Καζαντζάκης Νίκος, «Ο Αλεξανδρινός ποιητής Καβάφης»

24grammata.com/ Καζαντζάκης

 

Δείτε τη συλλογή του 24grammata.com για τον Καβάφη κλικ εδώ

About Kavafis on 24grammata.com here

στο συλλογικό τόμο του Πικρού Γιώργη, Κ. Π. Καβάφης. Κριτικές μελέτες, Αθήνα χ.χ., Εκδόσεις Γιάννη Οικονόμου. Σσ. 28-32

Η πιο εξαιρετική πνεματική φυσιογνωμία της Αιγύπτου είναι χωρίς άλλο ο ποιητής Καβάφης.

Στο μεσόφωτο του αρχοντικού σπιτιού του προσπαθούσα να διακρίνω τη μορφή του. Ανάμεσά μας είναι ένα μικρό τραπεζάκι, γιομάτο ποτήρια με χιώτικη μαστίχα κι ουίσκι – και πίνουμε.

Μιλούμε για πλήθος πρόσωπα κ’ ιδέες, γελούμε, σωπαίνουμε, και πάλι αρχίζει, με κάποια προσπάθεια, η κουβέντα. Εγώ πολεμώ να κρύψω στο γέλιο τη συγκίνηση και τη χαρά μου. Να ένας άνθρωπος μπροστά μου, άρτιος, που τελεί τον άθλο της τέχνης με υπερηφάνια και σιωπή, αρχηγός ερημίτης, κ’ υποτάσσει την περιέργεια, τη φιλοδοξία και τη φιληδονία στον αυστηρό ρυθμό μιας επικούρειας ασκητικής.

Έπρεπε να είχε γεννηθεί στο 15ο αιώνα στη Φλωρεντία, καρδινάλιος, μυστικοσύμβουλος του Πάπα, έκτακτος απεσταλμένος στο Παλάτι του Δόγη, στη Βενετία, και επί πολλά χρόνια, πίνοντας, αγαπώντας, χαζεύοντας στα κανάλια, γράφοντας, σωπαίνοντας – να διαπραγματεύεται τις πιο σατανικές και πολύπλοκες και σκανδαλώδεις υποθέσεις της Καθολικής Εκκλησίας.

Ξεχωρίζω στα σκοτεινά, πάνου στο ντιβάνι, τη φυσιογνωμία του – πότε όλο έκφραση μεφιστοφελική κ’ ειρωνεία και τα ωραία μαύρα μάτια του ξάφνου αστράφτουν μόλις πέσει απάνω τους μια μικρή αχτίδα από το φως των κεριών, και κάποτε πάλι γέρνει, όλο φινέτσα, παρακμή και κούραση.

Η φωνή του είναι γεμάτη ακκισμούς και χρώμα – και χαίρουμαι με τέτοια φωνή να διατυπώνεται η πονηρή, όλο κοκεταρία, βαμμένη, στολισμένη γραία αμαρτωλή ψυχή του.

Έτσι που για πρώτη φορά τον βλέπω απόψε και τον ακούω, νιώθω πόσο σοφά μια τέτοια πολύπλοκη, βαρυφορτωμένη ψυχή της άγιας παρακμής κατόρθωσε να βρει τη φόρμα της – την τέλεια που της ταιριάζει – στην τέχνη και να σωθεί.

Ο εξωτερικά πρόχειρος μα σοφά μελετημένος στίχος του Καβάφη, η θεληματικά αλλοπρόσαλλη γλώσσα του, η απλοϊκή ρίμα του, είναι το μόνο σώμα που μπορούσε πιστά να περικαλύψει και να φανερώσει την ψυχή του.

Σώμα και ψυχή στα τραγούδια του είναι ένα. Σπάνια στην ιστορία της φιλολογίας μας μια τέτοια ενότητα υπήρξε τόσο οργανικά τέλεια.

Ο Καβάφης είναι από τα τελευταία άνθη ενός πολιτισμού. Με διπλά, ξεθωριασμένα φύλλα, με μακρό ασθενικό κοτσάνι, δίχως σπόρο.

Ο Καβάφης έχει όλα τα τυπικά χαραχτηριστικά ενός εξαιρετικού ανθρώπου της παρακμής – σοφός, ειρωνικός, ηδονιστής, γόης, γιομάτος μνήμη. Ζει σαν αδιάφορος, σα θαρραλέος. Κοιτάζει ξαπλωμένος σε μια μαλακή πολυθρόνα από το παράθυρό του και περιμένει τους Βαρβάρους να προβάλουν. Κρατάει περγαμηνή με λεπτά καλλιγραφημένα εγκώμια, είναι ντυμένος γιορτάσιμα, βαμμένος με προσοχή, και περιμένει. Μα οι βάρβαροι δεν έρχουνται, κι αναστενάζει κατά το βράδυ, ήσυχα, και χαμογελά ειρωνικά για την απλοϊκότητα της ψυχής του να ελπίζει.

