακές εγγραφές, δοκίμια, «ποιήματα ποιητικής» κλπ.), πώς και γιατί συνθέτουν το έργο τους. Kάποτε τον άμεσο τρόπο της γραφής διαδέχεται ο έμμεσος, όταν γράφοντας δήθεν αποκλειστικά για τους ομοτέχνους των σκιαγραφούν πλάγιες μαρτυρίες για τον εαυτό τους. Ένα ειδικότερο θέμα, στο επίκεντρο πάντως αυτής της προβληματικής, είναι το σύνολο των σχέσεων ποίησης και ιστορίας. Tο θέμα έχει απασχολήσει σημαντικούς ποιητές όπως τον Eliot και τον Σεφέρη σε δοκίμιά τους περί ποιητικής. O πρώτος, στο δοκίμιό του «Παράδοση και προσωπικό ταλέντο» («Tradition and the Individual Talent», 1919) επισημαίνει ότι η «ιστορική αίσθηση» («historical sense») είναι «υποχρεωτική σχεδόν σε όποιον θα εξακολουθούσε να είναι ποιητής μετά από τα εικοσιπέντε του χρόνια». Oρίζει μάλιστα την ιστορική αίσθηση ως «μια αντίληψη όχι μόνον για ό,τι από το παρελθόν έχει τελεσίδικα περάσει, αλλά και για ό,τι είναι παρόν». Προσδιορίζει ακόμη σαφέστερα το περιεχόμενο του όρου με την απόφανση ότι η ιστορική αίσθηση «υποχρεώνει έναν άνθρωπο να γράψει έχοντας μέσα στα κόκαλά του όχι μόνο τη δική του γενιά αλλά με το συναίσθημα ότι ολόκληρη η ευρωπαϊκή λογοτεχνία από τον Όμηρο και μέσα σ’ αυτήν ολόκληρη η λογοτεχνία του δικού του τόπου, υπάρχει ταυτόχρονα και αποτελεί μια ταυτόχρονη τάξη».[9]

Όμως έχει παρατηρηθεί ορθά ότι το κύριο ενδιαφέρον αυτού του δοκιμίου αφορά στην «υπέρβαση (transcending) του χρόνου και της ιστορίας» και όχι στην «καθιέρωση μιας οργανωμένης διαδοχής εποχών». Aυτή η «αντιγραμμική» θεώρηση της ιστορίας από τον Eliot δεν βοηθά στην «κατανόηση της ιστορίας η οποία συνεχώς αλλάζει».[10] Eπίσης από άλλη οπτική γωνία έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το δοκίμιο αυτό του Eliot συνιστά μια «εξιδανικευμένη αφήγηση», όπου το «όραμα μιας ταυτόχρονης τάξης» απαλλάσσει τον «λογοτεχνικό χρόνο» από το «βάρος της αγωνίας που αποτελεί πάντα συστατικό κάθε άλλης εκδοχής της χρονικότητας».[11]

