Η “ΝΗΣΙΩΤΙΚΟΤΗΤΑ” ΣΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ1

24grammata.com/ Ελύτης

Το ποιητικό βίωμα στην υπηρεσία της

περιφερειακής ανάλυσης.

Κώστας Μαν. Σοφούλη

Βασιλική Νταλάκου

Τμήμα Περιβάλλοντος ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ψυχολογία του χώρου κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στους δύο συγγενείς όρους “χώρος” και “τόπος”. Όπως παρατηρεί ο Yi-Fu Tuan [1977, σελ. 6] στην εμπειρία, το νόημα του χώρου συχνά συγχωνεύεται στο νόημα του τόπου. “Χώρος” είναι έννοια πιο αφηρημένη από τον “τόπο”. Αυτό που ξεκινάει ως αδιαφοροποίητος χώρος μεταβάλλεται σε τόπο καθώς προχωρούμε στην καλύτερη γνωριμία του και καθώς τον προικίζουμε με “αξία”. Για τον θεωρητικό της περιφερειακής οικονομικής, εν τούτοις, αυτή η λεπτή ψυχολογική διάκριση δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Γι’αυτόν, ο χώρος είναι απλώς μια λογική κατηγορία απαραίτητη στον προσδιορισμό του κύριου ενδιαφέροντός του που είναι η γεωγραφική κατανομή των δραστηριοτήτων. Σε πείσμα, όμως, αυτής της απλούστευσης οι συγκεκριμένοι άνθρωποι που “κατανέμονται” πάνω σ’ αυτόν τον αφηρημένο χώρο έχουν ανά πάσα στιγμή μια συγκεκριμένη αντίληψη του “τόπου” τους. Και η διαφορά βρίσκεται στο ότι αυτοί έχουν σημασιοδοτήσει αυτόν τον συγκεκριμένο, γι’ αυτούς, χώρο, με τις αξίες τους. Για τον καθένα μας, ο “τόπος του” έχει ταυτότητα και φυσιογνωμία. Η πολιτισμική γεωγραφία (cultural geography) προσπαθεί να διακρίνει αυτές τις όψεις του περιφερειακού φαινόμενου, και σώζει εν μέρει, τουλάχιστο, τη τιμή των γεωγράφων και περιφερειαλόγων. Δειλά, είναι αλήθεια, ακόμη οι εκπρόσωποί τους εμφανίζουν αναλυτικά σχήματα όπου αναδείχνεται η αλληλεπίδραση των ανθρώπινων ομάδων με το τοπίο σε θέματα που υπερβαίνουν τις κοινοτοπίες της περιφερειακής ανάλυσης2.

Το να αποδώσουμε στον κάθε “τόπο” την ταυτότητα που του ανήκει, πέρα του ότι είναι πράξη δικαιοσύνης, είναι και πολλαπλά χρήσιμο. Ο προσδιορισμός και η περιγραφή της ταυτότητας ενός τόπου είναι πολλές φορές απαραίτητη γι’ αυτή καθ’αυτή την εξάσκηση της περιφερειακής πολιτικής. Όταν επεμβαίνουμε, λ.χ., προγραμματικά, δηλαδή με πρόθεση ν’ αλλάξουμε, για κάποιες σκοπιμότητες, τα χαρακτηριστικά ενός τόπου, χρειάζεται να ξέρουμε αν η αλλαγή αυτή θα πρέπει να φτάσει μέχρι τη μεταβολή της ίδιας της ταυτότητάς του που το διακρίνει ως ξεχωριστό “είδος”, ή για κάποιους λόγους, πρέπει να την αφήσουμε απαράλλακτη. Τί είναι λοιπόν εκείνα τα στοιχεία που θεωρούμε επαρκή και αναγκαία για να προσδιορίσουμε αυτή την ταυτότητα;

Στην οικονομική θεωρία του χώρου, (όπου συμπεριλαμβάνεται και η περιφερειακή οικονομική), η ταυτότητα των τόπων, που συνήθως ονομάζονται περιφέρειες (ή περιοχές, ζώνες κ.ο.κ), προσδιορίζεται σε σχέση με ορισμένες γεωγραφικές, δημογραφικές οικονομικές και γενικά ποσοτικοποιήσιμες μεταβλητές. Κατα κανόνα, οι μεταβλητές αυτές σχετίζονται με την διαδικασία της παραγωγής και διανομής του κοινωνικού προϊόντος. Αυτές οι μεταβλητές και οι συνδυασμοί τους, μας δίνουν την απαιτούμενη κάθε φορά αντίληψη της ενότητας, ή της ταυτότητας του συγκεκριμένου χώρου. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη αντίληψη της ταυτότητας ενός τόπου, που είναι εξίσου σημαντική, αλλά δύσκολα συλλαμβάνεται με άμεση λεκτική περιγραφή. Πρόκειται για την “βιωματική” αντίληψη. Βιωματική αντίληψη ονομάζουμε εδώ, την ιδιαίτερη αίσθηση που ένας συγκεκριμένος τόπος δημιουργεί σε αυτούς που τον βιώνουν, είτε επειδή ζούν σ’ αυτόν, είτε επειδή τον επισκέπτονται, είτε, ακόμη, και επειδή απλώς τον σκέπτονται.

Για τον άνθρωπο ο τόπος δεν είναι απλώς ένα εξωτερικά δοσμένο αντικείμενο. Στην πραγματικότητα καθένας μας κατασκευάζει μέσα του την συγκεκριμένη έννοια του τόπου, με μια πολύπλοκη ψυχολογική διεργασία στην οποία οι αντικειμενικές ιδιότητες του χώρου χρησιμεύουν απλώς σαν πρώτη ύλη, που προσλαμβάνεται από τα αισθητήρια, για να αναπλαστεί και διαμορφωθεί σε νόημα (νοητικό αντικείμενο, concept).3

Δηλαδή ο άνθρωπος που βιώνει με την εμπειρία του τον συγκεκριμένο τόπο είναι και ο μόνος “άμεσος μάρτυρας” που έχει τη δυνατότητα και το κύρος να πιστοποιήσει τη βιωματική ταυτότητα.

Ένα ερώτημα που φυσιολογικά τίθεται σχετικά με το θέμα αυτό είναι αν oι αυστηρά ποσοτικοποιήσιμες, ή έστω και οι αναλυτικά προσδιορίσιμες μεταβλητές επαρκούν για να εξηγήσουν με πληρότητα την “βιωματική” αντίληψη της ταυτότητας ενός τόπου.

Ας παρατηρήσουμε από την αρχή, ότι στην διαμόρφωση της βιωματικής αντίληψης του τόπου μετέχουν δύο παράγοντες: Ο τόπος με τα χαρακτηριστικά του, από την μιά, και το συγκεκριμένο υποκείμενο που τον βιώνει, από την άλλη. Για τον συγκεκριμένο τόπο που λέγεται “πόλη”, λχ. μπορούμε να θεωρήσουμε ότι στην πραγματικότητα “υπάρχουν” δύο ξεχωριστές “οντότητες”: “Η πόλης που βρίσκεται στο έδαφος και η πόλη που βρίσκεται στο μυαλό μας”.4 Και τα μεν χαρακτηριστικά του τόπου μπορούν εύκολα να τα θεωρήσουμε “αντικειμενικά” αφού, προφανώς, αναφέρονται σε χαρακτηριστικά της υλικής του υπόστασης που υπάρχουν έξω και ανεξάρτητα από παρατηρητή. Στην περίπτωση, όμως, του βιώνοντος υποκειμένου, είναι προφανές ότι το ενεργό στοιχείο του που έρχεται σε επαφή με την αντικειμενική πραγματικότητα για να “συνδιαμορφώσει” την βιωματική αίσθηση, θα έχει, αναπόφευκτα, σημαντικό μέρος υποκειμενισμού. Δικαιούμαστε, μολαταύτα, να υποθέσουμε, ότι η υποκειμενικότητα των ανθρώπων απαρτίζεται από μια ομάδα χαρακτηριστικών, κοινών για όλους σε δεδομένες πολιτι-στικές και κοινωνικές συνθήκες, και μιαν άλλη ομάδα που διαφοροποιεί τον κάθε άνθρωπο και αναδεικνύει την ατομικότητά του.

Αν πράγματι υπάρχει αυτή η πρώτη ομάδα, τότε έχουμε το δικαίωμα να θεωρούμε, ότι η βιωματική αίσθηση, που δημιουργείται από την επαφή με τον συγκεκριμένο τόπο μέσα από το φίλτρο αυτών των χαρακτηριστικών, μπορεί να θεωρηθεί ως η κυρίαρχη και τυπική βιωματική ταυτότητα του τόπου αυτού και έτσι να “αντικειμενικοποιηθεί” στην αντίληψη και τις αναφορές μας. Φυσικά, πάντα από την γωνία όψης του βιώνοντος ανθρώπου. Η θέση αυτή μπορεί να στηριχθεί, κατ’ αναλογία στον τρόπο που έχει διαπιστωθεί ότι διαμορφώνεται και διαφοροποιείται η τέχνη και, ειδικώτερα, η ζωγραφική στους διάφορους λαούς ανάλογα με τον τρόπο που βιώνουν τα ιδιαίτερα φυσικά φαινόμενα και χαρακτηριστικά του τόπου τους. Αναφέρει, για παράδειγμα, ο Ed. Hall 5 ότι ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο βιώνουν οι Εσκιμώοι την αδυναμία προσανατολισμού και διάκρισης των αντικειμένων, στις εποχές του χρόνου, κατά τις οποίες δεν υπάρχει ορίζοντας που να διακρίνει τον ουρανό από τη γη, αποτυπώνεται στη ζωγραφική τους με μιαν εντελώς ιδιόμορφη μανιέρα: Επειδή, δηλαδή, είναι εξοικειω-μένοι να “υποψιάζονται” που υπάρχουν αντικείμενα ή ζώα, έστω και όταν δεν τα βλέπουν, συχνά στη ζωγραφική τους αποτυπώνουν πράγματα που υπάρχουν μεν, αλλά στην καθημερινή πραγματικότητα δεν είναι ορατά (λ.χ. σε μια ζωγραφιά κυνηγιού πάνω στον πάγο, ζωγραφίζουν και το μέρος του παγόβουνου που ασφαλώς δεν βλέπουν και που γι’ αυτό τον λόγο δεν έχει θέση στην εικόνα). Παρόμοια χαρακτηριστικά σπάνια συναντάμε στη ζωγραφική των Δυτικών, που οι μετεωρολογικές συνθήκες του τόπου τους χαρακτηρίζονται, κατά κανόνα, από διαφάνεια και καλή ορατότητα.

