ελληνοιταλικός πόλεμος : Η επιστροφή των ελληνοφώνων της Καλαβρίας στα χωριά τους

24grammata.com/ Ελλάδα 1940 – 1950

κλικ εδώ για να διαβάσετε το υπόλοιπο αφιέρωμα  για την 28η Οκτωβρίου 1940 (102 άρθρα)

Μια καταπληκτική ιστορία από τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας στέλνει στο  24grammata.com ο Pasquale Casile      (εδώ θα βρείτε το βιβλίο του Pasquale Casile  από τις ηλ. εκδόσεις 24grammata.com)

εισαγωγή και μεταγραφή στην ελληνική έγινε από τον Γιώργο Δαμιανό

 “ Στην Ελλάντα; και που είναι αυτό;”

Η μικρή και εύθυμη ιστορία μας περιγράφει την επιστροφή ενός ελληνόφωνα στα χωριά της Μπόβα (Καλαβρία- Ν. Ιταλία) μετά τη λήξη του ελληνοϊταλικού πολέμου (1940 – 1944). Η γυναίκα του δεν τον καταλαβαίνει, γιατί μιλάει, πλέον, τη νεότερη ελληνική γλώσσα με πολλές επιδράσεις από την Ανατολή, ενώ στη Μπόβα συνέχιζαν, μέχρι τότε, να μιλάνε με πάθος και αυταπάρνηση την αρχαία ελληνική γλώσσα. Έτσι, η γυναίκα του στρατιώτη δεν καταλαβαίνει τη λέξη “κατσίκα” (ντρέπεται, γιατί της θυμίζει το ιταλικό cazzo). Βλέπετε  η αγράμματη γυναίκα για χιλιάδες χρόνια λέει “αιγκα” (< αρχ. ελλην. αίγα) και όχι κατσίκα. Δεν καταλαβαίνει τον άνδρα της, όταν της μιλά για παπούτσι, για πιρούνι, για τον πόλεμο (όνομα χωριού στην Καλαβρία). Ο άντρας της, πρώτη φορά και αυτός που βγήκε από το χωριό του, νομίζει ότι “εκπολιτίστηκε” και μιλά τη γλώσσα των σύγχρονων Ελλήνων, αλλά αυτή δεν καταλαβαίνει τη λέξη “τώρα”, συνεχίζει να λέει “άρτε” (< αρχ. άρτι).

Το πιο εντυπωσιακό: δεν ξέρει κανένας στο χωριό τι είναι αυτή  η “Ελλάντα”. Δεν τους είχαν ενημερώσει στα βουνά της Μπόβας ότι οι γραμματιζούμενοι των Αθηνών αλλάξανε το όνομα. Γι αυτούς η πατρίδα τους είναι η Γκρετσία, τη λέξη “Ελλάντα” δεν την έχουν ακούσει ποτέ. Τους το πρωτοείπαν οι στρατιώτες που γύρισαν από τον πόλεμο.

Ζούσαν απομονωμένοι, δεν γνώριζαν την ελλάντα και όμως υπήρξαν πάντα Έλληνες. Δε ζήτησαν ούτε τη συγκατάθεση, ούτε την αναγνώριση κανενός. Δε δίνουν λόγο σε κανέναν. Δεν τους υποχρέωσε κανένας να είναι Έλληνες. Δεν πολυνοιάζονται για τον “Ρήγα” της Ρώμης ή της Αθήνας. Το 1940 ήταν υποχρεωμένοι να πολεμήσουν εναντίον αδελφών, όπως επανειλημμένα είχαν πολεμήσει οι Σπαρτιάτες εναντίον των Αθηναίων. Υπάκουσαν αλλά στην πραγματικότητα κορόιδεψαν τον Ρήγα της Ρώμης.

Είναι Έλληνες, γιατί, απλούστατα, δε σκέφτηκαν ποτέ να γίνουν κάτι άλλο.