O Eλύτης δεν χρησιμοποιεί τον όρο «ιστορική αίσθηση», αν και μία φορά υπαινίσσεται τη χρήση του κρατώντας τις αποστάσεις από τον Eliot και τον Kαβάφη που «μυθοποιούν» το ιστορικό παρελθόν και εντάσσουν σ’ αυτό σύγχρονές τους «ανάλογες συναισθηματικές καταστάσεις».[12] Ωστόσο από τη δική του σκοπιά ο Eλύτης αντιμετωπίζει τον χρόνο των πραγμάτων και τον χρόνο της ποίησης, με κεντρική ιδέα τη δύναμή της να «υπερβαίνει» τον ιστορικό χρόνο. Tα πεζά κείμενά του από την άποψη του περιεχομένου καλύπτουν, όπως αναλυτικά τεκμηριώνεται στη παρούσα διατριβή, δύο περιόδους της συγγραφικής του δημιουργίας. H πρώτη περιλαμβάνει τα κείμενα των ετών 1936-1947, τα περισσότερα από τα οποία αναδημοσιεύθηκαν (με ορισμένες καίριες απαλείψεις ή τροποποιήσεις)[13] στα Aνοιχτά χαρτιά. Ως προς το θέμα της «υπέρβασης» της ιστορίας που ενδιαφέρει εδώ, στα κείμενα αυτά είναι σαφής μια κοινωνιολογίζουσα αντιμετώπιση της ποίησης και των σχέσεών της με την ιστορική πραγματικότητα. H κύρια ιδέα που αναπτύσσεται αφορά στην υπερρεαλιστική «υπερπραγματικότητα», η οποία συλλαμβάνεται από τον ποιητή ως ποιητική «δεύτερη κατάσταση», με την επισήμανση όμως ότι συνιστά μια «νέα τάξη πραγμάτων» μέσα στον αντικειμενικό κόσμο. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή επιτυγχάνεται η «αλληλοδιείσδυση» και όχι η «αλληλοδιαδοχή» «εσωτερικού» και «εξωτερικού» κόσμου. Eιδικότερα, ως πρόθεση του ποιητή δεν θεωρείται η απόπειρα να περάσει «πέραν» από τα πράγματα, δηλαδή να επινοήσει «εξαϋλωμένους» κόσμους «άσχετους από τα γήινα». Aντίθετα, πρόκειται για μια εμβάθυνση του «πραγματικού» με την ταυτόχρονη συνειδητοποίηση, «ολοένα πιο καθαρά»,[14] του αισθητού κόσμου. Στη συνάφεια αυτή των απόψεων του Eλύτη ο Yπερρεαλισμός εκτιμάται ότι εγκαταλείπει την «ιδεαλιστική κραταίωση» του Pομαντισμού (η διατύπωση αυτή απαλείφεται στα Aνοιχτά χαρτιά) [15] και οι σχέσεις «φυσικού» και «νοητού» κόσμου ή «αίσθησης» και «ιδέας» αντιμετωπίζονται ως «ορθή» ή «ισόρροπη αντιστοιχία».[16] Eπιπλέον, η συνολική θεώρηση των «παραγόντων» που εξηγούν τη γένεση των έργων τέχνης, ως «ιστορική, κοινωνική και συγκριτική μελέτη», χαρακτηρίζεται «Aντικειμενική κριτική», σύμφωνα με μια διατύπωση που επίσης δεν υπάρχει στα Aνοιχτά χαρτιά. [17] Aπ’ αυτήν την άποψη ο ποιητής είναι ο «ιστοριογράφος» των ανθρώπινων συναισθημάτων που διαθέτουν τη δική τους «ξεχωριστή ιστορία», στο βαθμό βέβαια που αντιπροσωπεύουν το «πνευματικό ήθος και το συγκινησιακό περιεχόμενο» ενός «κύκλου της εγκόσμιας δραστηριότητας». Aν πράγματι η «συναισθηματική» ιστορία «αντανακλά το πάθος και την ευαισθησία μιας εποχής», με τα «σημεία-σύμβολα» των έργων τέχνης είναι δυνατόν φθάσει κανείς από την «τεχνοτροπία στη βιοθεωρία».[18]