Κοιτάζω απόψε και χαίρουμαι τη γενναία αυτή ψυχή που αποχαιρετά αργά, παθητικά, χωρίς δύναμη και χωρίς λιποψυχία, την Αλεξάνδρεια που χάνει.

– Μα δεν πίνετε καθόλου. Είναι χιώτικη, σας ορκίζουμαι. Γιατί σωπάσατε;

Σκύβει και μου γιομίζει το ποτήρι, και το μάτι του για μια στιγμή έλαμψε με σαρκασμό κι ευγένεια.

Μα εγώ σώπαινα, γιατί συλλογίζουμουν το θαμαστό του τραγούδι Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον και δεν τού αποκρίνουμουν, γιατί το έλεγα σιγά σιγά απομέσα μου:

Σαν έξαφνα ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί

αόρατος θίασος να περνά

με μουσικές εξαίσιες, με φωνές –

την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου

που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου

που βγήκαν όλα πλάνες μη ανωφέλετα θρηνήσεις.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

αποχαιρέτα την, την   Αλεξάνδρεια που φεύγει.

Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν

ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·

μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,

πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο

κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι

με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,

ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,

τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,

κι αποχαιρέτα την, την  Αλεξάνδρεια που χάνεις.

Το ίδιο βράδυ συμπόσιο αποχαιρετισμού.

Ποτέ δε θα ξεχάσω αυτή τη βραδιά, γιατί, θαρρώ, χαραχτηρίζει την κρίσιμη εποχή που ζούμε. Είναι η απειλή χυμένη στον αέρα, η ανησυχία διαπερνά και τις πιο εγκάρδιες, αγαπημένες ώρες, και δίνει μια γεύση πολεμική στη φιλία.

Ήμαστε μια δεκαπενταριά φίλοι, φάγαμε μαζί, γελάσαμε μια στιγμή, κ’ ύστερα ένας νεώτερός μου μού είπε με στυγνότητα και ταραχή:

– Είναι ανάγκη να μιλήσουμε απόψε, πριν να φύγετε. Πολλά από όσα γράψατε στην Αναγέννηση δεν τα δεχόμαστε.

Με κοίταξε φρίσσοντας από αγάπη και μίσος και με κρατούσε.

Κι εγώ που τρελαίνουμαι για τους νεώτερούς μου κ’ είναι το αυτί μου πάντα στηλωμένο, άγρυπνο, ανήσυχο, αρπαχτικό απάνου τους, χάρηκα.

– Θα παλέψουμε, αποκρίθηκα γελώντας, θα πείτε τη γνώμη σας, θα πω τη δική μου – κι όποιον πάρει ο Χάρος!

Καθίσαμε όλοι γύρα από ένα μεγάλο τραπέζι, βάλαμε πρόεδρο τον γιατρό Παύλο Πετρίδη κι άρχισε το πάλεμα.

Ήξερα πως δε θα μιλούσαμε για τέχνη. Λίγα χρόνια πριν, ο ανώτατος αυτός πνευματικός κύκλος της Αλεξάνδρειας θα συζητούσε, ως τα ξημερώματα, για τον Παλαμά και τον Καβάφη, για τα προβλήματα της τέχνης και της αισθητικής και θ’ απάγγελνε στίχους. Τώρα, όσες μέρες έμεινα μαζί τους, σπάνια, διαβατικά μιλήσαμε για λόγιους και φιλολογίες. Η ψυχή είχε μετατοπιστεί, το μέτωπο της μάχης είχε αλλάξει κατεύθυνση. Όλα αυτά μας φαίνουνταν παλιά, ξόμπλια μάταια, ασχολίες αργόσχολων και καθυστερημένων ανθρώπων.

Κι έτσι, απόψε, ένας αέρας πολεμικός είχε χυθεί τριγύρα μας. Οι νεώτεροι ήταν χλωμοί, λιγομίλητοι, βίαιοι. Μιλούσαν όπως πρέπει να μιλούν οι νέοι – αδίσταχτα. Ήταν μονοκόμματοι, ανένδοτοι, δίχως πολυεδρικά παιχνιδίσματα του μυαλού, πίστευαν.

Μιλούσαμε – με συγκίνηση, σα να ξομολογιόμαστε – για το σημερινό χρέος του ανθρώπου, για το χρέος μας. Ανάμεσα στα διάφορα στρατόπεδα που συντάζουνται, σε ποιο πρέπει ο καθένας μας να ταχτεί και πώς να πολεμήσει.

Γρήγορα όλη αυτή η αποψινή φιλική σύναξη άρχισε να μετουσιώνεται σε πολεμικό συμβούλιο. Σα να ήμαστε αληθινά πολιορκημένοι και μαζευτήκαμε να πάρουμε απόφαση.

Μοιραστήκαμε σε δυο κύρια στρατόπεδα.