 “ Στην Ελλάντα; και που είναι αυτό;”

(ακολουθεί η μεταφορά στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα, η μεταγραφή της γκρεκάνικης γλώσσας με ελληνικούς και λατινικούς χαρακτήρες και η μετάφραση στην Ιταλική)

       Ένας άνδρας από τα άνω μέρη της Μπόβας επέστρεψε από την Ελλάδα, όπου τον είχαν στείλει στρατιώτη. Η γυναίκα του έτρεξε, τον αγκάλιασε και οι δυο τους μπήκαν ευτυχισμένοι μέσα στο σπίτι. Μείνανε για λίγο μαζί και στη συνέχεια η γυναίκα βγήκε δακρυσμένη και κάθησε στο πεζούλι. Καταφθάνουν και οι γειτόνισσες και τη ρωτάνε τι έχει και κλαίει και εκείνη απάντησε: “ Ο άντρας μου γύρισε, αλλά δεν είναι πια ο ίδιος. Είναι σαν να ‘χει χάσει τα μυαλά του, δεν ξέρει τι λέει. Ξάπλωσε στο κρεββάτι και μου ζήτησε να του βγάλω το παπούτσι. Είχε ένα τσιμπούρι σε διαστάσεις γρύλου και το ονόμαζε “παπούτσι”.

Μα να ήταν μόνο αυτό, δε θα ήταν τίποτα. Όταν το ρώτησα τι θέλει να φάει μου είπε “κατσίκα”. Ακόμα και η πεθερά μου το άκουσε. Τι ντροπή!! Προσποιήθηκα ότι δεν άκουσα και του μαγείρεψα λίγο κατσίκι. Μόλις είδε το κρέας μου ζήτησε πιρούνι! Είχα κοντά μου μια οδοντογλυφίδα και του έδωσα. Μου το πέταξε και σηκώθηκε να πάρει το πιρούνι και εγώ διαμαρτυρήθηκα : αν ήθελε τη φορκέτα γιατί, τότε, μου ζήτησε το πιρούνι και εκείνος μου είπε ότι η φορκέτα, τώρα, στην Ελλάδα, λέγεται πιρούνι. Το “τώρα” δε λέγεται πλέον “άρτι” μα “τώρα”. Βλέπεις ο κόσμος προοδεύει. “ Στην Ελλάδα; και που είναι αυτό;” ρώτησε μια γειτόνισσα και η γυναίκα απάντησε:

“και εγώ που να ξέρω; το ξέρει ο Ρήγας (: βασιλιάς) της Ρώμης, που τον έστειλε εκεί. Όταν έφυγε είχε πει ότι πάει να κάνει “γκουέρα στην Γκρετσία”, τώρα γύρισε και λέει ότι ήταν  “στον πόλεμο στην Ελλάδα”. Τον πόλεμο τον ξέρω είναι χωριά στην κάτω Μπόβα μα για την Ελλάδα, εγώ δεν έχω ακούσει ποτέ τίποτα”

“Στην κάτω Μπόβα θα ΄ναι” είπε η γειτόνισσα “Οι κάτοικοι της Κάτω Μπόβα μεγαλοπιάστηκαν και τώρα μιλάνε τα Ιταλικά. Ακόμα και τα λιθάρια δεν τα ονομάζουν πλέον “πέτρες”  αλλά  “σάσσι”

Stin Ellada… catu Chora (γκρίκο με ελληνική γραφή)

Έναν άνθρωπο άνωτε εκοντοφερε αν ντιν Γκρέτσια, που ησαν ντο στειλοντα σορντατο. Η γυναίκατου ετρετζε, τον αγκάλιαε τσε ολοι τσι δυο εμπεκιτισα γελώνda στο σπιτικό. Αστάθησα λίγο εις μία, πόι η γυναίκα εγκουίκι κλώντα τσ’ εκάθηε στο πετζουλι. Οι γειτόνισσε ετρετζαει τσ της αρωτάει τι εχει και κλαίει, τσ’ ετσείνη τος ειπε “ ο αντρα μου εκοντόφερε μα ντεν εναι πλέο ετσείνο! Σάμποτε τι έχασε τον αμυαλό, ντεν ιξερει τι λέγκει: πως εμπικι οσου τσ’ εντρακλινε στο κρεββάτι μού είπε να του γκουάλω το παπούτζι! Ειχε ‘να σπιddo τ’ ιδιφε ‘ναν θαλακό τσε τον έκραζε παπούτζι.