Aκολουθεί η περίοδος των Παρισίων (1948-1951), κατά την οποία ο Eλύτης προσπαθεί να διατυπώσει την «ηλιακή μεταφυσική», με την ενδεικτική δήλωση για το θεωρητικό υπόβαθρο των αισθητικών του ενδιαφερόντων: «έχω στο αίμα μου τον Πλάτωνα».[19] Στο πλαίσιο αυτού του αναπροσανατολισμού κυοφορούνται, μετά από μια δωδεκάχρονη ανάπαυλα, το Άξιον εστί (1959) και οι Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό (1960). Tο πρώτο ωστόσο δοκίμιο που αποδίδει ρητά αυτές τις αντιλήψεις του Eλύτη για την ποίηση δημοσιεύεται το 1964, στο οποίο η διαδικασία της «αναγωγής» από τον αισθητό στο νοητό κόσμο παραπέμπει στην πλατωνική «γεωμέτρηση» και η τέχνη, ως «υπερτοποθετημένη ζωή», φαίνεται να συμπυκνώνει τον κόσμο των «Aρχετύπων» και να διασώζει το «ύφος του Aιώνιου».[20] Έκτοτε ο Eλύτης αναφέρεται συχνά στον «υπερβατικό» χαρακτήρα της ποίησης και γενικότερα της τέχνης. Έτσι, για παράδειγμα, το 1971, αντιπαραθέτει στην ιστορία την «υπερβατική»[21] αλήθεια, ενώ σε συνέντευξη του επομένου έτους διευκρινίζει ότι η «μεταφυσική του φωτός» σημαίνει ότι ο ποιητής «υπερβαίνει» την εμπειρική «αντικειμενικότητα»[22]του κόσμου.

Στο «Yπόμνημα» για το Άξιον εστί, το οποίο χρονολογείται το 1973, ο Eλύτης εκθέτει αναλυτικά τις ιδέες που υπονοούνται σ’ αυτό το ποίημα. Eδώ κατονομάζονται απερίφραστα οι πηγές του ποιητή, δηλαδή ο Yπερρεαλισμός στη «μεταφυσική» του φάση, ο Πλάτων, ο Πλωτίνος και οι Γερμανοί ρομαντικοί. Eπίσης ο όρος «υπέρβαση» (και το επίθετο «υπερβατικός») πλεονάζει: ο ποιητής ως «υπερβατικός» άνθρωπος ή ως «ευαγγελιστής ενός υπερβατικού χώρου» ή ενός «τρίτου, υπερβατικού» κόσμου υποδεικνύει την ανάγκη «υπέρβασης» του θανάτου. Eπιπλέον το «υπερβατικό» κατανοείται ως αντίθετο του «κοινωνικού ρεύματος» και η «υπερβατική ποιητική ιδέα»[23] τίθεται πάνω από τις τρέχουσες πολιτικές διαιρέσεις. Όταν μάλιστα ο Eλύτης αναδημοσιεύει τα δοκίμια που θ’ αποτελέσουν τον τόμο των Aνοιχτών χαρτιών θα προτάξει το κείμενο «Πρώτα-πρώτα η ποίηση», στο οποίο θεματοποιεί πληρέστερα την «ποιητική κατάσταση» ως «δεύτερη και τρίτη ιστορία». H διεργασία «ανασύνθεσης» του κόσμου ταυτίζεται με τη μόνη οδό να «υπερβούμε» τη φθορά και η «υπερβατική» λειτουργία της ποίησης υπονοεί τη «μεταγραφή» των φυσικών όρων στο αισθητικό πεδίο που με τη σειρά του παραπέμπει «μοιραία» στη Mεταφυσική και στο «όραμα» του Παραδείσου. Έτσι αν η Ποίηση επιδιώκει «στην ίδια της την κίνηση ν’ απαθανατίσει» τη «δεύτερη και τρίτη ιστορία», αυτήν τη συνθέτουν η «μία μέσ’ απ’ την άλλη, αποσυρταρωμένες οι αισθήσεις». Aυτές που «δεν έχουν, όπως τα αισθήματα μας, ιστορία – τι περίεργο». Xωρίς να υπόκεινται στη μεταβολή, την «προκαλούν και τη βοηθούν αποτελεσματικότερα». Mολονότι δεν «εκβιάζονται να παρακολουθήσουν το πνεύμα μιας εποχής», το εκφράζουν «πάντα πιο εύγλωττα».[24]

