Ελύτης-Καρούζος: δυό προσευχές

24grammata.com- Ελύτης

Ελύτης-Καρούζος: δυό προσευχές
(Η μυστική εμπειρία)
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ

H λεπτότητα είναι μια λέξη η οποία ταιριάζει απολύτως στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη: εκλεπτυσμένες παραστάσεις της γλώσσας, στη δημιουργική της δράση εντός του νοήματος αλλά και στην ύφανση εικόνων που αποτυπώνουν έναν κόσμο μαγεμένο, έναν κόσμο σταματημένο μέσα στους ομιλητικούς ψιθύρους της Φύσης.
Ο Ελύτης -όπως ακριβώς πριν απ’ αυτόν οι ρομαντικοί ποιητές- έρχεται να αποκαταστήσει το ρήγμα του Διαφωτισμού: την απομάγευση του κόσμου. Έτσι, μέσα σε κάθε φράση, εφευρίσκει την ενότητα των πραγμάτων -τα ίδια τα σύμβολα αυτής της ενότητας τα οποία ξεπροβάλουν από παντού σαν γλώσσα της μυστικής εμπειρίας και του ιερατικού της χαρακτήρα.
Ο Ελύτης προσέρχεται σ’ ένα θυσιαστήριο, εκεί όπου όλα μετουσιώνονται -βλέμματα, σχήματα, εικόνες, τοπία, συγκινήσεις – για να εκφράσουν την απόλυτη ε-κλέπτυνση – στην πραγματικότητα την ίδια την αιώρηση του κόσμου εντός του πνεύματος. Αυτή η μετουσίωση των ποιοτήτων του πραγματικού δεν είναι η σύσταση μιας υπερ-πραγματικότητας στον αντίποδα του ρεαλισμού, (ο, τι ας πούμε ίσχυσε για τον Γκάτσο και τον Εγγονόπουλο) αλλά η κατάσταση της πνευματικοποιημένης ύλης: Γυμνά και εξυψωμένα μέσα στο φως, τα πράγματα γίνονται αυτά που ε ι ν α ι -η πρωταρχική διάστασή τους- μια ανάμνηση της ψυχής από την πρωταρχική ουσία των όντων.
Ο τόπος του Ελύτη είναι ο Ουρανός• και η ποιητική του, μια προσευχή του βλέμματος η οποία αναβιβάζει τη γη στη φυσική της θέση πριν την “έκπτωσή” της. Βέβαια, κάτω από το θρησκευτικό ένδυμα του χριστιανού μύστη φοράει κατάσαρκα ολόκληρη την αρχαιοελληνική παράδοση έτσι όπως τη συνόψισε ο νεοπλατωνισμός στην απόπειρά του να ενώσει τους δύο κόσμους – παλιό και νεώτερο, συνθέτοντας ένα Πνευματικό Όλον.
Ο Νίκος Καρούζος κινείται στον αντίποδα του Ελύτη. Γι αυτόν το ζητούμενο είναι ο Ουρανός να κατέβει στη γη. Η φύση -και η κοινωνία ως φύση- αποτελεί τη σκηνή και το θέατρο της πράξης, μιας πράξης συχνά ξεγυμνωμένης από την αισθητική της, διότι ομορφαίνει από το χαρακτήρα της -την αλήθεια του πραγματικού. Μηχανή υπαρκτικότητας ο Καρούζος, μηχανή που σαρώνει τα πάντα (άλλοτε χωρίς αβρότητα, κι άλλοτε με υπερβολική χάρη) ζητά “να ξεκρεμάσει τις έννοιες από κάθε εννοιολογία” για να δημιουργήσει ξανά τη σάρκα του κόσμου.
