Νικηφόρος Βρεττάκος, Ένας σύγχρονος κλασικός ποιητής

24grammata.com- Βρεττάκος

Ομιλία του Vincenzo Rotolo

 

Είναι διπλή η χαρά μου για τη σημερινή εκδήλωση: πρώτον, μου δίνεται η ευκαιρία να ξαναμιλήσω από το βήμα του ανώτατου πνευματικού ιδρύματος της χώρας μια εικοσαετία μετά την τιμή που μου έγινε με την ανακήρυξή μου σε αντεπιστέλλον μέλος του· δεύτερον γιατί αντικείμενο της ομιλίας μου θα είναι ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος.

Είναι αυτό ένα θέμα που δεν παύει να με γοητεύει μετά από μια πενηντάχρονη επαφή με την ποίησή του. Πέρα από το επαγγελματικό ενδιαφέρον του νεοελληνιστή για μια εξέχουσα μορφή των ελληνικών γραμμάτων, θέλω να τονίσω αμέσως πως ο Βρεττάκος αποτελεί μια σπάνια περίπτωση όπου ο δημιουργός και άνθρωπος συμπίπτουν απόλυτα σε μια ενιαία σύνθεση μοναδικής ομορφιάς, που όσοι είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε από κοντά τον ποιητή μπορούμε να επιβεβαιώσουμε το βάθος της και τον πλούτο της.

Η κατάχρηση που υφίσταται εδώ και αρκετό καιρό το επίθετο «κλασσικός» έχει αποδυναμώσει τη σημασιολογική του φόρτιση, όταν το αναφέρουμε όχι σε αναγνωρισμένους εκπροσώπους του πνευματικού κόσμου παρωχημένων εποχών, αλλά σε νεώτερους ομοτέχνους μας. Κι όμως υπάρχουν περιπτώσεις όπου η χρήση αυτού του επιθέτου, προκειμένου να προσδιορίσουμε την ποιοτική ουσία ενός σύγχρονου θεράποντος της ποίησης, δεν είναι μόνο ταιριαστή, αλλά και επιβεβλημένη. Πιστεύω ότι ο Νικηφόρος Βρεττάκος ανήκει στην ολιγομελή ομάδα λογοτεχνών του καιρού μας που δικαιούνται τον τίτλο του «κλασσικού». Ζητώντας συγνώμη που αναφέρομαι σε πολύ γνωστά πράγματα, θα θυμίσω ότι ο όρος «κλασσικός», μεταγενέστερης λατινικής προέλευσης, μόνο πολύ αργά καθιερώθηκε στο κριτικό λεξιλόγιο των νεωτέρων γλωσσών. Είναι επίσης πασίγνωστο ότι στην ελληνική ρητορική παράδοση επικρατούσε ο όρος «δόκιμος», με την έννοια της σημερινής λατινογενούς λέξης «κλασσικός», που χαρακτήριζε όμως τους συγγραφείς πιστούς στους ορθούς γλωσσικούς τύπους του καθαρού αττικού, ή αττικίζοντος, λόγου.

Στις λίγες περιπτώσεις, λοιπόν, που η λέξη «κλασσικός» αρμόζει σε σύγχρονους πνευματικούς δημιουργούς, εννοούμε αυτούς που με το έργο τους κατόρθωσαν να διοχετεύσουν το μήνυμά τους σε μεγάλο αριθμό συνανθρώπων τους, κατακτώντας μια θέση που υπερβαίνει τα χρονικά όρια της ατομικής τους ανθρώπινης ύπαρξης, και αφήνοντας πίσω τους υποδειγματικά πρότυπα για μελέτη, απομίμηση, στοχαστική επεξεργασία, εκτός βέβαια από τις συγκινησιακές παρορμήσεις που ο ποιητικός λόγος ασκεί διαχρονικά.

Νομίζω ότι η ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου εκπληροί απόλυτα τους όρους αυτούς και εξακολουθεί ακόμη, μια εικοσαετία σχεδόν μετά το θάνατό του, όχι μόνο να ελκύει τη συναισθηματική μας ευαισθησία, αλλά και να τροφοδοτεί τη σκέψη μας, και να κεντρίζει με τον πάντα επίκαιρο προβληματισμό της.

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος ευτύχησε ν’ αναπτύξει τη συγγραφική του δράση για ένα χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από εξήντα χρόνια, αφού η πρώτη του ποιητική συλλογή Κάτω από σκιές και φώτα δημοσιεύθηκε το 1929, και η τελευταία, Συνάντηση με τη θάλασσα, βγήκε την ίδια χρονιά που πέθανε, το 1991, χωρίς να λογαριάσουμε τη συλλογή Το χρυσό αμάξι, που δημοσιεύθηκε μεταθανάτια το 2000. Πρέπει να διευκρινίσουμε επί του προκειμένου πως ένας μικρός προάγγελος της συλλογής αυτής, σε μορφή του ομότιτλου ποιήματος «Το χρυσό αμάξι», ακούστηκε από το στόμα του ποιητή κατά την τελετή της ανακήρυξής του σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών λίγους μήνες πριν πεθάνει, και δημοσιεύθηκε δύο χρόνια αργότερα στον τόμο Μνήμη του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου.