M’ αυτά ακριβώς τα συμφραζόμενα ο Eλύτης χρησιμοποιεί τον όρο «υπερβατικός» για ν’ αποδώσει τη λειτουργία της ποίησης, προσθέτοντας ότι οι αισθήσεις αποτελούν για τον ποιητή τη «μόνη κοινή γλώσσα», εφόσον πρόκειται για τις «αναλογίες τους στο πνεύμα».[25] Πιο κοντά τώρα στο (νεο)πλατωνικό λεξιλόγιο δηλώνει ότι έχει γίνει ένας «μικρός» Παυσανίας των αισθήσεων και των «αναλογιών τους στο πνεύμα».[26] Ωστόσο η αντίληψη για την «υπερβατικότητα» της ποίησης δεν αποτρέπει τον Eλύτη να σκιαγραφήσει μια ιδιάζουσα «ενδοκοσμική» Mεταφυσική, εντελώς ευδιάκριτα, με την έννοια ότι η «δεύτερη», η ποιητική ζωή και η διάρκεια της, παίζεται «μέσα στην πρώτη»[27] και στον χρόνο των πραγμάτων. Ήδη από το 1951 ανακαλούσε τον Σολωμό των «Στοχασμών», υπογραμμίζοντας ότι η Mεταφυσική του ελέγχεται να είναι «φυσική».[28] Aκόμη και στον ύμνο της «υπερβατικότητας» της Ποίησης, στο «Yπόμνημα» για το Άξιον εστί, οι σχετικές υπομνήσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Δηλαδή πρόκειται για «Φυσική Mεταφυσική» που ενδιαφέρεται για τη «θέση και τη σχέση των αναλογιών» και που νομιμοποιεί την «επαναστροφή» των αισθήσεων ή την «αγιοσύνη» τους. [29] Γι’ αυτό η υπέρβαση του χρόνου των πραγμάτων, ως ταυτόχρονη διεργασία κατάργησης και διατήρησης, δεν μπορεί παρά να συντελείται «μόνο μέσα από το χρόνο».[30]

H ποιητική δημιουργία του Eλύτη πράγματι αφορμάται από το παρόν, που με την «αγιοποίηση»[31] των αισθήσεων το βιώνει έντονα, είτε πρόκειται για γεγονότα-τομές της συλλογικής ζωής, είτε πρόκειται για «Aσήμαντα» καθημερινά «συμβάντα», είτε για δρώμενα στο πεδίο του πολιτισμού γενικά και ειδικότερα της λογοτεχνίας και της τέχνης. Tαυτόχρονα όμως, ως ποιητής και ως στοχαστής, έχει συνείδηση ότι δημιουργεί ως φορέας ενός πολιτισμού που έχει βάθος χρόνου. Έτσι το έργο του Eλύτη μετέχοντας σε αυτή τη διάρκεια διαπνέεται από την πολιτισμική παράδοση, την ευρύτερη ευρωπαϊκή, την αρχαία, βυζαντινή και νεώτερη, όπως αυτή μορφοποιείται στο επίπεδο της γραμματείας ή της τέχνης. H «αίσθηση» αυτή του παρελθόντος και η συζυγία του με το παρόν παραπέμπει σε μια ποίηση απαλλαγμένη από το «φόρτο»[32] της ιστορίας ή της μυθολογίας. Eιδικότερα, δεν στηρίζεται στα σύμβολα των αρχαίων μύθων, αλλά στην «εσωτερική λειτουργία» που προκάλεσε τη γέννηση των μύθων αυτών. Kι αυτήν την «εσωτερική λειτουργία» προτίθεται ο Eλύτης να την εφαρμόσει στα «σημερινά δεδομένα».[33] Mια τέτοια ποιητική πρακτική τον ωθεί άλλωστε στην παραδοχή ότι δεν γνωρίζει από ιστορία, «μολονότι ξέρει καταλεπτώς τις αντιδράσεις που δημιουργήσανε την ιστορία».[34]

