Ο Μύθος του Δράκουλα στη Λογοτεχνία και τον Κινηματογράφο

24grammata.com/ κινηματογράφος/ αστικοί μύθοι

του Παναγιώτη Καρώνη (παραχωρήθηκε στο 24grammata.com από τον ιστότοπο της ΚΟΙΝΟ_ΤΟΠΙΑΣ www.koinotopia.gr )

Η ΑΡΧΗ…

Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα απ’ την αρχή, θα πρέπει να επισημάνουμε την σύγχυση που έχει δημιουργηθεί, όσον αφορά στην ταύτιση του Βλάντ Γ΄ Τσέπες (Vlad III Ţepeş) με τον αιμοσταγή βρυκόλακα Δράκουλα, ένα καθαρά λογοτεχνικό δημιούργημα του Δουβλινέζου συγγραφέα Μπραμ Στόουκερ (Bram Stoker).

Λοιπόν, ο Βλάντ Γ΄ Τσέπες (Vlad III Ţepeş) ή αλλιώς Βλάντ Δράκουλας (Vlad Dracula) (Νοέμβριος 1431 – Δεκέμβριος 1476) ήταν γιος της πριγκίπισσας Σνεάζνα (Cneajna) και του προηγούμενου βοεβόδα Βλάντ Β΄ Ντρακούλ (Vlad II Dracul), κυβερνήτη της Βλαχίας -το παρατσούκλι του Vlad II ήταν Dracul (δράκος). Πιο γνωστός με τους τίτλους Βλαντ ο Ανασκολοπιστής (Vlad the Impaler) και Κόμης Δράκουλας, ήταν Πρίγκιπας της Βλαχίας τα έτη 1448, 1456–1462 και 1476. Γεννήθηκε το 1431 στην πόλη Σιγκισοάρα (Sighişoara), της Τρανσυλβανίας, η οποία είναι γνωστή και με το όνομα Σάσμπουργκ (Schassburg) από την εποχή της αυστροουγγρικής Κυριαρχίας. Κληρονόμησε τον τίτλο του Τάγματος του Δράκου που παραχωρήθηκε στον πατέρα του, θεμελιωτή του Βλάχικου κράτους, από τον βασιλέα της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Λουξεμβούργου) Σιγκισμούνδο (Sigismund). Τις πρώτες του γνώσεις τις πήρε από την μητέρα του και την οικογένειά της, όμως οι πραγματικές του σπουδές ξεκίνησαν το 1436, όταν διδάχτηκε την τέχνη του πολέμου και της ειρήνης, που ήταν απαραίτητη για έναν Χριστιανό Ιππότη. Το 1438 ο πατέρας του συνόδευσε τον σουλτάνο Μουράτ Β΄ στην εκστρατεία του στην Τρανσυλβανία όπου προσπάθησε να προστατεύσει τον τοπικό πληθυσμό από τις λεηλασίες των επιδρομέων, κάτι που προκάλεσε την καχυποψία του σουλτάνου. Ο τελευταίος τον φυλάκισε για το λόγο αυτό στην Καλλίπολη για αρκετό διάστημα. Απελευθερώθηκε με αντάλλαγμα την ομηρία των γιων του Βλάντ και Ράντου το 1444.

Ο νεαρός Βλαντ παρέμεινε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ως το 1448. Κατά τη διάρκεια της ομηρίας του έμαθε την τουρκική γλώσσα και απέκτησε εξαιρετική στρατιωτική εκπαίδευση. Τα ταραγμένα παιδικά χρόνια διαμόρφωσαν έναν σκληρό χαρακτήρα που όμοιος του δεν καταγράφηκε στα παγκόσμια χρονικά. Ο πατέρας του εκτελέσθηκε από τους Ούγγρους, γεγονός που γιγάντωσε το μίσος του εναντίον κάθε αλλόδοξου. Ένας πρωτόγονος μακιαβελισμός σημάδεψε την ιστορική του πορεία στα χρόνια που ακολούθησαν. Μια πορεία βαμμένη στο αίμα χιλιάδων αθώων. Έμβλημά του υπήρξε ο Δράκος κρεμασμένος από ένα σταυρό. Η διακυβέρνησή του χαρακτηρίστηκε από σκληρότητα, έλλειψη κατανόησης, ελέους, συμπάθειας και σεβασμού για κάθε αλλόθρησκο στοιχείο, αλλά και για κάθε παραβάτη των νόμων. Όλα αυτά συνέτειναν στο να γεννηθεί ένας θρύλος γύρω από το όνομά του, που έθεσε τις βάσεις για την περαιτέρω διαστρέβλωση του ονόματός του.

Πιο συγκεκριμένα, ακολούθησε η ταύτιση του ονόματος του Βλάντ με τον αιμοδιψή χαρακτήρα ενός βρικόλακα, του «Δράκουλα»: ένα τέρας που ακροβατεί μεταξύ ζωντανών και νεκρών λόγω του μη οριστικού αποχωρισμού της ψυχής από το σώμα του και συνεχίζει μέσα από τον τάφο του μια ιδιόρρυθμη ζωή, η οποία του επιτρέπει να βγαίνει κατά βούληση, κυρίως κατά τις νυχτερινές ώρες, αναζητώντας τη λεία του. Η δημιουργία αυτού του θρύλου οφείλεται, όπως είπαμε, στον Μπραμ Στόουκερ (Bram Stoker).

