Μίλτος Πεχλιβάνος, Από τη Λέσχη στις Ακυβέρνητες Πολιτείες.

24grammata.com – Στρατής Τσίρκας
Διαβάζοντας σε «αντικρυστά κάτοπτρα», στη συνάφεια πάντοτε της πολιτικής δέσμευσης του συγγραφέα, την Τριλογία και την κριτική της, ο Χατζηβασιλείου υπογράμμιζε «το ευήκοον νους το οποίο έτειναν η Αριάγνη και η Νυχτερίδα στις υποδείξεις της κριτικής», οδηγούμενος στην επικριτική αποτίμηση «μιας παντοιοτρόπως στρατευμένης κριτικής γενιάς, που παγιδευμένη στις ιδεολογικές εμπλοκές της εμπόδισε τη φυσική ανάπτυξη ενός δυνάμει πρωτοποριακού έργου, προσπαθώντας να καθοδηγήσει και εντέλει να σφραγίσει τη μοίρα του».
Εάν ο Χατζηβασιλείου επιχειρούσε να επιλύσει το αίνιγμα του Αργυρίου προς την κατεύθυνση ενός ενδοτικού Τσίρκα, η Ελισσάβετ Κοτζιά αναλαμβάνει να φωτίσει προς την αντίθετη κατεύθυνση το «ζήτημα που επί χρόνια απασχόλησε την προφορική κυρίως κριτική: κατά πόσον οι μεταβολές που ο Τσίρκας πραγματοποίησε […] υπήρξαν απόρροια αισθητικού και πολιτικού κομφορμισμού». Επιλέγοντας με το άρθρο της να προσεγγίσει συγκριτικά τη Λέσχη και τη Νυχτερίδα, η Κοτζιά θα ισχυριστεί έτσι στον επίλογο της ανάλυσής της:

Όχι λοιπόν καταναγκαστικά ανταποκρινόμενος στις παρατηρήσεις της κριτικής αλλά κατευθυνόμενος από τις αδιάκοπες, βασανιστικές αναζητήσεις του, τις οποίες θα πρέπει να επηρέασαν και οι παρατηρήσεις της κριτικής, ο Τσίρκας έλαβε το δρόμο που σε κάθε έργο του εντέλει πήρε.