Όμως η «υπερβατική» ποιητική πράξη συντελείται στο παρόν, εμπεριέχει το παρελθόν και ταυτοχρόνως προσβλέπει προς το μέλλον. Bέβαια, η συνύπαρξη των τριών «βαθμίδων» του χρόνου σημαίνει ότι συγκλίνουν «το παρόν των πραγμάτων που έχουν παρέλθει, το παρόν όσων είναι παρόντα, το παρόν των μελλοντικών πραγμάτων».[35] Aπ’ αυτήν την άποψη η συνολική αντίληψη του Eλύτη για την «υπέρβαση» της ιστορίας δεν μπορεί παρά να προϋποθέτει τις τρεις διαστάσεις του χρόνου των πραγμάτων: πώς το παρόν καθίσταται «αειθαλές» και «ισόβιο», πώς το παρελθόν όπως επιβιώνει/αναβιώνει στο παρόν δείχνει τους δρόμους αναπαραγωγής του «ελληνικού τρόπου του αισθάνεσθαι», πώς το μέλλον κυοφορείται στο παρόν ως μια προοπτική «ευτοπίας». H ιδέα αυτή για τον χρόνο, με την πρόταξη του παρόντος, κατανοείται καλύτερα με την ακόλουθη θέση του Hegel: «μόνο το παρόν είναι, το πριν και το μετά δεν είναι· αλλά το συγκεκριμένο παρόν είναι το αποτέλεσμα του παρελθόντος και κυοφορεί το μέλλον. Eπομένως το αληθινό παρόν είναι η αιωνιότητα».[36] Έτσι, με γνώμονα το τρίπτυχο: παρόν – παρόν του παρελθόντος – παρόν του μέλλοντος, η παρούσα διατριβή διερευνά και ερμηνεύει τις αντιλήψεις του Eλύτη για την «υπέρβαση» της ιστορίας, οι οποίες έχουν καθοριστική λειτουργία στη συγκρότηση του ιδεολογικού ορίζοντα της ποίησης και της ποιητικής του.

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

Tμήμα Φιλολογίας

Πανεπιστημίου Kρήτης

Διδακτορική Διατριβή

MAPIA XATZHΓIAKOYMH

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]. Bλ. τη Bιβλιογραφία, στο τέλος αυτής της διατριβής, σημείωση 1.

[2]. Tα πλήρη στοιχεία καταχωρίζονται στη Bιβλιογραφία.

[3]. H διατριβή της ιδίας: «Le paysage grec dans la poésie de Georges Seferis et d’ Odysseus Elytis», Paris 1984, που κυκλοφόρησε το 1986 στα ελληνικά με τον τίτλο: Tο Mεσογειακό τοπίο στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και του Oδυσσέα Eλύτη, προβαίνει σε ψυχαναλυτική προσέγγιση της ποίησης των δύο ποιητών, με κεντρικό σημείο αναφοράς το μεσογειακό τοπίο. Όμως η προβληματική του βιβλίου αυτού είναι έξω από αυτήν της εργασίας μου.

[4]. Δανιήλ I. Iακώβ, H αρχαιογνωσία του Oδυσσέα Eλύτη, Aθήνα 1983, 81. Tο βιβλίο επανεκδόθηκε ως μέρος ενός συνόλου και άλλων μελετών του ιδίου με τον τίτλο: H αρχαιογνωσία του Oδυσσέα Eλύτη και άλλες νεοελληνικές δοκιμές, Θεσσαλονίκη 22000.

[5]. Σημαντικό είναι επίσης το βιβλίο του: Για τον Oδυσσέα Eλύτη(1998) αποτελούμενο από επιμέρους μελέτες και άρθρα.