Ο Στόουκερ γεννήθηκε στο Δουβλίνο μια μέρα του Νοέμβρη του 1847. Ονομάστηκε Άμπρααμ όπως και ο πατέρας του -ένας υπάλληλος του Chief Secretary’s Office στον πύργο του Δουβλίνου-, αλλά χαϊδευτικά τον φώναζαν «Μπραμς» σ’ όλη του τη ζωή. Σαν παιδί υπήρξε ασθενικό και αδύναμο. Έτσι πήρε στο σπίτι τα πρώτα του μαθήματα από τον αιδεσιμότατο Ουίλλιαμ Γουντς, που ήταν ιδιοκτήτης ιδιωτικού σχολείου και συνέχισε να είναι ο κυριότερος καθηγητής του, ώσπου ο Μπραμς σε ηλικία 16 ετών, το 1864, μπήκε στο Trinity College του Δουβλίνου. Η γνωριμία και η φιλία του με τον ηθοποιό Χένρυ Ίρβινγκ τον έκανε να εγκαταλείψει τη δουλειά του στο Ιρλανδέζικο Δημόσιο και με τη νεαρή γυναίκα του Φλόρενς Άννα Λεμόν Μπάλκομπ, να πάει στο Λονδίνο. Εκεί εργάστηκε συνολικά 27 χρόνια ως γραμματέας του ηθοποιού Χένρυ Ίρβινγκ, που μόλις είχε αναλάβει το Lyreun Theater. O Χένρυ Ίρβινγκ στις αναμνήσεις του χαρακτηρίζει τη φιλία του με τον Στόουκερ βαθιά, στενή και διαρκή. Η γνωριμία του με τον Ούγγρο καθηγητή Α. Βάμπερυ τον φέρνει σε επαφή με τις ιστορίες γύρω από τον περίφημο κόμη Βλαντ. Αρχίζει πλέον να μελετά συστηματικά το θέμα μαζεύοντας υλικό για την Τρανσυλβανία και τις λαϊκές δοξασίες για τον Δράκουλα. Ο Μπραμ Στόουκερ πέθανε το 1912. Το μυθιστόρημα «Δράκουλας» εκδόθηκε το 1897.

Ο Στόουκερ επέλεξε για σκηνικό του Δράκουλα την Τρανσυλβανία επειδή ήταν, κι εξακολουθεί να είναι, μια απόμακρη και χιμαιρική χώρα στα μάτια των Άγγλων και των περισσότερων δυτικοευρωπαίων, «χώρα πέρα από τα δάση» όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν, ένα τέλειο σκηνικό για έναν βρυκόλακα. Η πόλη όπως παρουσιάζεται στο μυθιστόρημα είναι το σημείο που αρχίζει το πέρασμα του Μπόργκο, που οδηγεί στη Μολδαβία –πραγματική περιγραφή πραγματικής τοποθεσίας. Να σημειώσουμε ότι ο Στόουκερ δέχτηκε συγχαρητήρια για τις ακριβείς, από πρώτο χέρι περιγραφές μιας χώρας που δεν είχε δει ποτέ στην πραγματικότητα. Ο δεσμός ανάμεσα στο Δράκουλα του Στόουκερ και στην περιοχή της Μπίστριτσα δεν είναι τελείως φανταστικός. Υπήρχε μια παλιά οικογένεια Σέκελων στην περιοχή αυτή. Η οικογένεια ονομαζόταν Ορντόγκ, που αποτελεί την ουγγρική μετάφραση της λέξης Dracuk, ή διάβολος. Στο μυθιστόρημα, οι κάτοικοι της Μπίστριτσα, προφέρουν τις λέξεις «Ορντόγκ, Σατανάς» πριν μπει ο Ιωνάθαν Χάκερ στην άμαξα για το πέρασμα του Μπόργκο. Οι Τρανσυλβανοί Σέκελσι, οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους απόγονους μιας ανατολικοασιατικής φυλής παλαιότερης από τους Μαγυάρους, συνδέουν στη λαϊκή τους παράδοση τη νυχτερίδα με τον βαμπυρισμό ενώ, σύμφωνα με τη σλαβική λαϊκή παράδοση, ο βρικόλακας κινείται μόνο νύχτα, δε φαίνεται στον καθρέφτη και απωθείται με το σταυρό, πράγματα που ο Στόουκερ πέρασε στο Δράκουλά του.

Ο Στόουκερ διάλεξε να αφηγηθεί την ιστορία του μέσα από τα ημερολόγια του Άγγλου Ιωνάθαν Χάρκερ και της μνηστής του Μίνας Μάρεϋ, από το ημερολόγιο της Λούσυ, και από τη μαρτυρία του Δρ. Τζων Στιούαρτ καταγεγραμμένη στο φωνόγραφο, μια νέα τεχνική για εκείνη την εποχή. Το βιβλίο είχε άμεση επιτυχία αν και η κριτική το αντιμετώπισε χλιαρά.

