ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ (1851-1938)

24grammata.com- ζωγραφική/ γλυπτική

Στα έργα του κορυφαίου γλύπτη ο παγανιστικός κόσμος της Αρχαιότητας συνυπάρχει ειρηνικά με τον χριστιανικό. Κλίμακες και ιεραρχίες παραβιάζονται. Ονειρο, φαντασία και πραγματικότητα δεν έχουν σύνορα

γράφει η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα,  καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης.

Από την τραγωδία στην κάθαρση

Η εικόνα του Γιαννούλη Χαλεπά ανακαλεί στη μνήμη μου συνειρμικά τη μορφή ενός άλλου «αγίου», της λογοτεχνίας μας: του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Είναι συγκαιρινοί αλλά οι δρόμοι τους δεν τέμνονται. Οι λιγοστές φωτογραφίες που έχουμε εμφανίζουν δύο σεβάσμιους γενειοφόρους γέροντες με βλέμμα στραμμένο προς τα μέσα, που προδίδει ωστόσο διαφορετική θέα για τον καθένα. Η εσωστρέφεια του σκιαθίτη καλόγερου είναι ενδοσκοπική, γαλήνια, στοχαστική. Το βλέμμα του Χαλεπά αντίθετα προδίδει την αγωνία του ανθρώπου που αντικρίζει τα προσωπικά του φαντάσματα, τους εφιάλτες του. Και οι δυο τους είναι κρυμμένοι πίσω από το χρυσό προσωπείο και τα «μαλάματα» του μύθου που τους ακολουθεί. Και οι δύο κρύβουν καλά το αληθινό τους πρόσωπο μέσα στο έργο τους· έργο υψηλόφρον αλλά με σάρκα ανθρώπινη. Και οι δύο, τέλος, «λάξεψαν» το έργο τους σε μια «ύλη» που θα μπορούσε να ακυρώσει a priori κάθε πρωτοτυπία, κάθε δημιουργική πνοή: ο ένας, ο γλύπτης, στο ψυχρό ύφος του ακαδημαϊκού νεοκλασικισμού, ο άλλος, ο λογοτέχνης, στην αποστεωμένη και ακαδημαϊκή καθαρεύουσα. Και οι δύο κατάφεραν να αποδείξουν ότι ένας αληθινός δημιουργός μπορεί να εμφυσήσει ζωή σε ένα εκφραστικό όργανο που έμοιαζε νεκρό και απολιθωμένο από καιρό.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, κάμπτοντας τις αντιρρήσεις ενός πατέρα που είχε καταφέρει να αναγάγει τη μαρμαρογλυπτική παράδοση των Τηνίων σε κερδώα επιχείρηση, κατάφερε να συμπληρώσει λαμπρές σπουδές. Στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας είχε δάσκαλο τον εξαίρετο νεοκλασικό γλύπτη Λεωνίδα Δρόση, ενώ στην Ακαδημία του Μονάχου, όπου συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία του Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, θα μαθητεύσει πλάι στον επίσης κλασικιστή γλύπτη Max Ritter Widnmann.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ανήκει στις σπάνιες περιπτώσεις καλλιτεχνών που δεν ξεκινούν τη δημιουργία τους με πρωτόλεια. Από την πρώτη στιγμή η τέχνη του παρουσιάζει αιφνίδια ωριμότητα. Τα τρία μνημειακά έργα που έχουν διασωθεί ακέραια από την πρώιμη περίοδο τη δημιουργίας του είναι τέλεια από τεχνικής απόψεως και παράλληλα διαθέτουν εκείνη την άρρητη και ασύλληπτη πνοή που ξεχωρίζει το αριστούργημα από το απλώς άρτιο έργο.

Τρία αριστουργήματα

Ενας νέος είκοσι τεσσάρων ετών είναι ο δημιουργός του έξοχου και πολυβραβευμένου συμπλέγματος με θέμα τον Σάτυρο που παίζει με τον Ερωτα (1875-1877). Σήμερα το κοινό μπορεί να απολαύσει την τελική σύνθεση σε μάρμαρο στην Εθνική Γλυπτοθήκη στο Γουδί. Η σύνθεση είναι πολυαξονική, περίοπτη, γεμάτη συστροφές και χιασμούς. Η τέλεια γνώση της ανατομίας, το αβρό πλάσιμο της σάρκας, η βαθιά διαίσθηση της ανθρώπινης ψυχολογίας, οι μελετημένες εκφράσεις μαρτυρούν τον ολοκληρωμένο τεχνίτη. Αυτό όμως που κάνει το έργο να αναπνέει, αυτό που εμψυχώνει την ύλη του μαρμάρου ανήκει στον χώρο του ανεξήγητου.