«Η αγελάδα του ύπνου» είναι ένας στίχος πολύ χαρακτηριστικός για τις προθέσεις της ποιητικής του: το “πράγμα” έρχεται να φωλιάσει στην “έννοια”, για να την εμβολιάσει με την υλικότητά της, να την ντύσει σάρκα. Είναι ποίηση που παλεύει να αρτιώσει το πραγματικό• όχι την ιδέα του, αλλά την ίδια την υπαρκτικότητα, τη γυμνότητα του φθαρτού, για να στοιχειοθετήσει τον Παράδεισο με τα γήινα μέτρα του ανθρώπου. Γι’ αυτό και κάποτε τα ποιήματά του , δεν είναι παρά “βάρβαρες ωδές” – όχι στο μέτρο που τους λείπει η ευαισθησία αλλά με την έννοια της δύναμης η οποία γκρεμίζει και ξαναχτίζει με παράταιρα υλικά, γκρεμίζοντας ταυτοχρόνως και την κρατούσα αντίληψη περί ποιητικότητας.
Στην πραγματικότητα και οι δυο αυτοί μεγάλοι ποιητές -ο Ελύτης και ο Καρούζος- ανήκουν στην παράδοση της μυστικής εμπειρίας, συνεχίζοντας μέσα στη λογοτεχνία την πνευματική γραμμή των ασκητών της ερήμου.
Η ανατολική μυστική παράδοση των ασκητών της ερήμου είχε σαν βάση της τον ιουδαϊσμό από τον οποίον γεννήθηκε και ανατράφηκε το μοναστικό ιδεώδες. Στους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους, έως και τη βυζαντινή περίοδο, το εκκοσμικευμένο είδωλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας φιλοξενούσε στην περιφέρειά του εκείνους που εξέφρασαν την ουσία της πνευματικότητας: αναχωρητές, στυλίτες, καλόγερους, αγίους -ο μονισμός αντιστεκόταν με το δικό του τρόπο στην εξουσία του επίσημου δόγματος.
Ο Ευάγριος Ποντικός (της κατηχητικής σχολής της Αλεξανδρείας -4ος αιώνας μ.Χ) ήταν ο αναχωρητής ο οποίος κωδικοποίησε την διδασκαλία για την “καθαρή προσευχή”. Διανοούμενος ο ίδιος, επηρεασμένος από τον νεοπλατωνισμό (την αντίληψη για τη φυσική θεότητα της ανθρώπινης διάνοιας), παρουσίασε την προσευχή σαν μια “αποσάρκωση του νου”, μια απελευθέρωση από όλα τα υλικά στοιχεία, για να τελεστεί η είσοδος μέσα στο θείο νου – μέσα στην “καθαρή ενέργεια”.
Η μαρτυρία του Ευαγρίου για την “νοερή” προσευχή – την κατάργηση κάθε υλικότητας, ακόμη και της υλικότητας της σκέψης- καταργούσε και τον ίδιο τον υλικό κόσμο, κάθε αισθητή πραγματικότητα, για να σημανθεί το Πλατωνικό μοντέλο: ο κόσμος των ιδεών ως πρωταρχική ουσία των όντων – οι νοητές πραγματικότητες στην αντιστοιχία τους με την Ιδέα της θεότητας. (Είναι φανερή η συγγένεια με τον ινδουιστικό διαλογισμό).
Συνεχιστής της μυστικής παράδοσης των ασκητών της ερήμου ο άγιος Μακάριος o Αιγύπτιος, αντιπαρέθεσε στον Ευάγριο μια ανθρωπολογία: “Να φέρεις το νου στην καρδιά”: είναι η περιγραφή μιας κατεξοχήν σωματικής εμπειρίας: η προσευχή μέσω της οποίας το θείο αποχτά σάρκα και οστά, υλοποιώντας τον εαυτό του μέσα στον άνθρωπο.
Για τον Μακάριο η ύλη δεν αποτελούσε εμπόδιο• ήταν απλώς ο τόπος της υπαρκτικότητας, εκεί όπου ο άνθρωπος συνδιαλέγεται με τα πάθη του για να στοιχειοθετήσει το άφθαρτο (της πνευματικής ζωής) εντός του φθαρτού (της σαρκικής συνείδησης). Έτσι δεν θεωρούσε αναγκαία την κατάργηση του σώματος (και άρα την αποκατάσταση της καθαρής ενέργειας του νου) αλλά την αποδοχή της ολότητας του ανθρώπου -σώμα και πνεύμα- δια του οποίου ο προσευχόμενος καλείται να πραγματώσει τον πνευματικό του ρόλο εντός του κόσμου.