Αλλά ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Τι είναι ο βρικόλακας και τι το βαμπίρ; Βρικόλακας και βαμπίρ δεν ταυτίζονται, παρ’ όλο που  έχουν  κάποια κοινά  χαρακτηριστικά, αφού έχουν  κοινή μυθο-λογική  αφετηρία, είναι  όμως διαφορετικά  πράγματα, αφού  βαμπίρ (vampires στη ζωολογία) σημαίνει νυχτερίδα, που τρέφεται αποκλειστικά με αίμα, και μόνο τη νύχτα (άρα το βαμπίρ μπορεί να είναι και ζώο), εν αντιθέσει με το βρικόλακα που ταυτίζεται πάντα με κάποιον άνθρωπο. Το βαμπίρ κατά κάποιο τρόπο είναι πρόγονος του βρικόλακα. Βαμπ είναι συγκεκομμένη μορφή της λέξης βαμπίρ και σημαίνει τη «μοιραία γυναίκα» που καθορίζει τη μοίρα των γοητευμένων από αυτή ανδρών. Στον κινηματογράφο η λέξη δηλώνει έναν τύπο όμοιο με κείνο που λάνσαρε η Μάρλεν Ντίτριχ στο «Γαλάζιο Άγγελο». Επίσης τα τελώνια είναι άλλα μυθικά όντα, χαριτωμένα και πνευματώδη (ας θυμηθούμε τον Αλαντίν των Χιλίων και μια Νυχτών), που περιορίζονται σε ζαβολιές. O Δράκουλας, είναι ένας και μοναδικός και, μπορούμε να πούμε, ότι είναι η φιλολογική μορφή του βρικόλακα, μύθου πολύ μεταγενέστερου των πανάρχαιων μύθων των βρικολάκων και των βαμπίρ. Όπως είναι φυσικό τα όντα αυτά που προέρχονται από τον παγανισμό, δεν είναι καθόλου αρεστά στο χριστιανισμό και θεωρούνται συνεργάτες του σατανά και των σκοτεινών δυνάμεών του, αφού δρουν αντίθετα (ιδίως οι βρικόλακες) από τις θεϊκές εντολές, έχουν δε το προνόμιο να χαρίζουν την αθανασία όπου το επιθυμούν. Έτσι με προσευχές, ξόρκια, σταυρούς και αγιασμούς, ο χριστιανισμός μάχεται όλες αυτές τις σκοτεινές υπεράνθρωπες δυνάμεις. Αλλά για τα πανάρχαια αυτά πλάσματα έχει μιλήσει υπέροχα ο Πλάτωνας στον «Φαίδρο», που λέει πως η ψυχή που δεν έχει απαλλαγεί τελείως από το βάρος της, δηλαδή απ’ όλο το υπόλειμμα που πήρε μαζί της βγαίνοντας από το σώμα, τείνει να πέσει, ακριβώς εξαιτίας του βάρους, στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε το μεγάλο της ταξίδι για τον κόσμο των ιδεών, τον τέλειο και αρχικό κόσμο του κάθε όντος και πράγματος.

Η ιστορία των βρικολάκων και των φανταστικών όντων στη λογοτεχνία είναι πολύ παλιά. Από τον δέκατο όγδοο αιώνα και μετά τα λογοτεχνικά έργα, το περιεχόμενο των οποίων είχε κάποιο υπερβατικό χαρακτήρα, λέγονταν Γκόθικ και σχημάτισαν ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος (ένα στάδιο στην Αγγλική λογοτεχνία). Ο όρος «Γκόθικ» είναι δύσκολο να αναλυθεί, μια απλή εξήγηση είναι πως έχει να κάνει με το φόβο μα στα κείμενα αυτού του είδους η φαντασία πρέπει να επικρατεί πάνω στην πραγματικότητα, το παράξενο πάνω στο κοινότυπο, το υπερφυσικό πάνω στο φυσικό κι όλα μ’ ένα προσδιορισμένο τελικό σκοπό: να φοβίσουν. Το γοτθικό μυθιστόρημα ήταν αρχικά μια ιστορία για φαντάσματα που είχε μεσαιωνική ατμόσφαιρα, φορτισμένη συγκινησιακά. Ο φόβος αυτός δεν απευθύνεται στην ψυχή για να προσφέρει κάποια κάθαρση αλλά στόχος του είναι αυτό καθ’ αυτό το σώμα, με τους μύες του, τους αδένες του, την επιδερμίδα του και το κυκλοφορικό του σύστημα ώστε όλα αυτά ταρακουνημένα μ’ έναν έντονο και γρήγορο τρόπο να δημιουργήσουν όλες εκείνες της φυσιολογικές αντιδράσεις του φόβου.