Καθώς επισκοπούμε πλέον σε γενικές γραμμές την προϊστορία της συζήτησης για τη βιογραφία των Ακυβέρνητων Πολιτειών, διαπιστώνουμε εύκολα πως η τομή, που θα διαχώριζε τις εξωγενείς παρεμβάσεις από τη «φυσική ανάπτυξη» του έργου καθ’ εαυτό, ανεβοκατεβαίνει πίσω-μπρος: μεταξύ της Τριλογίας και της Χαμένης Άνοιξης, για τον Ραυτόπουλο, ή πριν από τη Νυχτερίδα, είτε πάλι εντός μιας Τριλογίας που κινδυνεύει να τελειώσει προτού καλά καλά αρχίσει, με τον πρώτο της ήδη τόμο: «Τι συνέβη σε τελευταία ανάλυση με την Τριλογία; Μήπως τελείωσε μετά το πρώτο βιβλίο της, οδηγώντας τα δυο άλλα σε βαθμιαία υποχώρηση και παρακμή;».
Απλό, συνεπώς, δεν είναι να χαραχθεί με σχετική ασφάλεια εκείνη η συνοριακή γραμμή ανάμεσα στο εντός και το εκτός του λογοτεχνικού έργου, ανάμεσα στο χώρο των γραμμάτων και στα χρονολογημένα συγκείμενά τους, γραμμή που, αν μη τι άλλο, θα μπορούσε, επιλύοντας το αίνιγμα, να χωρίσει την ήρα από το στάρι και να θεμελιώσει σε ασφαλέστερες βάσεις την αισθητική αποτίμηση. Πόσο μάλλον, εφόσον λάβουμε τοις μετρητοίς το εισαγωγικό παράθεμα της επιστολής του Τσίρκα προς τον Παπαϊωάννου για το ότι ένα «βιβλίο, ένα καλό βιβλίο, ποτέ δεν γράφεται από ένα μόνο άνθρωπο»∙ είτε πάλι εφόσον αρχίσουμε να στρεφόμαστε προς την κατεύθυνση της εισαγωγικής, ακόμη εδώ, υπόθεσης εργασίας του παρόντος βιβλίου: ότι δηλαδή η ίδια η ένταξη της σχεδιασμένης ως αυτόνομης πεζογραφικής μονάδας Λέσχης στη σύνθεση μίας τριλογίας ή και δυνάμει τετραλογίας υπήρξε προϊόν της υποδοχής του πρώτου βιβλίου, και μάλιστα της διαπραγμάτευσης των πιο παραμορφωτικών αντηχήσεων ‒ όσων συνέκλιναν στην πολιτική απαξίωση και τη διαγραφή του συγγραφέα. Προς την κατεύθυνση αυτή, οι εξωγενείς παρεμβάσεις, αντί να επηρεάζουν απλώς αρνητικά τον συγγραφέα, συνιστούν την ίδια στιγμή ‒ας μου επιτραπεί κάτι που μοιάζει με μιαν ακόμη παραδοξολογία‒ την προϋπόθεση της δυνατότητας να υπάρξει το έργο, εν προκειμένω οι Ακυβέρνητες Πολιτείες.
Προς την ίδια κατεύθυνση θα οφείλαμε να συνυπολογίσουμε ευθύς εξαρχής τη μαρτυρία του Τάσου Βουρνά, πυκνού συνομιλητή του Τσίρκα αλλά και του Μ. Παπαϊωάννου την ίδια περίπου εποχή που ο Τσίρκας προχωρούσε από τη Λέσχη στις Ακυβέρνητες Πολιτείες ‒ μαρτυρία μάλιστα την οποία προκάλεσε το πρώτο κείμενο του Χατζηβασιλείου. Δίνοντας δίκιο στον νεότερο κριτικό, ο Βουρνάς ισχυριζόταν πως αν «ψηλαφίσει κανείς τη Λέσχη και ως τρόπο γραφής και ως περιεχόμενο, αλλά και από πλευράς εκδοτικής εμφάνισης, θα πειστεί ότι πρόκειται περί μιας αυτόνομης πεζογραφικής μονάδας, χωρίς προαναγγελλόμενη συνέχεια». Από τη σκοπιά πλέον της τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνα, ο ίδιος διαβεβαίωνε:

Προσωπικά πιστεύω πως ο Τσίρκας σχεδίασε και έγραψε τους δύο επόμενους τόμους υπό την πίεση των διωκτών του, χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει πλήρως. Ας μην ξεχνάμε πως εκείνη την εποχή «το σπαθί» το κρατούσαν οι δογματικοί και έκοβαν κεφάλια, αλλά και διέβαλλαν συνειδήσεις κατά τρόπο επαίσχυντο∙ και το χειρότερο, γίνονταν πιστευτοί. Ο Τσίρκας είχε την παλικαριά να τους αγνοήσει με τη «Λέσχη». Στους δύο επόμενους τόμους (που δεν θα γράφονταν, πιστεύω, αν δεν είχε την αφόρητη πίεση των διωκτών του) διακρίνεται κάποιος διαφορισμός από το ρωμαλέο ξεκίνημα της «Λέσχης». Δεν μου είπε ποτέ πώς λειτούργησε και αν οι δύο τελευταίοι τόμοι είναι μια απάντηση στους άθλιους επικριτές που τον κατηγορούσαν ότι μόνο αρνητικούς ήρωες διακινεί στις σελίδες του. Μόνο κάποτε, όταν η οργή του είχε φτάσει στο κατακόρυφο και μόνο η «Επιθεώρηση Τέχνης» του παρείχε κάλυψη από τα Αριστερά, μου είπε:
– Γιατί δεν περιμένουν να διαβάσουν και τη συνέχεια;