[6]. Tο βιβλίο του ιδίου: Xωροχρονικά στην ποίηση (2000), αποτελούμενο από πέντε δοκίμια, μελετά με «παράδειγμα την περιπέτεια του Oδυσσέα Eλύτη» την «εμπειρία του ποιητή μέσα στο χώρο και στο χρόνο». Eιδικότερα στα τρία δοκίμια πραγματεύεται το θέμα του χρόνου «μέσα από τη διερεύνηση της ποιητικής στιγμής έτσι όπως ορίστηκε από τον Gaston Bachelard και τον Georges Poulet και συνδέθηκε με τον Oδυσσέα Eλύτη από τον Mario Vitti» (9-10).

[7]. Fernand Braudel, Mελέτες για την ιστορία [1969], μτφρ. Oντέτ Bαρών και Pόδη Σταμούλη, Aθήνα 1986, 89-91, 19, 38.

[8]. Kατά τον Eric Hobsbawm, το «πρόβλημα για τους ιστορικούς είναι να αναλύσουν τη φύση αυτής της “αίσθησης του παρελθόντος” μέσα στην κοινωνία και να ανιχνεύσουν τις αλλαγές και τις μεταμορφώσεις της»· Για την ιστορία [1997], μτφρ. Παρασκευάς Mατάλας, Aθήνα 1998, 25. Για έναν θεωρητικό της λογοτεχνίας το ενδιαφέρον βρίσκεται στην ανάλυση της «δομής της αίσθησης», δηλαδή του τρόπου με τον οποίο οι δημιουργοί αισθάνονται την πραγματικότητα που τους περιβάλλει. Πρόκειται για τα «νοήματα και τις αξίες την ώρα που αυτές βιώνονται και νιώθονται» συγκροτώντας την «πρακτική συνείδηση του παρόντος ως ζωντανή και αλληλένδετη συνέχεια»· Raymond Williams, Kουλτούρα και ιστορία[1977], εισαγ.-μτφρ. Bενετία Aποστολίδου, Aθήνα 1994, 329, 331.

[9]. Th.S. Eliot, Δοκίμια για την ποίηση και την κριτική (1919-1961-Eπιλογή), μτφρ.-επιμ. Στέφανος Mπεκατώρος, Aθήνα 1983, 97-98. Για τις συναφείς απόψεις του Σεφέρη βλ. τη σημ. 4 του A1 κεφαλαίου.

[10]. Claus Uhlig, «Tradition in Curtius and Eliot», Comparative Literature, 42 (1990) 196.

[11]. Harold Bloom, H θραύση των δοχείων [1982], μτφρ. Γιάννης Σκαρπέλος, Aθήνα 1998, 43. Bλ. και Tάκης Kαγιαλής, «“Eγώ είμαι ποιητής ιστορικός”: O Kαβάφης και ο μοντερνισμός», Ποίηση, τχ. 12 (φθινόπωρο-χειμώνας 1998) 84, 83, ο οποίος συμπεραίνει ότι ο Eliot «υποκαθιστά την ιστορικότητα με τη μυθική ταυτοχρονία» και ότι η ιδέα του για την «ιστορική αίσθηση» αναφέρεται όχι στο ιστορικό παρελθόν, αλλά στο λογοτεχνικό.

[12]. «H αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του A. Kάλβου» [1946], Nέα Eστία, 40 (1946) 99. H υποσημείωση αυτή δεν υπάρχει στα Aνοιχτά χαρτιά. Bλ. και παρακάτω, σημ. 77 και 79 του B2 κεφαλαίου. Στα έργα του Eλύτη παραπέμπω με βάση τις εκδόσεις που καταχωρίζονται στη βιβλιογραφία. Oι χρονολογίες μέσα στην αγκύλη αφορούν στην πρώτη έκδοση του εκάστοτε κειμένου και για ορισμένα κείμενα κρίθηκε απαραίτητο να σημειώνεται και ο χρόνος γραφής τους, οπότε η χρονολογία γραφής προηγείται και διαχωρίζεται από πλάγια κάθετο. Στα παραθέματα τα πλάγια στοιχεία ανήκουν στον ποιητή.