Πολλές γυναίκες ασχολήθηκαν μ’ αυτό το λογοτεχνικό είδος κι έγιναν τόσο δημοφιλείς που το κοινό χαριτολογώντας τις ονόμασε «τρομοκράτισσες». Δημιούργησαν έτσι την παράδοση του γυναικείου Γκόθικ κι οι πιο επιφανείς ήταν η Χάριετ Μπίτσερ Στόου, η Γεωργία Σάνδη και η Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ. Εκείνη όμως που έδωσε την οριστική μορφή στο γυναικείο Γκόθικ ήταν η Ανν Ράντκλιφ: πάντα η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος ήταν μια νέα γυναίκα που ταυτόχρονα ήταν το κυνηγημένο θύμα και η θαρραλέα ηρωίδα.

Με την εμφάνιση όμως του Φρανκενστάιν της Μαίρης Σέλλεϋ (πρωτοεκδόθηκε το 1818) το λογοτεχνικό αυτό είδος που ονομάζεται Γκόθικ άρχισε να μεταμορφώνεται σ’ αυτό που αποκαλούμε σήμερα επιστημονική φαντασία. Η Σέλλεϋ πέτυχε τη φρίκη και το μυστήριο μέσα από τη χρήση της επιστήμης, που εδώ δεν είναι χυδαία επιστήμη, αλλά η προσπάθεια ενός Σύγχρονου Προμηθέα –όπως ήταν και ο υπότιτλος του έργου- λύνοντας τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου, να απαλλάξει τον άνθρωπο από τους φόβους που τον βαραίνουν και να του χαρίσει μια πιο γαλήνια και πιο ευτυχισμένη ζωή. Κανείς δε μπορεί να αμφιβάλει για τις καλές προθέσεις του Φρανκενστάιν. Ο παράγοντας της φρίκης στο βιβλίο της Σέλλεϋ δεν ήταν το φάντασμα μήτε το υπερφυσικό ον μήτε η αυταπάτη, αλλά η αλαζονική απόπειρα του Προμηθέα-Φρανκενστάιν, αγωνιστή και παραβάτη των αιώνιων αρχών, να ξεπεράσει τα όρια του εαυτού του. Το πλάσμα του στην αρχή είναι καλοπροαίρετο και ζητάει από το κοινωνικό σύνολο τη στοργή, την αγάπη και την κατανόηση. Και μονάχα όταν εγκαταλείπεται από τον πλάστη του και απομονώνεται από το κοινωνικό σύνολο γίνεται αμέσως αχρείο και αντικοινωνικό, κι αυτό γιατί βλέπει τον εαυτό του αξιολύπητο και δυστυχισμένο που δεν μπορεί να απολαύσει κι αυτό τις αξίες της ζωής. Τόσο ο βρυκόλακας όσο και το πλάσμα του Φρανκενστάιν δημιουργήθηκαν σχεδόν την ίδια στιγμή στην αγγλική λογοτεχνία και στον ίδιο χώρο.

Όλα ξεκίνησαν όταν η Μαίρη Σέλλεϋ με τον άνδρα της Πέρσυ Μπ. Σέλλεϋ, ταξίδεψαν στη Γενεύη το 1816, όπου γειτόνεψαν με τον ήδη ευρισκόμενο εκεί Λόρδο Μπάυρον. Σχηματίστηκε τότε μια παρέα που αποτελείτο από τους Σέλλευ, το Λόρδο, την ετεροθαλή αδελφή της Μαίρη, την Κλαίαρ που ήδη σχετιζόταν με το Λόρδο και το γιατρό/γραμματέα του Μπάυρον, Τζων Γουίλιαμ Πολιντόρι.

Η Μαίρη Σέλεϋ περιγράφει χαρακτηριστικά τις υγρές και μελαγχολικές εκείνες μέρες, που ατέλειωτες ώρες διάβαζαν ιστορίες φαντασμάτων, μέχρι που ο Μπάυρον πρότεινε να γράψει ο καθένας τους από μια τέτοια ιστορία και, σε ένα χρόνο από τότε να ξαναβρεθούν να τη διαβάσουν. Όλοι υποσχέθηκαν να το κάνουν. Έτσι η Μαίρη Σέλεϋ ανταποκρινόμενη «ολοκληρωτικά», γράφει το αριστούργημά της Φρανκενστάιν που πρωτοεκδόθηκε το 1818. Ο Λόρδος Μπάυρον το Απόσπασμα που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1819 στο τέλος της συλλογής Mazeppa. Ο Βρικόλακας του Πολιντόρι θα δημοσιευτεί αρχικά ως έργο του Μπάυρον με τίτλο The Vampyre: Atale dy Lord Byron τον Απρίλιο του 1819 στο περιοδικό «New Monthly Magazine» και θα σημειώσει θριαμβευτική επιτυχία με απανωτές επανεκδόσεις, προς δυστυχία του ταλαίπωρου (Μ. Σέλεϋ, «Πρόλογος» 1831) Πολιντόρι που θα ξεκινήσει ένα σκληρό και εν μέσω πολλαπλής λοιδορίας αγώνα για να διεκδικήσει την πατρότητά του.