Η μυστική του Μακαρίου (συγγενής της Στωϊκής διδασκαλίας: “ο άνθρωπος είναι αδιαίρετο ον και ως ενιαίο ον έρχεται σε επικοινωνία με το Θείο”), στον αντίποδα του πλατωνικού διανοητισμού του Ευαγρίου, θέτει σαν κέντρο της προσευχής τo στήθος. Η καρδιά γίνεται το σημείο όπου ο ιστορικός Ιησούς ξαναγεννιέται για να μυστηριεύσει την Αγάπη, την ολοκληρωμένη πραγμάτωση της χάρης μέσω του βαπτίσματος. Έτσι στην ένωση με το Καθόλου διαμεσολαβεί ο Υιός με την “πραγματικότητα” της αγάπης του -με τη σάρκα και το αίμα του- για να κινητοποιήσει κάθε προσευχόμενο στην δική του ιστορική αυτοπραγμάτωση.
(Η φράση του Χριστού, “Δι’ εμού εις τον Πατέρα”, μεταφέρει ακριβώς την διάσταση του πραγματικού σε σχέση με το πνευματικό, την ιστορία ως κορμό κάθε θρησκευτικής ενασχόλησης, την ίδια την ύλη ως στοιχείο της μέθεξης.)
Ο Ελύτης και ο Καρουζος -προσευχόμενοι εντός του Νοήματος και της Ομορφιάς- είναι οι συνεχιστές στην παράδοση της μυστικής εμπειρίας διαμέσου της λογοτεχνίας. Παρατηρώντας τους κεντρικούς νοηματικούς άξονες του έργου τους, μπορούμε εύκολα να  συνδέσουμε τους δυό ποιητές με τους ησυχαστές της ερήμου.
Ο Ελύτης προσεύχεται με τον τρόπο του Ευαγρίου Ποντικού: Χωρίς το σώμα του. Χωρίς το σώμα του κόσμου. Χωρίς τη σάρκα. Διότι αποσαρκώνει κάθε σώμα -και κάθε πραγματικότητα- για να την αναγάγει μέσα στο φως. Έτσι, μοιάζει να αρθρώνει ξανά το λόγο της καθαρής προσευχής: ” Αρνήσου την σάρκα και την ψυχή και ζήσε σύμφωνα με το νου”. “Προχώρα από άυλο σε άυλο και θα εννοήσεις”.
Όπως ο Ευάγριος, έτσι και ο Ελύτης, καταργεί την ατομικότητα για να αναλωθεί μέσα στην Ολότητα που είναι το πνεύμα, μια ολότητα του ανθρώπου και της φύσης, η οποία συμπίπτει με την έξοδο από την ιστορία. Η υλικότητα ήταν εμπόδιο για τον Ευάγριο• το ίδιο ισχύει και για τον Ελύτη: μέσα στο ποιητικό του σύμπαν τίποτε πραγματικό δεν υφίσταται στο βαθμό της υλικότητάς του παρά μονάχα ως η κατάσταση η οποία μεταμορφώνεται κάτω από την επενέργεια του φωτός: η ατελής δημιουργία φτάνει στην ενδελέχειά της, ο χαρακτήρας του πράγματος απαλείφεται για να γίνει υπερκόσμια ουσία.
Ο Ευάγριος με την καθαρή προσευχή, κενώνει τον εαυτό του μέσα στο Θεό, που είναι ο εαυτός του. Ο Ελύτης, με την καθαρότητα του βλέμματος, γίνεται το ίδιο το “βλέπειν”, ένας τρόπος που ενώνει τον οφθαλμό του Θεού (την ιδέα της τελειότητας) με το μάτι εκείνου που κοιτάζει, ώστε ο άνθρωπος και ο Θεός να ενοποιηθούν μέσα στην ομορφιά.