Εύλογο είναι να υποθέσουμε, τώρα, ότι μερικά “υποκείμενα”, λ.χ. οι ποιητές, εξαιτίας των ιδιαίτερων ευαισθησιών τους, είναι σε θέση να συλλαβαίνουν με μεγαλύτερη ακρίβεια και να εκφράζουν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, ή μεταδοτικότητα, τη “βιωματική ταυτότητα” ενός τόπου, με την έννοια που ορίσαμε παραπάνω. Όπως, άλλωστε, επισημαίνουν οι Μarshal Μc Luhan και Ed.Hall, ο τρόπος με τον οποίο οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν τις αισθήσεις τους και μεταφέρουν τα βιώματά τους έχει πολλά να μας πει για τον τρόπο που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Ο λόγος, όπως και η μουσική, για παράδειγμα, μεταφράζουν συχνά σε αντικείμενο ακοής εντυπώσεις που αρχικά είχαν προσληφθεί με τα αισθητήρια της όρασης δηλ. τα μάτια. Οι συμβολισμοί των λέξεων και των εικόνων εκφράζουν συχνά ό,τι θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό με τις άλλες αισθήσεις και μάλιστα συχνά με τόση ακρίβεια ώστε προκαλούν την ίδια ανταπόκριση που θα προκαλούσε η άμεση βίωση της αυθεντικής αίσθησης.6

Σ’ αυτό εδώ το δοκίμιο θα επιχειρήσουμε μια τέτοιου είδους ανάγνωση της βιωματικής ταυτότητας των νησιών του Αιγαίου, όπως αναδύεται μέσα από την ποίηση ενός κατεξοχήν αιγαιοπελαγίτη ποιητή, του Οδυσσέα Ελύτη. Την αναδίφηση αυτή θα την επιχειρήσουμε χρησιμοποιώντας ως φακό παρατήρησης το θεωρητικό σχήμα που έχει αναπτύξει το IDIM με πυρήνα τις απόψεις της Α. Codaccioni7 για να περιγράψει την έννοια της “νησιωτικότητας”, που, κατά την άποψή μας μπορεί κάλιστα να θεωρηθεί ως ισοδύναμη με αυτό που θα ονομάζαμε αντίληψη της “βιωματικής ταυτότητας” του νησιού.

Η ανάλυση ίσως να μη οδηγεί απ’ ευθείας σε σημαντικές θεωρητικές γενικεύσεις. Αποσκοπεί, όμως, στο να υποδείξει μια συμπληρωματική μεθοδολογία χωρίς ποσοτικές αναλύσεις, που ίσως είναι κατ’ εξοχήν χρήσιμη στην εποχή του πλουραλιστικού περιφερειακού σχεδιασμού, που ίσως ανατέλλει στις μέρες μας μετά τις αποτυχίες των πειραμάτων “μεγα-σχεδιασμού”.

2.0 “ΝΗΣΟΤΗΤΑ”, “ΝΗΣΟΤΙΣΜΟΣ” ΚΑΙ “ΝΗΣΙΩΤΙΚΟΤΗΤΑ”

Στα πλαίσια της ερευνητικής δουλειάς που γίνεται στο INSITUT DU DEVELOPPEMENT DES ILES MEDITERRANEENNES (I.D.I.M., του Πανεπιστημίου Pascal Paoli της Κορσικής), η καθηγήτρια Anne Codaccioni έχει προτείνει τους εξής τρείς διακεκριμένους όρους, ως εννοιολογικό υπόβαθρο της νησιωτικής ανάλυσης:

insularitέ insularisme και ileitέ

Η απόδοση των όρων αυτών στην ελληνική γλώσσα είναι προβληματική.

Η χρήση από τη γαλλική γλώσσα δύο διαφορετικών ριζών για την δημιουργία των παραγώγων της έννοιας “νησί” (isle και insula) διευκολύνει την κατασκευή μεγαλύτερης ποικιλίας όρων με κοινή εννοιολογική ρίζα. Στην ελληνική γλώσσα δεν έχουμε αυτή την ευχέρεια. Γι’ αυτό αναγκαστικά θα καταφύγουμε στην παραγωγή των αντίστοιχων εννοιών, ως νεολογισμών, χρησιμοποιώντας εναλάξ ως ρίζες τις λέξεις “νησί” και “νήσος”. Γλωσσικά το τέχνασμα αυτό είναι άκομψο, και παράγει όρους έντονα βαρβαρικούς, αλλά επι του παρόντος δεν φαίνεται να έχουμε άλλη καλύτερη δυνατότητα. Με τη λογική αυτή μεταφράζουμε τον όρο insularitέ ως νησότητα, τον όρο insularisme ως νησoτισμό και τον όρο ileitέ ως νησιωτικότητα.

Κατά την Codaccioni, η έννοια των παραπάνω όρων, ορίζεται ως εξής:

(α). Η “νησότητα” (insularitέ), σημαίνει τον συνδυασμό του συνόλου των γεωγραφικών και οικονομικών ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών που περιγράφουν με επαρκή πληρότητα την έννοια του νησιού. Το σύνολο αυτό περιλαβαίνει, δηλαδή, όλα εκείνα τα στοιχεία της νησιώτικης πραγματικότητας που μπορούμε να προσδιορίσουμε με μέτρα και αριθμούς και για τα οποία μπορεί κανείς να κατασκευάσει δείκτες. Χρησιμοποιούμε τον όρο “νησότητα”, ειδικώτερα σήμερα, στα συμφραζόμενα και την θεματολογία που αφορά στην οικονομική ανάπτυξη των νησιών.

(β). Ο “νησοτισμός” (insularism), υποδηλώνει το σύνολο των κοινωνικο-πολιτικών και γεωπολιτικών φαινομένων που σχετίζονται με το καθεστώς, την κατάσταση (status) και τους θεσμούς των νησιών.

(γ). Η “νησιωτικότητα” (l’ileitέ), αναφέρεται στο βίωμα των νησιωτών, τον πολιτισμό τους, τους κόσμους της φαντασίας τους και, γενικά, όλα εκείνα τα στοιχεία της συμπεριφοράς τους, που εκπηγάζουν από την ιδιαίτερη φύση του νησιώτικου χώρου, χρόνου και της νησιώτικης κοινωνίας, και που διαπερνά ή στηρίζει όλα τα υπόλοιπα φαινόμενα της νησιώτικης ζωής. Επιγραμματικά, κατά την Codaccioni, “νησιωτικότητα είναι εκείνη η συγκεκριμένη ποιότητα της αντίληψης και της συμπεριφοράς που έχει επηρεαστεί από την ιδιαίτερη μορφή του νησιωτικού χώρου”.

Έτσι, σύμφωνα με το παραπάνω σχήμα, η οντότητα ενός νησιού περιγράφεται και χαρακτηρίζεται “από την νησότητα και τον νησοτισμό του, ενώ η επαφή μαζύ του διαμορφώνει ένα ξεχωριστό βίωμα το, το βίωμα της νησιωτικότητας, που με αυτή ολοκληρώνεται η ταυτότητά του”.

Στο θεωρητικό σχήμα που έχει προτείνει η ομάδα Codaccioni, οι τρείς έννοιες που παρουσιάζονται προκύπτουν από την οντότητα, την πραγματικότητα του νησιού. Οι διακρίσεις ανάμεσα στις έννοιες νησότητα, νησοτισμός και νησιωτικότητα είναι παράγωγες από την ιδέα του νησιού και έχουν σκοπό να αναδείξουν τρείς διαφορετικές προσεγγίσεις, τρείς διαφορετικές όψεις της “ταυτότητας” του νησιού, που, βέβαια, δεν είναι κατ’ ανάγκην εντελώς διακριτές μεταξύ τους. Αυτό που διαφοροποιεί τις τρεις προσεγγίσεις-ταυτότητες είναι το είδος των ιδιοτήτων, των χαρακτηριστικών, που απομονώνονται και εξετάζονται για την διαμόρφωσή τους, καθώς και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευσή τους. Και αυτό πάλι έχει σχέση με το είδος της επιστημονικής θεματολογίας την οποία ενδιαφέρει η κάθε προσέγγιση.

Η τρίτη άποψη της ταυτότητας, η νησιωτικότητα, βρίσκεται πέρα από τις κατα παράδοση περιφερειακές περιγραφές και συμπληρώνει την εικόνα και την έννοια του νησιού με την βοήθεια βιωματικών καταγραφών που προφανώς έχουν έντονο ψυχολογικό και πολιτισμικό (ανθρωπολογικό) περιεχόμενο. Σ’ αυτή την πλευρά θα επιμείνουμε, επειδή αυτή κυρίως ενδιαφέρει το αντικείμενο της έρευνάς μας.