Ακολούθησαν, ο Αλέξανδρος Δουμάς πατέρας, που συνέθεσε ένα δράμα με τίτλο Le Vampire. Το 1820 ο Vampire του Νοντιέρ μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον J.R. Planch. Το 1830 το μελόδραμα του Planch, The Vampire δημοσιεύτηκε στη Βαλτιμόρη. Στο Melmoth the Wanderer, που δημοσιεύτηκε από τον εκκεντρικό Ιρλανδό ιερέα Ρόμπερτ Μάτσουριν του 1820, ο ήρωας είναι μια συγχώνευση περιπλανώμενου ιουδαίου και βυρωνικού βρυκόλακα. Το 1847, ο Τόμας Πρέσκετ Πρεστ δημοσίευσε το Varney the Vampire or The Feast Blood, που έγινε ευνοϊκά δεκτό και επανατυπώθηκε το 1853.

Ένας Δουβλινέζος συγγραφέας με το ασυνήθιστο όνομα Τζόφερ Σεριντάν Λε Φάνου (1814- 1873) έγραψε το μικρό μυθιστόρημα Καρμίλλα, μια από τις σημαντικότερες ιστορίες βρικολάκων που γράφτηκε ποτέ. Η περιγραφή του Λε Φάνου για το πώς κάποιος γίνεται βρικόλακας στηρίζεται επίσης στις λαϊκές δοξασίες της Ανατολικής Ευρώπης. Ο Λε Φάνου ακολούθησε πιστά τη μυθολογία για τους βρικόλακες. Ο Στόουκερ έχοντας διαβάσει την Καρμίλλα βρήκε τα βασικά συστατικά των βαμπιρικών χαρακτηριστικών του βρικόλακά του και γοητευμένος άρχισε να ερευνά σοβαρά τη μυθολογία των βρικολάκων.

Το 1914 ο Dubley Wright κυκλοφόρησε το βιβλίο «Βαμπίρ και βαμπιρισμός», την πρώτη ολοκληρωμένη συλλογή βαμπιρικών ιστοριών που ήταν κοινές και στις πέντε ηπείρους της υδρογείου.

Ο ΔΡΑΚΟΥΛΑΣ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ

Από εδώ και πέρα αρχίζει η ιστορία του κινηματογράφου για τον Δράκουλα και τους βρικόλακες εν γένει. Το 1921, σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα μετά τη δημοσίευση του «Δράκουλα» από τον Μπραμ Στόουκερ, ένας νεαρός Γερμανός σκηνοθέτης, ο Φρίντριχ Βίλχλμ Μουνράου (F. W. Murnau), αποφάσισε να γυρίσει την πρώτη ταινία φρίκης του Δράκουλα. (Την ίδια χρονιά ο Henrik Galeen επίσης προσάρμοσε το μυθιστόρημα του Στόουκερ στον κινηματογράφο). Μολονότι ο Μουρνάου ακολούθησε πιστά στο σενάριο το μυθιστόρημα του Στόουκερ, δεν κατάφερε να πάρει την άδεια για να το χρησιμοποιήσει. Έτσι άλλαξε το σκηνικό από την Τρανσυλβανία σε περιοχή της Βαλτικής, και πρόσθεσε επίσης την τελική ερωτική σκηνή. Για τον ομώνυμο ρόλο διάλεξε τον ηθοποιό Max Schreck. Η βουβή του ταινία με τον τίτλο Νοσφεράτου ο βρικόλακας (Nosferatu), ο πλήρης τίτλος της ταινίας είναι Νοσφεράτου – Mια Συμφωνία Τρόμου, παρουσιάστηκε από την Prana Films στο Βερολίνο το 1922. Την εποχή εκείνη ο Στόουκερ ήταν νεκρός. Η χήρα του Φλόρενς Στόουκερ έκανε αγωγή εναντίον του Μουρνάου και την κέρδισε. Η εταιρία του Μουρνάου κατέρρευσε. Μολονότι τα δικαστήρια διέταξαν την καταστροφή των αρνητικών και των φωτογραφιών του Nosferatu, αυτό ευτυχώς δε συνέβη. Η προβολή της ταινίας επιτράπηκε τελικά στο Λονδίνο το 1928 και στις ΗΠΑ το 1929. Από τότε, ο Nosferatu συνεχίζει να προβάλλεται στους κινηματογράφους τέχνης όλου του κόσμου, και είναι πλέον μια ταινία σταθμός, ένα μνημείο του παγκόσμιου κινηματογράφου, παραμένει δε μια από της σημαντικότερες προσεγγίσεις του φαινόμενου Δράκουλας. Ούτως ή άλλως ο Murnau είναι ένας απ’ τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών.