Άλλοι υποστηρίζουν πως πάντα τα οικονομικά αίτια είναι τα πρώτα κίνητρα της Ιστορίας. Μονάχα αυτά μπορούν να φωτίσουν την εξέλιξη της ζωής και να καθοδηγήσουν τη σκέψη και την πράξη μας. Όλα τα άλλα αίτια είναι δευτερογενή και παράγωγα.

Άλλοι διαφωνούσαν. Ένας, διατυπώνοντας τη σκέψη του, είπε:

– Συχνά αμφιβάλλω αν μονάχα τα οικονομικά αίτια μπορούν να εξηγήσουν τα πάντα. Μονάχα αν με στριμώξουν δέχουμαι την οικονομική αυτή παντοκρατορία.

»Αν με στριμώξουν, δηλαδή αν από τη θεωρία αναγκαστώ να πάω στην πράξη. Όποιος θεωρητικά επισκοπεί την εξέλιξη της ανθρώπινης ενέργειας, ίσως βρίσκεται υποχρεωμένος να δεχτεί και τον ψυχικό παράγοντα, κάποτε, ως τον πρωτεύοντα μοχλό της Ιστορίας. Όποιος όμως, αφήνοντας τη θεωρία, ρίχνεται στην πράξη, είναι υποχρεωμένος, για να έχει ένα σταθερό έδαφος να βαδίσει και να χτίσει, να δεχτεί μονάχα τον οικονομικό παράγοντα. Αλλιώς θα χαθεί σε μυστικές επικίντυνες αοριστίες.

Όταν ήρθε η σειρά μου να πω κι εγώ τη γνώμη μου, ομολογώ πως ήμουν λίγο συγκινημένος. Φιλικό τραπέζι ήταν τούτο, με αποχαιρετούσαν οι φίλοι μου, μα η στιγμή γύρω μας είναι τόσο κρίσιμη που δεν ανέχεται αισθηματικότητες. Κ’ οι φίλοι με κοίταζαν με σκληρότητα και περίμεναν.

Προσπάθησα, λιγόλογα, να διατυπώσω το Credo μου:

– Είμαι μονιστής. Ύλη και Πνέμα βαθύτατα τα νιώθω ότι είναι ένα. Μέσα μου νιώθω μια μονάχα ουσία.

»Όταν όμως είμαι υποχρεωμένος να εκφραστώ, όπως απόψε, και να διατυπώσω την ουσία αυτή, αναγκάζουμαι, φυσικά, να εκφραστώ με λέξες, δηλαδή με το λογικό. Επομένως, ακολουθώντας τη φύση του λογικού, χωρίζω αναγκαστικά ό,τι φύσει είναι αχώριστο. Κι επειδή οι ανθρώπινες αίστησες είναι περιορισμένες, απ’ όλες τις άπειρες, πιθανόν, όψες ή πηγές, αν θέλετε, της πραγματικότητας, ξεχωρίζω μονάχα δυο: αυτό που λέμε  Ύλη κι αυτό που λέμε Πνέμα.

»Μια μονάχα λέξη: Ύλη ή Πνέμα, επειδή κατάντησε από τη χρήση η κάθε μια από τις λέξες αυτές να έχει ένα ορισμένο στενό περιεχόμενο, θα εξέφραζε μέρος μονάχα της πρώτης ουσίας, όπως τη νιώθω.

»Γι’ αυτό, όταν θέλω να διατυπώσω με λέξες αυτό που είναι ένα, ξεχωρίζω σε δυο και τα ανώτατα κίνητρα της Ιστορίας – του ατόμου ή της ομάδας: την Πείνα και το Πάθος.

»Μεταχειρίζουμαι τη λέξη πάθος κι όχι τη λέξη πνέμα, γιατί η λέξη αυτή έχει πάρει ένα ιδεολογικό, άυλο, απεσταγμένο περιεχόμενο, που μου είναι ακατανόητο και μισητό. Το «πνέμα» περιέχει πολύ περισσότερη «ύλη» απ’ ό,τι φαντάζουνται οι υλιστές· καθώς και η «ύλη» περιέχει πολύ περισσότερο «πνέμα» απ’ ό,τι φαντάζουνται οι ιδεαλιστές.

»Ώστε ως εξής μπορώ να διατυπώσω τη σκέψη μου χοντρικά: Η πείνα – τα οικονομικά αίτια – είναι στις ομαλές, δηλαδή τις πλείστες στιγμές, το πρώτο κίνητρο. Μα στις κρίσιμες (θυμός, μίσος, έρωτας, ένστιχτο αναπαραγωγής κτλ.), το πρώτο κίνητρο είναι το πάθος.

»Όμως, σύμφωνα με αυτά που είπα παραπάνω, όταν βαθύνουμε τις διαφωνίες μας, τις βλέπουμε να εξαφανίζουνται. Έτσι μιλούσαμε, και κόντευε πια να ξημερώσει.

http://www.potheg.gr