Οι δύο πρώτες από τις παραπάνω προσεγγίσεις της ταυτότητας του νησιού αναφέρονται, αντίστοιχα, σε στοιχεία που απεικονίζουν άμεσα κάποια αντικειμενικά χαρακτηριστικά των νησιών. Η νησιωτικότητα όμως, αντικατροπτίζει μιαν “αίσθηση”, μάλλον, παρά μια μετρήσιμη κατάσταση. Μιαν αίσθηση που έχει ως αφορμή, αλλά όχι και ως αποκλει-στική αιτία, την αντικειμενική κατάσταση των νησιών. Επιπλέον ο όρος χρησιμοποιείται για να προβάλλει ιδιότητες που δεν αφορούν μόνο στα νησιά ως τόπους αλλά και στις επιδράσεις τους πάνω στους νησιώτες. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, έχουμε να κάνουμε με την “νησιωτικότητα των νησιωτών” την “νησιωτικότητα του νησιού” και την νησιωτικότητα εν γένει που αφορά στο πλέγμα “νησιά-νησιώτες”.

Μια τέτοια διάκριση υπολανθάνει στα όσα ισχυρίζεται η Codaccioni, έστω και αν δεν την διατυπώνει ρητά.

Ένα στοιχείο που διαφοροποιεί τη νησιωτικότητα από τις δύο άλλες πλευρές της ταυτότητας, είναι, προφανώς, ο τρόπος και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευσή της. Από το θεωρητικό σχήμα της Codaccioni διαφαίνεται ότι για την ανίχνευση των ιδιοτήτων που συνθέτουν τις δύο πρώτες όψεις (νησότητα, νησοτισμός) ο ερευνητής μπορεί να στηριχθεί σε στοιχεία τρίτων, στοιχεία μετρήσιμα, σε ενδείξεις μηχανικών εργαλείων κ.ο.κ. Δεν απαιτείται παρεμβολή του ψυχολογικού φίλτρου, του ψυχισμού, του βιώματος του ερευνητή (ή του οποιουδήποτε υποκατάστατού του). Στην περίπτωση, όμως, της νησιωτικότητας τα πράγματα διαφέρουν ριζικά. Εκεί ό,τι στοιχεία την ορίζουν (το βίωμα, ο πολιτισμός, ο κόσμος της φαντασίας, οι συμπεριφορές) είναι στοιχεία που προκύπτουν, δημιουργούνται δηλαδή, από την ψυχοσωματική επαφή των ανθρώπων με τα νησιά. Είναι δηλαδή προϊόντα βιώματος, ή βιωμάτων, όπου η αίσθηση του βιώνοντος (ή κάποιου υποκαταστάτου του) αποτελεί το κύριο “εργαλείο” για την διάκριση και ανάδειξή τους.

3.0. ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η “ΝΗΣΙΩΤΙΚΟΤΗΤΑ” ΤΩΝ ΝΗΣΙΩΝ;

Τα χαρακτηριστικά και οι ιδιαίτερες ποιότητες που συνθέτουν κατά την C. την έννοια της νησιωτικότητας, δηλαδή τη βιωματική ταυτότητα του νησιού, έχουν αυτόν τον ιδιοσυγκρασιακό τύπο:

Εκφράζουν μια φαινομενική αντιφατικότητα, καθώς η αίσθηση του ενός προκαλεί σχεδόν παράλληλα και το βίωμα του αντιθέτου του. Κατά την άποψή μας η αντιφα-τικότητα αυτή είναι στην ουσία φαινομενική, αφού στην πραγματικότητα αναφέρεται κυρίως στην ένταση και ποιότητα των αισθημάτων που προκαλεί η επαφή με την φύση και την ατμόσφαιρα του νησιού. Όλα, όμως, τα έντονα βιώματα προκαλούν την αίσθηση κάποιας αντιφατικότητας, αφού μοιάζουν περισσότερο με παλμικές διακυμάνσεις ανάμεσα στο θετικό και την άρνησή του, παρά με γραμμικές αισθήσεις μιας μονότονης εμπειρίας. Έτσι, στην ουσίαστική τους υπόσταση, τα έντονα βιώματα πρέπει να τα αντιλαμβανόμαστε στη δυαδική τους μορφή, όπως νοιώθουμε, λχ., κανείς το εικοσιτετράωρό μας μέσα απ’ την ενότητα της νύχτας και της μέρας. Ίσως, έχουμε μπροστά μας μια μορφή αντιφατικότητας που στην ουσία της απεικονίζει αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε διαλεκτική πληρότητα. Αν, πραγματικά, μένει κάτι αδιαμφισβήτητο από όσα αφορούν τα νησιά, αυτό είναι το ότι η βίωση του νησιώτικου περιβάλλοντος προκαλεί δυνατά και παλλόμενα συναισθήματα. Για να μείνουμε, επομένως, πιστοί στο χαρακτηριστικό αναλυτικό σχήμα της C., πρέπει κατ’ ανάγκη ν’ αναφερθούμε στον “πίνακα” των κατά την άποψή της χαρακτηριστικών της νησιωτικό-τητας, με μια σειρά από ζεύγματα αντιθέτων συναισθημάτων. Το πρώτο τέτοιο ζεύγμα που συναντάμε, είναι η ταυτόχρονη αίσθηση του ορίου και της απεραντοσύνης που σου δίνει το νησί. Κάθε νησί έχει απόλυτα ξεκαθαρισμένα τα όριά του εκεί που η “δική” του ακτή σμίγει με την θάλασσα που το περιτριγυρίζει και είναι εξωτερική γι’ αυτό. Ο νησιώτης αισθάνεται βαθιά και ξεκάθαρα τη σημασία αυτού του ορίου.

Την ίδια όμως στιγμή, καθώς θ’ αγναντέψει το πέλαγος, αυτό το ίδιο το σύνορό του μεταβάλλεται σε αρχή της απεραντοσύνης. Παύει να είναι όριο και γίνεται το πρώτο βήμα προς τον ατέλειωτο ορίζοντα.

Παρατηρεί χαρακτηριστικά ο F. Braudel: “Με τα λιμάνια του νησιού που ανοίγονται στο πέλαγος ο νησιώτης αισθάνεται εκτεθιμένος στον έξω κόσμο, ζει μια ζωή επισφαλή, εκτεταμένη, απειλούμενη από τα έξω”. Βρίσκεται συχνά αντιμέτωπος με την απεραντο-σύνη, στο σταυροδρόμι των θαλάσσιων δρόμων με όλους τους κινδύνους που σημαίνει αυτό, αλλά και με όλες τις ευκαιρίες για το συναπάντημα με τους καινούριους πολιτισμούς που συνήθως ακολουθούν τους δρόμους της θάλασσας για να εξαπλωθούν.8

Το νησί είναι ένας “μικρόκοσμος” έτσι όπως οριοθετείται με τα φυσικά του σύνορα απ’ την απεραντοσύνη των θαλασσών και της στεριάς. Όμως ταυτόχρονα είναι και “ο κόσμος ολόκληρος” γι’ αυτόν που αισθάνεται τα πόδια του κολλημένα στο νησιώτικο έδαφος, όπου πρέπει να πορέψει όλες τις ανάγκες του. Απ’ το νου του νησιώτη σπάνια θα περάσει η σκέψη να διατρέξει σε μήκος και πλάτος και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ολόκληρο το νησί του. Γι’ αυτόν, το νησί είναι ο κόσμος ολόκληρος, σε αντίθεση προς τον πρόσκαιρο επισκέπτη έρχεται εκεί γεμάτος περιέργεια και προσδοκία, περισσότερο για να περιδιαβάσει παρά να βιώσει. Στο νησί του επίσης ο νησιώτης δεν είναι ποτέ ανώνυμος. Έχει μια πολύ συγκεκριμένη ταυτότητα που του επιβάλλει αυστηρούς περιορισμούς στην κίνηση και στη συμπεριφορά του. Κι ούτε μπορεί να αισθανθεί το απεριόριστο του γύρω χώρου του: Γι’ αυτόν υπάρχουν πολλαπλά ορατά και αόρατα σύνορα, σημάδια της ιστορίας ή των ανθρώπινων σχέσεων και συμβατικοτήτων, που ο ξένος ούτε τα ξέρει ούτε μπορεί να τα προσέξει. Κι έτσι μέσα σ’ αυτόν τον μικρόκοσμο με την τόσο πυκνή σύσταση, ο νησιώτης θ’ ανακαλύψει την χρησιμότητα του προστατευτικού ψέμματος, μιας συμβατικής συμπεριφοράς όπου ο καθένας καμώνεται πως δεν ξέρει ότι οι άλλοι ξέρουν τα πάντα γι’ αυτόν.

Η C. επιχειρεί μια περιγραφή της συνολικής εικόνας του νησιού μικρόκοσμου ως σύνθεση των επιμέρους εικόνων που έχουν δώσει από το ιδανικό νησί τους οι λογοτέχνες στα έργα τους. Μέσα από την ανάλυση των συμβολισμών που δημιουργούν τα στοιχεία αυτής της συνθετικής εικόνας αναδεικνύει τους συνειρμούς που δημιουργούνται σ’ αυτόν που έχει στο μυαλό του το νησί αλλά και που διαμορφώνουν τον χαρακτήρα και την κοσμοθεωρία του νησιώτη. Αυτοί οι συνειρμοί είναι χαρακτηριστικά αντιφατικοί:

Το νησί “της λογοτεχνίας” είναι σχεδόν πάντα ορεινό, με ακτές απότομες και ανώμαλες από την μια μεριά του αλλά και με μιαν όμορφη παραλία από την άλλη, όπου βρίσκεται και ο οικισμός-λιμάνι. Περιβόλια δέντρα, ελιές και αμπέλια στολίζουν το τοπίο του. Το μοναδικό βουνό του είναι συνήθως υφαίστειο που μάλιστα αφήνει διόδους επικοινωνίας με το εσωτερικό της γης, όπου ο νησιώτης έχει πρόσβαση μέσα από τις μυστηριώδεις σπηλιές που υπάρχουν στις πλαγιές του. Αν, μάλιστα, όπως φαντάζονται πολλοί λογοτέχνες, στο κέντρο του ηφαιστείου υπάρχει και μια λίμνη – μινιατούρα του ωκεανού- μέσα στην οποία εισχωρεί η θάλασσα, τότε το νησί μοιάζει σαν να περιέχει μέσα του το αντίθετό του. Η συνολική βίωση του νησιού-ηφαιστείου εύκολα δημιουργεί την αίσθηση της “ενδοστροφής”, της στροφής προς τον εσωτερικό μας κόσμο. Παράλληλα δίνει την εικόνα της κρύπτης που φέρνει στο μυαλό μας τον τύπο του νησιού-φυλακής, που συμβαίνει να είναι και εντελώς ρεαλιστικός για κάποια τουλάχιστον νησιά όπως η Αγία Ελένη, η Ελβα αλλά και όσα χρησιμοποιήθηκαν στην Ελλάδα ως τόποι φυλακής και εξορίας.