[13]. Oι κυριότερες σημειώνονται και σχολιάζονται στα εξής σημεία: Eισαγωγή, σημ. 12, 14, 15, 17. A2, σημ. 43, 44. B2, σημ. 76, 78. B4, σημ. 5, 9, 14, 18, 78, 97. Γ1, σημ. 2, 4, 10, 12, 24, 65, 67. Γ2, σημ. 4, 5.

[14]. «Tα σύγχρονα ποιητικά και καλλιτεχνικά προβλήματα» [1943/1944], Aνοιχτά χαρτιά, 504, 505. Bλ. επίσης «Aνοιχτά χαρτιά. T.T.T. 1935», Tα Nέα Γράμματα, Z (1944) 16: «Aπλά, γήινα, ανθρώπινα, είναι τα ίδια πράγματα» που παρουσιάζονται σε μια «δεύτερη κατάσταση», την «υπερπραγματική». Tην έκφραση: «να την ξεπεράσουν» την πραγματικότητα ο Eλύτης την τροποποιεί στα Aνοιχτά χαρτιά, 117: «να την υπερβαίνει».

[15]. «Tα σύγχρονα ποιητικά και καλλιτεχνικά προβλήματα», Kαλλιτεχνικά Nέα, A, τχ. 32 (15.1.1944) 3.

[16]. «Oι εικονογραφίες του στρατηγού Mακρυγιάννη και ο λαϊκός τεχνίτης Παναγιώτης Zωγράφος» [1946], Aνοιχτά χαρτιά, 545, «H σύγχρονη ελληνική τέχνη και ο ζωγράφος N. Xατζηκυριάκος Γκίκας» [1947], Aνοιχτά χαρτιά, 557.

[17]. «Tα σύγχρονα ποιητικά και καλλιτεχνικά προβλήματα», Kαλλιτεχνικά Nέα, A’, τχ. 29 (25.12.1943) 2, 8.

[18]. «H αισθητική και συναισθηματική καταγωγή του Θεόφιλου Xατζημιχαήλ», Aγγλοελληνική Eπιθεώρηση, Γ, τχ. 5 (Mάιος 1947) 10.

[19]. «Δήλωση του ’51» [1951], Eν Λευκώ, 205. Για την «ηλιακή μεταφυσική» βλ. «Tο Xρονικό μιας δεκαετίας» [1974], Aνοιχτά χαρτιά, 449/450.

[20]. Γ. Tσαρούχης» [1964], Aνοιχτά χαρτιά, 570, 578.

[21]. «J. Veltri» [1971], Aνοιχτά χαρτιά, 602.

[22]. «Συνέντευξη στον Λ. Zενάκο», Tο Bήμα, 18.4.1972.

[23]. «Ένα ανέκδοτο υπόμνημα του Eλύτη για Tο Άξιον εστί», επιμ. Γιώργος Kεχαγιόγλου, Ποίηση, τχ. 5 (άνοιξη 1995) 34, 36, 41, 42, 44, 45, 46, 51, 54, 61, 62.

[24]. «Πρώτα-πρώτα η ποίηση» [1974], Aνοιχτά χαρτιά, 11, 36, 42, 43, 30/31, 44.

[25]. «Λόγος στην Aκαδημία της Στοκχόλμης» [1979], Eν Λευκώ, 331.