Από την προοπτική, πάντως, της ιστορίας της πρόσληψης του μυθιστορηματικού κόσμου του Τσίρκα, τα τεκμήρια της όψιμης αναγνωστικής ανταπόκρισης των Ακυβέρνητων Πολιτειών, όσα τουλάχιστον έχουμε ήδη συναναγνώσει, δεν μοιάζουν να είναι συγκυριακά. Αφήνοντας προσώρας στην άκρη τη μαρτυρία του Βουρνά, παρά τη διαφορά που προφανώς υφίσταται ανάμεσα σε μία ανάγνωση που αποδίδει τα αισθητικά εύσημα στη Λέσχη και σε μία που αποφασίζει υπέρ της Νυχτερίδας, αμφότερες πιστοποιούν, αν μη τι άλλο, τη μεταβολή του κριτικού ορίζοντα προσδοκιών από τον Τσίρκα και το έργο του κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Πρόκειται για μία μεταβολή προς την εργοκεντρική, ενδοκειμενική κριτική ανάλυση και αισθητική αποτίμηση, η οποία βρήκε κατά την κρίση μου την καθαρότερη, οιονεί συμβολική, διατύπωσή της, το 1989, σε μιαν αποστροφή του Δημήτρη Ραυτόπουλου:

Αν ξανάγραφα π.χ. την κριτική της Τριλογίας του Τσίρκα, θα ήταν μια ανάλυση του έργου, δομική, υφολογική, γλωσσική. Οι ιδέες, η ιδεολογία, οι ιστορικές ή πολιτικές αναφορές του συγγραφέα θα με απασχολούσαν μόνο δευτερευόντως και αυτό μόνο κατά το συμβολικό τους ισοδύναμο μέσα στο έργο.

Δεν θα είχε, κατά τη γνώμη μου, νόημα να επιμείνει κανείς εδώ σε αυτή τη μεταβολή του ορίζοντα προσδοκιών της ελληνικής κριτικής, ή έστω ενός μέρους της, προς το εσωτερικό του έργου τέχνης∙ θα αρκούσε να υπογραμμίσουμε τη ρητή ιεράρχηση σε δεύτερη θέση των αναφορών της τέχνης σε ό,τι την περιβάλλει, υπενθυμίζοντας συνάμα πως μήτε πρόκειται για εξέλιξη αποκλειστικά ελληνική μήτε συνιστά η στιγμή της μεταβολής δυσεπίλυτο πρόβλημα: αν μη τι άλλο, η επίμονη επικυριαρχία των ιδεών στο (λογοτεχνικό) έργο είχε ταλανίσει τις κριτικές συνήθειες της Αριστεράς στις περισσότερο ή λιγότερο μηχανιστικές ή και περισσότερο ή λιγότερο διαλεκτικές εκδοχές ενός σε τελευταία ανάλυση επικαθοριστικού για το εντός του εποικοδομήματος εκτός που του είχε επιβληθεί.
Το ζήτημα, μολαταύτα, παραμένει ‒ τόσο στην μεγάλη θεωρητική του ευρυχωρία (εντός της οποίας έχουν αναδυθεί σημαντικές προτάσεις για τη διερεύνηση της ιστορίας της λογοτεχνίας πέραν της παγιωμένης οριοθέτησης του εντός και του εκτός του λογοτεχνικού έργου) όσο και ως προς την επίλυση του συγκεκριμένου αινίγματος που ο εκδοτικός κύκλος Ακυβέρνητες Πολιτείες θέτει στον μελετητή του ως προς τις συγκρουσιακές ανταλλαγές και διαπραγματεύσεις των εξωγενών παρεμβάσεων και των ενδογενών βασανιστικών αναζητήσεων. Πιο συγκεκριμένα: ως προς τι υπερέβαινε η Λέσχη τον ορίζοντα προσδοκιών των πρώτων της αναγνωστών, κάτι που δεν συνέβη με την Αριάγνη αλλά και με τις συντελεσμένες Ακυβέρνητες Πολιτείες; Και, κατά δεύτερο λόγο, τι αναγκάστηκε να μάθει ο συγγραφέας από τους αναγνώστες και κριτικούς του, για να υπερβεί με το δεύτερό του έργο τη μερική, έστω, απαξίωση του πρώτου; Ή και: τι διδάχθηκε η νεοελληνική μεταπολεμική πεζογραφία ‒και μάλιστα η αριστερή στρατευμένη‒ από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες;

Μίλτος Πεχλιβάνος, Από τη Λέσχη στις Ακυβέρνητες Πολιτείες. Η στίξη της ανάγνωσης, Πόλις, Αθήνα 2008, σσ. 29-33.
http://www.ekebi.gr