Μπορεί, λοιπόν, το νησί να θυμίζει φυλακή και κρύπτη, αλλά ταυτόχρονα το συναντούμε και ως συμβολικό χώρο της αθωότητας, της απροσποίητης γύμνιας, με λίγα λόγια της ψυχικής ελευθερίας. Είναι ένας προνομιακός τόπος φυσικής ζωής. Σε πολλούς συγγραφείς αυτή η παραδεισένια αντίληψη του νησιού προβάλλεται μέσα από μια αντιφατικότητα συμβολισμών όπου η εικόνα του νησιού είναι φορτισμένη έντονα με το στοιχείο του αμφισήμαντου και του παράδοξου στο οποίο βρίσκεται αντιμέτωπος όποιος το βιώνει. Έχουμε και εδώ την απεικόνιση αντιφατικών αισθήσεων όπως η σύμπτωση της αίσθησης του απότομου και υπεροπτικού με την εντύπωση του παρθενικού και μητρικού. Στην λογοτεχνική φαντασία το νησί μοιάζει να είναι ερμαφρόδιτο, μια φαντασίωση που βρίσκεται πέρα από την σεξουαλικότητα και πριν από την διαφοροποίηση των φύλλων.

Σε άλλους πάλι χώρους της λογοτεχνίας και της κοινωνικής φιλοσοφίας, το νησί προβάλλει σαν το ιδανικό εργαστήρι κοινωνικού πειραματισμού. Σε κάποιο νησί έχουν τοποθετήσει πολλοί λογοτέχνες και φιλόσοφοι όλες τις φανταστικές κοινωνικές κατασκευές τους.

Έτσι το νησί-ουτοπία όπως το πρωτοονομάτισε ο Thomaς More προβάλλει ως μια ακόμη άποψη της νησιωτικότητας. Η κατασκευή της ουτοπίας ξεκινάει συνήθως από ένα ναυάγιο. Το νησί είναι η μεγάλη σωστική ανακάλυψη του ναυαγού. Ο D..Defoe σ’ ένα τέτοιο σκηνικό βάζει το Ρόμπινσον με τον Παρασκευά να φτιάχνουν τον δικό τους παράδεισο. Και ο Tournier με τη σειρά του, αφού μέσα από ένα καταλυτικό μονόλογο διαλύει την προσωπικότητα του Ρόμπινσον τον οδηγεί στη συνέχεια εξαγνισμένο μέχρι την ηλιακή μεταμόρφωση και στην πλήρη άρνηση του κοινωνικού χρόνου.

Κατά την C. η πολυπλοκότητα και η αντιφατικότητα των στοιχείων του νησιωτικού βιώματος προβάλλει έντονα και χαρακτηριστικά με την εικόνα του νησιού-λαβύρινθου. Η εικόνα του λαβύρινθου ως αρχέτυπου χώρου απασχολεί ιδιαίτερα τους φαινομενο-λόγους του χώρου και σ’ αυτόν μοιάζει ο ίδιος ο βιωματικός νησιώτικος χώρος όπως αναπαράγεται στο υποσύνειδό μας με την στάμπα των πολύπλοκων διαδρομών, των παρακάμψεων και των δαιδαλώδικων κατασκευών που χαρακτηρίζουν το νησιώτικο τοπίο. Πάνω στα νησιά σπάνια βρίσκουμε ευθείες στα μονοπάτια και στις κάθε είδους διαδρομές. Κατά την άποψη της C. αυτό φαίνεται να είναι η ειδική απάντηση που δίνουν οι νησιώτες στο πρόβλημα που δημιουργεί το πεπερασμένο του χώρου τους.

Επιμηκύνουν τεχνητά τις διαδρομές τους όπως ο φυλακισμένος περπατά αδιάκοπα το κελί του. Έτσι, το μικρό γίνεται “μεγάλο”, για να επιβεβαιώσει μια ακόμη φορά την αντιφατικότητα του νησιωτικού βιώματος.

Μια άλλη ειδική απάντηση που δίνουν οι νησιώτες στο ίδιο θέμα του πεπερασμένου χώρου, που τη φορά αυτή, όμως, συναρτάται επιπλέον με την “περιφερειακότητα” της κατάστασής τους σε σχέση με τα κέντρα λήψης των αποφάσεων που τους αφορούν, είναι και η ιδιαίτερη αντίληψη που έχουν για τον χρόνο. Ο νησιώτικος χρόνος, κυλά πιο ήρεμα, πιο αργά και υπακούει στους κανόνες μάλλον του κυκλικού χρόνου παρά σ’ αυτούς του γραμμικού χρόνου της ιστορίας. Ο νησιώτης μετράει και βιώνει το χρόνο του με το μερόνυχτο, δηλαδή την εναλλαγή της ημέρας με τη νύχτα και όχι με το 24ωρο, δηλαδή το άθροισμα 24 ομοιόμορφων ωρών. Ζει τον κύκλο του φεγγαριού και όχι τον ημερολογιακό μήνα, ενώ το μεγάλωμα της μέρας, ή οι αλλαγές στο νησιώτικο φυσικό τοπίο, τον πληροφορούν για τις αλλαγές των εποχών. Και κάθε αλλαγή εποχής φέρνει και ριζική αλλαγή στον τρόπο ζωής του για να ολοκληρωθεί, έτσι, ο ετήσιος κύκλος όπως τον σημασιοδοτεί η κυκλική εναλλαγή των φυσικών φαινομένων.

Αναμφισβήτητα ένα από τα μοτίβα που κυριαρχούν στη φαντασία των συγγραφέων σε σχέση με το “νησί”, είναι η αίσθηση του αρχέγονου, του χώρου που έχει διατηρήσε την πρωταρχική του αγνή μορφή, απαράλλαχτη όπως ήταν τη στιγμή της πρώτης δημιουργίας και ανεπηρέαστη από τη διαδρομή του χρόνου και τη φθορά των ανθρώπων.

Η C. εύστοχα παρατηρεί πως αυτή η εξιδανίκευση της εικόνας του νησιού προκαλεί μιαν αίσθηση ευφορίας που δύσκολα μπορεί να εκφραστεί, κοντολογίς μιαν αίσθηση ανείπωτης έξαρσης. Αυτό το “ανείπωτο” ως περιγραφή της συγκλονιστικής εμπειρίας, είναι ακριβώς εκείνο που δεν μπορεί να εκφραστεί μέσα από τα σχήματα της συμβατικής ομιλίας και μένει μεσα μας σαν μια ανομολόγητη ψυχική διάθεση. Οταν αντιμετωπί-ζουμε το μεγαλείο της πρωταρχικής μας φύσης μαζί με την διάθεση για την δημιουργία των ιδανικών μας κόσμων είναι αδύνατο να το περιγράψουμε με λέξεις. Η σιωπή και η αδυναμία έκφρασης είναι πολλές φορές στοιχείο του δέους με το οποίο στεκόμαστε μπροστά στο μυστήριο της δημιουργίας, την έκπληξη της ομορφιάς ή της λογικής τελειότητας. Αυτή η ανάγκη έκφρασης του ανείπωτου λειτουργεί συχνά ως μοχλός δημιουργίας καινούργιων πραγμάτων.

Μ’ άλλα λόγια η παρώθηση στη δημιουργία φαίνεται να είναι θεμελιώδες στοιχείο της βιωματικής ταυτότητας του νησιού. Αυτό βγαίνει ξεκάθαρα μέσα στο εργαστήριο της φαντασίας των δημιουργικώτερων ατόμων της κοινωνίας όπως ήταν ανέκαθεν οι καλιτέχνες, οι φιλόσοφοι και οι κοινωνικοί μεταρρυθμιστές. Είναι λογικά περίεργο που η C. δεν κατευθύνθηκε προς αυτήν την ερμηνεία, που, όπως θα φανεί στη συνέχεια θα μπορούσε ν’ αποτελέσει κλειδί στην κατανόηση της “κατάστασης” των νησιών της Μεσογείου.

Η ανάλυση της C. μας δίνει το δικαίωμα να τολμήσουμε μια σύνθεση των στοιχείων της βιωματικής ταυτότητας του νησιού σ’ ένα αρκετά σαφές ενιαίο σχήμα: Η βίωση της αντιφατικότητας των ερεθισμών και συνειρμών που μας προκαλεί η επαφή με το νησί, μας παρωθεί σε μια προσπάθεια σύνθεσης, απαραίτητης για την εκλογίκευση και κατανόηση του βιώματός μας. Αλλά, αυτή η αγωνία για σύνθεση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αγωνία για δημιουργία, για παραγωγή του καινούργιου.

Από την άλλη πλευρά η αίσθηση της πρωτογένειας, του αρχέγονου, που ζωντανεύει μέσα μας παραστάσεις αγνότητας, γνησιότητας, καθαρότητας, δεν μπορεί παρά να καταλήξει κι αυτή σε μια αίσθηση δημιουργίας και σε μια παρώθηση για νέα ξεκινήματα. Έτσι δυο φαινομενικά διαφορετικά στοιχεία της βιωματικής ταυτότητας που εντυπώνει πάνω μας το νησί καταλήγουν σε έναν κοινό βιωματικό παρονομαστή, που κεντρική του ποιότητα είναι η δημιουργία, η γέννηση του καινούργιου με την μορφή “ιδανικού”.