Στο ανάγλυφο της Φιλοστοργίας (1875) άλλο πρώιμο αριστούργημα του Χαλεπά, ο νεαρός γλύπτης αποδεικνύεται άξιος κληρονόμος του υψηλού μαθήματος του Παρθενώνα και των επιτύμβιων στηλών της ίδιας εποχής. Η άρτια γνώση του ανάγλυφου, η μελωδική ρυθμολογία των πτυχώσεων, που τονίζει τα γλαφυρά μέλη του σώματος της νέας γυναίκας, το πλούσιο παιχνίδι του σκιοφωτισμού προσδίδουν γνήσιο άρωμα αρχαιότητας σε αυτό το έργο.

Το τρίτο αριστούργημα του Χαλεπά από την πρώιμη περίοδο της δημιουργίας του είναι η θρυλική και πολυφίλητη Κοιμωμένη (1877), ένα επιτύμβιο άγαλμα που γαληνεύει ακόμη τον ύπνο της νεαρής Σοφίας Αφεντάκη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Μια νεαρή κόρη, μια παιδούλα, ξαπλωμένη πάνω σε ανάκλιντρο, έχει παραδοθεί σε έναν όλβιο ύπνο. Ολο της το σώμα, από το λυγισμένο γόνατο ως τα ακροδάχτυλα και ως το τρυφερό πρόσωπο με το μισάνοιχτο στόμα και το ατμοσφαιρικό πλάσιμο, μαρτυρεί τη θεία γαλήνη που την έχει τυλίξει. Το αλάνθαστο ένστικτο του λαού το λάτρεψε και το έκανε κτήμα του, περιβάλλοντάς το με την αχλύ του θρύλου. Το εκμαγείο της Εθνικής Γλυπτοθήκης, που είχε την πρόνοια να εξασφαλίσει ο άξιος προκάτοχός μου Δημήτρης Παπαστάμος πριν από τριάντα χρόνια, διασώζει την αβρή ποιότητα της γλυπτικής επιφάνειας όπως ήταν πριν από τη φθορά της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

Τον Αύγουστο του 1930, μισό αιώνα μετά τη δημιουργία της, ο Γιαννούλης Χαλεπάς, που μόλις είχε παλιννοστήσει στην Αθήνα, θα επισκεφθεί με μια συντροφιά την Κοιμωμένη του στο Α´ Νεκροταφείο. Το σχόλιό του ότι «τα έργα που φιλοτεχνεί τώρα είναι ανώτερα» χρήζει αποδείξεως.

Η «μεταλογική» περίοδος

Η Μεγάλη Αναπαυομένη (1931), το μόνο άγαλμα μνημειακών διαστάσεων που δημιουργεί στην αποκαλούμενη «μεταλογική» του περίοδο, φωτίζει και επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του. Αν η Κοιμωμένη κορυφώνει τις φιλοδοξίες της ελληνικής νεοκλασικής δημιουργίας του 19ου αιώνα, η Αναπαυομένη συμπυκνώνει τις αναζητήσεις της γλυπτικής στον 20ό αιώνα. Μια νέα γυναίκα ξαπλωμένη με το πλάι αναγέρνει βίαια το κεφάλι της πάνω στα ψηλά μαξιλάρια, στυλώνοντας το βλέμμα στο κενό, τεντώνοντας σπασμωδικά τα χέρια σαν να βρίσκεται σε έκσταση. Ενας βαθύς πόνος, ένας σπασμός, ένας ανήκουστος λυγμός τη συνταράζει. Στο δεξί της χέρι κρατάει, εμποδίζοντάς την να πετάξει, μια «ψυχή», μια πεταλούδα. Η μετωνυμία της ψυχής-πεταλούδας παραπέμπει στην πνοή. Ισως η γυναίκα αυτή πεθαίνει από ερωτική απογοήτευση, όπως δείχνει και ο νεαρός άνδρας που είναι χαραγμένος στο πίσω μέρος του προσκέφαλου. Η Αναπαυομένη έχει πλαστεί με καθαρά επίπεδα, που εγγράφονται μέσα σε κλειστά περιγράμματα. Η εκφραστικότητα του έργου φτάνει σε εκρηκτική ένταση.