Εξετάζοντας αναδρομικά το σύνολο του ποιητικού του έργου νιώθουμε ένα συναίσθημα πραγματικού δέους μπροστά στο επιβλητικό, σε όγκο και αξία, πνευματικό κληροδότημα που μας άφησε. Από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ποίησής του είναι η απέριττη μεστότητά της και μια ουσιαστική ιδεολογική συνέπεια παρά τις αντιξοότητες μιας δραματικής ανθρώπινης πορείας. Η εξαιρετική λεκτική ενάργεια της ποίησή του δεν είναι καρπός κάποιας έμφυτης ευκολίας να μετατρέπει σε ρέοντα ποιητικό λόγο την εκάστοτε έμπνευση της στιγμής: κάτι παρόμοιο, δηλαδή, με τη μαγική στιχουργική ευχέρεια του Οβιδίου, που οτιδήποτε επιχειρούσε να γράψει του ‘βγαινε σε μορφή στίχου, όπως ομολογεί ο ίδιος: «quod temptabam scribere versus erat» Αντίθετα, η φραστική τελειότητα του Βρεττάκου είναι αποτέλεσμα κοπιώδους και βασανιστικής προσπάθειας. Όποιος έτυχε να παρακολουθήσει από κοντά τον ποιητή την ώρα που βυθιζόταν ολόκληρος στη δημιουργική διαδικασία, ξέρει ποια σκληρή δοκιμασία αντιμετώπιζε, με αγωνία και πείσμα, για να δαμάσει το γλωσσικό όργανο και να πετύχει την υπέρβαση στη δομική κατασκευή των στίχων.

Προλογίζοντας την επιλεκτική έκδοση των ποιημάτων του, που βρήκε το 1964 με τον τίτλο Εκλογή, ο Βρεττάκος, για να δικαιολογήσει τη συνηθισμένη του τάση προς διορθωτική παρέμβαση στο κείμενο ποιημάτων που είχαν ήδη δημοσιευθεί, προβαίνει συγχρόνως σε μια δήλωση άκρως διαφωτιστική ως προς τις αντιλήψεις του γύρω από τη συγγραφική εργασία: «Προϊόντα εκρηχτικών συγκινήσεων τα περισσότερα [δηλ. ποιήματα], επιβάλανε το δικό τους άταχτο σύνολο, κι επειδή η δουλειά της καθημερινότητας δεν επιτρέπει σ’ ένα ιερέα της ποίησης νά ‘ναι τέλειος, μου  στάθηκε δύσκολο να στρογγυλέψω τις μορφικές και μουσικές τους ανισότητες. Το ποίημα για να γεννηθεί χρειαζόταν την αισθητική συγκίνηση που διέθετα, ενώ η τελειότητά του χρειαζόταν το χρόνο που δεν διέθετα».

Η έκφραση «ιερέας της ποίησης» δεν είναι απλώς μια εμφατική μεταφορά, άλλωστε αρκετά συνηθισμένη στους παραδοσιακούς κύκλους των γραμμάτων, αλλά εκφράζει μια ριζωμένη ιδέα του Βρεττάκου για τη λειτουργία της ποίησης, που εκείνος την αντιλαμβάνεται όχι μόνο ως επιτακτική ανάγκη μετατροπής της μυστηριώδους δημιουργικής ορμής σε καθορισμένα σχήματα λόγου, αλλά ως εκπλήρωση ενός ηθικού χρέους έναντι του κοινωνικού συνόλου. Η έννοια αυτή του χρέους προβάλλεται συχνά, άμεσα και έμμεσα, από τον Βρεττάκο. Με τη λέξη «χρέος» μάλιστα, τιτλοφορούνται δύο ποιήματά του, που εκφράζουν αυτή την ακατανίκητη εσωτερική του ανάγκη.

Σε πολλά ποιήματά του, άλλωστε ο Βρεττάκος, ενώ αναγνωρίζει, με τη γνωστή του μετριοφροσύνη, το περιορισμένο βάρος της προσφοράς του, διεκδικεί όμως, με αρκετή δόση περηφάνιας, τη γνήσια λειτουργικότητά της. Χαρακτηριστικά όσα λέει πάλι στον Πρόλογο της Εκλογής : «…χωρίς να είμαι βέβαιος ότι είμαι ποιητής, ξέρω τώρα πως δεν είμαι τίποτε άλλο. Θα μου ήταν αρκετό, αν τουλάχιστον βεβαιωνόμουνα πως με μέσο αυτή την ποίηση έκαμα το χρέος της ζωής μου…»

 

[Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών. Δημόσια συνεδρία της 20ης Απριλίου 2010]