Ακολούθησε το φιλμ “Dracula” (καπετάν βρυκόλακας) του Αμερικανού σκηνοθέτη Τοντ Μπράουνινγκ, που γυρίστηκε το 1931 στα θρυλικά στούντιο της Universal. Ήταν η χρονιά που εγκαινιάστηκε η χρυσή περίοδος των ταινιών τρόμου στην Αμερική. Το στούντιο της Universal, εκμεταλλευόμενο το ανερχόμενο κινηματογραφικό αυτό είδος έφερε στην μεγάλη οθόνη τα πιο διάσημα ανθρωπόμορφα τέρατα. Η αρχή έγινε με το Δράκουλα του Μπράουνινγκ, που στο πρόσωπο του μεγάλου Ούγγρου ηθοποιού Μπέλα Λουγκόζι προσέλκυσε τη λατρεία των γυναικών και πέρασε στη συνείδηση του κοινού σα σύμβολο νοσηρού ερωτισμού. Προερχόμενος από το χώρο του θεάτρου, ο Μπέλα Λουγκόζι κατάφερε μια συγκλονιστική ερμηνεία στο ρόλο του Δράκουλα, που εκτός από τις υποκριτικές ικανότητές του σηματοδοτήθηκε από το ψυχρό παρουσιαστικό και την ξενική προφορά του.

Ερχόμαστε στον Κρίστοφερ Λη (Christopher Lee). Όλοι, ή σχεδόν όλοι, έχουμε ταυτίσει το Δράκουλα με το πρόσωπο αυτού του ηθοποιού, και όχι άδικα. Ο Κρίστοφερ Λη γύρισε μια σειρά ταινιών ενσαρκώνοντας πειστικά τον αιμοσταγή κόμη της Τρανσυλβανίας. Όπως έχει ο ίδιος αναφέρει σε συνέντευξή του, δεν έτυχε μιας πιο ουσιαστικής σκηνοθετικής βοήθειας σ’ αυτές τις ταινίες. Έτσι παρ’ όλη την ενδιαφέρουσα ερμηνεία του, που πρόσθεσε μια επιβλητική μεγαλοπρέπεια, τα φιλμ αυτά παραμένουν απλοϊκά με κύριο στόχο τους εκείνον της πρόκλησης της φυσιολογικής αντίδρασης, δηλαδή του φόβου.

Το 1978 ο Χέρτσοκ (Werner Herzog) γύρισε την ταινία Νοσφεράτου το φάντασμα της νύχτας, με τον  Κλάους Κίνσκι  (Klaus Kinski) στον  ομώνυμο ρόλο, την  Ιζαμπέλ Ατζανί (Isabelle Adjani) στο ρόλο της Λούσι και τον Μρούνο Γκας (Bruno Ganz) ως Δρ. Τζων Στιούαρτ κ.α. Ο Χέρτσοκ παρουσιάζει έναν βρικόλακα κουρασμένο από την αιωνιότητα, αδύναμο, άβουλο, αφημένο στη μοίρα του, που περιμένει την λύτρωση του θανάτου. «Αιώνες έρχονται και φεύγουν, είναι φοβερό να μην μπορείς να γεράσεις, και υπάρχουν πράγματα χειρότερα από το θάνατο….φαντάζεστε ν’ αντέχετε αιώνες και να ζείτε την ίδια ματαιότητα κάθε μέρα;» μας εξομολογείται καθώς μας περιγράφει το μαρτύριο της αθανασίας του

Και ερχόμαστε σε μια σημαντική μεταφορά του βιβλίου του Στόουκερ στη μεγάλη οθόνη το Brams Stoker’s Dracula. Γυρίστηκε το 1992 από τον Φράνσις Φορτ Κόπολα με τον Γκάρυ Όλντμαν (Gary Oldman) στο ρόλο του Δράκουλα, την Γουινόνα Ράιντερ (Winona Ryder) στο ρόλο της Μίνας Μάρεϋ, τον Άντονι Χόπκινς (Anthony Hopkins) ως Δρ. Τζων Στιούαρτ, τον Κιάνου Ριβς (Keanu Reeves) ως Ιωνάθαν Χάρκερ, και την Sadie Frost στο ρόλο της Λούσυ. Ο Κόπολα μας παρουσιάζει μια σπαραχτική ερωτική ιστορία μεταξύ του Δράκουλα και της Μίνας, ταυτίζοντας πλήρως τον ήρωά του με τον Βλάντ Γ΄ Τσέπες, μάλιστα απόγονος του Τσέπες είχε μηνύσει τον Κόπολα γι’ αυτό. Η ταινία ξεκινά με την πτώση της Πόλης, την εξάπλωση των Τούρκων και τον αγώνα που δίνει ο Βλαντ για να κρατήσει σώο και μακριά από τους αλλόθρησκους το κράτος του. Καθώς αυτός μάχεται -όπως μας περιγράφει ο Κόπολα- φτάνει στην αγαπημένη του ένα παραπλανητικό γράμμα που της λέει ότι ο αγαπημένος της  σκοτώθηκε. Αυτή  μη  μπορώντας να αντέξει τον πόνο αυτοκτονεί. Επιστρέφοντας ο Βλαντ βρίσκει τη Μίνα νεκρή και τους παπάδες να αρνούνται να τελέσουν την νεκρώσιμη ακολουθία, μιας και η μακαρίτισσα αυτοκτόνησε. Εκεί είναι που ο Βλαντ απαρνιέται το θεό, το θεό που για χάρη του πολέμησε τόσα χρόνια, και γίνεται… βρικόλακας. Ο Κόπολα με μαεστρία μας δίνει έναν τρομακτικό ερωτικό σμίξιμο (μεταξύ Μίνας και Δράκουλα) που κανείς και τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει, για να το επαναλάβει ευφυέστατα στο τελευταίο πλάνο της ταινίας όταν ο ετοιμοθάνατος Δράκουλας είναι πεσμένος (όπως είναι πεσμένος ο σταυρός από τον τρούλο της Αγίας Σοφίας στην αρχή της ταινίας) και εκλιπαρεί να τελειώσει. Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε την εκπληκτική μουσική του Πολωνού Βόϊτσεκ Κίλαρ (Wojciech Kilar), ένα πανέμορφο συμφωνικό έργο που παραμένει αξεπέραστο και είχε ουσιαστική συμβολή στην επιτυχία της ταινίας. Δεν είναι τυχαίο ότι συνεχίζει να κυκλοφορεί (σε CD) μέχρι σήμερα.