Μπροστά σ’ αυτή την αίσθηση είναι, απλούστατα, φυσική η επισήμανση της C. ότι ειδοποιό στοιχείο του νησιωτικού βιώματος είναι η εσωτερική πίεση για κάτι το “ανείπωτο”, αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί με λόγια και που μόνο τρόπο έκφρασης έχει την μεταλλαγή του σε κάποιο έμμεσα εκφραστικό δημιούργημα. Ενός βιώματος, δηλαδή που μόνο με την εκφραστική του υπέρβαση μπορεί εν τέλει να εμφανιστεί προς τα έξω και να ξεπεράσει τους περιορισμούς του άμεσου λόγου και της φυσικής γλώσσας. Τί διαφορετικό, λοιπόν, είναι αυτό το τελευταίο βιωματικό στοιχείο από την πίεση της δημιουργίας που προκύπτει απ’ τα δυο προηγούμενα χαρακτηριστικά της βιωματικής ταυτότητας του νησιωτισμού; Μήπως το αίσθημα του “ανείπωτου” δεν ισοδυναμεί με το δέος που αισθάνεται κανείς μπροστά στο μυστήριο της δημιουργίας, στο ιδανικό, στο ωραίο; Να λοιπόν που το βίωμα εκλογικεύεται με την μορφή ενός ευδιάκριτου κύκλου συναισθημάτων που αναπαράγεται με συστηματικότητα καθώς βιώνει κανείς τα στοιχεία της νησιωτικότητας: Αντιφατικές εικόνες, αντιφατικά αισθήματα, ανάγκη για σύνθεση, για δημιουργία, με μια ανάταση προς το πρωτογενές, την αγνότητα, την γνησιότητα, το ιδανικό. Κι ύστερα, το δέος μπροστά στη δημιουργία που το αισθάνεσαι αλλά δεν μπορείς να το εκφράσεις με ευθύ λόγο και πιέζεσαι γι’ αυτό να εκφραστείς με ένα ισοδύναμο δημιούργημα. Ενα δημιούργημα που δεν μπορεί να είναι παρά ο καρπός μιας διαπάλης αντιθέσεων που οδηγούν στη σύνθεση. Και ξανά ο ίδιος κύκλος ad perpetuum. Αυτή είναι κατά την άποψή μας η ουσία και το τελικό εκλογικευμένο περίγραμμα του νησιωτικού βιώματος όπως βγαίνει μέσα από το σχήμα που προτείνει η C.

4.0. Η “ΝΗΣΙΩΤΙΚΟΤΗΤΑ” ΣΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ

Ο Ελύτης είναι νησιώτης. Δεν είναι απλώς ο ποιητής του Αιγαίου , αλλά είναι το στόμα μέσα από το οποίο μίλησε το ίδιο το Αιγαίο.

Γι’ αυτό και φαίνεται τόσο οικεία η ποίησή του σ’ όσους έχουν βιώσει με ευαισθησία το τέμενος του νησιωτισμού που οι γεωγράφοι το ονομάζουν Ελληνικό Αρχιπέλαγος. Το αναλυτικό πρίσμα που κατασκευάσαμε στις προηγούμενες παραγράφους με βάση τις θεωρητικές γενικεύσεις της C. διευκολύνει στο να κωδικοποιήσουμε τις ποιητικές στιγμές του Ελύτη μ’ένα τέτοιο σύστημα που να αποδίδεται με γνώριμα σχήματα, σαν κι αυτά που συνθέτουν τη βιωματική ταυτότητα του νησιωτισμού. Σε τελευταία ανάλυση η δυνατότητα της ποίησης του Ελύτη να προσχωρεί σ’ αυτά τα σχήματα επιβεβαιώνει τη νησιωτικότητα του ποιητή αλλά ταυτόχρονα μας παρουσιάζει με ενάργεια την βιωματική ταυτότητα των νησιών. Ο ποιητής μιλάει για τα νησιά και τα νησιά μιλούν μέσα απ’ τον ποιητή.

Ας δούμε μερικά στοιχεία αυτού του κώδικα κάνοντας χρήση των κατηγοριών που προτείνει η C. Ενα πρώτο τέτοιο σήμα είναι το αντιφατικό συναίσθημα του αυστηρού ορίου συνδυασμένου με την αίσθηση της απεραντοσύνης. Αναφωνεί ο Ελύτης: “Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έζωσες στις ακρογιαλιές” [ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, σελ. 39] ενώ λίγο πριν μας είχε περιγράψει την οπτασία της δημιουργίας των νησιών που κατάληξή της είναι “και πλατύς επάνου ο ουρανός/ για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη” [ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, σελ. 16].

Το νησί είναι ηφαίστειο, και οι σπηλιές στις πλαγιές του οδηγούν στο βάθος της γής, μας λέει το σχήμα της C. Και ο ποιητής τραγουδά: “τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες/ τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια” [ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, σελ. 75] και “ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος/ και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του σπηλιές” [[ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, σελ. 68].

Το αμφισήμαντο του φύλου είναι ένας άλλος συνειρμός που γεννάει το νησιωτικό βίωμα. Κι ο ποιητής μας δείχνει τον “Απρίλη που έννοιω σε ν’ αλλάζει φύλλο [ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, σελ. 78].

Το νησί φαντάζει σαν το ιδανικό καταφύγιο, ο τόπος της τρυφερότητας, το ιδανικό των αισθαντικών ανθρώπων και ο ποιητής βάζει τον παράδεισο των παραδείσων του σ’ ένα νησί: “Στον παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί/ απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα/…/να σε βλέπω μισή να περνάς το νερό/ και μισή να σε κλαίω μεσ’ στον παράδεισο” [ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ, σελ. 25].

Το μοτίβο των αντιφατικών συνειρμών, που τόσο τονίζει η C. στη θεωρία της, επανέρχεται με σχεδόν τακτικό ρυθμό στις νησιωτικές εικόνες που ο Ελύτης επενδύει με την ποίησή του.

Στο ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ [σελ. 16] βλέπει τη δημιουργία του κόσμου των νησιών σαν μια εικόνα που συντίθεται με θέματα – διακυμάνεις απ’ το τραχύ στο τρυφερό, απ’ το κοσμικό στο θείο: “και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου:/Ιπποι πέτρινοι με την χαίτη ορθή/ και γαλήνιοι αμφορείς/ και λοξές δελφινιών ράχες”.

Μια αποθέωση αντιθέσεων βρίσκουμε εξάλλου στο ΜΙΚΡΟ ΝΑΥΤΙΛΟ [σελ. 103 και εξής] όπου κάτω απ’ τον τίτλο “Στιγμιότυπα” ο ποιτητής αποπειράται με “ακρίβεια” όπως ο ίδιος διακυρήττει να δει τους “τύπους” των στιγμών που βιώνει απ’ την επαφή του με αγαπημένους του τόπους που ανάμεσά τους πρωτεύουν τα ελληνικά νησιά:

“ΣΚΙΑΘΟΣ

Την ώρα που η μικρή βάρκα μπαίνει στη θαλασσοσπηλιά και απο το εκθαμβωτικό φως άξαφνα βρίσκεσαι κλεισμένος μέσα σε μια παγωμένη γαλαζοπράσινη μέντα.”Η εικόνα είναι φανερά μια αποκορύφωση αντιθετικών απολαύσεων. Η θαλασσοσπηλιά είναι η κρύπτη που συναντήσαμε στη θεωρία, και σ’ αυτή ο ποιητής βρίσκεται “κλεισμένος”. Ταυτόχρονα όμως η κρύπτη και φυλακή είναι μια “παγωμένη γαλαζοπράσινη μέντα”, σύμβολο δροσιάς, ανακούφισης, ανάσα ευχαρίστησης. Και μέσα σ’ αυτή την κρύπτη ο ποιητής έχει “κλειστεί” αφήνοντας έξω “το εκφθαμβωτικό φως της θάλασσας”, δηλαδή τον ανοιχτό ορίζοντα, την απεραντοσύνη, την ελευθερία, τη θαλπωρή.

“ΧΙΟΣ

Πυργί. Από τη λάβρα έξω, μέσα στην υγρή δροσιά της εκκλησίας. Σ’ όλο το σώμα η αίσθηση του ασβέστη με τις μισοσβησμένες τοιχογραφίες”.

Και εδώ ο ποιητής εκφράζει το ίδιο πέρασμα του σώματος από διαφορετικές διαδοχικές αισθήσεις αλλά τη φορά αυτή τα δρώμενα δεν εντοπίζονται στο θαλασσινό τοπίο του νησιού αλλά στο εσωτερικό του, στο ορεινό μεσαιωνικό χωριό Πυργί. Αξίζει μάλιστα να αντιπαραβάλουμε στο σημείο αυτό μιαν ανάλογη στιγμή που φωτογράφισε ο ποιητής στο Παλέρμο και για την οποία γράφει:

“ΠΑΛΕΡΜΟ

Εσωτερικό εκκλησίας όπως μου εμφανίστηκε στον ύπνο μου. Τοιχογραφίες κοκκινωπές και πλακάκια μαύρα και άσπρα στο δάπεδο. Ζέστη.”Ποιος μπορεί να μην αναγνωρίσει μέσα απ’ αυτή την αντιπαράθεση εικόνων και συναισθημάτων τα δύο διαφορετικά χωρικά βιώματα”; Το ένα στο αιγαιοπελαγίτικο Πυργί και το άλλο στο κοινά μεσογειακό Παλέρμο. Προφανώς Αιγαίο και Μεσόγειος δεν είναι το ίδιο πράγμα.

