Ζήρας Αλέξανδρος, «Νίκος Καζαντζάκης»

24grammata.com/ Καζαντζάκης
Ζήρας Αλέξανδρος, «Νίκος Καζαντζάκης»

Η μεσοπολεμική Πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τόμος Δ΄ 1914-1939, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1996, Σσ.140-142
Εκείνο όμως που είναι πράγματι εντυπωσιακό, ανεξάρτητα από το κατά πόσο οι μυθιστορίες του έχουν ένα εκτεταμένο εμπειρικό υπόβαθρο ή είναι απλώς επινοήσεις μιας γόνιμης φαντασίας, έγκειται στο εξής: στο ότι ζούσε από τα μέσα την κάθε μυθιστορία, πάσχοντας και συμμετέχοντας σ’ αυτήν — έστω και αν η συμπάθειά του αφορούσε περισσότερο στις καταστάσεις που ζουν οι αφηγηματικοί χαρακτήρες απ’ ό,τι στους ίδιους τους χαρακτήρες. Και επειδή οι καταστάσεις μέσα στις οποίες δοκιμάζονται οι ήρωες του έχουν έναν προφανή διδακτικό προσανατολισμό — κυρίως, το να μεταδώσουν ένα βιοθεωρητικό πιστεύω για το νόημα τον κόσμου — , είναι ευνόητο το ότι εκείνοι που υφίστανται σε κάθε μυθιστορία τη δοκιμασία για να βγουν απ’ αυτήν λυτρωμένοι, είναι οι ελάχιστοι, οι εκλεκτοί, οι σφραγισμένοι από κάποια περιούσια χάρη. Τέτοιος είναι αναμφίβολα ο Μανολιός στο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, και τέτοιοι είναι ο Οδυσσέας, ο Αλέξης Ζορμπάς, όλα τα ιστορικά και μυθικά πρόσωπα στα δραματικά έργα του: ο Ιουστινιανός, ο Καποδίστριας, ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Θησέας. Δεν είναι χαρακτήρες που υπηρετούν το καλό, και συνεπώς προβάλλουν μια αντίστοιχη ηθική στάση του συγγραφέα· ό,τι τους ανασύρει από τον μέσο όρο και τους μνημειώνει ή τους ηρωοποιεί είναι η δοκιμασία που υφίστανται, η πάλη που διεξάγουν με κάποιες δυνάμεις που θέλουν να τους ξαναφέρουν στην παθητική αδράνεια. Ό,τι έχει σημασία είναι ο αγώνας. Ο Μανολιός, λόγου χάριν, αντιστέκεται στην ερωτική πρόσκληση της Κατερίνας, αλλά όσο ενεδρεύει μέσα του η επιθυμία το σώμα του είναι γεμάτο αποκρουστικές πληγές· από τη στιγμή που παύει να υπάρχει ο πειρασμός μέσα του οι πληγές φεύγουν και μπορεί τώρα έτσι να υποδυθεί το ρόλο του Χριστού στο «σταυρικό μαρτύριο».
Αλλά και ο Ζορμπάς, παρόλο που φαίνεται να είναι ο διονυσιακότερος από τους αφηγηματικούς χαρακτήρες του Καζαντζάκη, δεν κατορθώνει να κάνει πειστικό τον ενστικτώδη τρόπο ζωής του, παρά μόνο στα σημεία εκείνα όπου αγωνίζεται να αποσπάσει από την υποτιθέμενη ανατολίτικη αδράνεια το διανοούμενο επιχειρηματία, ο οποίος έχει γενικά αναγνωριστεί ότι είναι το alter ego του ίδιου του συγγραφέα. Και αν υπάρχει κάτι που μας προκαλεί ιδιαίτερα το ενδιαφέρον σ’ αυτόν τον περίεργο – και κάπως αφύσικο – διάλογο μεταξύ του Ζορμπά και του επιχειρηματία, όπως και στους άλλους κορυφαίους χαρακτήρες της καζαντζάκειας μυθολογίας, είναι ακριβώς το ότι είναι χαρακτήρες οριακοί, δεμένοι με μια συγκεκριμένη κάθε φορά έννοια του απόλυτου. Επομένως, μόνο αυτή η τάση τους για το ακραίο, το άγιο ή το σατανικό, μπορεί να θεωρηθεί, ως κοινό γνώρισμα, και αυτό το γνώρισμα άλλωστε προσδιορίζει σε τελευταία ανάλυση το ήθος τους μέσα στην αφήγηση.
Από την άλλη μεριά, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, ότι υπάρχει όντως μια ασυνέπεια και μια αντίφαση ως προς τη σχέση του συγγραφέα με τον κόσμο των βιβλίων του, πολύ περισσότερο αν λάβουμε υπόψη ότι πρόκειται για ιστορίες που διακινούνται αφηγηματικά για να εκτελέσουν ένα σκοπό πέρα από αυτές, να υποβάλλουν κάποιες ιδέες και μια βιοθεωρία, την οποία ο Καζαντζάκης επιθυμούσε (απ’ όσο φαίνεται στις επιστολές του) να «εκλαϊκεύσει» μέσω της κάθε μυθιστορίας τους. Εκτός από τις επιμέρους σχέσεις που οπωσδήποτε υπάρχουν ανάμεσα στο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και στο Ο Φτωχούλης του Θεού ή στο Ο τελευταίος πειρασμός, η αλήθεια είναι ότι οι κοσμοθεωρητικές καταγωγές των βιβλίων αντιφάσκουν μεταξύ τους. Και έχοντας ως δεδομένο το γεγονός ότι η δραστηριότητα του Νίκου Καζαντζάκη ως πεζογράφου παρουσιάζει τη μεγαλύτερή της πύκνωση μέσα στη δεκαπενταετία 1940-1955, προκύπτει ασφαλώς το εύλογο ερώτημα, το οποίο ήδη κάναμε στην αρχή αυτού του μελετήματος: είναι δυνατόν ένα σύνολο έξι μυθιστοριών (χωρίς να υπολογίσουμε εδώ τα σχετικά πρωιμότερα, Toda-Raba και Ο βραχόκηπος, 1939, που ήταν καρποί της προηγούμενης εικοσαετίας) να έχει στις επιμέρους αφηγηματικές του ενότητες τέτοιες αποκλίσεις και τόσες διαφοροποιήσεις; Ας δούμε κάπως αναλυτικότερα τρία από τα αντιπροσωπευτικότερα, κατά την άποψή μου, βιβλία του, όπου και φαίνονται με ευκρίνεια οι μετακινήσεις του ως προς τη θέση κατόπτευσης του κόσμου. Μετακινήσεις, ας το τονίσουμε πάλι, που δεν έχουν γίνει για τις ανάγκες της συγκεκριμένης κάθε φορά αφηγηματικής πραγματικότητας, αλλά για τις ανάγκες της εσωτερικής συνέπειας του αφηγηματικού κόσμου με τις ιδέες του δημιουργού του.