Το 2001 ο σκηνοθέτης E. Elias Merhige γύρισε την ταινία Στη σκιά του Βρυκόλακα (Shadow of the Vampire). Η ταινία μας μεταφέρει στα στούντιο την εποχή που γυρίζονταν η ιστορική ταινία τρόμου Nosferatu του F. W. Murnau. Τον Murnau υποδύεται ο Τζον Μάλκοβιτς (John Malkovich) και ο Γουίλιαμ Νταφόε (William Dafoe) τον πρωταγωνιστή τον Max Schreck. Εδώ συναντάμε την εξής πρωτοτυπία: ο Murnau -μας λέει η ταινία- διαλέγει ένα πραγματικό βαμπίρ για να υποδυθεί τον πρώτο ρόλο επιδιώκοντας τον απόλυτο ρεαλισμό. Κανείς από το συνεργείο δεν το ξέρει και ούτε το υποψιάζεται όταν ο Max ζητά να παραμένει μακιγιαρισμένος σαν βαμπίρ όλη μέρα και όλη νύχτα, ή όταν τα βράδια κοιμάται μέσα σε ένα φέρετρο. Η συμφωνία είναι ότι ο σκηνοθέτης έχει υποσχεθεί στον Max την πρωταγωνίστρια, μετά το πέρας των γυρισμάτων. Πόση εγκράτεια όμως μπορεί να δείξει ένα πεινασμένο βαμπίρ; To Shadow of the Vampire είναι ένα καλό θρίλερ από το οποίο δε λείπει και το απαραίτητο κωμικό στοιχείο, με εξαιρετικό σενάριο, δυνατούς πρωταγωνιστές και ένα σπουδαίο υπόβαθρο, την θρυλική ταινία Nosferatu.

Άφησα για τελευταία και όχι λιγότερο σημαντική μια άλλη εκδοχή του μύθου των βρικολάκων όπως μας την παρουσιάζει μέσα από τα βιβλία της η Αμερικανίδα συγγραφέας ιστοριών τρόμου Anne Rice. Η Rice έγραψε μια σειρά με το γενικό τίτλο «Τα χρονικά του βαμπίρ» (Τhe Vampire Chronicles). Το πρώτο βιβλίο της σειράς, Συνέντευξη με έναν βρικόλακα «Interview with the Vampire» εκδόθηκε το 1975, (στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις bell best seller, Αθήνα 1995). Το βιβλίο –όπως και η ταινία- μας αφηγείται την ιστορία του Louis (τον ερμηνεύει υπέροχα ο Μπραντ Πιτ), ενός νεαρού μεγαλοκτηματία που χάνει γυναίκα και παιδί. Έτσι μια νύχτα εκεί που παραπαίει αδιαφορώντας για τη ζωή του, συναντά τον Lestat, (τον ερμηνεύει πειστικά ο Τομ Κρουζ) έναν μοχθηρό και αδίστακτο βρικόλακα που του προσφέρει την αθανασία, με σκοπό να ξεκινήσουν μαζί το ταξίδι της ατελείωτης νύχτας  και της αιώνιας ζωής. Και εδώ αρχίζει το μαρτύριο του Louis, γιατί ό,τι για τον Lestat είναι ευλογία, για τον Louis είναι κατάρα, μια και δε μπορεί να δεχθεί τη νέα του φύση, αλλά τη θεωρεί αιώνια κόλαση και, μαρτύριο το να μην μπορεί να πεθάνει, αφού διατηρεί μέσα του ίχνη καλοσύνης, και δε θέλει με τίποτα να κάνει το κακό, πράγμα που ωστόσο είναι υποχρεωμένος να το κάνει, λόγω της φύσης του.

Η ταινία μας παρασύρει σε μια κοινωνία βρικολάκων χωρίς να υπάρχει ούτε ένας ανθρώπινος χαρακτήρας που να αναλύεται ή απλά να δρα καταλυτικά στην εξέλιξη της δράσης. Ο Louis είναι ένας βρικόλακας που περιπλανιέται τραγικά μέσα στο χρόνο αναζητώντας απελπισμένα αγάπη, επικοινωνία, κατανόηση (όπως και τα θύματά του) αλλά και επαφή με την εκάστοτε εποχή. Η αιώνια πάλη μεταξύ καλού και κακού επανέρχεται μέσα από αυτή την υπέροχα δομημένη ταινία, για να μας θυμίσει ότι το ένα παίρνει αξία από την παρουσία του άλλου, η απουσία δε του άλλου είναι που κάνει το παιχνίδι ανιαρό.