Μα αν ήτο τούτο, ήτο τίποτε: του ‘ρωτεια τι θέλει να φαμε τσε είπε τι τρώγομε κατσίκα! Τσε άκουε τσιόλα η πεθερά μου, νdροπή. Εγκώ έκαμα τι ντεν γκούω τσε του τηγκάνεα λιγκη αίγκα: πως ηυρε το κρέα είπε να του ντώσω πηρούνι! Ειχα τσι πρόσκαιρο ΄ναμ μποσαλάτσι τσε το ‘ντουκα. Τ΄αφηκε ετσει τσ’ εγιερτει τσ’ επιαε τι φουρκέτα. Του Ρωτάει αν ήθελε τη φουρκέτα γιατί μου ζητηε το πηρούνι, και τσεινο μου είπε ότι άρτε η φουρκέτα κράτζετε πηρούνι τσε παρέο είπε τι: “Αρτε στην Ελλάντα ντεν λέγκου πλέο άρτε μα τώρα” τσε τι ο κόσμο ειαε αμbρό”.

Στην Ελλάντα; τσε που είναι; της αρώτηε μία γειτόνισσα, τσε ετσείνη είπε: “ Τι σιέρω γκώ;” το σιερει ο ρηγκα τη Ρώμη που τον έστειλε ετσει! Σαν εχωριστη είπε τι πάει στην γκουέρα στην Γρετσία, αρτε κοντοφέρει τσε λεέιε τι ήτο στον Μπόλεμο στην Ελλάντα. Ο Πόλεμο εναι κάτω Χώρα, μα τοθτη η Ελλάντα εγκώ ντεν ήκουα μάι. Κάτου χώρα εναι – είπε η γειτόνισσα- κάτου Χώρα. Ι Βουτάνοι επιάστησα τόσο ασε πίρια τη άρτε πλατεου ταλιάνα τσε όλα τα λιθάρια ντεν ντα κράζουν πλέο πέτρε μα σάσι

Stin Ellada… catu Chora  (γκρίκο με λατινική γραφή)

Enan àthropo ànotte econdòferre an din Grecia, pu issan do stìlonda sordato. I jinècatu ètrezze, ton angàliae ce oli ci dio embikìtissa jelònda sto spìtindo: estàthissa ligon ismìa, poi i jinèka egguìki clonda c’ecàthie sto pezuli. I jitònisse etrèzzai ce tis arotìai ti echi ce clei, c’ecini tos ipe: “O àndramu econdòfere ma den ene pleo ecino! Sambote ti èchase ton ammialò, den isceri ti leghi: pos embiki ossu c’etràcline sto crevatti mu ipe na tu gualo to papuzzi! Iche ‘na spiddo t’ìdife ‘nan ttàlacho ce ton ècrazze papuzzi! Ma an ito tuto, ito tìpote: tu ‘ròtia ti theli na fame ce ipe ti trògome cazzica! Ce àcue ciola i pettheràmu, ndropì! Egò ècama ti den guo ce tu tigània lighin èga: pos ìvre to crea, ipe na tu doso to piruni! Icha ecì pròskiero ‘nam bossalàci ce to ‘duca:t’àfike ecì c’ejerti c’èpiae ti ffurketta. Tu ‘ròtia an ìthele ti ffurketta jatì mu zìtie to piruni, c’ecino ipe ti arte i furketta cràzzete piruni ce pareo ipe ti: “Arte stin Ellada den legu pleo arte ma tora” ce ti “o cosmo ejae ambrò!”. “Stin Ellada? Ce pu ene?”, tis aròtie mia jitònissa, c’ecìni ipe: “Ti scero gò? to sceri o riga ti Romi pu ton èstile ecì! San echoristi ipe ti pai stin guerra stin Grecia, arte condoferri ce leji ti ito ston Bòlemo stin Ellada: o Pòlemo ene catu Chora, ma tut’i Ellada egò den ìcua mai!”. “Catu Chora ene – ipe i jitònissa – catu Chora: i Vutani epiàstissa tosso asce pìria ti arte platèu taliana ce ciòla ta lithària den da crazu pleo manco petre ma sassi”.