Μια ακόμα συλλογή αντιθέσεων, ένα παιχνίδισμα ανάμεσα στη διαρκή κίνηση και αιώνια ακινησία, στον σκούρο φόντο και στα χαρωπά ανοιχτά χρώματα της νησιώτικης φύσης:

“ΠΑΤΜΟΣ

Ανοιχτόχρωμα τα τρεμάμενα κύματα και σκούρος βαρύς αντίκρυ ο κωνικός βράχος.

ΑΝΔΡΟΣ

Στραπουργιές. Φεγγαρόφωτο πάνω στους ανθισμένους γκρεμούς κι ως πέρα στο μυριστικό πέλαγος, ατελεύτητα.”

Στο ποίημα “Κλίμα της Απουσίας” [ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ σελ. 18] ο ποιητής παίζει με το θέμα των συναισθηματικών αντιθέσεων σε ένα άλλο επίπεδο γνώριμο και αυτό από τις θεωρητικές επισημάνσεις της C.

“Απόγευμα

Κι η αυτοκρατορική του απομόνωση

Κι η στοργή των ανέμων του

Κι η ριψοκίνδυνη αίγλη του

Τίποτε να μην έρχεται Τίποτε

Να μη φεύγει

Όλα τα μέτωπα γυμνά

Και για συναίσθημα ένα κρύσταλλο”.

Στους στίχους αυτούς είναι φανερή η αναλογία προς τα συναισθήματα που γεννιώνται μέσα μας όταν ατενίζουμε την ήρεμη θάλασσα, ξέροντας όμως τον ευμετάβλητο χαρακτήρα της. Αυτή η αντιφατική επίγνωση δεν μπορεί παρά να μας γεννά μια αίσθηση επισφάλειας και αόρατου επερχόμενου κινδύνου. Μολαταύτα η γαλήνη κυριαρχεί στην ψυχή και έρχεται μια ανάταση σε συναισθήματα διαυγή σαν το κρύσταλλο.

Το νησί είναι σύμβολο του ιδανικού και ο ποιητής στο “ΜΙΚΡΟ ΝΑΥΤΙΛΟ” [σελ. 57] δίνει τον ορισμό της ιδανικής ισορροπίας. ” Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δεν μένει στο τέλος παρά η αλήθεια”.

Το νησί είναι ο τόπος της ιστορίας, εκεί όπου συμπυκνώνεται η αίσθηση του παρελθόντος σαν ένα διαρκές μνημόσυνο. Και ο ποιητής γράφει στα “Στιγμιότυπά” του:

“ΜΥΤΙΛΗΝΗ

Στα Μυστεγνά, πρωί, ανεβαίνοντας τους ελαιώνες για το εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας. Το βάρος που νιώθεις να σου έχει αφαιρεθεί σαν αμαρτία ή τύψη και χωνεύεται από το χοντρό χώμα, λες και το τραβά η μεγαθυμία των προγόνων.”

Μοιάζει εδώ σαν να θέλει να μας πει ο Ελύτης κάτι για την ανακουφιστική συνέργεια της νησιώτικης φύσης με την μεγαθυμία των προγόνων που είναι οι άνθρωποι της ιστορίας, πάνω στον βαρυμένο με τύψεις και αμαρτίες ψυχισμό του σύγχρονου ανθρώπου.

Αλλά αν το νησί είναι το συμπύκνωμα της ιστορίας και η ιστορία είναι η εγγύηση της συνέχειας, η απόδειξη της διάρκειας, τότε το νησί καταλήγει στη φαντασία μας σαν μνημείο που επιβεβαιώνει τη δική μας διάρκεια. Γράφει: “ΓΙΑ ΟΠΟΙΟΝ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ είναι ‘τοπίο’ – η ζωή μοιάζει εύκολη και ο θάνατος επίσης. Αλλά για τον άλλον είναι κάτοπτρο αθανασίας, είναι ‘διάρκεια’. Μια διάρκεια που μόνον το ίδιο της το εκθαμβωτικό φως δεν σ’ αφήνει να τη συλλάβεις.”[ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ, σελ. 117]. Στους στίχους αυτούς ο ποιητής μοιάζει να υποστηρίζει τόσο έντονα την αίσθηση διάρκειας και της συνέχειας που φέρουν τα νησιωτικά ερεθίσματα, ώστε φτάνει να χωρίσει τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες ανάλογα με το πώς προσλαμβάνουν τη βίωση της “θάλασσας στον ήλιο”, εικόνας κυρίαρχης στα ελληνικά νησιά. Για όσους η θάλασσα στον ήλιο είναι “τοπίο” η ζωή και ο θάνατος είναι εύκολα. Αυτοί διαβαίνουν τη ζωή τους, ζώντας τα όλα επιφανειακά, χωρίς συναίσθημα, χωρίς διάθεση για δημιουργία και μη τολμώντας να αγγίξουν το βάθος των πραγμάτων. Οι άλλοι, εκείνοι για τους οποίους η θάλασσα στον ήλιο είναι “κάτοπτρο αθανασίας και διάρκεια” ζουν την ομορφιά σε ασύλληπτο μεγαλείο (“Μια διάρκεια που μόνον το ίδιο της το εκθαμβωτικό φως δεν σε αφήνει να τη συλλάβεις”).

Ιστορία, ζωή, θάνατος, είναι νοήματα που δίνουν όλους τους δυνατους συνδυασμούς για πιθανές απαντήσεις στο υπαρξιακή μας απορία. Κι όλα δείχνουν πως τα νοήματα αυτά αιωρούνται μέσα στο εξαγνιστικό νησιώτικο τοπίο. Γράφει ο Ελύτης: [“ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ” σ.24]

“ΕΦΤΑ ΜΕΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ……

ΔΕΥΤΕΡΑ.- Παρουσία χλόης και νερού στα πόδια μου.

Που θα πει πως υπάρχω. Πριν ή μετά το βλέμμα που

θα μ’ απολιθώσει, το δεξί χέρι ψηλά κρατώντας ένα

πελώριο γαλάζιο στάχυ. Για να ιδρύσω τα νέα ζώδια

ΤΡΙΤΗ.- Εξοδος των αριθμών. Πάλη του 1 με το 9 σε

μια παραλία πανέρημη, γεμάτη βότσαλα, φύκια

σωρούς, μεγάλες ραχοκοκαλιές θηρίων στα βράχια

Τα δυο παλιά και αγαπημένα μου άλογα, χρεμετίζοντας

όρθια πάνω από τους ατμούς που ανεβάζει το θειάφι της θαλάσσης.

ΤΕΤΑΡΤΗ.- Από την άλλη μεριά του κεραυνού. Το καμένο χέρι που

θα ξαναβλαστήσει. Να ισιώσει τις πτυχές του κόσμου

ΠΕΜΠΤΗ.- Ανοιχτή θύρα: σκαλοπάτια πέτρινα, κεφαλές

από γεράνια, και πιο πέρα στέγες διάφανες, χαρταετοί,

τρίματα χοχλυδιών στον ήλιο. Ενας τράγος μυρικάζει

αργά τους αιώνες, και ο καπνός, γαλήνιος, ανεβαίνει

μέσα απ’ τα κέρατα…”

Σ’ αυτούς τους στίχους η εικόνα της ζωής αιωρείται σάμπως να αναδύεται μέσα απ’ τα σύμβολα της αρχαιότητας και του θανάτου. Η ροή της δημιουργίας πηγάζει μέσα από την ακινησία των φυσικών όγκων και μια ανώνυμη ορμή λες και γεννιέται μέσα από την ηρεμία ενός απόκοσμου αρχαίου τοπίου. Η ακίνητη χλόη ζευγαρωμένη με το αεικίνητο νερό επιβεβαιώνει την ύπαρξη. Το απολιθωτικό βλέμμα συνοδεύεται από ένα υψωμένο γαλάζιο στάχυ. Μεσ’ στην εικόνα της έρημης ακρογιαλιάς με τα νεκρά φύκια προβάλλει η εικόνα των δύο ορμητικών αλόγων. Το καμένο χέρι θα ξαναβλαστήσει. Όλες αυτές οι εικόνες που εναλλάσσουν τα πιο νωθρά, στατικά και, τελικά, νεκρά στοιχεία με τα αντίθετά τους, δεν μπορεί παρά να καταλήξουν σε ένα αποκορύφωμα. Έτσι γεννιέται η ιδέα του ιδανικού ως απόφαση του ποιητή να “ιδρύσει τα νέα ζώδια”. Και σ’ όλο αυτό το σκηνικό, φρουρός στέκεται η μινωική φιγούρα του “τράγου που μυρικάζει αργά τους αιώνες” καθώς “ο καπνός, γαλήνιος, ανεβαίνει μέσα απ’ τα κέρατα”.Έχουμε μπροστά μας ένα σκηνικό από σύμβολα της νησιωτικής ταυτότητας. Λίγο ακόμα και θα είχαμε την ίδια τη φυσική εικόνα του νησιού αφού ο ποιητής με ελάχιστες γεωγραφικές αναφορές την προβάλει σ’ όλο της το μεγαλείο. Μια ιδιαίτερα εκφραστική, παρ’ότι ελλειπτική, περιγραφή μας τοποθετεί στην ατμόσφαιρα του Αιγαίου:

“Ανοιχτή θύρα: σκαλοπάτια πέτρινα κεφαλές από γεράνια, και πιο πέρα στέγες διάφανες, χαρταετοί, τρίματα κοχλυδιών στον ήλιο”.

Το νησιωτικό βίωμα εισάγει στον συνειρμό του αρχέγονου τοπίου ως ψυχικού εφαλτηρίου που ανεβάζει τον άνθρωπο στη διάθεση της δημιουργίας και αναδη-μιουργίας. Σ’ αυτόν τον στερεότυπο συνειρμό που επισημαίνει η C. ο Ελύτης προσθέτει τον ήλιο.

“ΣΙΦΝΟΣ

Δώμα με κυματωσιές. Αρμοσμένο το γυμνό σώμα σαν από τότε, θα ‘λεγες που γεννήθηκες μες στη λειψανοθήκη του ήλιου”.