[26]. «Tα δημόσια και τα ιδιωτικά» [1990], Eν Λευκώ, 347. O Eλύτης ενίσταται για το γεγονός ότι μια τέτοια πρόταση «θυμίζει» Πλάτωνα: «Aφού εγώ το μόνο που κάνω είναι να ξεκινώ από την αίσθηση και να καταλήγω, περνώντας από τον καθαρμό της πάλι στην αίσθηση»· «Iδιωτική οδός» [1990], Eν Λευκώ, 400. O όρος ωστόσο «αναλογία» στον Πλάτωνα ταυτίζεται με την αρχή της σύστασης του κόσμου («[ανάλογα κα`ι σύμμετρα»· Tίμαιος 69b)· βλ. Πρόκλος, Eίς Tίμαιον, II, 27, 13: «|εν τ`ο π~αν [αποτελε~ιται διά τ~ης [αναλογίας».

[27]. «Συνέντευξη στη Σ. Aλεξανδροπούλου», 2.11.1975· πβ. «H υπέρβαση και η γεωμέτρηση», H Λέξη, τχ. 27 (Σεπτ. 1983) 757. Bλ. και την υπόδειξη του Σ.N. Φιλιππίδη, «Eρμηνευτικός υπομνηματισμός πέντε ποιημάτων του Eλύτη που περιέχονται στα σχολικά ανθολόγια», Θαλλώ, τχ. 9 (καλοκαίρι 1997) 92: στο «κοσμοείδωλο του ποιητή τα συγκεκριμένα υλικά όντα –πράγματα, σώματα– και τα αφηρημένα άυλα όντα –νους, ψυχή, αισθήματα– είναι συνδεδεμένα αδιάρρηκτα».

[28]. «Δήλωση του ’51» [1951], Eν Λευκώ, 206.

[29]. «Ένα ανέκδοτο υπόμνημα του Eλύτη για Tο Άξιον εστί», ό.π., 34, 36, 41, 44, 47, 51, 52, 54. Πβ. «Συνέντευξη στον I. Ivask» [1975], στο: Oδυσσέας Eλύτης. Eκλογή 1935-1977, Aθήνα 21979, 189.

[30]. Nίκος Δήμου, Oδ. Eλύτης, Aθήνα 21995, 91/92.

[31]. «Δήλωση του ’51» [1951], Eν Λευκώ, 206· βλ. και «Συνέντευξη στον I. Ivask» [1975], ό.π., 189.

[32]. «Tα σύγχρονα ποιητικά και καλλιτεχνικά προβλήματα» [1943/1944], Aνοιχτά χαρτιά, 511.

[33]. «Δήλωση του ’51» [1951], Eν Λευκώ, 206.

[34]. «Mίλτα ή το αρχέτυπον» [1992], Eν Λευκώ, 266.

[35]. J. Le Goff, Iστορία και μνήμη [1988], μτφρ. Γιάννης Kουμπουρλής, Aθήνα 1998, 26. Eδώ το «σύστημα των τριών χρονικών προοπτικών» αποδίδει την άποψη του Aυγουστίνου για το χρόνο ως βίωμα: «tempora sunt tria, praesens de praeteritis, praesens de praesentibus, praesens de futuris. Sunt enim haec in anima tria quaedam, et alibi ea non video: praesens de praeteritis memoria, praesens de praesentibus contuitus, praesens de futuris expectatio»· Confessiones, XI, 20. Ή, σύμφωνα με τη μετάφραση της Φραγκίσκης Aμπατζοπούλου (Άγιος Aυγουστίνος, Eξομολογήσεις, B’, Aθήνα 21997, 173): «υπάρχουν τρείς χρόνοι, το παρόν του παρελθόντος, το παρόν του παρόντος και το παρόν του μέλλοντος. Oι χρόνοι αυτοί, κατά κάποιον τρόπο, υπάρχουν στην ψυχή, και μόνο εκεί τους βλέπω: το παρόν του παρελθόντος είναι η μνήμη. Tο παρόν του παρόντος είναι η άμεση αντίληψη, και το παρόν του μέλλοντος είναι η προσμονή».

[36]. Tο παράθεμα στον M. Heidegger, Eίναι και Xρόνος [1927], μτφρ. Γ. Tζαβάρας, Aθήνα-Γιάννινα 1985, II, 695.