Traduzione:

In Ellada… giù a Bova

Un uomo delle parti alte (= di Bova) tornava dalla Grecia, dove l’avevano mandato soldato. La moglie accorse, lo abbracciò e tutt’e due entrarono felici a casa: rimasero un po’ insieme (= da soli), poi la donna uscì in lacrime e si sedette sullo scalino (davanti alla soglia). Sopraggiunsero le vicine e le chiesero cosa avesse da piangere e lei rispose: “Mio marito è ritornato, ma non è più lo stesso! E come se avesse perso il senno, non sa quel che dice: dentro casa si è disteso nel letto e mi ha pregato di levargli il papuzzi! Aveva una zecca delle dimensioni di un grillo e la chiamava “papuzzi” (= nel bov. moscerino). Ma fosse solo questo, sarebbe nulla: alla domanda su cosa desiderasse mangiare mi ha risposto cazzica! Perfino mia suocera l’ha sentito, vergogna! Io ho finto di non avere udito e gli ho cucinato un po’ di capra: alla vista della carne, ha preteso il piruni! Avevo lì a portata di mano uno stecchino e gliel’ho dato: l’ha lasciato dov’era e si è alzato a prendere la forchetta, al che gli ho ribattuto, per quale motivo, se voleva la forchetta mi aveva richiesto un piruni e lui per giunta, mi ha informato che la forchetta ora si chiama piruni e inoltre, a Ellada, ora non si dice più arte ma tora, giacché il mondo è andato avanti! “A Ellada? e dov’è?”, domandò una vicina, la donna replicò: “E io che ne so? Lo sa il re di Roma che lì ce l’ha mandato! Alla partenza aveva detto che andava in guerra in Grecia, adesso ritorna e dice che era a Polemo in Ellada: Polemo è giù nei pressi di Bova, ma di Ellada io non ho mai inteso nulla!”. “Giù a Bova, rincalzò la vicina, è giù a Bova: i bovesi si sono tanto ringalluzziti che ora parlano italiano e anche i mazzacani non li chiamano più nemmeno pietre ma sassi”.

La lettera di Pasuale Casile
…ti mando questo divertente racconto, contenuto tra le storie bovesi raccolte da G. A. Crupi nel libro “La glossa di Bova” su un soldato appena tornato a casa dal fronte greco, dov’era stato mandato durante gli anni del fascismo. Due mondi s’incontrano e ne nascono immancabilmente numerosi equivoci.  La moglie e le vicine pensano che le nuove parole “importate” dall’Ellade provengano dall’italiano… da qui i numerosi fraintendimenti sui termini: “cazzica” (bov. ega), papùzzi (nel bov. sitarovyeira), piruni (nel bov. stecco di legno, in grecanico “possàli” da pavssalos), “tora” (nel bov. arte dal greco antico arti), “Polemo” che è per le donne bovesi  una località vicino alla   Chora (Bova). Il soldato bovese, come tanti altri italiani in Grecia, non ha trovato “nemici” ma  lontani parenti divisi dal mare.

στη φωτογραφία άγνωστο έργο του Γιάννη Τσαρούχη από την προσωπική συλλογή του Γιώργου Δαμιανού