Ο Ευάγριος ε ι ν α ι επειδή αποϋλοποιεί την εγκοσμιότητά του. Ο Ελύτης ε ι ν α ι επειδή δεξιώνεται τον κόσμο για να τον αναγάγει δια του βλέμματος στην υπέρτατη εκδοχή του, στην ιδέα της ομορφιάς εκεί όπου η ύλη γίνεται μια απλή μαρτυρία της Ιδέας. Όμως και για τους δύο, ισχύει η ίδια πνευματική αλήθεια: το φυσικό πραγματώνεται μέσα στο ουράνιο: Η γη προσκαλείται ν’ ανέβει στον ουρανό.
Στον αντίποδα του διδύμου Ελύτη-Ευαγρίου Ποντικού, ο Καρούζος βρίσκει την αντιστοιχία του στον Μακάριο. Όπως ο Μακάριος, έτσι και ο Καρούζος τοποθετεί τον ουρανό στην πραγματικότητα της γης: Ο Μακάριος φέρνει το νου να κατοικήσει στο σώμα. Ο Καρούζος φέρνει την έννοια να φωλιάσει στο πράγμα. Ο Μακάριος ορί-ζει την αποϋλοποίηση σαν την πλήρη κατάργηση του προσώπου. Ο Καρούζος ορίζει την υπαρκτικότητα σαν την πλήρη κατάφαση του ανθρώπου.
Όπως ο Μακάριος, έτσι και ο Καρούζος επιμένει στο θέατρο της αληθινής ζωής εκεί όπου το πνεύμα λαλεί την ομορφιά, αλλά και το άσχημον του θανάτου. Η “προσευχή του σκουληκιού” (στο ομώνυμο ποίημα) είναι η προσευχή μιας συνείδησης η οποία ζει τη φθαρτότητά της, ταυτοχρόνως με την απειρότητα του Σύμπαντος (αντικρύ των άστρων) -όπως ακριβώς η “προσευχή του Χριστού” του Μακαρίου ζει σε μια φθαρτή καρδιά (του ανθρώπου), η οποία μεταλαμβάνει το βίωμα της αθανασίας της (μέσα στο Χριστό).
Ο Μακάριος μιλάει για την αγάπη (το Χριστό), ως τον ενοποιητή του Όλου ανθρώπου. Ο Καρούζος μιλάει κι αυτός για μια ενοποίηση: την αγάπη-δράση του βλέμματος εντός της φύσης (την πνευματικότητα του βλέπειν), η οποία έρχεται να συναντηθεί με την πράξη-αγάπη (την επανάσταση, σ ένα πλαίσιο καθαρά ιστορικό).
Η ιστορικότητα -η υλικότητα- είναι ο τόπος συνάντησης τoυ Καρούζου και του Μακαρίου. Ο Μακάριος δεν μπορεί να νοήσει πνευματική ζωή χωρίς την πράξη -τη δράση- της αγάπης εντός του κόσμου, μια κατάσταση ενεργοποιημένη από την ίδια την προσευχή η οποία κι αυτή είναι εγκόσμιο γεγονός. Ο Καρούζος δεν μπορεί να εννοήσει την ποίηση έξω από τη σωματικότητά της -την εγκοσμιότητά της- έξω από την περιπέτεια ενός σώματος πάσχοντος -όπως ο πάσχων Ιησούς πάνω στο σταυρό.
Ο Μακάριος ονομάζει την αθανασία, καρδιά, (θεία επάρκεια) κι εκεί τοποθετεί το Χριστό, μέσα στη σάρκινη καρδιά του ανθρώπου, για να τον οδηγήσει με την προσευχή να γίνει ο ίδιος Υιός του Πατρός του. Ο Καρούζος μιλάει ακατάπαυστα για το στήθος με την αδιόρατη νοσταλγία εκείνου που γνωρίζει το μυστήριο αυτής της περιοχής, η οποία δεν απηχεί μόνο τον ήχο της υπαρκτικότητας, το τικ-τακ της σαρκικής παρουσίας, αλλά και το τικ-τακ της συναισθησίας, το τικ-τακ της συνείδησης που δεν αυτοπεριορίζεται στο σώμα διότι ανά πάσα στιγμή ασκείται στο νόημα της ελευθερίας της.                  http://www.poeticanet.com