Ποτέ άλλοτε σκηνοθέτης δεν κατάφερε να εμφυσήσει τόσο συναίσθημα, αλλά και να προκαλέσει ρίγη συγκίνησης μέσα από μια ταινία τρόμου. Ο μαέστρος Τζόρνταν για άλλη μια φορά παραδίδει μαθήματα κινηματογράφου, στηριζόμενος σε ένα ακέραιο σενάριο, με ευφυείς διαλόγους, που δούλεψε η ίδια η συγγραφέας, συνεπικουρούμενος από την υπέροχη μουσική του Elliot Goldenthal και την υποβλητική φωτογραφία του Φίλιπ Ρουσελό που από το τελευταίο ηλιοβασίλεμα στα μάτια του Louis μέχρι το ξημέρωμα της αυγής πάνω από τη γέφυρα Golden Gate μαγεύει σ’ αυτήν την υπέροχα βρικολακιάρικη -κατά Ραφαηλίδη- ταινία.

Ο ειδικός μελετητής του φανταστικού κινηματογράφου Ζαν Πιέρ Μπουιξού, μέτρησε το 1978 τους κινηματογραφικούς δράκουλες και βρικόλακες, και τους βρήκε έξι χιλιάδες. Από τότε μέχρι σήμερα ο αριθμός έχει αυξηθεί κατά πολύ. Ο διασημότερος αλλά και ο τελειότερος από αισθητική άποψη κινηματογραφικός Δράκουλας σίγουρα κυκλοφορεί στην μεγάλη κλασική ταινία του Φρίντριχ Βίλχλμ Μουνράου Νοσφεράτου ο βρικόλακας. Ο θρύλος των βρικολάκων συνεχίζει να απασχολεί τον κινηματογράφο (οι τελευταίες μεγαλοπαραγωγές του Νέα σελήνη, Λυκόφως Έκλειψη κλπ.) αυτό μαρτυρούν, αν και οι ταινίες αυτές καταναλώνονται στα εφέ και τα ευειδή πρόσωπα αγνοώντας όλα τα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα που έθεσαν οι συγγραφείς αυτών των βιβλίων. Το σίγουρο είναι πως ο Δράκουλας συνεχίζει να εμπνέει με το μυστήριό του, τις διαβολικές του ιδιότητες και την ανεξήγητη γοητεία του, αφού παραμένει μια ανεξάντλητη πηγή για τους κινηματογραφιστές αλλά και ένα θέμα που εδώ και σχεδόν εκατό χρόνια προσελκύει τους θεατές στις σκοτεινές αίθουσες όπου έχει εγκαταστήσει πλέον το βασίλειό του. Εξάλλου το σκοτάδι ήταν πάντα ο προνομιακός του χώρος.

Βιβλιογραφία:

-Μαίρη Σέλεϋ (Mary Shelley Wollstonecraft), Λόρδος Μπάυρον (Lord Byron), Τζων Γουίλιαμ Πολιντόρι (John William Polidori) «Φρανκενστάιν – Ο βρικόλακας – Ένα απόσπασμα», εκδόσεις Στοχαστής. Αθήνα 1995

-Μπραμ Στόκερ «Δράκουλας», εκδόσεις Στοχαστής. Αθήνα 1995

-Βασίλης Ραφαηλίδης «Κινηματογραφικά θέματα» Β’ τόμος, εκδόσεις του Εικοστού πρώτου. Αθήνα 2003

-Anne Rice «Συνέντευξη με έναν βρικόλακα» εκδόσεις bell best seller, Αθήνα 1995

-Πλάτωνος «Φαίδρος» εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Αθήνα 2000

-Dubley Wright «Τα βαμπίρ και ο βαμπιρισμός» εκδόσεις Ελάτη. Αθήνα 2003

-«Ιστορίες των νεκρών» εκδόσεις Αρχέτυπο. Αθήνα 2003

Άλλες πηγές:

-Βικιπαίδεια

-Ένθετο του DVD της ταινίας «Bram Stoker’s Dracula». Ετ. Παραγωγής: Sony Pictures,
Ετ. Διανομής: Audio Visual.

-Οπισθόφυλλο του DVD της ταινίας «Συνέντευξη με έναν βρικόλακα» Ετ. Παραγωγής: Warner Bros, Ετ. Διανομής: Audio Visual.

-Οπισθόφυλλο του DVD της ταινίας «Στη σκιά του Βρικόλακα» Ετ. Παραγωγής: BBC, Ετ. Διανομής: Σπέντζος Film Home Video .

 

του Παναγιώτη Καρώνη από το site της ΚΟΙΝΟ_ΤΟΠΙΑΣ www.koinotopia.gr,