Οι μελετητές διακρίνουν δύο φάσεις στη «μεταλογική» δημιουργία του Χαλεπά. Η πρώτη αντιστοιχεί στα χρόνια της ανάνηψης στην Τήνο (1918 ως 1930), ενώ η δεύτερη καλύπτει τα τελευταία χρόνια της ζωής του (1930 ως 1938). Ισως όμως θα πρέπει να αναφερθούμε στην τραγωδία που ακύρωσε το λαμπρό ταλέντο πάνω στην άνθησή του. Είναι γνωστός ο εγκλεισμός του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας, όπου θα παραμείνει σε πλήρη δημιουργική αφασία δεκατέσσερα χρόνια, από το 1888 ως το 1902. Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1901, η μητέρα του φροντίζει να τον φέρει πίσω στο νησί το 1902. Από τότε και ως τον θάνατο της μητέρας του, το 1916, ο Χαλεπάς ζει σε ένα είδος καθαρτηρίου, λησμονημένος και περιφρονημένος. Η μητέρα του, που έχει συνδέσει την τρέλα με την τέχνη του, τον εμποδίζει να δημιουργεί και ό,τι κάνει τού το καταστρέφει. Μελετητές και ψυχαναλυτές ερμηνεύουν την εμμονή του Χαλεπά με το θέμα της Μήδειας με αυτή την τραυματική εμπειρία.

Το μυστικό εργαστήρι του

Από το 1918 ως το 1930 ακολουθεί μια μακρά πορεία αφύπνισης στο φως της λογικής. Οι επαφές με τον πνευματικό κόσμο της Αθήνας πυκνώνουν. Το ενδιαφέρον της πολιτείας αφυπνίζεται. Το 1925 η Ακαδημία Αθηνών διοργανώνει έκθεση έργων του και το 1927 τον τιμά με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Το 1930, με τη φροντίδα της ανιψιάς του Ειρήνης Χαλεπά, εγκαθίσταται στην Αθήνα, στο σπίτι της. Θα ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του μέσα σε κλίμα γενικού θαυμασμού, που όμως δεν τον αγγίζει, καθώς δουλεύει με παράφορο ζήλο, προσπαθώντας να ανακτήσει τον χαμένο χρόνο.

Τι μορφή έχουν οι μικρές συνθέσεις που πλάθει στον πηλό χωρίς αρματωσιά, ζυμώνοντας την εύπλαστη ύλη με ηδονή; Ο Χαλεπάς αντλεί από την απέραντη δεξαμενή της παραδοσιακής θεματολογίας, που τροφοδοτούσε και τους νεοκλασικούς γλύπτες: τον εμπνέουν αρχαίοι μύθοι, αλληγορίες, θρύλοι και παραδόσεις αλλά και σκηνές καθημερινής ζωής.

Το ανανεωτικό και καινοτόμο στοιχείο δεν έγκειται ωστόσο στα θέματα αλλά στις ελευθερίες που διεκδικεί και κατακτά ο καλλιτέχνης για να τα ερμηνεύσει: ο παγανιστικός κόσμος της Αρχαιότητας συνυπάρχει ειρηνικά με τον χριστιανικό. Κλίμακες και ιεραρχίες παραβιάζονται. Ονειρο, φαντασία και πραγματικότητα δεν έχουν σύνορα στα μεταλογικά έργα του Χαλεπά. Λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Η ενότητα του χρόνου και του τόπου καταλύεται.

Ο Χαλεπάς έχει εξασφαλίσει περίοπτη θέση στην ιστορία του ελληνικού μοντερνισμού. Αυτή την καταξίωση δεν την οφείλει τόσο στην ανατρεπτική διαχείριση του παραδοσιακού θεματικού ρεπερτορίου όσο στις πλαστικές λύσεις που βρήκε για να το ερμηνεύσει. Οι συνθέσεις του ξεκινούν από την κλασική αρχή ότι η γλυπτική φόρμα δουλεύεται γύρω από έναν πυρήνα, χωρίς προβολές και έντονες εξοχές. Οι όγκοι οργανώνονται δομικά και οι λεπτομέρειες δουλεύονται επιφανειακά σαν ανάγλυφα. Ετσι, το φως περιλούζει τη φόρμα χωρίς να δημιουργεί έντονους σκιοφωτισμούς. Αυτή ήταν μία από τις βασικές αρχές της αρχαϊκής και της προκλασικής γλυπτικής, της «προ Φειδίου εποχής», που ο Χαλεπάς στην ωριμότητά του δήλωνε ότι θαύμαζε.

Φαίνεται πως η απόσταση που χωρίζει τον τέλειο νεοκλασικό γλύπτη του Σάτυρου και της Κοιμωμένης από τα τολμηρά γυμνάσματα της αλγεινής ωριμότητάς του δεν εξισώνεται με το απόλυτο κενό. Η φρενοβλάβεια, η μοναξιά, η σιωπή, «ο πόνος που είναι άντρας», όπως έλεγε, λειτούργησαν σαν μυστικό εργαστήρι από όπου αναδύθηκε ένας αναγεννημένος, ένας άλλος Χαλεπάς. http://www.tovima.gr