Οι στίχοι αυτοί μοιάζουν με ύμνο στην ομορφιά της γύμνιας του ανθρώπινου κορμιού, όπως δέθηκε με τέλεια αρμονία από τον πρώτο δημιουργό του, Και αυτός ο δημιουργός μέσα στο Αιγαίο, δεν μπορεί παρά να είναι ο ίδιος ο ήλιος. Ο ήλιος με τις διαίτερες συνειρμικές ποιότητες που αναπόδραστα σε μεταφέρουν στην ατμόσφαιρα των ελληνικών νησιών, είναι ένα σχεδόν σταθερό μοτίβο στην ποίηση του Ελύτη. Σταθερό και σπουδαίο, τόσο σπουδαίο που μπορεί να πει κανείς ότι αποτελεί το ειδοποιό χαρακτηριστικό, που διαφοροποιεί την αιγαιοπελαγίτικη βιωματική ταυτό-τητα απ’ το τυπικό βίωμα της νησιώτικης ταυτότητας που μας δίνει η θεωρία της κορσικανής Codaccioni. Είναι ένας ήλιος που παρ’ όλη την εκκρηκτική του ιδιοσυγκρασία δεν χαυνώνει, αλλά βοηθάει το πέρασμα του νου και του σώματος στη μετέωρη εκείνη κατάσταση που σε κάνει να νοιώθεις ότι πλέεις μέσα σε μια γλυκιά, ακαθόριστης πυκνότητας, γαλαζωπή-γλαυκή- ονειρική ατμόσφαιρα. Μέσα από αυτό το αισθητικό αλλά συνάμα και αισθησιακό χαρακτηριστικό βίωμα ο Ελύτης αναδεικνύεται σε χαράκτη της ατομικής σφραγίδας του Αιγαίου πέρα απ’ την ειδολογική συγγένεια που τα νησιά του έχουν με το “κατα Codaccioni” νησί.

Περιδιαβάζοντας, κοντολογίς, στους στίχους τους Ελύτη συνειδητοποιεί κανείς ολοένα και εντονώτερα ότι ο ήλιος, το φως και η ατμόσφαιρα του φωτός του, δεν είναι απλώς μια εικονική παράσταση αυτού του ιδιάζοντος μετεωρολογικού χαρακτηριστικού των ελληνικών νησιών, αλλά έχει βιωματικές, περίπου κοσμοθεω-ριακές προεκτάσεις, αφού παρωθεί τον αναγνώστη σε μια ενατένιση της πραγματικότητας και των ιδεών μέσα σε συνθήκες απόλυτης διαφάνειας, της διαφάνειας που έχουν τα “δρώμενα” και τα “υφιστάμενα” όταν πραγματώνονται στο ύπαιθρο. Αλλωστε, ο ίδιος ο Ελύτης αποφθέγγεται ότι “μια σκέψη για να ‘ναι πραγματικά υγιής […] πρέπει να αντέχει στο ύπαιθρο” [ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ, σελ. 22] και δίκαια διερωτάται ο Γ. Χουλιάρας “πόσα ποιήματα του Ελύτη διαδραματίζονται σε χώρους οικοδομημένους και κλειστούς;” [ΧΑΡΤΗΣ, 1986 σελ. 410].

Υποστηρίξαμε παραπάνω, στην προσπάθειά μας να συνθέσουμε σε μια ενότητα τα επιμέρους βιωματικά χαρακτηριστικά της νησιωτικότητας, ότι ο συνδυασμός τους, μοιάζει σαν να οδηγεί σε μεταρσίωση των εντυπώσεων που συλλέγουν οι αισθήσεις σε συναισθηματική έξαρση που, ξεπερνάει τις εκφραστικές δυνατότητες της φυσικής γλώσσας κι έτσι αναγκαστικά αποκορυφώνεται σε μια διάθεση δημιουργίας. Η έκρηξη προς τη δημιουργία περνάει μέσα από τη συσσώρευση εντυπώσεων και παράγωγων συναισθημάτων μια συσσώρευση τέτοιας κλίμακας, που παγιδεύει τελικά τη δυνατότητα έκφρασης με συμβατική γλώσσα και καταδικάζει το υποκείμενο είτε να βουβαθεί από δέος ή να εκτονωθεί με κάποια πράξη αφοσίωσης. “Έτσι μακριά στη γη. Ροές της θάλασσας/ Και βασκανίες του καπνού των κήπων. Αλλά τι/ Κόπος ο ποιητής με τ’ αδειανά του χείλη/ Ολοένα πίσω απ’ τη θλίψη του: το Ανείπωτο”[“ΤΑ ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ, σελ. 24].

Αν αυτή είναι η πεμπτουσία του νησιωτικού βιώματος γενικά, τότε με την προσθήκη της φωτεινότητας και διαφάνειας του ελύτικου νησιωτικού τοπίου σ’ αυτή την ψυχοδιε-γερτική διαδικασία, προφανώς έχουμε πια μπροστά μας το ολοκληρωμένο βίωμα του αιγαιοπελαγίτικου νησιωτισμού. Ένα βίωμα που πέρα από την εκρηκτική παρώθηση για δημιουργία έχει και ένα σωστικό στοιχείο για κείνα τα πνεύματα που έχουν ανάγκη να αναβαπτίσουν την πίστη τους στη ζωή. Η απόδειξη βρίσκεται στον “Κήπο του Ευωχείρ” [“Το φωτόδενδρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά”, σελ. 47-49].

Στο ποίημα αυτό ο ποιητής αναζητά την ανασύνταξη της προσωπικότητάς του ύστερα από ένα βαθύ πέσιμο. Το ποίημα ξεκινάει με τον προσδιορισμό του χώρου όπου θα επιχειρηθεί η ψυχική ανάταξη και ταυτόχρονα περιγράφει την ψυχική διάθεση που διακατέχει τον ποιητή μια και μιλάει σε πρώτο πρόσωπο: “στην άκρη του κόσμου, χαμένος από τις συμφορές”.

Η “άκρη του κόσμου” μας προϊδεάζει, ήδη, ότι ίσως πρόκειται για νησί. Σε ένα μικρό νησί νοιώθει κανείς συχνά σάμπως να βρίσκεται στο τελευταίο σημείο του πλανήτη. Με μια διαφορετική, όμως, διάθεση μπορεί κανείς να νοιώσει ότι βρίσκεται στο κέντρο του όσμου. Το οτι πρόκειται για νησί θα επιβεβαιωθεί στη συνέχεια.

Σ’ ένα τέτοιο τόπο και σε απελπισμένη διάθεση, σχεδον στα όρια ψυχικής κατάρ-ρευσης, είναι η στιγμή που ο άνθρωπος ή θα παραδοθεί, ή, όπως ο ποιητής, θα επιχειρήσει “άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά”.

Εφαλτήριο για το άλμα με το οποίο θα ξεπεράσει ο ποιητής τη φθορά είναι “κείνος ο πόθος που με πήγαινε ψηλά”. Η βαθύτερη δύναμη που, ακόμα και σε στιγμές απελπι-σίας κρύβει ο άνθρωπος μέσα του, και που όταν την βρεί είναι σε θέση πια να ανυψωθεί προς τη τελείωσή του. Είναι η δύναμη που δίνει στο αναποδογυρισμένο κορμί την ορμή που χρειάζεται για να ξαναγυρίσει στη φυσική του θέση, να φέρει σε αίσιο πέρας την εσωτερική πάλη για ανόρθωση.

Ο τόπος της ανάνιψης και “ανασύνταξης” είναι “ένας κήπος ρεούμενος από βότσαλα λευκά και διαύγεια κυανού της μέντας”, οι χαρακτηριστικές αισθήσεις και τα διακριτικά χρώματα της νησιώτικης τοπογραφίας. Ο ποιητής διαλέγει για σκηνικό του ό,τι πιο γαλήνιο και τρυφερό μπορεί να αγκαλιάσει τον άνθρωπο στις στιγμές της απόγνωσής του.

Σημεία έμπνευσης, δημιουργικής ενδοσκόπησης και ανορθωτικής δύναμης για να πετύχει την ανάνηψή του, ο ποιητής διαλέγει τα ίδια τα σύμβολα της ζωής, το “αναφτό φαναράκι στην κοιλιά των κοριτσιών, και την “μισοπλασμένη πεταλούδα που τεντώνεται ν’ αποχωριστεί, από το κουκούλι της”. Όσο για το ζωοποιό πρόσταγμα, αυτό το αντλεί από “τις γραμμές απ’ το αίνιγμα του πρώτου ανθρώπου”.

Όταν ο ποιητής κατορθώνει να ξανανοιώσει τα σκιρτήματα της ζωής μέσα του η σκέψη του βυθίζεται ενστικτώδικα στην ιστορία για να αντλήσει δύναμη και ορμή. Θυμάται “πώς ξκίνησαν κάποτε οι τριήρεις φορτωμένες λαούς μ’ αγριεμένο μάτι /Κείνες τις πρωινές αντιφεγγιές επάνω στον χαλκό/ τους γερόντους που χειρονο-ούσαν και έσκουζαν ιαί ιαταταί χτυπώντας το ξύλινο ραβδί στις πλάκες”. Είναι ένα βύθισμα στην ιστορία για να απαντηθούν τα τωρινά και τα μελλούμενα; Είναι μια αναζήτηση του προαιώνιου ανθρώπινου πόνου, που σφιχτοδένεται με την ανθρώπινη αισιοδοξία, την ανάταση, όπως δένεται στην ανθρώπινη μοίρα ο πόνος και ο θάνατος με τις μεγάλες στιγμές της ζωής των εθνών; (“τι λουλούδι ανέβαζαν οι τρικυμίες!”, “τι φορητά βουνά οι νύχτες της σελήνης!”). Μιαν απάντηση δίνει ο ίδιος ο ποιητής λίγο παρακάτω: “Με πονούσε τόση ευδαιμονία όμως γύρευα να ξαναζήσω αντίστροφα όλο μου το πεπρωμένο”. Ο νησιώτης έχει την ίδια την ιστορία που τον σώζει και σ’ αυτήν βρίσκει καταφύγιο τις αδιέξοδες ώρες. Αλλωστε, ο ίδιος ο τόπος του κουβαλάει όλη την ιστορία του σε κάθε του γωνιά. Και αυτός ο τόπος μαζί με την ευχέρεια που του δίνει να μπορεί κάθε στιγμή να μεταφέρεται στην πρωταρχική του, την αρχέγονη φύση του, τον εξαγνίζει, και του δίνει τη δύναμη να ξεκινά ξανά για μια καινούργια, ζωή.

Η λύτρωση στην αγωνία και την πάλη του ποιητή έρχεται μετά από έναν απότομο και δυνατό πόνο: “Κι όπως άφηνα τη σκέψη πίσω μου σαν χελιδονένιο αέρι που άλλαζε χρώμα στα νερά ψυχρά ή δαχτυλιδένια ή διάφανα με το μέτωπο καταμπροστά χτύπησα στον πυθμένα. Όπου αναπήδησε ο ήλιος […] Ηλιε μου ήλιε μου καταδικέ μου πάρτα μου πάρ’ τα μου όλα κι άσε μου άσε μου την περηφάνεια.”Ο ήλιος, ο ζεστός και φωτεινός σύντροφος του αιγαιοπελαγίτη είναι αυτός που δίνει για άλλη μια φορά τη λύτρωση. Σα να είναι ο θεός του αλλά ταυτόχρονα και ο πιο κοντινός του φίλος, ο ποιητής ζητάει απ’ τον ήλιο να του αφήσει την ανθρώπινή του υπόσταση και να μη διαλυθεί.

Ζητάει να του αφήσει την περήφάνεια για να μπορεί πάλι ορθός “να πολεμά το Δεν και το Αδύνατον του κόσμου ετούτου”.

Είναι άραγε τυχαίο ότι όλες αυτές τις ψυχικές μεταπτώσεις που τελικά ανελίσσονται σε μια αναγέννηση της ηθικής προσωπικότητας, τις τοποθετεί ο ποιητής σε μια σαφέστατα νησιωτική και ιδιαίτερα ελληνο-νησιωτική ατμόσφαιρα; Είναι φανερό ότι το νησιωτικό του βίωμα τον εξοπλίζει με τις παραστάσεις, τα σύμβολα και τις ψυχικές διεργασίες που δίνουν μια τέτοια συγκεκριμένη εκφραστικότητα στην κατά τα άλλα σκληρή και επώδυνη δοκιμασία της ηθικής και πνευματικής ανάνηψης. Στο σκηνικό και στα σύμβολα του ποιητή σ’ αυτό το τόσο χαρακτηριστικό ποίημα ανακαλύπτει κανείς τα περισσότερα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το νησιωτικό βίωμα και ιχνογραφούν αυτό που ονομάσαμε ήδη βιωματική ταυτότητα του νησιού. Τελικά φαίνεται ότι αυτό το νησιωτικό βίωμα δεν είναι απλώς μια ποιοτικά ανώτερη εμπειρία, αλλά στις κρίσιμες στιγμές αναλαβαίνει το ρόλο λυτρωτικού οχήματος που ανεβάζει τη ψυχή μας από τα τάρταρα της απελπισίας στο ζενίθ της περηφάνειας και δημιουργικότητας.

5.0._ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΒΙΩΜΑ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ

Ίσως φαίνεται μεθοδολογικό παράδοξο, να ισχυριστούμε οτι ο περιφερειολόγος μπορεί να κατανοήσει το αντικείμενο της ανάλυσής του κυρίως μέσα από το πρίσμα του ποιητικού λόγου, η, ακόμη και αισθητικός βαρβαρισμός αν υποστηρίξουμε ότι η ποίηση είναι φτιαγμένη για να την χρησιμοποιεί ο περιφερειολόγος !. Μολαταύτα, η διαδρομή που ακολουθήσαμε για το γράψιμο αυτού του δοκιμίου, μας έπεισε οτι αυτή είναι μια ακόμη πιθανή προσέγγιση του προβλήματος που, σαφώς, αναδείχτηκε μέσα από τις εκτεταμένες αποτυχίες της περιφερειακής πρακτικής ως προς την εγ”κυρότητα τόσο των αναλυτικών, όσο και των συνθετικών μεθοδολογιών του περιφερειακού προγραμ-ματισμού. Το πολιτισμικό στοιχείο ενός τόπου έχει αποδειχτεί επανειλημένα, είτε ότι αποτελεί κύριο εμπόδιο προς την “αναπτυξιακή μεταβολή”, είτε ότι πέφτει τελικό θύμα των μαθητευομένων μάγων της περιφερειακής ανάπτυξης. Το τελευταίο είναι το σημαντικώτερο ως πρόβλημα.

Με την θεμελίωση της αναλυτικής κατηγορίας που ονομάσαμε εδώ “βιωματική ταυτότητα” ενός τόπου [στην συγκεκριμένη περίπτωση του νησιού] ο οπτικός ορίζοντας της περιφερειακής ανάλυσης προειδοποιείται τουλάχιστο για να προσέξει την πολιτιστική διάσταση των θεμά των της με έναν ακόμη συγκεκριμένο τρόπο, πέρα από εκείνους που σωστά, κατά την άποψή μας, έχουν ήδη αναδείξει οι έρευνες που γίνονται στα πλαίσια της οικονομικής ανθρωπολογίας. Υπ’ αυτή την έννοια εκτιμούμε, εντέλει, ότι τόσο το αναλυτικό σχήμα που προτείνει η Anne Codaccioni-Meistersheim, όσο και η προέκταση και εξειδίκευση που επιχειρήσαμε στο δοκίμιο αυτό, έχουν πράγματι θεωρητική και πρακτική χρησιμότητα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Codaccioni-Meistersheim, A.,[1988] _Insularite, Insularisme, _Ileite: Quelques Concepts Operatoires_, “Cahier”, 1988 – No 1, “L’Europe des Isles”, Institut du Development des Iles Mediterraneennes (IDIM), Universite de Corse Pascal Paoli, σελ. 96-120.

Gaile, G.L. and Willmott, C.J., (Eds.), _Geography in America_, pp. 209-217, “Rowntree, L.B. -Foote, K.E. and Domosh Mona, _Cultural _Geography_”, Merill, Colombus Ohio, 1989.

Hall, E.T. [1969], _The Hidden Dimension_, Anchor Books, Doubleday &Co. Inc., Garden City, N.Y., 1969.

[1959], _The Silent Language_, Doubleday &Co.Inc., Garden City, N.Y 1959.

Pacione, M., “Urban Liveability: A Review”, in _Urban Geography_,vol. 11, No 1, (Jan-Feb. 1990), pp. 4.

Rapoport, A. [1982], _The Meaning of Built Enviroment: A Nonverbal Commu”_ni”cation Approach_, The Univeristy of Arizona Press, Tucson, 1982. Tuan, Yi-Fu [1979], _Space and Place: The Perspective of Experience_, Edward Arnold Publishers, London 1979.

Eλύτης, Οδ., [ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ,

ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ, Εκτη Εκδοση, Ικαρος, Αθήνα 1990

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ, Δεύτερη Εκδοση, Ικαρος, Αθήνα 1986

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ενδέκατε Εκδοση, Ικαρος, Αθήνα 1988

ΕΞΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ, Εκτη Εκδοση, Ικαρος 1979.

ΤΑ ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ, Δεύτερη Εκδοση, Ικαρος, Αθήνα 1980.

ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕ”ΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ, Τέταρτη Έκδοση, Ικαρος, Αθήνα 1984.

Xουλιάρας, Γ.,[1986], _Αινίγματα της Ποίησης του Οδ.Ελύτη_, περιοδικό ΧΑΡΤΗΣ, τόμος. 21-23, Αθήνα 1986, σελ.401 – 411.

1 Το πρώτο σχέδιο του κειμένου παρουσιάστηκε τον Φεβρουάριο 1990 στο Σεμινάριο που λειτουργεί στά πλαίσια του μαθήματος “Περιφερειακή Οικονομική”, στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου (Μυτιλήνη), το Χειμερινό εξάμηνο 1990/91._Η έμφαση του μαθήματος δίδεται στα ειδικά θέματα νησιωτικής ανάπτυξης. Στη διαμόρφωση της τελικής μορφής του συνέβαλαν_τα σχόλια και οι παρατηρήσεις πολλών συναδέλφων και φοιτητών. Ιδιαίτερα χρήσιμες στάθηκαν οι παρατηρήσεις των συναδέλφων Βασιλικής Μουτάφη (Κοινωνική Ανθρωπολογία, Παν.Αιγ. Μυτιλήνη) και Ελένης Κουκλέλη (Department of Geography_University of California, Santa Barbara). Τους ευχαριστούμε όλους για την βοήθειά τους.

2 βλ. Gaile & Willnott [1989], σελ. 209 κ.ε. “Rownntree L.B., et.al. Cultural Geography.

3 βλ. Yi-Fu Tuan [1977], κεφ. 4, Ed. T. Hall [1959], κεφ. 10.

4Pacione [1990]

5 βλ. Ed, Hall [1966], σελ.79

6 Ed. Hall [1966], σελ. 80

7 Αnne Codaccioni -Meistersheim, Insularite, Insularisme,Ιleite_, Εισαγωγική εισήγηση στο Colloque 18-20 Octobre 1989, “Development Economique et Identite Culturelle des Iles de l’Europe”, Κορσική, Uneverisite de Corse, Pascal Paoli, 1989.

8 Ολες οι αναφορές σε τρίτους συγγραφείς είναι δανεισμένες από το κείμενο της Codaccioni [1988], εκτός από τις περιπτώσεις που γίνεται ειδική αναφορά ή παραπομπή.